Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναλύσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναλύσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Οι επιπτώσεις των αναταραχών στην Συρία μπορούν να αλλάξουν τον χάρτη της Μέσης Ανατολής

Της Ελευθερίας Καραγιώργη, πηγή: Κέντρο Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών

Το κύμα των περιφερειακών αναταραχών έφτασε στην Συρία στα μέσα Μαρτίου, με τους οργανωτές της αντιπολίτευσης και τους διαδηλωτές να διαμαρτύρονται καθημερινά. Το καθεστώς της Συρίας απάντησε αμέσως χρησιμοποιώντας δυσανάλογη βία με σκοπό να καταπνίξει τις διαμαρτυρίες και να τονίσει τις συνέπειες της όποιας εναντίωσης. Ωστόσο, η εσωτερική δομή της Συρίας έχει ιδιαίτερη σημασία λόγω του ρόλου που παίζει η χώρα στην περιοχή.

Οι μαζικές διαδηλώσεις στην Συρία ξεκίνησαν στην βόρεια πόλη Νταράα στις 18 Μαρτίου, όπου ο στρατός με την βία κατέστειλε χιλιάδες ανθρώπους που βγήκαν στους δρόμους να διαμαρτυρηθούν. Περίπου εκατό πολίτες σκοτώθηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας. Ο δείχτης των νεκρών συνεχίζει να αυξάνεται. Η σύλληψη αρκετών εφήβων που έφτιαχναν αντικυβερνητικά γκράφιτι στους τοίχους ήταν και η σπίθα που προκάλεσε τους διαφωνούντες. Οι εκκλήσεις για την απελευθέρωση των φοιτητών ακολουθήθηκαν από τις εκκλήσεις για πολιτική ελευθερία και οι διαδηλωτές φώναζαν «θέλουμε αξιοπρέπεια και ελευθερία» ενώ είπαν «όχι στον νόμο έκτακτης ανάγκης». Η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, μια κληρονομιά που έρχεται από το πραξικόπημα του 1963, όταν το Μπαάθ ήρθε στην εξουσία. Οι συριακές αρχές χρησιμοποιούν αυτόν τον νόμο για να εξορίζουν τους διαδηλωτές, να δικαιολογούν τις αυθαίρετες συλλήψεις, να κλείνουν τα δικαστήρια και να περάσουν τον έλεγχο στις μυστικές υπηρεσίες της αστυνομίας.

Όμως, τα αίτια των αναταραχών είναι πιο βαθιά. Η Νταράα υπέφερε πολύ από την ξηρασία που επίσης είχε χτυπήσει την ανατολική Συρία. Επιπλέον, σύμφωνα με δημοσίευμα της Jerusalem post, «η πόλη αποτελεί το σπίτι για χιλιάδες ανθρώπους από την ανατολική Συρία που μετακινήθηκαν παρά την θέληση τους. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους λόγω της κρίσης νερού τα τελευταία έξι χρόνια». Αυτή η άνευ προηγουμένου κρίση νερού, σε συνδυασμό με τις φτωχές αγροτικές υποδομές της Συρίας, οδήγησε στον αποπροσανατολισμό του βιοτικού επιπέδου στην Νταράα και στην Συρία γενικά. Ακόμα, ο πληθυσμός στην Νταράα είναι στην πλειοψηφία του σουνίτες μουσουλμάνοι, παραμελημένοι από το καθεστώς του Alawite Assad. Είναι επίσης μια περιοχή με φυλές που παραδοσιακά έχουν αντισταθεί στην κεντρική εξουσία και κάποιοι αποδίδουν την σοβαρότητα των διαδηλώσεων στην σημασία της ταυτότητας των φυλών.

Μετά την Νταράα, διαδηλώσεις ακολούθησαν στην Δαμασκό, Λαττάκεια, Χόμς, Χάμα και Καμίσλι. Αν και υπάρχουν κάποιες πρώτες ενδείξεις για την εμπλοκή των Αδελφών Μουσουλμάνων στις διαδηλώσεις, η κύρια αντιπολιτευτική ομάδα δεν έχει δώσει την πλήρη στήριξη της. Η Αδελφότητα θυμάται έντονα την σφαγή στην Χάμα το 1982, όταν ο συριακός στρατός διέλυσε βίαια τις προσπάθειες εναντίωσης. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι κοιτούν τώρα στην Δύση για διαβεβαιώσεις υποστήριξης, αν και μια τέτοια προοπτική δείχνει αδύνατη. Μετά από εβδομάδες βίαιων διαδηλώσεων, το κοινοβούλιο της Συρίας παραιτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2011. Ωστόσο αυτή η κίνηση δεν ικανοποίησε τα αιτήματα των διαδηλωτών, μιας και η αλλαγή ήταν μικρή για να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων στην κυβέρνηση της Συρίας, όπου η εξουσία βρίσκεται δυσανάλογα στα χέρια του Bashar Al- Assad, της οικογένειας του και στο σύστημα ασφάλειας.

Παρόλα αυτά, ενώ απευθυνόταν στο κοινοβούλιο της Συρίας στις 30 Μαρτίου, ο Bashar Al-Assad αναμενόταν πως θα ανακοινώσει μεταρρυθμίσεις και την άρση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Αντί αυτού, ο Πρόεδρος απλά τόνισε πως η ασφάλεια και η σταθερότητα είναι οι προτεραιότητες του. Κατηγόρησε επίσης τις ξένες δυνάμεις ότι προσπαθούν να οδηγήσουν συγκεκριμένες διαμάχες στην Συρία. Ωστόσο, αν και ο Bashar Al-Assad υποστηρίζει ότι προωθεί τις μεταρρυθμίσεις από το 2005, κάποιοι λένε πως είναι ανίκανος να εφαρμόσει πραγματικές αλλαγές. Στην πραγματικότητα το καθεστώς του Assad δεν έχει καμία πρόθεση να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση προς την αντιπολίτευση, εκτός και αν αναγκαστεί.

Ωστόσο, πέρα από τα εσωτερικά ζητήματα για την επιβίωση του καθεστώτος και τον ρόλο των Ισλαμιστών στην πολιτική, οι αναταραχές στην Συρία δημιουργούν περιφερειακές και παγκόσμιες σπαζοκεφαλιές. Αυτό που διακυβεύεται στην Συρία δεν είναι μόνο εσωτερικό θέμα, απεναντίας είναι περισσότερο γεωπολιτικό σε περιφερειακή κλίμακα. Η Συρία είναι ο σύνδεσμος του άξονα Τεχεράνη-Δαμασκός-Χεζμπολάχ όπου πολλοί ηγέτες της περιοχής τον θεωρούν ως σήμα κατατεθέν της αντίστασης ενάντια στην ισραηλινή και αμερικανική ηγεμονία. Αυτό κάνει και την χώρα να είναι σημαντική τόσο σε περιφερειακό όσο και διεθνές επίπεδο.

Ο άξονας Ιράν-Συρία-Χεζμπολάχ

Ενώ οι σχέσεις της Συρίας με το Ιράν έχουν δυναμώσει, ορισμένοι που διαμορφώνουν πολιτικές έχουν καλέσει τις ΗΠΑ να χτυπήσουν την Συρία και να την απομακρύνουν από το Ιράν. Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει προσπαθήσει να πλησιάσει διπλωματικά την χώρα προκειμένου να την ενθαρρύνει να αναθεωρήσει την «απορριπτική» συμπεριφορά της. Οι ΗΠΑ για καιρό υπήρξαν επικριτικές για την στήριξη της Συρίας σε αντι-ισραηλινές στρατιωτικές ομάδες και για την ανάμειξη της στον Λίβανο και αποκατέστησαν πλήρως τις διπλωματικές τους σχέσεις με την Συρία μόλις πρόσφατα, στέλνοντας πρέσβη στην Δαμασκό, μετά από έξι χρόνια διπλωματικής απομόνωσης. Ωστόσο, ορισμένοι υποστηρίζουν πως τα θεμέλια των σχέσεων Συρίας-Ιράν, όπου περιλαμβάνονται η στήριξη στην Χεζμπολάχ και η αναμέτρηση με το Ισραήλ, βασίζονται σε γεωπολιτικά κριτήρια και είναι δύσκολο να διαχωριστεί η μία από την άλλη.

Μέχρι τον αποκλεισμό της το 2005, η Συρία λειτουργούσε ως μια de facto δύναμη στον Λίβανο και κατάφερε να δυναμώσει την Χεζμπολάχ και να γίνει το ενδιάμεσο σημείο για την μεταφορά ιρανικών προμηθειών στην λιβανέζικη οργάνωση. Η χώρα επίσης λειτουργούσε ως το ασφαλές καταφύγιο για τους αξιωματούχους, το προσωπικό και τις οργανώσεις τόσο της Χεζμπολάχ όσο και των παλαιστινιακών παραστρατιωτικών ομάδων, όπως η Χαμάς, η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ και το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.

Επιπλέον, η Ισλαμική Δημοκρατία και η Συρία μοιράζονται το ίδιο ενδιαφέρον για ανάμειξη στο Ιράκ. Από το 2003 και τον ιρακινό πόλεμο, ο ρόλος του Ιράν στο Ιράκ, όπως και της Συρίας έχει αποτελέσει αντικείμενο εκατοντάδων αναφορών, αρκετές από τις οποίες υπαινίσσονται ότι η Τεχεράνη έχει βαθιά ανάμειξη στον εξοπλισμό και την βοήθεια ομάδων Σιιτών. Οι αναφορές εικάζουν πως υπάρχουν πολλές διασυνδέσεις ανάμεσα στο Ιράν και τις παραστρατιωτικές ομάδες, ειδικά με τον στρατό Mahdi και την Ταξιαρχία Badr, λέγοντας πως εξοπλίζονται με όπλα από Ιρανούς πράκτορες. Επιπλέον, υπήρχαν αναφορές πως στον ιρακινό πόλεμο σε πολλούς από τους ανώτατους αξιωματούχους του καθεστώτος του Σαντάμ, προσφέρθηκε καταφύγιο στην Συρία.

Η Συρία βρίσκεται στο κέντρο ενός πυκνού δικτύου στις μεσανατολικές σχέσεις και η κρίση της μπορεί να έχει μεγάλη επίδραση στην περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων. Τώρα που η Συρία αντιμετωπίζει εσωτερικά προβλήματα, ο άξονας Τεχεράνη-Δαμασκός-Χεζμπολάχ δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος. Αν το καθεστώς της Συρίας αποδυναμωθεί λόγω της λαϊκής δυσαρέσκειας, η επιρροή του Ιράν στα αραβικά ζητήματα πιθανά να μειωθεί – τόσο στο Λίβανο όσο και στην Παλαιστίνη. Όπως παρατήρησε και ο Antoine Basbous, ο επικεφαλής του Παρατηρητηρίου των Αραβικών Χωρών στο Παρίσι «το Ιράν είναι πολύ μπλεγμένο με το καθεστώς και θα το υπερασπιστεί με κάθε πιθανό τρόπο».

Κίνδυνοι και ευκαιρίες

Ο Λίβανος δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από τις αναταραχές της Συρίας που μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη σεχταριστική διάσπαση της λιβανέζικης κοινωνίας. Για την ώρα, το φάντασμα του εμφύλιου πολέμου εμφανίζεται ξανά στον Λίβανο και οι ντόπιοι εχθροί της Χεζμπολάχ επιδιώκουν να επωφεληθούν από αυτήν αιρετική διαμάχη. Αυτός ίσως να εξηγεί τον έντονο λόγο του πρώην πρωθυπουργού Saad Hariri που επιβεβαίωσε πως τα όπλα της Χεζμπολάχ δεν είναι τόσο μεγάλη απειλή για το Ισραήλ όσο για την ελευθερία και κυριαρχία του Λιβάνου – στα χέρια του Ιράν. Στην πραγματικότητα, οι σουνίτες μουσουλμάνοι προσπάθησαν να συσπειρώσουν τους υποστηρικτές τους ενάντια στην νέα λιβανέζικη κυβέρνηση. Ο σχηματισμός της τελευταίας έχει ανατεθεί στον διάδοχο του Saad και υποστηρικτή της Χεζμπολάχ Najib Mikati. Αναλυτές ισχυρίζονται πως η λύση στο τρέχον πολιτικό κενό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις μετέπειτα πράξεις της Συρίας, μιας και το καθεστώς ίσως είναι πολύ απασχολημένο από τα εσωτερικά προβλήματα για να επικεντρωθεί στους γείτονές του.

Ο κίνδυνος ενός αποσταθεροποιημένου Λιβάνου μπορεί να εξυπηρετήσει ως ενωτικός παράγοντας για τις διαφορετικές ομάδες της χώρας. Η Συρία έχει χαλιναγωγήσει την Χεζμπολάχ σε αρκετές περιπτώσεις. «Η Ουάσιγκτον, η Τουρκία και το Ιράν έχουν σοβαρούς λόγους να θέλουν να παραμείνει ο Assad», λέει ο Ισραηλινός αναλυτής Zvi Bar’el στην ισραηλινή Haaretz. «Τον θεωρούν ως την βαλβίδα ασφαλείας ενάντια σε μια επίθεση της Χεζμπολάχ στο Ισραήλ ή την φυσική κατάληψη του Λιβάνου».

Επιπλέον, η Συρία μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο και σε ένα άλλο γειτονικό γήπεδο, τον Κόλπο. Οι λόγοι πίσω από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην Σαουδική Αραβία και τις άλλες αραβικές χώρες του Κόλπου και το Ιράν είναι παλιοί αλλά ξαναεμφανίστηκαν μετά την πρόσφατη ανάμειξη στο Μπαχρέιν. Παρόλη την επίσημη θέση πως τα στρατεύματα της Σαουδικής Αραβίας και των Ενωμένων Αραβικών Εμιράτων έφτασαν στο Μπαχρέιν – υπό την αιγίδα του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου- για να αποκαταστήσουν την τάξη στους δρόμους, υπάρχουν λίγες αμφιβολίες ως προς τον αληθινό σκοπό: να βοηθήσουν στην καταστολή των διαδηλώσεων των Σιιτών που ήθελαν να προκαλέσουν τον σουνίτη βασιλιά. Οι Άραβες του Κόλπου πιστεύουν πως οι αναταραχές των σιιτών οργανώνονται από την Τεχεράνη και φοβούνται πως θα εξαπλωθούν σε όλη την αραβική χερσόνησο. Κι εδώ μπαίνει η Συρία: η Δαμασκός μπορεί να γίνει η γέφυρα ανάμεσα στο Ιράν και τις χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου στις τρέχοντες διαμάχες του Περσικού Κόλπου. Σε αντάλλαγμα για την παύση της ιρανικής εμπλοκής στα εσωτερικά ζητήματα του Κόλπου, η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να σταματήσει να ενισχύει πράξεις εξέγερσης ενάντια στην συριακή κυβέρνηση. Μέχρι στιγμής αυτό το σενάριο ακούγεται παρατραβηγμένο, ωστόσο δείχνει τον σημαντικό ρόλο της Συρίας στην Μέση Ανατολή.

Ένα άλλο ενδιαφέρον σενάριο είναι πως οι αναταραχές στην Συρία θα μπορούσαν να στρέψουν τον Ασσάντ πιο κοντά στην Δύση. Η αλήθεια είναι πως σε αντίθεση με τον Αιγύπτιο Χόσνι Μουμπάρακ και τον Λίβυο Μουαμάρ Καντάφι, οι ΗΠΑ δεν έχουν ασκήσει καμία πίεση στον Ασσάντ για να φύγει. Στην πραγματικότητα, η Χίλαρυ Κλίντον τον αποκάλεσε σε συνέντευξη της στο CBS μεταρρυθμιστή. Αυτό κάνει και την διαφορά στις αναταραχές της Συρίας. Αν επιβιώσει ο Ασσάντ, που είναι και το πιο πιθανό σενάριο, θα βρεθεί να κρέμεται από την Δύση και να διατηρεί πιο στενές σχέσεις ως απάντηση στα εσωτερικά του προβλήματα. Πιθανά να ζητήσει και οικονομική βοήθεια από την Δύση, εικάζει ο Σύριος αναλυτής Moshe Maoz.

Εν τω μεταξύ, η Τουρκία παρακολουθεί με αγωνία από το περιθώριο τις διαμαρτυρίες της Συρίας. Τα πρόσφατα χρόνια η Άγκυρα και η Δαμασκός είχαν κάνει σημαντικά βήματα για να βελτιώσουν τις σχέσεις τους. Αν το κύμα αναταραχών χτυπήσει την Συρία, θα είναι ένα πλήγμα για την οικονομία και την σταθερότητα της Τουρκίας. Οι δύο χώρες κινούνται προς την οικονομική ολοκλήρωση. Ένα από τα προγράμματα τους είναι η δημιουργία ενός οικονομικού μπλοκ με τον Λίβανο και την Ιορδανία, το οποίο είναι ήδη μια πραγματικότητα μετά την κατάργηση της βίζα. Μια μάχη εξουσίας στην Συρία θα μπορούσε να καθυστερήσει αυτό το πρόγραμμα. Ωστόσο για την Άγκυρα, τέτοιες πρωτοβουλίες έχουν μια πιο ευρεία έννοια στο πλαίσιο της περιφερειακής ασφάλειας και της μάχης της Τουρκίας με το Κουρδικό Κόμμα Εργατών (ΡΚΚ). Έχοντας επίγνωση για την διασυνοριακή διάσταση του κουρδικού προβλήματος, η Άγκυρα θέλει να δεσμεύσει τους γείτονες της στην Μέση Ανατολή με διάφορες πλατφόρμες συνεργασίας ώστε το ΡΚΚ να μην μπορεί να πάρει καμία στήριξη από την περιοχή. Σε αυτή την γραμμή, η Συρία είχε υπάρξει ο πιο συνεργάσιμος γείτονας, εκφράζοντας την στήριξη της στο δικαίωμα της Άγκυρας να μάχεται ενάντια της τρομοκρατίας. Την ίδια ώρα η Άγκυρα αγωνιά για την πιθανότητα να μετατραπούν οι αναταραχές σε σεχταριστικές συγκρούσεις, που θα δώσει ώθηση και στον κουρδικό πληθυσμό της Συρίας.

Η Συρία μπορεί να αλλάξει τον χάρτη της Μέσης Ανατολής αν οι αναταραχές οδηγήσουν στην πτώση του καθεστώτος του Ασσάντ. Όμως, η διεθνής και περιφερειακή «κατανόηση» της σημασίας της περιφερειακής σταθερότητας κάνει την Δαμασκό να κρατάει γερά ενάντια στους διαφωνούντες. Ωστόσο το καθεστώς δεν πρέπει να υποτιμάει την δύναμη των θυμωμένων Αράβων στους δρόμους, που κινητοποιούνται από την ανάγκη να προστατέψουν τα συμφέροντα, τις θέσεις και τις αρχές τους. Γι’ αυτό ο Ασσάντ δεν μπορεί να μένει ήσυχος από την «κατανόηση», γιατί πολλά είναι ρευστά όταν αφορά στις αραβικές επαναστάσεις και την τύχη της Μέσης Ανατολής.

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Η εργατική και η αγροτική τάξη στη Μέση Ανατολή: από τον οικονομικό εθνικισμό στο νεοφιλελευθερισμό

Πηγή: Middle East Report, No. 210, Reform or Reaction? Dilemmas of Economic Developmentin the Middle East (Spring, 1999), pp. 18-22

Του Joel Beinin, καθηγητή στο Stanford University

Από τις αρχές της δεκαετίας του 70, η εργατική και η αγροτική τάξη της Μέσης Ανατολής έχουν κοινωνικά αποκτήσει νέο περιεχόμενο ενώ η πολιτική τους έκφραση έχει αναδιαμορφωθεί. Αυτές οι εξελίξεις σχετίζονται με μια μετάβαση από τον οικονομικό εθνικισμό, από την κρατικά ωθούμενη βιομηχανική ανάπτυξη και τις λαϊκιστικές πολιτικές έναντι της ενσωμάτωσης στην παγκόσμια οικονομία, στην ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και την αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος προς τα πάνω. Ο χρόνος, το κίνητρο, το εύρος και οι οικονομικές και πολιτικές συνέπειες αυτής της μετάβασης δεν ήταν ίδιοι, αλλά μια γενική τάση σε όλη την περιοχή φαίνεται πως υπάρχει.

Η Τουρκία και η Αίγυπτος ήταν οι πρωτοπόρες στην στρατηγική στη δημιουργία βιομηχανίας που θα υποκαθιστούσε τις εισαγωγές, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας καπιταλιστικής ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, περιεκτικότερες εκδοχές της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης, συχνά συνοδευόμενης από το λαϊκιστικό εθνικισμό και τον αντιϊμπεριαλισμό, υιοθετήθηκαν στο Ιράν, την Τουρκία, την Αίγυπτο, τη Συρία, το Ιράκ, την Τυνησία και την Αλγερία. Ακόμα και χώρες που απέρριψαν τέτοιο προσανατολισμό, όπως η Ιορδανία και το Μαρόκο, ανέπτυξαν διευρυμένους δημόσιους τομείς. Οι πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις του μεταπολεμικού αυτού ριζοσπαστικού οικονομικού εθνικισμού ήταν η εθνικοποίηση από τον Μοχάμεντ Μοσαντέκ της Αγγλοϊρανικής Πετρελαϊκής Εταιρίας το 1951 και η εθνικοποίηση από την Αίγυπτο της Εταιρίας της Διώρυγας του Σουέζ το 1956.

Η κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη και η εκβιομηχάνιση για υποκατάσταση των εισαγωγών ήταν καθοριστικά στοιχεία των κοινωνικών πολιτικών που προώθησαν οι Γκαμάλ Αμπντ Αλ Νάσερ στην Αίγυπτο, το Μπάαθ στη Συρία και το Ιράκ και το Αλγερινό Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (FLN) από τη δεκαετία του 1950 ως εκείνη του 1970. Τα πολιτικά και οικονομικά προγράμματα εκείνων των αυταρχικών λαϊκιστικών καθεστώτων χαρακτηρίστηκαν «Αραβικός εθνικισμός» και «Αραβικός σοσιαλισμός» αντίστοιχα. Ακόμα και ο Χαμπίμπ Μπουργκίμπα, που διακρινόταν για τις πραγματιστικές φιλοδυτικές του απόψεις, μιλούσε για ένα «σοσιαλιστικό πείραμα» στην Τυνησία κατά τη δεκαετία του 1960, έστω και με έναν αντεργατικό, φιλεργοδοτικό και φιλοτσιφλικάδικό προσανατολισμό. Στο Λίβανο και την Ιορδανία- καθεστώτα που ήταν ευθυγραμμισμένα με τις ΗΠΑ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και απέρριπταν τη λαϊκιστική, κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη- ο Νασερισμός και ο Μπααθισμός έγιναν οι κύριες μορφές αντιπολιτευτικών πολιτικών στις δεκαετίες του 1950 και του 60.

Τα πολιτικά ρεύματα στην Τουρκία διακρίνονται από εκείνα των αραβικών χωρών, αλλά ακολούθησαν μια συγκρίσιμη πορεία οικονομικής ανάπτυξης, ειδικά κατά τη δεκαετία του 60. Το Δημοκρατικό Κόμμα, ευρισκόμενο στην εξουσία από το 1950 ως το 1960, ήταν αφοσιωμένο στην αγροτική του βάση, τις ελεύθερες αγορές και το ΝΑΤΟ. Είχε υποσχεθεί να μετατρέψει την Τουρκία σε μια «μικρή Αμερική». Αυτές οι πολιτικές ήταν επιτυχημένες στην αρχή της δεκαετίας του 50, όταν το ξέσπασμα του Κορεατικού Πολέμου και η επιδοτούμενη εξαγωγή αγροτικών προϊόντων ώθησαν την οικονομία. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας αυτής, το ξένο συνάλλαγμα μειώθηκε και η οικονομία υπόφερε. Ένα πραξικόπημα από νέους αξιωματικούς του στρατού το 1960 επανέφερε την βιομηχανικά προσανατολισμένη και κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη και τον οικονομικό σχεδιασμό.

Το Σύνταγμα του 1961 προστάτευε το δικαίωμα των εργατών στην απεργία και αναγνώριζε τη συλλογική διαπραγμάτευση για πρώτη φορά. Το νέο καθεστώς ενθάρρυνε εργασία και κεφάλαιο να συνυπάρχουν.

Τα αυταρχικά λαϊκιστικά Αραβικά καθεστώτα, όπως και η τουρκική κυβέρνηση μετά το πραξικόπημα του 1960, αναγνώριζαν τους εργάτες και τους αγρότες ως κεντρικά στοιχεία του έθνους. Ο Γκαμάλ Αμπντ Αλ Νάσερ συχνά μιλούσε για μια συμμαχία αποτελούμενη από το στρατό, τους εργάτες, τους αγρότες και τους «εθνικούς» καπιταλιστές. Αποχρώσεις μιας τέτοιας διατύπωσης ήταν συχνές εκείνη την εποχή (1). Αυτά τα καθεστώτα διακήρυτταν ότι ο στόχος της εθνικής οικονομικής συγκρότησης βελτίωνε το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων μαζών, ειδικά των αγροτών και των κοινοτήτων της επαρχίας που συνιστούσαν περίπου το 75% του πληθυσμού της Αιγύπτου και το 80% της Τουρκίας τη δεκαετία του 60. Έτσι, το πραξικόπημα των Ελεύθερων Αξιωματικών στις 23/7/1952 στην Αίγυπτο έλαβε λαϊκή νομιμοποίηση με τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν λιγότερο από 2 μήνες μετά την κατάργηση της μοναρχίας και που στόχευαν τους «φεουδάρχες» μεγάλους κτηματίες που θεωρούνταν εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη και πολιτικοί σύμμαχοι του ιμπεριαλισμού. Παρόμοιες αγροτικές μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν στη Συρία, το Ιράκ και την Αλγερία.

Οι βιομηχανικοί εργάτες, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι στις υπηρεσίες στον εξαιρετικά διευρυμένο δημόσιο τομέα ευνοούνταν από την κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη συνήθως περισσότερο ακόμα και από τους εργάτες, εξαιτίας της πολιτικής της υποκατάστασης εισαγωγών. Οι εργάτες ενθαρρύνονταν να μπουν στα συνδικάτα και τις πανεθνικές εργατικές ομοσπονδίες που συνδέονταν με το κυβερνών κόμμα και το κράτος. Σε αντάλλαγμα αυτής της κορπορατιστικής ένταξης των συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών στον κρατικό μηχανισμό, τα μέλη τους λάμβαναν εργασιακή ασφάλεια, υψηλότερους μισθούς, λιγότερες εργάσιμες ώρες, σύστημα υγείας, ασφάλιση σε περίπτωση ανεργίας, συντάξεις και πρόσβαση σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς.

Η επίσημη αναγνώριση της εθνικής σημασίας του «λαού», των «δουλευτάδων», ή των «λαϊκών τάξεων» συγχώνευσε τη δημόσια πολιτική συζήτηση με το λεξιλόγιο περί τάξεων, εκμετάλλευσης και ιμπεριαλισμού που συναγόταν από το Μαρξισμό. Τα κομμουνιστικά κόμματα, συχνά συμμαχούσαν με τα αυταρχικά λαϊκιστικά καθεστώτα λόγω του αντιϊμπεριαλιστικού τους εθνικισμού και των Αδέσμευτων ή φιλοσοβιετικών πολιτικών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μαρξιστές και άλλοι αριστερίζοντες διανοούμενοι ενθαρρύνονταν να μελετούν την ιστορία και την κοινωνιολογία των εργατών και των αγροτών (2). Διηγήματα και ταινίες που παρουσίαζαν τους εργάτες και τους αγρότες ως τους πιο άξιους πολίτες του έθνους έχαιραν επίσημης έγκρισης και λαϊκής αποδοχής (3). Αλλά επίσης, οι κομμουνιστές βίαια καταστέλλονταν από την ιδιοτροπία των καθεστώτων.

Όπως άλλες παρόμοιες ιδεολογίες στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική, ο Νασερισμός, ο Μπααθισμός και άλλες αποχρώσεις του μεσανατολικού λαϊκιστικού απολυταρχισμού απέρριπταν την ιδέα περί ταξικής πάλης. Όταν οι συλλογικές δράσεις εργατών και αγροτών ξεπερνούσαν τα επιτρεπτά όρια και αμφισβητούσαν το καθεστώς, συντρίβονταν. Στην Αίγυπτο, η πρώτη κίνηση των Ελεύθερων Αξιωματικών στον τομέα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής ήταν η καταστολή των κλωστοϋφαντουργών στο Καφρ Αντ Ντάουαρ τον Αύγουστο του 1952 και ο απαγχονισμός δύο ηγετών της. Στην Αλγερία, η Γενική Ένωση Αλγερινών Εργαζομένων ενθάρρυνε τους εργάτες να καταλάβουν τα κτήματα και τις επιχειρήσεις των αποχωρήσαντων αποίκων και να τα διοικήσουν ως κοοπερατίβες. Το FLN αρχικά υιοθέτησε αυτή την πρωτοβουλία αλλά σύντομα απαγόρεψε το πείραμα στην αυτοδιαχείριση, κινούμενο προς τη δημιουργία επιχειρήσεων συγκεντρωτικής κρατικής ιδιοκτησίας.

Παρά τη ρητορική των καθεστώτων, οι φτωχοί αγρότες και οι ανοργάνωτοι εργάτες σε μικρού μεγέθους επιχειρήσεις δεν ήταν οι κυρίως ευνοούμενοι των πολιτικών του αραβικού σοσιαλισμού. Οι μεσαίοι αγρότες συχνά ήταν οι κύριοι επωφελούμενοι των αγροτικών μεταρρυθμίσεων στην Αίγυπτο, τη Συρία, το Ιράκ και την Αλγερία τη δεκαετία του 60 και στις αρχές εκείνης του 70, και οι αρμόδιες για τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις γραφειοκρατίες βάθαιναν τον κρατικό παρεμβατισμό στην επαρχιακή ζωή αντί να ενισχύουν τους φτωχούς αγρότες. Παρότι υπήρξε σημαντική αναδιανομή και τσακίστηκε η πολιτική κυριαρχία της ελίτ των μεγαλοκτηματιών, πολλές οικογένειες από τους τελευταίους κατάφεραν να διατηρήσουν τουλάχιστον τμήμα του πλούτου τους και της επιρροής τους (4).

Τα μεσαία στρώματα της πόλης και ένα ανώτερο στρώμα της εργατικής τάξης επωφελήθηκαν δυσανάλογα από την επέκταση των δημοσίων και κρατικών τομέων και της αυξημένης δαπάνης για Παιδεία και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες (5). Κατώτερα τμήματα του πληθυσμού επωφελήθηκαν από τις τελευταίες, και η νομιμοποίηση των εθνικιστικών καθεστώτων εξαρτώνταν από την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου τους. Σε αντάλλαγμα, ανέχονταν σημαντικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη μη δημοκρατική εξουσία. Ακόμα και όταν φάνηκαν τα όρια της εκβιομηχάνισης που υποκαθιστούσε τις εισαγωγές, με στασιμότητα ή και πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργατών και των αγροτών, στην πολιτική συζήτηση κυριαρχούσε η αναγκαιότητα αναγνώρισης της ύπαρξής τους και των συμφερόντων τους.

Η Τυνησία ήταν η πρώτη χώρα που απομακρύνθηκε από την κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη, μια στροφή που συμβολιζόταν από την καθαίρεση του ’χμαντ Μπεν Σαλάχ, σοσιαλιστή και πρώην Γενικού Γραμματέα της Τυνησιακής Γενικής Ένωσης Εργασίας, από τη θέση του Υπουργού Οικονομίας το 1969. Η Αίγυπτος άρχισε να απαγκιστρώνεται από τον αραβικό σοσιαλισμό, πριν μάλιστα από το θάνατο του Γκαμάλ Αμπντ Αλ Νάσερ. Αλλά η ιδεολογική ανάπτυξη αυτού του νέου προσανατολισμού ξεκίνησε μόλις το 1974(6).

Το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία το 1980 έφερε στην εξουσία ένα καθεστώς αφοσιωμένο στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές.Ο πλούτος από το πετρέλαιο διευκόλυνε την Αλγερία να αποφύγει τις αντιθέσεις της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης και να προσπαθήσει να τις διαχειριστεί με τους δικούς της όρους κατά το τέλος της δεκαετίας.

Οι ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης δείχνουν πως οι ερμηνείες για την εγκατάλειψη αυτών των κρατικιστικών πολιτικών στη Μέση Ανατολή, είτε εκείνες που την αποδίδουν σε μια αιτία, όπως η θεωρία του Guillermo ODonnell περί οικονομικών αλλαγών που σχετίζονται με τη μετάβαση από το λαϊκιστικό στο γραφειοκρατικό απολυταρχισμό, είτε εκείνες που την εξηγούν με «παγκόσμιους όρους», όπως ερμηνείες που τονίζουν τις πιέσεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας κατά την άνοδο των Ρήγκαν-Θάτσερ και των προσπαθειών τους να καταστείλουν τον οικονομικό εθνικισμό(8), ή την παντοδυναμία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας (9), πρέπει να προσαρμόζονται, ανάλογα τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης.

Παρότι αυτές οι γενικές εξηγήσεις είναι μερικώς έγκυρες, οι αντιπαλότητες εντός των κυβερνητικών κομμάτων, ο κοινωνικός συσχετισμός δυνάμεων, και οι συλλογικές δράσεις εργατών και άλλων επηρέασαν το χρόνο διεξαγωγής και το χαρακτήρα αυτών των μεταβάσεων.

Επιπροσθέτως, η επίδραση των παγκοσμίων οικονομικών αλλαγών και των αλλαγών στην τοπική κοινωνική και πολιτική εξουσία επισκιαζόταν από τις εξελίξεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής συνολικά. Το πολιτικό κύρος της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης και της εκβιομηχάνισης για υποκατάσταση εισαγωγών μειώθηκε δραματικά από τη μεγάλη ήττα των Αράβων τον Ιούνη του 1967. Αυτή η πανωλεθρία απέδειξε ότι ο αραβικός εθνικισμός και ο αραβικός σοσιαλισμός είχαν αποτύχει να πετύχουν έναν επαναστατικό μετασχηματισμό των αραβικών κοινωνιών, οι οποίες ήταν ακόμα πιο αδύναμες έναντι του Ισραήλ σε σχέση με το 1948. Η ήττα του 1967 επηρέασε την Αίγυπτο αμεσότερα και ενίσχυσε εκείνους που συνηγορούσαν υπέρ μιας αναθεώρησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Η ήττα του Νασερισμού και του Μπααθισμού, η καταστολή των κομμουνιστών και της νέας αριστεράς, η επίσημη ενθάρρυνση του πολιτικού Ισλάμ, το οποίο συχνά υποστηριζόταν από εμπορικά και χρηματιστικά συμφέροντα που συνδέονταν με τη Σαουδική Αραβία ή άλλες χώρες του Κόλπου (π.χ., Ισλαμική Τράπεζα Φαϊζάλ), ανάπλασαν την πολιτική, πολιτιστική και οικονομική μορφή της Μέσης Ανατολής.

Η εξάλειψη της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης στη Μέση Ανατολή οριστικοποιήθηκε από τα αποτελέσματα του σύντομου και τρωτού Αραβικού πετρελαϊκού εμπάργκο που ακολούθησε τον πόλεμο του 1973 και το τέλος του μεγάλου κύματος της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης που ρυθμιζόταν από θεσμούς που ιδρύθηκαν από τη Συνδιάσκεψη του Μπρέτον Γουντς: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τη Διεθνή Τράπεζα για την Ανοικοδόμηση και την Ανάπτυξη (τώρα Παγκόσμια Τράπεζα) και τη Γενική Συμφωνία για τους Δασμούς και το Εμπόριο (GATT). Το σύστημα του Μπρέτον Γουντς ήταν μια διεθνής έκφραση Φορντισμού- Κεϋνσιανισμού: ένα καθεστώς μαζικής παραγωγής, μαζικής κατανάλωσης και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στις μητροπολιτικές καπιταλιστικές χώρες (10). Η επιτυχία του βασιζόταν στην πρωτοκαθεδρία της οικονομίας των ΗΠΑ, του δολαρίου των ΗΠΑ και της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές εκείνης του 70, το σύστημα του Μπρέτον Γουντς άρχισε να καταρρέει. Η Ιαπωνία και η Ευρώπη ανέκαμψαν ως οικονομικές δυνάμεις. Η απόπειρα των ΗΠΑ να χρηματοδοτήσουν τα κοινωνικά προγράμματα «Μεγάλης Κοινωνίας» ενώ πολεμούσαν στο Βιετνάμ, μείωσε τη σχετική ισχύ της οικονομίας των ΗΠΑ, κάτι που συμβολίστηκε με την αποσύνδεση του δολαρίου από το χρυσό το 1972. Οι υφέσεις το 1974-5 και το 1980-82 οφείλονταν κυρίως σε εσωτερικούς παράγοντες στις χώρες του ΟΟΣΑ: ανεπαρκείς επενδύσεις κεφαλαίου, συνοδευόμενες από τις μονεταριστικές πολιτικές Ρήγκαν-Θάτσερ που στόχευαν στην εξάλειψη του πληθωρισμού και στη μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης της οργανωμένης εργασίας. Μια δεκαετία στασιμοπληθωρισμού (πληθωρισμού και στασιμότητας)- η πιο παρατεταμένη και βαθιά ύφεση μετά το β Παγκόσμιο Πόλεμο- τερμάτισε την εποχή του Φορντισμού- Κεϋνσιανισμού.

Η εμφάνιση του ΟΠΕΚ τη δεκαετία του 60 συντέλεσε επίσης στην υπόσκαψη της θέσης του αμερικανικού κεφαλαίου, με την αλλαγή στο συσχετισμό δύναμης και των ροών κερδών από τις πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρίες στα κράτη που εξήγαγαν πετρέλαιο. Το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου του 1973 και η Ιρανική επανάσταση του 1979 σχετίζονταν, παρότι δεν ήταν η κύρια αιτία, με τις μεγάλες υφέσεις που σφράγισαν την κατάρρευση του Φορντισμού- Κεϋνσιανισμού. Αλλά ο 20πλασιασμός της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, από 2 $ το 1973 σε 40,5$ το βαρέλι το 1981, συνέβαλαν στο πληθωριστικό στοιχείο του συνδρόμου της στασιμότητας.

Κατά την έκρηξη της τιμής του πετρελαίου τη δεκαετία του 1970, ένας χείμαρρος πετροδολαρίων έπνιξε τη Μέση Ανατολή, αναδεικνύοντας τη μετάβαση σε μια νέα οικονομική τάξη. Οι κυβερνήσεις των κρατών που εξήγαγαν πετρέλαιο (ειδικά η Σ.Αραβία, το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που είχαν τεράστια αποθέματα πετρελαίου και σχετικά μικρούς πληθυσμούς για να τα καταναλώνουν) έφτασαν να ελέγχουν τεράστια ποσά από έσοδα από πετρέλαιο. Ο διεθνής δανεισμός σε μεσανατολικές χώρες αυξήθηκε δραματικά τη δεκαετία του 70, μερικώς ωθούμενος από την επιθυμία για να ξανακινηθούν διεθνώς αυτά τα πετροδολάρια. Μεγάλος αριθμός εργατών από χώρες με λίγο ή καθόλου πετρέλαιο (Αίγυπτος, Ιορδανία, Παλαιστίνη, Συρία, Λίβανος, Υεμένη) μετανάστευσαν σε εκείνες που είχαν και που ξεκινούσαν τεράστια προγράμματα οικοδόμησης υποδομών και ανάπτυξης (Σ.Αραβία, Κουβέιτ, Λιβύη). Τα εμβάσματα από τους μετανάστες είχαν μια μικρή επίδραση στην αναδιανομή των εσόδων από πετρέλαιο, όπως και τα αραβικά προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας στην Αίγυπτο (μέχρι τη συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ το 1979) και τα κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη (πολλά από αυτά διοχετευόμενα μέσω της PLO μέχρι τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991) και η εξαγωγή αγαθών και υπηρεσιών στο Ιράκ από την Τουρκία και την Ιορδανία.

Οι πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρίες βελτίωσαν τα κέρδη τους δραματικά κατά την έκρηξη της τιμής του πετρελαίου και ανέκτησαν μεγάλο μέρος της ισχύος τους που έχασαν από τον ΟΠΕΚ και τα κράτη που εξήγαγαν πετρέλαιο όταν οι τιμές κατέρρευσαν το 1985-6. Οι φθίνουσες τιμές του πετρελαίου περιέκοψαν τα αναπτυξιακά προγράμματα των πετρελαϊκών χωρών και μείωσαν τη ζήτηση εργασίας σε αυτές, παρότι η ανάγκη του Ιράκ για την αντικατάσταση των στρατιωτών, που απασχολούνταν απ το 1980 ως το 1988 στον πόλεμο με το Ιράν, μερικώς αναπλήρωσε τη μειωμένη ζήτηση εργασίας σε Σ. Αραβία, Κουβέιτ και Λιβύη. Οι πετρελαϊκές χώρες του Κόλπου, και ακόμα περισσότερο η Αλγερία, πιέζονταν να ξεπληρώσουν τα διεθνή τους χρέη που είχαν συναφθεί με την προσδοκία μεγαλύτερων εσόδων από πετρέλαιο.

Η αναγγελία του τέλους της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης στη Μέση Ανατολή και η αλλαγή πολιτικής που στενά συνδεόταν με την έκβαση του πολέμου του 1973, ήταν το άνοιγμα («ινφιτάχ») της οικονομικής πολιτικής της Αιγύπτου που ανακοινώθηκε από το «Έγγραφο Εργασίας» του Ανουάρ Αλ Σαντάτ τον Απρίλη του 1974. Παρά αυτό και άλλες παρόμοιες εξαγγελίες, η αιγυπτιακή οικονομία γνώρισε μικρές δομικές αλλαγές τη δεκαετία του 70 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (11). Παρόλα αυτά, άρχισε να σχηματίζεται μια νέα τάξη: εκείνη των «μουνφάτιχουν» (σ.μετ. εκείνων που επωφελήθηκαν από το άνοιγμα)- εισαγωγείς, χρηματιστές, εισοδηματίες και μεσάζοντες. Η βοήθεια των ΗΠΑ που συνδεόταν με την ειρήνευση με το Ισραήλ, οι εξαγωγές πετρελαίου, τα τέλη διέλευσης της διώρυγας του Σουέζ που ξανάνοιξε, η επάνοδος του διεθνούς τουρισμού και τα εμβάσματα από μετανάστες έκρυψαν το βάθος της κρίσης της εκβιομηχάνισης για υποκατάσταση εισαγωγών. Αυτές οι δραστηριότητες υπηρεσιών και ενοικίων δημιούργησαν ένα νόμισμα αρκετά ισχυρό για την αποφυγή επιρροής από ξένες νομισματικές κρίσεις Συνεπώς, η κυβέρνηση μπορούσε να αποφύγει πολιτικές επιλογές που θα διακινδύνευαν την υποστήριξή της από τα μιλιούνια των διοικητών, των δημοσίων υπαλλήλων και των εργατών που απασχολούνταν σε δημόσιες επιχειρήσεις και τον κρατικό μηχανισμό.

Το τέλος της έκρηξης της τιμής του πετρελαίου το 1985-6 και η έκρηξη του χρέους του Τρίτου κόσμου, που σημαδεύτηκε περιφερειακά από την κρίση ξένου συναλλάγματος της Τουρκίας το 1978 και παγκοσμίως από τη Μεξικανική χρεωκοπία το 1982, έκανε το αιγυπτιακό κράτος πιο ευάλωτο στις πιέσεις των «μουνφάτιχουν», των συμμάχων τους και των θεσμών του Μπρέτον Γουντς, κάτι που προκάλεσε μια πιο εντεινόμενη κοινωνική σύγκρουση και μια πιο αποφασιστική μετάβαση στη νέα οικονομική τάξη μετά τον Πόλεμο του Κόλπου. Οι πιέσεις του διεθνούς χρέους συνέβαλαν σε παρόμοιες εξελίξεις, με διαφορά ως προς το χρόνο έναρξής τους, λόγω τοπικών ιδιαίτερων καταστάσεων, σε Τουρκία, Ιορδανία, Αλγερία, Τυνησία, Μαρόκο και, σε περιορισμένο βαθμό, σε Συρία και Ιράκ.


Η «Συναίνεση της Ουάσινγκτον»

Το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα συνηγορούσαν υπέρ της μετάβασης από τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις βιομηχανίες υποκατάστασης εισαγωγών στην εξαγωγικά προσανατολισμένη ανάπτυξη, την ιδιωτική επιχείρηση και την ένταξη στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά μετά το «επιτυχημένο» πείραμα που υπήρξε συνεπεία του στρατιωτικού πραξικοπήματος στη Χιλή. Η κρίση χρέους τη δεκαετία του 1980 επέτρεψε στο ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και την Υπηρεσία των ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID) να προωθήσουν αυτό το πρόγραμμα- τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση των ΗΠΑ- ακόμα πιο αποφασιστικά, με την προσθήκη όρων στα δάνεια που προσέφεραν για την απάλυνση της κρίσης χρέους (σταθεροποίηση) και την ανασυγκρότηση των οικονομιών των πληττόμενων από το χρέος χωρών ώστε να τους επιτρέπουν να συνεχίζουν να αποπληρώνουν τα δάνειά τους στο μέλλον (διαρθρωτική προσαρμογή). Το σύνηθες πρόγραμμα σταθεροποίησης και διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας αύξανε το κόστος διατροφής και άλλων βασικών καταναλωτικών αγαθών, περιέκοπτε τις κυβερνητικές δαπάνες για κοινωνικές υπηρεσίες και μείωνε τις επενδύσεις στο δημόσιο τομέα. Οι εργάτες, οι κυβερνητικοί γραφειοκράτες και άλλοι με σταθερά εισοδήματα ανάλαβαν ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος των συνεπειών αυτών των μέτρων λιτότητας. Τα αγροτικά εισοδήματα υποτίθεται ότι θα αύξαναν με την κατάργηση των επιδοτήσεων κατανάλωσης, τη θέσπιση τιμών αγοράς για τα αγροτικά αγαθά και την παροχή δυνατότητας ελεύθερης διαπραγμάτευσης της τιμής της σοδειάς. Αλλά οι καπιταλιστές κτηματίες, και όχι οι αγροτικές οικογένειες, ήταν οι κύριοι επωφελούμενοι του νέου οικονομικού προσανατολισμού στην επαρχία.

Παρά την σχετική ρητορική για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και της αύξησης των εισοδημάτων των φτωχών, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές προωθήθηκαν από τους θεσμούς του Μπρέτον Γουντς και την Αμερικανική κυβέρνηση τη δεκαετία του 1980 ως αυτοσκοπός. Όπως επισημαίνει και η Joan M. Nelson, μια μετριοπαθής κριτικός της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον», «είναι σε γενικές γραμμές σωστός ο ισχυρισμός ότι στις αρχές της δεκαετίας του 80 οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές και αναπτυξιακές υπηρεσίες πίεσαν της κυβερνήσεις με χρέη να υποσκελίσουν σχεδόν όλους τους άλλους στόχους τους από τη σταθεροποίηση και την προσαρμογή»(12). Τέτοια μονομέρεια σκέψης δεν είναι απλά συνέπεια επαγγελματικής στενότητας σκέψης ή εσφαλμένων πολιτικών. Είναι ριζωμένη σε μια επανανοηματοδότηση του τι είναι μια οικονομία και πώς και για τίνος το όφελος λειτουργεί.

Αυτή η ασυνάρτητη αλλαγή αποτέλεσε ένα σημαντικό μέρος της κοινωνικής αναδιαμόρφωσης της Μέσης Ανατολής και της ευχερέστερης ενσωμάτωσης της περιοχής στη νέα διεθνή καπιταλιστική τάξη πραγμάτων της μεταφορντικής ευμετάβλητης συσσώρευσης. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη περί οικονομίας εξαλείφει ερωτήματα ως προς τον ποιο αυτή εξυπηρετεί. Ως μέρος της κριτικής τους στην αποικιοκρατία, οι αυταρχικοί λαϊκιστές που συνηγορούσαν υπέρ της κρατικά καθοδηγούμενης εκβιομηχάνισης για υποκατάσταση των εισαγωγών έκαναν δημοφιλή την ιδέα ότι μια οικονομία θα πρέπει να εξυπηρετεί τη χώρα, τους εργάτες της, τους αγρότες της και άλλα τμήματα «του λαού». Δεν ήταν ούτε εντελώς επιτυχημένη αυτή η αντίληψη ούτε επαρκώς ειλικρινείς αυτοί κατά την εφαρμογή της, αλλά ήταν θεμελιώδης για την πολιτική τους νομιμοποίηση.

Υπερασπιστές της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον» πιστεύουν ότι «ceteris paribus», οι οικονομίες λειτουργούν βάσει φυσιολογικών νόμων και ότι οι αγορές αναδιανέμουν τα αγαθά με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο. Χαρακτηρίζοντας αυτό «επιστήμη» βελτιώνουν την ισχύ αυτού του ισχυρισμού. Λίγοι υπερασπιστές της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον» ισχυρίζονται ότι μια οικονομία θα πρέπει να ευνοεί τα συμφέροντα του τοπικού και πολυεθνικού κεφαλαίου και των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών: απλώς τυχαίνει να συμβαίνει κάτι τέτοιο όταν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δογματικά εφαρμόζονται. Οι επωφελούμενοι από αυτές τις πολιτικές παρέχουν κερδοφόρα απασχόληση, κοινωνικό κύρος και ισχύ στους οικονομολόγους που τους υποστηρίζουν, και οι οποίοι δεν λογοδοτούν πουθενά, ανεξαρτήτως της εγκυρότητας των προβλέψεών τους.

Το σύστημα του νεοφιλελεύθερου credo δεν μπορεί ποτέ συνολικά να επαληθευτεί, καθώς δεν υφίσταται ποτέ το ceteris paribus καθώς απρόβλεπτα πολιτικά γεγονότα παρεμβαίνουν συχνά και επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας των οικονομιών. Για παράδειγμα, το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία το 1980 άνοιξε το δρόμο για την επιθετική εφαρμογή του σχεδίου του ΔΝΤ για διαρθρωτική προσαρμογή. Και η ακύρωση του μισού ξένου χρέους της Αιγύπτου των 55 δις $, ως πολιτικό αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της στον καθοδηγούμενο από τις ΗΠΑ συνασπισμό εναντίον του Ιράκ στον Πόλεμο του Κόλπου, άνοιξε το δρόμο για τη σύναψη συμφωνίας με το ΔΝΤ και έδωσε στο καθεστώς επαρκές πολιτικό κεφάλαιο για να αρχίσει μια από καιρό καθυστερημένη ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων του δημοσίου τομέα. Ο ισχυρισμός ότι η νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία είναι μια επιστήμη, ή η πίστη ότι μπορεί να προβλέπει γεγονότα, είναι ανάλογη με τον πολιτισμικό ρόλο της εφαρμογής της αλχημείας στο μεσαίωνα.

Για να μην εμφανίζονται «αντεπιστημονικοί», ακόμα και μετριοπαθείς κριτικοί όπως η Nelson υιοθετούν τη ρητορική της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον». Ποιος μπορεί να αντισταθεί στην οικονομική «σταθεροποίηση» ή τη «διαρθρωτική προσαρμογή»; Αυτοί οι «ήπιοι» όροι, και άλλοι όπως η «μεταρρύθμιση», η «απελευθέρωση», η «αποτελεσματικότητα» και ο «εξορθολογισμός», χρησιμοποιούνται σχεδόν από όλους για να περιγράψουν τους οικονομικούς μετασχηματισμούς των νεοφιλελεύθερων. Η «περικοπή των δημοσίων επενδύσεων για τη Στέγαση, την Υγεία και την Παιδεία», η «αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος προς τα πάνω», η «αυξανόμενη ανισότητα», η «μείωση της επιρροής των συνδικάτων», η «αύξηση της ισχύος του ιδιωτικού κεφαλαίου» και η «αναδιανομή της πρόσβασης στην αγροτική γη προς τα πάνω», όλα αυτά είναι δύσκολο να τα υπερασπιστεί κανείς. Ωστόσο αυτά είναι τα κοινά αποτελέσματα του νεοφιλελεύθερου προγράμματος, τουλάχιστον μεσοβραχυπρόθεσμα.

Οι υπερασπιστές της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον» συχνά ισχυρίζονται ότι παρά τα άμεσα πλήγματα, αυτές οι πολιτικές θα προωθήσουν την οικονομική μεγέθυνση και έτσι θα αυξήσουν τα εισοδήματα των φτωχών μακροπρόθεσμα. Ο Βent Hansen μελέτησε προσεκτικά την περίπτωση της Τουρκίας, που θεωρούταν ευρέως ένα επιτυχημένο πείραμα μεταρρυθμίσεων που βασιζόταν κυρίως στη γρήγορη αύξηση των εξαγωγών βιομηχανικών αγαθών τη δεκαετία του 1980, όταν κυριαρχούσαν οι πολιτικές της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον». Ο Hansen αποδεικνύει ότι η οικονομική ανάπτυξη μεταξύ 1962 και 1977 υπό το καθεστώς του κρατικού σχεδιασμού και της υποκατάστασης των εισαγωγών ήταν εξίσου καλό με εκείνο της δεκαετίας του 1980 και καταλήγει στο ότι «το συμπέρασμα φαίνεται πως είναι πως τα αναμενόμενα οφέλη των προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων και φιλελευθεροποίησης υπήρξαν μάλλον άνισα και προέκυψαν με αργό ρυθμό», ενώ προβλέπει πως τα μακροπρόθεσμα οφέλη της νέας πολιτικής μπορεί να μην είναι καν προφανή και ίσως να μην μπορέσουν να υποστηρίξουν υψηλά επίπεδα ανάπτυξης όσο εκείνα που προήλθαν από τη στρατηγική υποκατάστασης των εισαγωγών που σταμάτησε στα μέσα της δεκαετίας του 70 (13). Γενικότερα, μετά από μια δεκαετία προγραμμάτων διαρθρωτικών προσαρμογών, η Παγκόσμια Τράπεζα παραδέχτηκε ότι δεν υπήρχε «ευθύς» τρόπος παραδοχής της επιτυχίας τους και «καμία πειστική ένδειξη ανάπτυξης»(14). Ασφαλώς, αν μια υπήρχε μια περίπτωση επαλήθευσης της γενικής αποτελεσματικότητας αυτών των πολιτικών, η Παγκόσμια Τράπεζα θα το είχε δημοσίως και με παρρησία κάνει γνωστό.

Μαζί με τη νέα αντίληψη περί οικονομίας, η «συναίνεση της Ουάσινγκτον» τείνει να εξαλείψει τους εργάτες και τους αγρότες συνολικά, αφού η ίδια τους η παρουσία θυμίζει το κοινωνικό συμβόλαιο της εποχής του λαϊκιστικού απολυταρχισμού, το οποίο τα σημερινά καθεστώτα δεν μπορούν να εκπληρώσουν. Μια χαρακτηριστική έκφραση αυτής της τάσης είναι εμφανής στο πόνημα των Alan Richards and John Waterbury, Η Πολιτική Οικονομία της Μέσης Ανατολής(15). Η 1η έκδοση έχει τον υπότιτλο «Κράτος, Τάξεις και Οικονομική Ανάπτυξη». Αυτός απαλείφτηκε από τη 2η έκδοση, και το εννοιολογικό πλαίσιο του πονήματος αυτού επανασχεδιάστηκε, και η λέξη «τάξεις» αντικαταστάθηκε από τους «κοινωνικούς δρώντες». Αυτό μπορεί να κατανοηθεί ως απάλειψη ενός καταλοίπου του μαρξιστικού δογματισμού, παρότι η 1η έκδοση ήταν ελάχιστα φιλική προς τα συμφέροντα των εργατών και των αγροτών και επικεντρωνόταν κυρίως στο ρόλο του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη. Οι «κοινωνικοί δρώντες» είναι ένας άμορφος όρος, όχι απαραίτητα ασύμβατος,πάντως, με την έννοια «τάξη». Όμως, το κύριο καθήκον σε αυτό το πλαίσιο είναι να αποφευχθεί να τεθεί το ερώτημα: υπάρχουν κοινωνικές αντιθέσεις στις καπιταλιστικές οικονομίες, και προς τίνος τα συμφέροντα τέτοιες οικονομίες δρουν;

Σημειώσεις

1. John Waterbury Η πολιτική διαχείριση της Οικονομικής Προσαρμογής και της Μεταρρύθμισης, σε Joan M.Nelson(επιμ), Εύθραυστοι Συνασπισμοί: οι πολιτικές της οικονομικής προσαρμογής (Washington DC:Overseas Development Corporation, 1989).

2. Abd Al Munim Al-Ghazzali, Η ιστορία του αιγυπτιακού συνδικαλιστικού κινήματος, 1899-1952, (Κάιρο, Οίκος Νέου Πολιτισμού, 1968) , Αμίν Ιζ Αντ Ντίν, Η ιστορία της αιγυπτιακής εργατικής τάξης από την δημιουργία της μέχρι την επανάσταση του 1919 (Κάιρο, Οίκος Αραβικού Βιβλίου, 1967), Αμίν Ιζ Αντ Ντίν, Η ιστορία της αιγυπτιακής εργατικής τάξης 1929-1939, Κάιρο (Οίκος του Λαού, 1972), Σουλαϊμάν Αν Νιχάιλι, Το εργατικό κίνημα στην Αίγυπτο και η στάση του Τύπου και της Εξουσίας απέναντί του από το 1882 ως το 1952 (Κάιρο, Γενική Ένωση Εργατών, 1967), Αμπντ Αλλάχ Χάνα, Το Εργατικό Κίνημα στη Συρία και το Λίβανο, 1900-1945 (Δαμασκός, Οίκος Δαμασκού, 1973), Αμπντ Αλλάχ Χάνα, Το αγροτικό ζήτημα και το αγροτικό κίνημα στη Συρία και το Λίβανο (Βυρητός, Οίκος Αλ Φαλάμπι, 1975), Καμάλ Μαζάρ ’χμαντ, Η ιρακινή εργατική τάξη, η δημιουργία και η άρχή του κινήματος (Βαγδάτη, Οίκος Αλ Ρασίντ, 1981).

3. Αμπντ Αλ Ραχμάν Ας Σαρκάουι, Η γη (Κάιρο, Οίκος Αράβων Συγγραφέων, 1968), Γιούσουφ Ίντρις, Η Αξιοπρέπεια (Κάιρο, Επιστημονικό Βιβλίο, 1959), Γιουσούφ Σάχιν, Σιδηρά Πύλη(1958), Γιουσούφ Σάχιν, Η γη (1970).

4. Μαχμούντ Αμπντ Αλ Φάντελ, Ανάπτυξη, Διανομή Εισοδήματος και Κοινωνική Αλλαγή στην επαρχιακή Αίγυπτο (1952-1970): Μελέτη για την πολιτική οικονομία της αγροτικής μετάβασης (Cambridge:Cambridge University Press, 1975), Alan Richards Η Γεωργία της Αιγύπτου σε Κίνδυνο, Merip Reports 84 (Γενάρης 1980), Raymond Hinnebusch, Γεωργοί και Γραφειοκρατία στην Μπααθική Συρία: η πολιτική οικονομία της αγροτικής ανάπτυξης (Boulder:Westview Press, 1989), Karen Pfeifer, Αγροτική Μεταρρύθμιση επί κρατικού καπιταλισμού στην Αλγερία(Boulder:Westview Press, 1985), Hamied Ansari, Αίγυπτος: η στάσιμη κοινωνία (Αlbany:State University of New York Press, 1986)

5. Μαχμούντ Αμπντ Αλ Φάντελ, Η πολιτική οικονομία του Νασερισμού: Μελέτη για τις πολιτικές απασχόλησης και αναδιανομής εισοδήματος στις πόλεις της Αιγύπτου, 1952-1972 (Cambridge:Cambridge University Press, 1980).

6. Mark N.Cooper, Ο Μετασχηματισμός της Αιγύπτου (Baltimore: John Hopkins University Press, 1982)

7. Guillermo ODonnell, Σκέψεις για τα πρότυπα αλλαγής σε ένα γραφειοκραικό-απολυταρχικό κράτος, Latin American Research Review 12/1 (1978).

8. Walden Bello, Shea Cunningham & Bill Rau, Σκοτεινή Νίκη: Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Δομική Προσαρμογή και η Παγκόσμια Φτώχεια (London: Plutto Press, 1994)

9. Gouda Abdel Khalek Κοιτώντας προς τα έξω ή Στρίβοντας Βορειοδυτικά; Για τη σημασία και την εξωτερική διάσταση του Ινφιτάχ της Αιγύπτου, 1971-1980, Social Problems, 28/4, Απρίλης 1981, σ.σ. 394-409, Galal A. Amin Η Οικονομική Δυσχέρεια της Αιγύπτου: Μελέτη για την Αλληλεπίδραση της Εξωτερικής Πίεσης, της Πολιτικής Τρέλας και της Κοινωνικής Έντασης στην Αίγυπτο, 1960-90 (Leiden:E.J. Brill, 1995), Tim Niblock, «Διεθνείς και Εσωτερικοί Παράγοντες στη Διαδικασία Οικονομικής Φιλελευθεροποίησης στης Αραβικές Χώρες, σε Tim Niblock & Emma Murphy (επιμ.), Οικονομική και Πολιτική Φιλελευθεροποίηση στη Μέση Ανατολή (London:British Academic Press, 1993) σ.σ.55-87.

10. David Harvey, Οι προϋποθέσεις για το Μεταμοντερνισμό: μια έρευνα για τις ρίζες της πολιτιστικής αλλαγής (Oxford: Blackwell, 1989)

11. Alan Richards, Η πολιτική οικονομία της παρελκυστικής μεταρρύθμισης: η Αίγυπτος τη δεκαετία του 1980(Amsterdam: Middle East Research Associates:Occasional Paper, no. 7, 1990)

12. Joan M. Nelson «Επισκόπηση: Οι πολιτικές της Μεταρρύθμισης «Μεγάλων Αποστάσεων»» σε Joan M. Nelson (επιμ), Εύθραυστοι Συνασπισμοί: Οι πολιτικές της οικονομικής προσαρμογής, (Washington, D.C:Overseas Development Corporation, 1989) σ. 14

13. Βent Hansen, Η πολιτική οικονομία της Φτώχειας, της Ισότητας και της Ανάπτυξης: Αίγυπτος & Τουρκία (Oxford:Oxford University Press, 1991), σ.σ. 391-395.

14. Παγκόσμια Τράπεζα, Έκθεση Παγκόσμιας Ανάπτυξης για το 1991: Η Πρόκληση της Ανάπτυξης (Washington DC: Παγκόσμια Τράπεζα, 1991), σ. 114

15. Alan Richards & John Waterbury, Μια πολιτική Οικονομία της Μέσης Ανατολής: Κράτος, Τάξεις και Οικονομική Ανάπτυξη, 1η εκδ(Boulder: Westview Press, 1990), Alan Richards & John Waterbury, Μια πολιτική Οικονομία της Μέσης Ανατολής, 2η εκδ(Boulder: Westview Press, 1996)

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Το Ισραήλ οριοθετεί την ελληνική υφαλοκρηπίδα

Πηγή: iskra

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΤΟΥΡΚΙΑΣ-ΙΣΡΑΗΛ

ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΑΓΚΗ Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ!

Οι ελληνικές κυβερνήσεις, ως γνωστόν, σηκώνουν τα χέρια ψηλά και παραπέμπουν στις καλένδες την οριοθέτηση της ελληνικής υφαλοκρυπίδας όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στη θαλάσσια περιοχή Ελλάδας-Κύπρου! Και όταν αναφερόμαστε σε υφαλοκρυπίδα εν προκειμένω δεν έχει καμμία διαφορά με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), εφού έχουν την ίδια έκταση και η διάκριση συνδέεται με το γεγονός ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα επί της ΑΟΖ είναι ευρύτερα και αφορούν οχι μόνο τον υποθαλάσσιο αλλά και το θαλάσσιο πλούτο, μαζί με αξιοποίηση θαλάσσιας επιφάνειας!

Και ενώ οι κυβερνήσεις της χώρας μας σιωπούν, ήρθε το Ισραήλ, να καλύψει για δικούς του λόγους, δικές του σκοπιμότητες και δικές του βλέψεις, το κενό! Έτσι, κατά περίεργους αλλά όχι ανεξήγητους λόγους το Ισραήλ έδωσε στη δημοσιότητα χάρτη ο πρώτος που (παρατίθεται, στην φωτογραφία του ρεπορτάζ παραπάνω) οριοθετεί την ελληνική ΑΟΖ, συμπεριλαμβάνοντας και το Καστελόριζο, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της Τουρκίας!

Η κίνηση αυτή του Ισραήλ έχει πολύ μεγάλη σημασία αφού αποτελεί "κόλαφο" για την Τουρκία, και ανοιχτή υποστήριξη των ελληνικών συμφερόντων και φυσικά του διεθνούς δικαίου!

Γιατί το έκανε αυτό το Ισραήλ;

Μήπως για να υποστηρίξει την Ελλάδα ή για να υπερασπίσει το Διεθνές Δίκαιο που το έχει μετατρέψει σε "κορελόχαρτο" με τη σφαγιαστική και βάρβαρη τακτική του απέναντι στον ηρωϊκό Παλαιστινιακό λαό;

Προφανώς όχι!

Αν το Ισραήλ προβαίνει σε αυτές τις κινήσεις σχετικά με την οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα σε Ελλάδα και Κύπρο αλλά και την ίδια την Κύπρο, είναι για τους εξής ιδιοτελείς λόγους:

Πρώτον: Διότι αυτή η οριοθέτηση είναι απόλυτα αναγκαία ώστε το Τελ Αβίβ να αντλήσει κ0αι να μεταφέρει νόμιμα και με ασφάλεια το φυσικό αέριο από τα θαλάσσια σύνορά του και πιο συγκεκριμένα από το πλούσιο νετοπισμένο κοίτασμα "Λεβιάθαν".

Δεύτερον: Διότι το Ισραήλ είναι αρνητικά προδιατεθειμμένο απέναντι στην Τουρκία και προφανώς θέλει να καταδείξει ότι η αντιπαράθεση της Άγκυρας στην επεκτατική πολιτική του, μπορεί να αποβεί άκρως ζημιογόνα για τα συμφέροντά της.

Τρίτον: Διότι με την κίνηση του αυτή το Τελ Αβίβ καταδεικνύει πόσο "χρήσιμο" μπορεί να αποβεί σε Ελλάδα και Κύπρο και επομένως πόσο επωφελής θα μπορεί να καταλήξει η "δορυφοροποίηση" των δύο τελευταίων στην Ισραηλινή στρατηγική.

Αν αυτοί, ή περίπου αυτοί, είναι οι σχεδιασμοί του Ισραήλ, τι θα πρέπει να κάνει η Ελλάδα;

Να ακολουθήσει πολιτική περαιτέρω "δορυφοροποίησης" απέναντι στο Ισραήλ, όπως κάνει η παραδομένη αμερικανόπνευστη κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου;

Μια τέτοια στάση θα ήταν ολέθριο λάθος!

Η Ελλάδα δεν πρέπει να γίνει ούτε "δορυφόρος" του Ισραήλ, ούτε να συνεχίζει μια πολιτική "κατευνασμού" απέναντι στις απαράδεκτες βλέψεις της Άγκυρας.

Η χώρα μας, αντίθετα, πρέπει να προσανατολισθεί σε μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική έξω και πέρα από τα αμερικανοατλαντικά πλαίσια.

Μια ανεξάρτητη πολιτική που θα αξιοποιεί στη βάση αρχών δυνατότητες, ευκαιρίες και συμπτώσεις συμφερόντων με οποιαδήποτε γειτονική χώρα που εδράζονται στο Διεθνές Δίκαιο, χωρίς να υποκύπτει ούτε στις Ισραηλινές θηριωδίες και βαρβαρότητες ούτε στις Τουρκικές βλέψεις, που παρακάμπτουν σε Αιγαίο και Κύπρο τη διεθνή νομιμότητα.

Αυτή η στρατηγική μππορεί αν είναι δύσκολη και εξαιρετικά σύνθετη. Είναι η μόνη, όμως, άξια λόγου για την υπεράσπιση θεμελιωδών εθνικών και περιφερειακών αξιών επωφελούς συνεργασίας σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή μας.

Η Ισκρα, παραθέτει στη συνέχεια το εξαιρετικά αποκαλυπτιικό ρεπορτάζ του defencent.gr

ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΟΖ ΠΡΙΝ ΚΑΝ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ!

Mπορεί η Ελλάδα να μην αναγνωρίζει την ΑΟΖ της, αλλά πρόλαβε και την αναγνώρισε το Ισραήλ! Στους χάρτες που έδωσε στην δημοσιότητα το Τελ Αβίβ αναγνωρίζεται 100% η ελληνική ΑΟΖ, η οποία συνεχίζεται με την ΑΟΖ της Κύπρου! Δηλαδή, αναγνωρίζεται (το έτσι ή αλλιώς γεγονός) ότι το Καστελόριζο επεπτείνει την ελληνική ΑΟΖ μέχρι το όριο της ΑΟΖ της Κύπρου. Οι χάρτες δόθηκαν και στην ελληνική πολιτική ηγεσία, περιγράφοντας την πορεία που θα έχει ο αγωγός μεταφοράς φυσικού αερίου που θα παράγεται στο κοίτασμα Λεβιάθαν από την αμερικανική εταιρεία Νoble Εnergy Ltd στην Ευρώπη μέσω υποθαλάσσιου αγωγού που θα περνά από την Ελλάδα.

















Για να πραγματοποιηθεί αυτό ο αγωγός αυτός θα πρέπει να διασχίζει την θαλάσσια περιοχή που σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο αποτελεί μέρος της ελληνικής ΑΟΖ και πιο συγκεκριμένα του τμήματος της ΑΟΖ που η Ελλάδα διαθέτει στην θαλάσσια περιοχή της Αν. Μεσογείου χάρις την ύπαρξη του Καστελορίζου, της Ρώ και της Μεγίστης.

Επομένως με την πρόταση τους αυτοί, οι Ισραηλινοί με σαφή τρόπο αναγνωρίζουν την ελληνική ΑΟΖ στην περιοχή και δίνουν στην Ελλάδα ένα ακόμα διαπραγματευτικό χαρτί υποστήριξης των ελληνικών θέσεων για το συγκεκριμένο θέμα. Πρακτικά δημιουργείται ένα πολύ ισχυρό ενεργειακό μπλοκ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, με τις ΗΠΑ να βάζουν την ... εταιρεία εξόρυξης και εκμετάλλευσης!

Το ζητούμενο πια δεν είναι αν η Ελλάδα έχει κοινά συμφέροντα με χώρες της ευρύτερης γεωγραφικής περιφέρειας αλλά πως θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να αξιοποιήσεις τις ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας αφού στα τέλη Απριλίου οι Ισραηλινοί θα γνωρίζουν την ποσότητα του φυσικού αερίου στο κοίτασμα Λεβιάθαν και αν θα μπορούν να εκμεταλλευτούν αυτό το κοίτασμα.

Συζήτηση για το θέμα είχαν χτές ο Έλληνας πρωθυπουργός με τον Ισραηλινό υπουργό Εξωτερικών Άβιγκτορ Λίμπερμαν.




Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Ισραήλ και Ιράν: Η καταιγίδα πλησιάζει

Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Economist στις 7 Γενάρη 2010

Λίγο μετά τις 4 το απόγευμα, στις 7 Ιουνίου 1981, ο εκλιπών Βασιλιάς Hussein της Ιορδανίας, βρισκόταν στο γιοτ του στο λιμάνι της Aqaba, όταν είδε 8 ισραηλινά F16, φορτωμένα με όπλα και εξωτερικές δεξαμενές καυσίμων. Κάλεσε το αρχηγείο του στρατού του, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι γινόταν. Μια ώρα μετά, όλα ξεκαθάρισαν. Αφού ελίχθηκαν πάνω από την Σαουδική Αραβία, τα αεροπλάνα κατευθύνθηκαν προς την Βαγδάτη και βομβάρδισαν τον πυρηνικό αντιδραστήρα Osiraq του Saddam Hussein.

Ο Zeev Raz, ο αρχηγός της μοίρας, θυμάται ακόμα κάθε φάση της «Επιχείρησης Όπερα». Ανησυχούσε διαρκώς για το αν θα έφταναν τα καύσιμα, για τη ριψοκίνδυνη κίνηση να ρίξουν τις δεξαμενές προκειμένου να μειώσουν το βάρος ενώ οι βόμβες βρίσκονταν ακόμα στα φτερά και την απώλεια ενός σημαντικού δείκτη πλοήγησης. Πέταξε ψηλά πάνω από το στόχο του και μετά έπρεπε να καταδυθεί. Αργότερα ανακάλυψε πως ο αναπληρωτής του, ο Amos Yadlin (τώρα αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας του Ισραήλ) είχε προπορευθεί και με ενοχλητικό τρόπο, έριξε τις πρώτες βόμβες. Κατά κάποιο τρόπο, οι Ιρακινοί βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Η προειδοποίηση του Βασιλιά Hussein, δεν είχε εισακουστεί. Ακόμα και αν το Ιράκ βρισκόταν σε πόλεμο με το Ιράν, δεν υπήρχαν εναέριες περιπολίες ούτε ενεργοί πύραυλοι εδάφους –αέρος. Οι Ισραηλινοί συνάντησαν μόνο ελάχιστα αντί-αεροπορικά πυρά. Στο βίντεο από την καμπίνα του τελευταίου και πιο εκτεθειμένου αεροπλάνου, ο Ilan Ramon, ακούγεται να γρυλίζει νευρικά. Η αποστολή τους πέτυχε και τα αεροπλάνα επέστρεψαν με θράσος, ακολουθώντας την ευθεία διαδρομή πάνω από την Ιορδανία.

Η επιδρομή Osiraq που τότε καταδικάστηκε, σήμερα συναντάται σαν μοντέλο «προληπτικής» στρατιωτικής δράσης εναντίον των πυρηνικών απειλών. Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράκ έμεινε πίσω και μετά τους δύο πολέμους της Αμερικής, το 1991 και το 2003, ο Saddam δεν ξανά έφτιαξε πυρηνικά όπλα. Παρόμοια μέθοδος επαναλήφθηκε τον Σεπτέμβριο του 2007, όταν ισραηλινά αεροπλάνα κατέστρεψαν ένα υποτιθέμενο πυρηνικό αντιδραστήρα που ήταν υπό κατασκευή στην Συρία. Τώρα που το Ιράν κινείται όλο και πιο κοντά στην δημιουργία ατομικής βόμβας, οι ισραηλινές εναέριες δυνάμεις θα καταστρέψουν τις πυρηνικές τους εγκαταστάσεις;

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ισραήλ, το Ιράν θα αποκτήσει την τεχνογνωσία για να φτιάχνει πυρηνικά όπλα μέσα σε λίγους μήνες, και σε ένα χρόνο θα μπορεί να φτιάχνει ατομικές βόμβες. Ακόμα και αν το Ιράν δεν θελήσει να πραγματοποιήσει το όνειρο του, να καταστρέψει το Εβραϊκό κράτος, οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι λένε πως ένα πυρηνικά εξοπλισμένο Ιράν θα δημιουργήσει «κατακλυσμιαίες» αλλαγές στην Μέση Ανατολή. Η Αμερική θα αποδυναμωθεί και το Ιράν θα γίνει κυρίαρχο. Το φιλοδυτικά καθεστώτα θα κατατροπωθούν και οι ριζοσπαστικές ένοπλες οργανώσεις, όπως η Χεζμπολάχ και η Χαμάς θα ενθαρρυνθούν.

Η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και οι άλλες χώρες με τη σειρά τους, θα ψάξουν να βρουν δικά τους πυρηνικά όπλα. Σε μια πολύ-πυρηνική Μέση Ανατολή, τα πυρηνικά όπλα του Ισραήλ δεν θα μπορούν να διασφαλίσουν την σταθερότητα της περιοχής, με τον εκφοβισμό τύπου «ψυχρού πολέμου». «Αν το Ιράν αποκτήσει πυρηνικά, η Μέση Ανατολή θα γίνει κόλαση. Δεν μπορώ να φανταστώ πως μπορούμε να ζήσουμε με ένα πυρηνικό Ιράν» δήλωσε ένας Ισραηλινός ανώτατος αξιωματούχος Το 2010 θα είναι χρονιά αποφάσεων για το Ισραήλ. Η ικανότητα του να καταστρέψει τα πυρηνικά στο Ιράν είναι αμφισβητήσιμη και από την άλλη, μια τέτοια επίθεση θα μπορούσε να προκαλέσει πόλεμο στην περιοχή ή κάτι ακόμα χειρότερο.

Ο Raz πιστεύει πως η επιχείρηση Osiraq, δεν μπορεί να επαναληφθεί. Οι πυρηνικές τοποθεσίες στο Ιράν βρίσκονται πολύ μακριά, είναι διασκορπισμένες και θαμμένες. Η περσινή ανακάλυψη μιας μυστικής εγκατάστασης εμπλουτισμού, που βρισκόταν θαμμένη σε ένα βουνό κοντά στο Qom, υπαινίσσεται ότι υπάρχουν και άλλες που δεν έχουν ανακαλυφθεί.«Οι Ιρανοί είναι έξυπνοι. Έμαθαν από το Osiraq. Δεν υπάρχει ούτε ένας στόχος, που θα μπορούσε να καταστραφεί στέλνοντας απλά 8 αεροπλάνα». Για τον Raz, οι ισραηλινές αεροπορικές δυνάμεις θα μπορούσαν να καθυστερήσουν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν το πολύ για ένα δύο χρόνια-διάστημα όχι και τόσο ικανοποιητικό που να αξίζει την αναπόφευκτη αντεπίθεση του Ιράν, που πιθανόν να περιλαμβάνει και ρουκέτες που θα πέφτουν στο Ισραήλ από το Ιράν και τους συμμάχους του, την Χεζμπολάχ από το Λίβανο και την Χαμάς από την Γάζα. Μια πιο λεπτομερής δράση θα ήταν η αποστολή χερσαίων στρατευμάτων, αλλά κανείς δεν μελετάει αυτή την λύση.

Παρόλο που τώρα εργάζεται πάνω σε συστήματα ηλεκτρονικής άμυνας και ζει μια άνετη ζωή, ο Raz οδηγείται στη απόγνωση. Τα τέσσερα παιδιά του, όλα ενήλικες, έχουν κάνει αίτηση για ξένα διαβατήρια (γερμανικά), για καλό και για κακό. Η μεγαλύτερη κόρη του, μητέρα δύο παιδιών, «θεωρεί πως το Ισραήλ δεν είναι πλέον ασφαλές»- όχι μόνο υπό την προοπτική ενός πυρηνικού Ιράν, αλλά και γιατί τα τόσα χρόνια βομβαρδισμών έχουν διαταράξει την ελπίδα για ειρήνη. Τα αδέρφια της, πείστηκαν να κάνουν το ίδιο. Αυτή είναι μια εκπληκτική αποδοχή, ειδικά όταν προέρχεται από έναν πρώην πιλότο της ισραηλινής στρατιωτικής αεροπορίας, μιας και πολλοί Ισραηλινοί πιστεύουν στην υπεροχή των εναέριων δυνάμεων τους. Και τα τελευταία χρόνια, το Ισραήλ υπήρξε ανησυχητικά ήρεμο. Οι επιθέσεις αυτοκτονίας των Παλαιστινίων είναι πολύ σπάνιες, ενώ οι ρίψεις ρουκετών έχουν σχεδόν σταματήσει (βλέπε διάγραμμα).

Από την Ισραηλινή άποψη, αυτό οφείλεται στα σκληρά μέτρα ασφάλειας που έχει πάρει, όπως τα εμπόδια που εφαρμόζει στην Δυτική Όχθη και την προθυμία του να προχωρήσει σε πόλεμο εναντίον της Χεζμπολάχ το 2006 και της Χαμάς πέρσι. «Ο εκφοβισμός λειτουργεί περίφημα», λέει ένας ισραηλινός αξιωματούχος. Αλλά και οι δύο πολιτοφυλακές, οπλίζονται ξανά, εν μέρει λόγω της βοήθειας του Ιράν, με ρουκέτες υψηλότερης εμβέλειας, που θα μπορούσαν να φτάσουν στο Τελ Αβίβ τόσο από τον Λίβανο όσο και από την Γάζα. Η νηνεμία όμως που επικρατεί, έχει κοστίσει ακριβά στην διπλωματία του Ισραήλ. Μια έρευνα που διεξήχθη από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των ΗΕ υπό τον Νοτιοαφρικανό Richard Goldstone, βρήκε πως το Ισραήλ (και σε πολύ μικρότερη έκταση η Χαμάς), ίσως να είναι ένοχο για εγκλήματα πολέμου στην Γάζα. Η Ευρώπη παρουσιάζεται ιδιαίτερα εχθρική και η ισραηλινή κυβέρνηση ταξιδεύει με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα, προκειμένου να αποφύγει τις μηνύσεις για εγκλήματα πολέμου.

Ακόμα και για τον μεγάλο σύμμαχο του Ισραήλ, την Αμερική, υπάρχουν αμφιβολίες, μετά τη μικρή διαφωνία για τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη. Οι Ισραηλινοί λένε πως ο Πρόεδρος Obama, μπορεί να είναι έξυπνος, αλλά του λείπει η συμπάθεια που έδειχναν οι προκάτοχοι του, Bill Clinton και George Bush προς το Ισραήλ. Πρόσφατα, ο Υπουργός Limor Livnat είπε ότι το Ισραήλ «έπεσε στα χέρια της χειρότερης αμερικανικής κυβέρνησης».

Έτσι το Ισραήλ βρίσκεται σε μια παράδοξη θέση: περισσότερο ασφαλές τώρα, αλλά τρομερά ανασφαλές για το μέλλον, με πιο στενές σχέσεις με ορισμένα αραβικά καθεστώτα, κυρίως λόγω της κοινής απειλής από το Ιράν και τους ριζοσπαστικούς συμμάχους του, ενώ έχει αποκηρυχτεί από τους δυτικούς φίλους του. Οι Ισραηλινοί βλέπουν μια παγκόσμια εκστρατεία «ποινικοποίησης», παρόμοια με τις προσπάθειες που είχαν γίνει για να απομονωθούν οι λευκοί της Νότιας Αφρικής. «Είμαι σίγουρος πως οι λευκοί Αφρικανοί αισθάνονταν όπως αισθανόμαστε εμείς τώρα», λέει ο Raz.

Πολλοί Ισραηλινοί θεωρούν πως η απόφαση για βομβαρδισμό του Ιράν, είναι η πιο σημαντική εδώ και δεκαετίες-κάποιοι λένε πως είναι η πιο σημαντική από την εποχή της γέννησης του εβραϊκού κράτους, το 1948. Ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός, Benjamin Netanyahu- γιος ενός εθνικιστή καθηγητή ιστορίας και αδερφός του Yonatan Netanyahu, που ηγήθηκε της διάσημης αποστολής διάσωσης αιχμαλώτων από το Έντεμπε της Ουγκάντα το 1976- λέγεται πως αισθάνεται το βάρος της ιστορίας. Στο γραφείο του βρίσκονται τα πορτρέτα των δύο πολιτικών ειδώλων του. Το ένα είναι του Theodor Herzl, ιδρυτή του σύγχρονου σιωνισμού. Το άλλο όμως, του Winston Churchill, είναι ασυνήθιστο να βρίσκεται σε μια χώρα που θεωρεί ότι η Βρετανία πρόδωσε τον σιωνισμό, όταν κυβερνούσε στην Παλαιστίνη.

Ο Netanyahu εμπνέεται από τον Βρετανό πολεμοχαρή αρχηγό σε θέματα τακτικής και στρατηγικής. Το πολιτικό θάρρος στο Ισραήλ υποκρύπτει την προθυμία να παραδώσει-μετά από δεκαετίες αποικιοκρατίας-τις περιοχές που κατέλαβε στον πόλεμο του 1967, σαν τον Charles de Gaulle που παρέδωσε την Αλγερία. Αλλά ακολουθώντας τον Churchill, ο Netanyahu λέει ότι θάρρος σημαίνει να στηρίζει κάποιος τα πιστεύω του, ακόμα και όταν αυτά δεν είναι δημοφιλή.

Αυτό το μοντέλο, έχει ιδιαίτερη δυναμική στο θέμα του Ιράν. Ο Netanyahu και ενώ βρισκόταν στην αντιπολίτευση, θυμόταν τον Churchill και τις προσπάθειες του να αφυπνίσει τον κόσμο για τον κίνδυνο των Ναζί στην Γερμανία «Βρισκόμαστε στο 1938 και το Ιράν είναι η Γερμανία», είχε πει το 2006. Τώρα που είναι αυτός στην εξουσία, βλέπει μήπως τον εαυτό του σαν τον Churchill στην Μάχη της Βρετανίας, να πολεμάει μόνος του τον Χίτλερ και να προσπαθεί απεγνωσμένα να σύρει την Αμερική στον πόλεμο;

Το Ιράν βρίσκεται στο επίκεντρο των σκέψεων του Netanyahu. Αυτό μας βοηθάει να εξηγήσουμε την απροσδόκητα δυνατή συνεργασία με τον Ehud Barak, τον αρχηγό του Εργατικού Κόμματος (πρώην αρχηγό του στρατού και πρωθυπουργό), που είναι ο έμπιστος του στα μεγάλα ζητήματα ασφάλειας. Βοηθάει επίσης το γεγονός ότι υπηρέτησε στο Sayeret Matkal, στην ελίτ ομάδα κομάντο, που διοικούσε ο Barak και ο αδερφός του.

Το Ιράν επηρεάζει και τους υπολογισμούς του Netanyahu στο Παλαιστινιακό ζήτημα. Ανέβηκε στην εξουσία πεπεισμένος ότι η αντιμετώπιση του Ιράν είναι πιο σημαντικό θέμα από τις ειρηνευτικές διαδικασίες με την Παλαιστίνη. Αυτή ίσως είναι μιά βολική δικαιολογία για τους σκεπτικιστές των «ειρηνευτικών διαδικασιών». Στην πραγματικότητα, μια ειρηνευτική λύση είναι δύσκολη από την στιγμή που το παλαιστινιακό κίνημα χωρίστηκε βίαια το 2007 ανάμεσα στους Ισλαμιστές της Χαμάς, που κυβερνούν στην Γάζα και στην πιο κοσμική Φατάχ που προσκολλάται στην Δυτική Όχθη (με την βοήθεια Ισραηλινών και Αμερικανών). Ο Netanyahu δήλωσε πως ακόμα και αν η λύση ήταν εφικτή, ένα πυρηνικά εξοπλισμένο Ιράν θα ανέτρεπε κάθε συμφωνία. Βέβαια, κάποιοι εξέχοντες Παλαιστίνιοι, όπως ο Ghassan Khatib, πρώην Υπουργός σχεδιασμού, θεωρούν πως μια ειρηνική επίλυση των πυρηνικών, ίσως να οδηγούσε την Χαμάς να υιοθετήσει πιο συγκροτημένες θέσεις.

Μετά από πιέσεις του Barak Obama, που δηλώνει ότι η πρόοδος στο παλαιστινιακό ζήτημα θα βοηθούσε στο να δραστηριοποιήσει μια αραβική συμμαχία, που θα αντιμετώπιζε το Ιράν, ο Netanyahu έχει ανασκευάσει τις θέσεις του. Αποδέχτηκε καθυστερημένα την ιδέα ενός παλαιστινιακού κράτους, αν και το θέλει αφοπλισμένο. Και ενώ είχε εκνευρίσει την κυβέρνηση Obama με το να απορρίψει το αίτημα της για οριστικό πάγωμα των εποικισμών, αργότερα ανακοίνωσε μια μονομερή, μερική αναστολή 10 μηνών.

Κάτι μαγειρεύεται τώρα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στο Κάιρο, ο Netanyahu φαίνεται πως πρόσφερε αρκετά για να κερδίσει τους επαίνους της Αιγύπτου και να ξεκινήσουν καινούριες διπλωματικές διαδικασίες, που θα οδηγήσουν σε ειρηνευτικές συνομιλίες. Οι βοηθοί του Netanyahu χρησιμοποιούν τώρα αφορισμούς των Εργατικών:«Πρέπει να σημειώσουμε πρόοδο με τους Παλαιστίνιους, σαν να μην υπάρχει το Ιράν και να αντιμετωπίσουμε το Ιράν σαν να μην υπήρχε παλαιστινιακό ζήτημα». Ίσως τελικά ο Netanyahu να έχει κάτι από τον De Gaulle. Ή όπως αναφέρει ο Aluf Benn στην Haaretz, ο συσχετισμός βρίσκεται στο ότι ο Churchill έσυρε την Αμερική στον πόλεμο, αλλά έχασε την αυτοκρατορία. Ο Netanyahu συμφωνεί με την απόφαση της κυβέρνησης Obama να προχωρήσει σε απευθείας συνομιλίες με το Ιράν. Σε αντίθεση με τις απειλές που εξέδιδε η προηγουμένη κυβέρνηση του Ehud Olmert, τα μέλη της κυβέρνησης του παραμένουν σιωπηλά σε θέματα στρατιωτικού σχεδιασμού, λέγοντας μόνο ότι «εξετάζονται όλες οι πιθανότητες». Και όπως είπε ένας από τους συνεργάτες του «όσοι γνωρίζουν δεν θα μιλήσουν, όσοι μιλήσουν δεν γνωρίζουν».

Τα λίγα στοιχεία που έχουν εμφανιστεί, είναι αντιφατικά. Ο Netanyahu αύξησε τον προϋπολογισμό άμυνας και ο στρατός του σχεδιάζει να διανείμει μάσκες αερίων σε όλους τους πολίτες τον επόμενο μήνα. Τον Οκτώβριο διεξήχθησαν κοινές ασκήσεις άμυνας με την Αμερική και μια προσομοίωση βιολογικής επίθεσης, θα πραγματοποιηθεί αυτόν τον μήνα. Παρόλα αυτά, ο Ehud Barak τον προηγούμενο μήνα, αναγνώριζε την δυσκολία να αντιμετωπιστεί το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν «Η τοποθεσία Qom δεν μπορεί να καταστραφεί με μια συμβατική επίθεση», φέρεται ότι δήλωσε σε μια κλειστή συνάντηση με μέλη του κοινοβουλίου.

Στην απογοήτευση έρχονται να προστεθούν και δύο πολεμικά σενάρια, που κυκλοφόρησαν ακαδημαϊκοί. Στο ένα, που έρχεται από το Πανεπιστήμιο του Harvard, η Αμερική είναι έτοιμη να ζήσει με ένα πυρηνικό Ιράν υπό καθεστώς εκφοβισμού και ασκεί έντονη πίεση στο Ισραήλ να μην λάβει καμία στρατιωτική πρωτοβουλία. Στο δεύτερο, που έρχεται από το Τμήμα Σπουδών Εθνικής Ασφάλειας του Πανεπιστημίου του Tel Aviv και σχεδιάστηκε για να εξερευνήσει τις διπλωματικές επιλογές, το Ιράν συνεχίζει να αυξάνει τα αποθέματα του σε εμπλουτισμένο ουράνιο, ακόμα και μετά την προσομοίωση Ισραηλινής επιδρομής σε μια υπό κατασκευή εγκατάσταση.

Όλα αυτά δείχνουν πως το Ισραήλ σχεδιάζει στρατιωτικές εναλλακτικές για να επιτεθεί στο Ιράν, αλλά καμία από αυτές δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική. Γι’ αυτό ίσως το Ισραήλ υποστηρίζει την ιδέα των κυρώσεων. Η εμφάνιση ενός κινήματος διαμαρτυρίας στο Ιράν, ίσως να περιορίσει το ιρανικό καθεστώς, ίσως και να ανατραπεί από την δυνατή εσωτερική πίεση. Η Αμερική ξανασκέφτεται να χτυπήσει την μεγαλύτερη αδυναμία του Ιράν, την εξάρτηση της από την εισαγωγή πετρελαίου και καυσίμων. Η Υπουργός Εξωτερικών Hillary Clinton, δήλωσε πως οι ΗΠΑ προσπαθούν να βρουν τρόπο να επιβάλλουν κυρώσεις στο συνεχώς αυξανόμενο και δυνατό κίνημα των Επαναστατικών Φρουρών «χωρίς να επιβαρύνουν το λαό που υποφέρει και που αξίζει κάτι καλύτερο από αυτά που έχει». Οι υπολοχαγοί του Netanyahu κλείνουν προς την άλλη κατεύθυνση. Λένε πως οι απλοί Ιρανοί, σε περίπτωση κυρώσεων, θα κατηγορήσουν την κυβέρνηση τους και όχι τον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι το εμπάργκο θα είναι αποτελεσματικό. Θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η αποσταθεροποίηση της κυριαρχίας και πιστεύουν πως μόνο η άμεση απειλή της επιβίωσης του καθεστώτος, θα τους κάνει να αναθεωρήσουν την χρήση πυρηνικών όπλων. Είναι μια σκληρή άποψη, αλλά οι εναλλακτικές του Ισραήλ είναι ακόμα χειρότερες.

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Η διαμόρφωση ανεξάρτητων κρατών στη Μέση Ανατολή και τον Αραβικό Κόσμο

Ισραήλ - Ανεξαρτησία: 14 Μαΐου 1948 / Προηγούμενο καθεστώς: Υπό Βρετανική Εντολή από το 1920.
Συρία - Ανεξαρτησία: 1946 (αποχώρηση γαλλικών στρατευμάτων) / Προηγούμενο καθεστώς: 1920-1946 υπό γαλλική διακυβέρνηση.
Λίβανος - Ανεξαρτησία: 1944 / Προηγούμενο καθεστώς: Υπό γαλλική εντολή μέχρι το 1944.
Ιορδανία - Ανεξαρτησία: 1949 / Προηγούμενο καθεστώς: Υπό βρετανική κηδεμονία.
Αίγυπτος - Ανεξαρτησία: 1936 / Προηγούμενο καθεστώς: Βρετανικό προτεκτοράτο.
Ιράκ - Ανεξαρτησία: 1932 / Προηγούμενο καθεστώς: Υπό βρετανική κυριαρχία.
Ιράν - Ανεξαρτησία: 1906 μετά από εξέγερση. Καταργείται η μοναρχία και ψηφίζεται το πρώτο σύνταγμα. Το 1935 μετονομάζεται από Περσία σε Ιράν / Προηγούμενο καθεστώς: Υπό βρετανική κηδεμονία. Το 1941 υπό αγγλορωσική κατοχή.
Κουβέιτ - Ανεξαρτησία: 1961 / Προηγούμενο καθεστώς: Βρετανικό προτεκτοράτο.
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα - Ανεξαρτησία: Δημιουργούνται το 1971 από τα πρώην βρετανικά Κράτη Εκεχειρίας, αφού αποχωρούν οι Βρετανοί.
Σαουδική Αραβία - Ανεξαρτησία: 1932 / Προηγούμενο καθεστώς: Υπό βρετανική κηδεμονία
Ν. Υεμένη (πρώην Λαϊκή Δημοκρατία) - Ανεξαρτησία: 1967 με επανάσταση / Προηγούμενο καθεστώς: Βρετανικό προτεκτοράτο
Β. Υεμένη (Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης) - Ανεξαρτησία: 1918 / Προηγούμενο καθεστώς: Κτήση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Το 1990 ενοποιήθηκε η Β. και η Ν. Υεμένη μετά από πόλεμο.
Ομάν - Ανεξαρτησία: 1971 / Προηγούμενο καθεστώς: Υπό βρετανική κηδεμονία
Αλγερία - Ανεξαρτησία: 1962 μετά από επανάσταση / Προηγούμενο καθεστώς: Γαλλική αποικία
Τυνησία - Ανεξαρτησία: 1957 / Προηγούμενο καθεστώς: Γαλλική αποικία
Λιβύη - Ανεξαρτησία: 1951 / Προηγούμενο καθεστώς: Ιταλική αποικία
Μαρόκο - Ανεξαρτησία: 1956 / Προηγούμενο καθεστώς: Γαλλική αποικία

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

Σύντομο ιστορικό του ΟΠΕΚ

του PIERRE TERZIAN, L’ETONNANTE HISTOIRE DE L’OPEP, PARIS, EDITIONS “HEUNE AFRIQUE”, 1983
18 Μάρτη 1938: Εθνικοποίηση του μεξικάνικου πετρελαίου
18 Οκτώβρη 1945: Πτώση της δικτατορίας Ανγκαρίτα στη Βενεζουέλα. Ο Juan Pable Perez Alfonso υπουργός Ανάπτυξης
1947: Για πρώτη φορά οι ΗΠΑ εισάγουν πετρέλαιο από τη Μέση Ανατολή. Πετρελαϊκά συμβόλαια Ιράν-Βενεζουέλας.1949: Πετρελαϊκή αντιπροσωπεία από τη Βενεζουέλα κάνει περιοδεία σε 6 κράτη της Μέσης Ανατολής.
29 Απρίλη 1951: Εθνικοποίηση του ιρανικού πετρελαίου από τον Μοσαντέκ.23 Ιούλη 1952:
Ο Νάσερ στην εξουσία
Αύγουστος 1953: Πτώση του Μοσαντέκ. Επιστροφή του σάχη στο Ιράν
1955: Δημιουργία μιας διεύθυνσης πετρελαϊκών υποθέσεων στην Σαουδική Αραβία. Επικεφαλής ο Abdallah Tariki
23 Ιούλη 1956: Εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ από τον Νάσερ
Φλεβάρης 1959: Μείωση των τιμών του πετρελαίου από τις Shell και BP
13 Φλεβάρη 1959: Ο Romulo Betancourt πρόεδρος της Βενεζουέλας. Ο Perez Alfonso υπουργός Υδρογονανθράκων.
16 Απρίλη 1959: Άνοιγμα του 1ου αραβικού συνεδρίου για το πετρέλαιο στο Κάιρο. Υπογραφή του συμφώνου του Μααντί.
Αύγουστος 1960: Μείωση της τιμής του πετρελαίου από τις μεγάλες εταιρείες
10 Σεπτέμβρη 1960: Ίδρυση του ΟΠΕΚ στη Βαγδάτη
10 Δεκέμβρη 1960: Ο Ταρίκι υπουργός πετρελαίου
17 Μάη 1962: Παύση του Ταρίκι
Νοέμβρης 1963: Ο Perez Alfonso αποσύρεται από την κυβέρνηση
23 Νοέμβρη 1964: Συμφωνία εξυπηρέτησης του πετρελαϊκού χρέους στη Τζακάρτα
6 Ιούνη 1967: Τρίτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος
1 Σεπτέμβρη 1969: Ο Καντάφι παίρνει την εξουσία στη Λιβύη
2 Σεπτέμβρη 1969: Πρώτη αύξηση τιμών του πετρελαίου της Λιβύης
14 Φλεβάρη 1971: Συμφωνία Τεχεράνης
2 Απρίλη 1971: Συμφωνία Τρίπολης
20 Δεκέμβρη 1972: Συμφωνία συμμετοχής στον Περσικό Κόλπο
6 Οκτώβρη 1973: Τέταρτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος
16 Οκτώβρη 1973: Αύξηση 70% των τιμών του πετρελαίου στον Κόλπο
17 Οκτώβρη 1973: Πετρελαϊκό εμπάργκο ενάντια στα κράτη που υποστηρίζουν το Ισραήλ
23 Δεκέμβρη 1973: Αύξηση 130% των τιμών του πετρελαίου του ΟΠΕΚ
4 Μάρτη 1975: Σύνοδος του ΟΠΕΚ στο Αλγέρι
21 Δεκέμβρη 1975: Επίθεση του Κάρλος στη σύνοδο υπουργών πετρελαίου στη Βιέννη
16 Δεκέμβρη 1976: Πρώτη διαίρεση του ΟΠΕΚ στη Ντόχα. Σε ισχύ διπλό σύστημα τιμών αναφοράς στο πετρέλαιο
13 Ιούλη 1977: Επανενοποίηση των τιμών ΟΠΕΚ
13 Οκτώβρη 1978: Αρχή των πετρελαϊκών απεργιών στο Ιράν
26 Δεκέμβρη 1978: Ολικό σταμάτημα των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου
16 Γενάρη 1979: Εξορία του Σάχη από το Ιράν
23 Γενάρη 1979: Επιστροφή του Αγιατολαχ Χομεϊνί
5 Μάρτη 1979: Επανέναρξη των εξαγωγών πετρελαίου στο Ιράν
26 Μάρτη 1979: Άνοδος 9% των τιμών ΟΠΕΚ στη Γενεύη
28 Ιούνη 1979: Άνοδος 24% των τιμών και επιβολή τιμής «πλαφόν»
5 Σεπτέμβρη 1979: Θάνατος του Perez Alfonso
13 Δεκέμβρη 1979: Αύξηση 33% των σαουδαραβικών τιμών
20 Δεκέμβρη 1979: Αποτυχία της συνδιάσκεψης του ΟΠΕΚ στο Καράκας. Αναρχία στο επίπεδο τιμών
22 Σεπτέμβρη 1980: Πόλεμος Ιράν-Ιράκ. Πλήρης παραλυσία του ΟΠΕΚ για μήνες. Ακύρωση της δεύτερης συνόδου που θα γιόρταζε τα 20 χρόνια του ΟΠΕΚ
27 Μάη 1981: Βάθεμα του σχίσματος στον ΟΠΕΚ. Επίθεση του Ριάντ για να κάμψει τους εταίρους του. πτώση της ζήτησης πετρελαίου στον κόσμο
29 Οκτώβρη 1981: Επανενοποίηση των τιμών στο επιθυμητό από τη Σαουδική Αραβία επίπεδο
Φλεβάρης 1982: Συνεχόμενες πτώσεις τιμών του ιρανικού πετρελαίου. Επιδείνωση της μείωσης ζήτησης πετρελαίου ΟΠΕΚ στον κόσμο
20 Μάρτη 1982: Καθιέρωση πλαφόν παραγωγής ΟΠΕΚ και ποσοστώσεων ανά χώρα. Το Ιράν διαφωνεί και συνεχίζει μόνο του
Ιούνης 1982: Υποχώρηση του ιρακινού στρατού από τα ιρανικά εδάφη μετά τις αποτυχίες σε Khorramchahr και Abadan
11 Ιούλη 1982: Ο ΟΠΕΚ δεν ανανεώνει το πλαφόν παραγωγής και το μοίρασμα ανά χώρα
13 Ιούλη 1982: Το Ιράν εισβάλλει στο Ιράκ
21 Δεκέμβρη 1982: Νέα αποτυχία της συνδιάσκεψης του ΟΠΕΚ στη Βιέννη
__________________________________________________________________
Η ίδρυση του ΟΠΕΚ στις 10 Σεπτέμβρη του 1960 πέρασε απαρατήρητη. Μόλις μισή ντουζίνα δημοσιογράφοι ενδιαφέρθηκαν για το γεγονός. Οι New York Times μετά από δυο βδομάδες σχολίασαν ότι ακόμη και αν η ΕΣΣΔ προσχωρήσει στον ΟΠΕΚ, αυτός δεν θα επιζήσει πάνω από δυο χρόνια. Οι ιδρυτές του ΟΠΕΚ ήταν οι Juan Pablo Perez Alfonso (υπουργός ανάπτυξης της Βενεζουέλας), οικολόγος, χορτοφάγος, οπαδός του Λένιν [;;] που ίδρυσε τον ΟΠΕΚ για να βάλει τέλος στη κατασπατάληση του φθηνού πετρελαίου και στη μόλυνση και ο Abdallah Tariki (διευθυντής πετρελαϊκών υποθέσεων της Σαουδικής Αραβίας), που οι πετρελαϊκές εταιρείες αποκαλούσαν «κόκκινο σεΐχη» διότι τόλμησε να σχεδιάσει την εθνικοποίηση της ΑRAMCO.
Νωρίτερα το σύμφωνο του Μααντί ανάμεσα σε Βενεζουέλα, Κουβέιτ, Ιράν, Σαουδική Αραβία και Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα (4/1959) προέβλεπε:
- Αύξηση της συμμετοχής των κρατών-παραγωγών στις πετρελαϊκές εταιρείες σε μια μίνιμουμ φόρμουλα 60%-40%, ώστε να εναρμονιστεί με τη Βενεζουέλα και να δημιουργήσει ένα καθεστώς για τα καινούργια συμβόλαια.
- Κάθε διακύμανση τιμών πρέπει να συζητιέται από όλα τα μέρη.
- «Αφομοίωση» των κρατών στην πετρελαϊκή βιομηχανία ώστε να ελέγχουν τα κέρδη και να εμποδίζουν την μείωση των εισοδημάτων τους από διαφυγόντα κέρδη.
- Αύξηση της ικανότητας επεξεργασίας εκ μέρους των κρατών και δημιουργία κρατικών βιομηχανιών για να αυξήσουν τα οφέλη από τις πετρελαϊκές πηγές και πριμοδοτώντας τη χρησιμοποίηση του φυσικού αερίου, σε αντίθεση με τις εταιρείες που ενδιαφέρονταν μόνο για το πετρέλαιο και έκαιγαν-σπαταλούσαν το αέριο.
- Δημιουργία εθνικών πετρελαϊκών εταιρειών παράλληλα με τις υπάρχουσες εταιρείες.
- Ανάγκη δημιουργίας σε κάθε χώρα οργανισμών με σκοπό την αποθήκευση, την παραγωγή και την εκμετάλλευση του πετρελαίου από εθνική σκοπιά.
Ο ΟΠΕΚ δημιουργείται στη Βαγδάτη με τη συμμετοχή την τελευταία ώρα και του Ιράν. Τα 5 μέλη του «ελέγχουν» το 82% της εξαγωγής πετρελαίου: Βενεζουέλα 30%, Κουβέιτ 18%, Σαουδική Αραβία 14%, Ιράκ και Ιράν από 10%. Από την άλλη, οι 8 μεγάλες εταιρείες, Exxon, Socal, Texaco, Mobil, BP, Shell, Gulf και CFP ελέγχουν το 1960, το 94% των παγκόσμιων πηγών αργού πετρελαίου, το 90% της παραγωγής και το 75% της δυνατότητας επεξεργασίας. Η αγορά όμως χαρακτηρίζεται από μεγάλη ανάπτυξη που ενθαρρύνει την είσοδο νέων παραγωγών. Έτσι, ανάμεσα στο 1953 και 1972, περίοδο με ανάπτυξη 7% ανά χρόνο της ζήτησης αργού πετρελαίου, 350 νέες εταιρείες δημιουργούνται. Προκειμένου να επιζήσουν, αυτές οι εταιρείες είναι έτοιμες να προσφέρουν στα κράτη-παραγωγούς πιο ανταγωνιστικές προσφορές από αυτές των «μεγάλων». Πρωτοπόρος των νέων εταιρειών, η ιταλική ΕΝΙ προσφέρει το 1957 στο Ιράν 50% με αντάλλαγμα το δικαίωμα έρευνας και οι εταιρείες GETTY, Aminoil και ιαπωνικές εταιρείες εγκαθίστανται στην ουδέτερη ζώνη μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Κουβέιτ.
Στο 2ο Αραβικό συνέδριο πετρελαίου, στις 17 Οκτώβρη του 1960 στη Βαγδάτη, ένα μήνα μετά την ίδρυση του ΟΠΕΚ, πάνω από 600 σύνεδροι έρχονται να δουν την πρώτη συνάντηση των κρατών ΟΠΕΚ και των εταιριών. Συμμετέχουν η ΕΣΣΔ και η Ινδονησία, αλλά όχι και το Ιράν λόγω της παρουσίας του Μπαχρέιν. Ο ΟΠΕΚ επιτίθεται στις εταιρείες, διότι δεν έλαβαν υπόψη τους το 1ο συνέδριο, και οι εταιρείες ενάντια στον ΟΠΕΚ.
Η στρατηγική των «μεγάλων» έχει τρεις άξονες:
- μη αναγνώριση του ΟΠΕΚ και διαπραγματεύσεις με κάθε χώρα ξεχωριστά
- πάγωμα των τιμών του αργού πετρελαίου για να μην υπάρξει μετωπική σύγκρουση με τον ΟΠΕΚ αλλά συνέχιση της πολιτικής της μείωσης των πραγματικών τιμών
- εκμετάλλευση όλων των αντιθέσεων μέσα στον ΟΠΕΚ και μέσα σε κάθε χώρα για να περιορίσουν τα ριζοσπαστικά στοιχεία όπως ο Αλφόνσο και ο Ταρίκι και με στόχο να παραλύσουν τον οργανισμό.
Πρώτο αποτέλεσμα, ο Σάχης να αμφισβητήσει τη δυνατότητα σχεδιασμού της παραγωγής και να ζητήσει την αύξηση της παραγωγής και της εξαγωγής.
Στην 7η υπουργική συνδιάσκεψη του ΟΠΕΚ το 1964 στη Τζακάρτα οι εταιρείες τελικά δέχονται τη συμφωνία για την εξυπηρέτηση (expensing) του χρέους. Συνολικά το expensing του χρέους αυξάνει 11 σεντς το βαρέλι για τα κράτη μετά από 4 χρόνια ύπαρξης του ΟΠΕΚ.
Η αλήθεια είναι ότι ο ΟΠΕΚ δεν υπήρξε ποτέ ένα μπλοκ, ένα καρτέλ. Τα κράτη-μέλη δεν θέλησαν να εξασφαλίσουν τα μέσα για τον έλεγχο της παραγωγής. Η Σαουδική Αραβία δεν πούλησε άμεσα παρά μόνο το 0,0003% της παραγωγής της ARAMCO (2,3 εκατ. βαρέλια από 7,7 δισεκατομμύρια παραγωγής) ενώ μπορούσε στα πλαίσια της εξυπηρέτησης του χρέους και να πουλήσει άμεσα το 12,5% της παραγωγής. Σ’ αυτές τις; συνθήκες ξεσπάει ο τρίτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1967. Την επομένη ακριβώς των εχθροπραξιών τα αραβικά κράτη θα παίξουν το χαρτί του πετρελαίου προς όφελος της αραβικής υπόθεσης. Όμως, αυτό γίνεται με τέτοια σύγχυση και με τόση λίγη διάρκεια που οι επιπτώσεις είναι αμελητέες στην παγκόσμια αγορά. Πάρθηκαν 3 μέτρα:
-ορισμένα κράτη (Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, Λιβύη και Ιράκ) αποφασίζουν να σταματήσουν τελείως τις εξαγωγές. Όμως λίγες μέρες μόνο μετά τον πόλεμο εγκαταλείπουν το μέτρο
-όλα τα αραβικά κράτη αποφασίζουν ομόφωνα πετρελαϊκό εμπάργκο ενάντια στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, σύμμαχους του Ισραήλ. Τέλος Ιουνίου 1967, η Σαουδική Αραβία σταματά το εμπάργκο. Τέλος Ιουλίου σταματούν και οι υπόλοιποι
-η μεταφορά πετρελαίου από πετρελαιαγωγούς στη Μεσόγειο σταματά. Ξαναρχίζει όμως στα μέσα Ιούνη. Το εμπάργκο δεν είχε ελπίδες να επιτύχει. Το αραβικό πετρέλαιο αντιπροσώπευε το 3% της εγχώριας κατανάλωσης των ΗΠΑ και το 25% των εισαγωγών τους. Άλλωστε τα αραβικά κράτη δεν μπορούν να ελέγξουν τον προορισμό του πετρελαίου τους. Το μόνο μέτρο με επιπτώσεις ήταν το ολικό σταμάτημα της παραγωγής. Όμως ο αραβικός κόσμος είναι διαιρεμένος για να συμφωνήσει κάτι τέτοιο. Η ήττα της Σύριας και της Αιγύπτου ενδυναμώνει τα συντηρητικά κράτη με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία.
Η 16η συνδιάσκεψη στη Βιέννη το 1968 καταλήγει στη «Διακήρυξη της πετρελαϊκής πολιτικής»:
- τα κράτη-μέλη θα προσπαθήσουν όσο γίνεται να αναπτύξουν άμεσα τα κοιτάσματα πετρελαίου
- πρέπει να αποκτήσουν «λογική συμμετοχή» στις άδειες εκμετάλλευσης
- οι εταιρείες πρέπει να επιστρέψουν στα κράτη τις εκμεταλλεύσεις που δεν χρησιμοποιούν πια
- οι τιμές θα υπολογίζονται με τιμές αναφοράς και θα καθορίζονται από τα κράτη και όχι από τις εταιρείες
- όταν αλλάζουν οι συνθήκες πρέπει να αλλάζουν οι όροι εκμετάλλευσης άρα τα συμβόλαια πρέπει να αναγνωρίζουν την επαναδιαπραγμάτευση
- οι εταιρείες πρέπει να σέβονται τους όρους συντήρησης των αποθεμάτων και να μην κατασπαταλούν τα φυσικά αποθέματα που ελέγχουν
- όλες οι διαφορές θα λύνονται από τα δικαστήρια των κρατών-παραγωγών εκτός αν η νομοθεσία τους ορίζει διαφορετικά
Την δεκαετία του ’70 ο ΟΠΕΚ περνά στην επίθεση. Το 1973 παράγει το 55,5% παγκοσμίως. Μετά την μάχη του Karameh, η ΟΑΠ καταστρέφει πετρελαιαγωγούς υπό ισραηλινή κατοχή. Στις 1/9/1969 ο Καντάφι ανακηρύσσει τη Δημοκρατία στην Λιβύη. Η Λιβύη θεωρείτο πετρελαϊκός παράδεισος με πετρέλαιο καλής ποιότητας και φθηνό στην μεταφορά, ιδίως μετά το κλείσιμο της διώρυγας του Σουέζ. Τέλη Ιανουαρίου 1970 αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις για την άνοδο της τιμής του πετρελαίου της Λιβύης. Η Λιβύη έχει την υποστήριξη του Ιράκ αλλά και την υπόσχεση για τεχνική βοήθεια από την ΕΣΣΔ. Επίσης ένας πετρελαιαγωγός στο Τάπλιν της Συρίας «παθαίνει ατύχημα» και διακόπτεται η ροή προς τη Μεσόγειο. Η Κυβέρνηση δεν δίνει άδεια για επιδιόρθωση. Τρεις μέρες μετά το «ατύχημα» αρχίζουν πραγματικά οι διαπραγματεύσεις στη Τρίπολη. Παράλληλα, τον Ιούλιο 1970, η Αλγερία διακόπτει τις διαπραγματεύσεις με τις γαλλικές εταιρείες και ορίζει μονομερώς τις πραγματικές τιμές του αργού πετρελαίου σε 2,85 δολ. το βαρέλι και τις τιμές αναφοράς σε 2,65 το βαρέλι. Είναι η πρώτη φορά που ένα κράτος-μέλος του ΟΠΕΚ παίρνει μια κυρίαρχη απόφαση χωρίς την πρότερη συμφωνία των εταιρειών. Αποτέλεσμα, η διαίρεση των εταιρειών μεταξύ τους και μεταξύ Αμερικάνων-Ευρωπαίων. Στις 30/9 η Texaco και Socal δέχονται τους όρους της Λιβύης. Στις 8/10 ακολουθούν οι BP, Mobil και Exxon. Τέλος, η Shell στις 16/10.
Η 21η συνδιάσκεψη του ΟΠΕΚ γίνεται στις 9/12/1970 στο Καράκας με στόχους:
- ο φόρος εισοδήματος των εταιρειών πρέπει να είναι τουλάχιστον 55% σε κάθε χώρα-μέλος
- οι διαφορές των τιμών αναφοράς του πετρελαίου των χωρών-μελών πρέπει να εκλείψουν ενοποιούμενες προς τα πάνω
- πρέπει να γίνει γενική αύξηση τιμών λόγω της βελτίωσης του συνόλου των συνθηκών της παγκόσμιας πετρελαϊκής αγοράς
Επίσης οι αντιπρόσωποι 23 εταιρειών συναντιούνται στη Νέα Υόρκη στις 11/1/1971 για να συμφωνήσουν μια στρατηγική διαπραγματεύσεων. Τελικά οι εταιρείες απαντούν στους όρους του ΟΠΕΚ:
- αναθεώρηση των τιμών αναφοράς με διόρθωση λόγω πληθωρισμού
- προσωρινή διευθέτηση των τιμών λόγω προβλημάτων μεταφοράς του πετρελαίου της Λιβύης
- όχι αύξηση φορών, όχι αναδρομικές πληρωμές, όχι υποχρέωση επανεπένδυσης
- μια συμφωνία σε αυτά τα σημεία πρέπει να διαρκεί 5 χρόνια
Στις 23 Γενάρη αρχίζει η έκτακτη συνδιάσκεψη στη Τεχεράνη. Οι εταιρείες προσπαθούν να διαπραγματευτούν ξεχωριστά με τα κράτη του Κόλπου και να περιθωριοποιήσουν τα κράτη της Μεσογείου. Το Ιράκ και η Σαουδική Αραβία που εξάγουν και στον Κόλπο και στη Μεσόγειο δεν δέχονται τους ίδιους όρους για τις δύο περιοχές. Στις 7 Φλεβάρη η γενική γραμματεία του ΟΠΕΚ στη Βιέννη εκδίδει ένα «τελεσίγραφο» δίνοντας διορία μέχρι τις 15 του μήνα στις εταιρείες να δεχτούν τους μίνιμουμ όρους των 6 κρατών του Κόλπου. Την ημερομηνία αυτή, οι χώρες του ΟΠΕΚ θα νομοθετήσουν μονομερώς την αύξηση των τιμών και μια βδομάδα αργότερα θα κάνουν εμπάργκο. Στις 10 Φλεβάρη διευκρινίζεται ότι το εμπάργκο θα στραφεί ενάντια στις εταιρείες και όχι στα κράτη-καταναλωτές. Τελικά η συμφωνία επιτυγχάνεται στο Παρίσι, στις 14 του μήνα:
- αύξηση 33 σεντς το βαρέλι όλων των τιμών στον Κόλπο
- αύξηση 2 σεντς επίσης λόγω ρύθμισης διαφορών
- γενική αύξηση των τιμών αναφοράς 5 σεντς το βαρέλι την 1/6 1971 και 1/1 1973,1974,1975
- αύξηση επίσης 2,5% λόγω πληθωρισμού
- αύξηση φορολόγησης εισοδήματος των εταιρειών κατά 55%
Στις 13 Αυγούστου του 1971, τέσσερις μήνες μετά τις συμφωνίες της Τρίπολης και της Τεχεράνης, στο Καμπ Ντέιβιντ, ο Νίξον και οι συνεργάτες του αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το διεθνές νομισματικό σύστημα που ήταν εν ισχύ. Για τις χώρες-πετρελαιοπαραγωγούς το χτύπημα είναι ισχυρό. Το πετρέλαιο είναι συχνά η μόνη τους πηγή εισοδήματος, μέχρι 100% των εξαγωγών τους για Αμπού Ντάμπι, Κατάρ, Κουβέιτ. Η τιμή του πετρελαίου υπολογίζεται σε δολάρια και η πτώση της άξιας του δολαρίου αυτόματα σημαίνει μείωση των εισοδημάτων αυτών των χωρών. Μόνο η επανεκτίμηση της τιμής του αργού πετρελαίου μπορεί να δώσει λύση. Στις 22 Σεπτέμβρη του 1971 η 25η συνοδός στη Βηρυτό διακηρύσσει την άμεση ανάγκη διαπραγματεύσεων των συμφωνιών Τεχεράνης-Τρίπολης λόγω της νέας κατάστασης. Οι εταιρείες μπορούν να αποκομίσουν τεράστια κέρδη πληρώνοντας το πετρέλαιο με απαξιωμένο δολάριο και πουλώντας το στην ευρωπαϊκή αγορά. Διακηρύσσουν ότι η απαξίωση και ο πληθωρισμός είναι το ίδιο πράγμα και ότι δεν υπάρχει ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης των συμφωνιών. Τελικά μετά από 5 μήνες επιτυγχάνεται συμφωνία με αύξηση της τιμής 8,4%, εκτίμηση της de facto απαξίωσης του δολαρίου. Επίσης πρόσδεση του πετρελαίου σε 9 νομίσματα αναφορικά προς το δολάριο. Ένα χρόνο αργότερα το δολάριο υποτιμάται 10% ακόμη και 6 μήνες μετά επιτυγχάνεται μια βελτίωση της συμφωνίας με το όνομα «Γενεύη ΙΙ».
Στις 16/10/1973 τα 6 κράτη-μέλη του Κόλπου αποφασίζουν μονομερώς 70% αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου. Εντωμεταξύ οι ΗΠΑ συνεχίζουν να εξοπλίζουν το Ισραήλ παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις του ΟΠΕΚ ακόμα και της Σαουδικής Αραβίας. Μέσα σε τρεις μέρες 1000 τόνοι πολεμικού υλικού πηγαίνουν στο Ισραήλ. Στις 18/10 η Σαουδική Αραβία και η Αλγερία ανακοινώνουν ότι μειώνουν 10% την παραγωγή τους. Ο Νίξον ζητά από το Κογκρέσο 2,2 δισ. δολάρια για στρατιωτική βοήθεια στο Ισραήλ. Το πετρελαϊκό εμπάργκο γενικεύεται αμέσως. Ο ΟΠΕΚ κατηγοριοποιεί τα κράτη-εισαγωγείς σε «φίλους», «εχθρούς» και «ουδέτερους». Οι εχθροί είναι οι ΗΠΑ, τα νησιά της Καραϊβικής που επεξεργάζονται πετρέλαιο για τις ΗΠΑ, η Νότια Αφρική, η Ροδεσία, η Πορτογαλία και η Ολλανδία. Μετά το τέλος των εχθροπραξιών, ο Κίσινγκερ κάνει περιοδεία στη Μέση Ανατολή και συμφωνεί με την Αίγυπτο την άρση του εμπάργκο. Τελικά το εμπάργκο σταματά οριστικά στις 10/7/1974 κλείνοντας την περίοδο 1973-74.
Πριν τον πόλεμο του Οκτώβρη του 1973, οι ΗΠΑ εισήγαγαν από τον ΟΠΕΚ το 20% των εισαγωγών τους και το 6,7% της κατανάλωσής τους. Οι επιπτώσεις του εμπάργκο γίνονται αισθητές στα μέσα Δεκέμβρη 1973. ανάμεσα στον Νοέμβρη του ‘73 και το Νοέμβρη του‘74 η κατανάλωση πέφτει από 17,8 εκατ. βαρέλια σε 16,9 εκατ. βαρέλια ανά μέρα. Ποτέ όμως το απόθεμα δεν φτάνει στα όρια του. Καμία χώρα δεν πλήγηκε σοβαρά. Οι εταιρείες οργανώνουν δίκτυα επανεξαγωγής ανεξέλεγκτα. Το εμπάργκο δημιουργεί αναστατώσεις διεθνώς. Η Αγγλία κατηγορεί τη Shell ότι διοχετεύει το πετρέλαιο της Αγγλίας προς την Ολλανδία. Στις ΗΠΑ οι εταιρείες κατηγορούνται ότι επωφελούνται από το εμπάργκο και ότι είναι «όργανα των Αράβων».
Ο πόλεμος του 1973 εκτός από το εμπάργκο σηματοδοτεί κυρίως την πρώτη μεγάλη αύξηση τιμών στην ιστορία του πετρελαίου. Το Δεκέμβρη 1973 το βαρέλι φτάνει στα 17 δολάρια μέχρι και στην τιμή σοκ των 22,6 δολαρίων το βαρέλι στη Νιγηρία. Στις 23 Δεκέμβρη τα 6 κράτη του Κόλπου ζητούν μια τιμή που να εξασφαλίζει καθαρό κέρδος 7 δολάρια το βαρέλι και η τιμή καθορίζεται στα 11,651 δολάρια. Η τιμή τετραπλασιάστηκε μέσα σε 4 μήνες ενώ χρειάστηκαν 25 χρόνια για να αυξηθεί 1 δολάριο.
Από την κρίση 1973-74 ο ΟΠΕΚ εμφανίζεται ως οικονομική υπερδύναμη. Τα εισοδήματά του περνούν από 22,5 δισ. δολάρια το 1973 σε 90,5 δισ. δολάρια το 1974. Όμως μόνο 4 κράτη έχουν τεράστιες νομισματικές δυνατότητες, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, το Κουβέιτ και τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η σύνοδος του ΟΠΕΚ στο Αλγέρι ξεκινά στις 4 Μάρτη του 1975. Η Αλγερία προτείνει μεταξύ άλλων μια θέση για παγκόσμια συνεργασία, μια παγκόσμια συνδιάσκεψη για τις πρώτες ύλες και την ανάπτυξη, μια διακήρυξη για το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα, ένα πρόγραμμα παραγωγής, ένα αμυντικό σύμφωνο του ΟΠΕΚ. Βέβαια τίποτα από αυτά δεν συμφωνείται. Στα επόμενα δυο χρόνια η Σαουδική Αραβία θα καταφέρει να κυριαρχήσει πάνω στην Αλγερία και την Βενεζουέλα που αλλάζουν καθεστώτα και στο Ιράν και το Ιράκ που αρχίζουν το μεταξύ τους πόλεμο.
Μετά το θάνατο του Φεϊζάλ, η Σαουδική Αραβία συμμαχεί ακόμη πιο στέρεα με τις ΗΠΑ. Εμφανίζεται ένα τρίγωνο: ένας ΟΠΕΚ ελεγχόμενος από την Σαουδική Αραβία – η Σαουδική Αραβία ευθυγραμμισμένη με τις ΗΠΑ – οι ΗΠΑ να προστατεύουν το καθεστώς του Ριάντ. Η Σαουδική Αραβία μπορεί να κυριαρχεί στον ΟΠΕΚ λόγω των τεράστιων αποθεμάτων της. Μπορεί να μειώνει στο μισό την παραγωγή της χωρίς να έχει έλλειψη των αναγκαίων εισοδημάτων της. Έχει λοιπόν τεράστιο εύρος ελιγμών.
Το 1976 η Σαουδική Αραβία είναι ο κυριότερος παραγωγός μέσα στον ΟΠΕΚ. Το 1976 η ζήτηση πετρελαίου αυξάνει και οι υποστηρικτές της αύξησης της τιμής την διεκδικούν με επικεφαλής το Ιράκ και τη Λιβύη. Ο πληθωρισμός χτυπάει τον ΟΠΕΚ έτσι ώστε οι τιμές να μην έχουν αυξηθεί πραγματικά από το 1974. Στις 27 Μάη του 1976 στο Μπαλί της Ινδονησίας η οικονομική επιτροπή του ΟΠΕΚ ορίζει μια αύξηση 20% για να ισορροπήσουν οι επιπτώσεις του πληθωρισμού. 8 από τις 13 χώρες υποστηρίζουν την αύξηση. Όμως η Σαουδική Αραβία μαζί με τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα αντιτίθεται σε οποιαδήποτε αύξηση μέσα στη χρονιά έτσι ώστε «οι βιομηχανικές χώρες να συνεχίσουν την ανάπτυξή τους». Η σύγκρουση μέσα στη συνδιάσκεψη είναι βίαια, ιδίως ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ιράκ. Μετά από πολυήμερες διαπραγματεύσεις και συγκρούσεις, το σχίσμα είναι οριστικό. Στη σύνοδο της οικονομικής επιτροπής στη Ντόχα το Δεκέμβρη του 1976 μετά από συνεχείς διαπραγματεύσεις, 11 κράτη αποφασίζουν αύξηση από 11,51 δολ. το βαρέλι σε 12,70 δολ. στις 1/1/1977 και 13,30 δολ. στις 1/7/1977. Η Σαουδική Αραβία και τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα αποφάσισαν αύξηση μόνο 5%. Το πολιτικό παιχνίδι ξετυλίγεται, η Αλγερία και το Ιράν θεωρούν την αύξηση της παραγωγής από τη Σαουδική Αραβία ως πολιτική επίθεση στον ΟΠΕΚ. Ο υπουργός πετρελαίου της Σαουδική Αραβίας Yamani δηλώνει στο Der Spiegel ότι «η Σαουδική Αραβία περιορίζει την αύξηση των τιμών του πετρελαίου για να αποτρέψει την κατάκτηση της εξουσίας από τους κομμουνιστές σε Γαλλία και Ιταλία»[!]
Το ’70 οι πετρελαϊκές δυνατότητες της Σαουδικής Αραβίας θεωρούνταν τεράστιες σε όλο το κόσμο. Η παραγωγή της το 1976 ήταν 8,4 εκατ. Βαρέλια τη μέρα και υπήρχε εκτίμηση για 20 εκατ. βαρέλια πριν το 1980. Ωστόσο αυτές οι υποθέσεις βασίζονταν αποκλειστικά στις πληροφορίες της ARAMCO. Στις 15 Απρίλη του 1979 δημοσιεύεται από μια υποεπιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας μια έκθεση η οποία αποκάλυπτε ότι το 1976, όταν η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας ζήτησε από την ARAMCO να παράγει όσο το δυνατόν περισσότερο, αποκαλύφθηκε ότι η μάξιμουμ δυνατότητα της εταιρείας ήταν 9,3 εκατ. βαρέλια τη μέρα και όχι 11,8 όπως ισχυριζόταν. Ο Φαχντ διέταξε να γίνουν τα πάντα για να αυξηθεί η παραγωγή. Η παραγωγή αυξάνει σταδιακά μέχρι τα 9,8 εκατ. βαρέλια αλλά λόγω της εντατικοποίησης δυο πετρελαιαγωγοί διαλύονται και η παραγωγή πέφτει στα 8,3 εκατ. βαρέλια.
Λόγω της καταστροφής η Σαουδική Αραβία ψάχνει για συμβιβασμό με τις χώρες του ΟΠΕΚ. Τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα αρνούνται να αυξήσουν την παραγωγή τους. Στις 12-13 Ιούλη του 1977 στη Σουηδία επιτυγχάνεται συμβιβασμός με αύξηση της τιμής 5% ακόμα από Σαουδική Αραβία και Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα. Στις συνόδους του Καράκας και του Αμπού Ντάμπι δεν παίρνονται σπουδαίες αποφάσεις και η Σαουδική Αραβία προσπαθεί να διατηρήσει και να αυξήσει την κυριαρχία της.
Στις 13 Οκτώβρη του 1978 αρχίζουν οι μεγάλες απεργίες των εργατών στο πετρέλαιο στο Ιράν. Χωρίς συγκεκριμένη οργάνωση αλλά στα πλαίσια της ιρανικής επανάστασης που έχει αρχίσει συμμετέχουν πάνω από 70.000 απεργοί. Στις αρχές του 1979 και ενώ ο Σάχης έχει εξοριστεί αρχίζει να γίνεται αισθητή η έλλειψη πετρελαίου. Ο ΟΠΕΚ παράγει 3,7 εκατ. βαρέλια τη μέρα λιγότερο απ’ ότι το Σεπτέμβρη του 1978. Από την άλλη, οι βιομηχανικές χώρες όχι μόνο δεν κάνουν οικονομία στο πετρέλαιο αλλά, όπως οι ΗΠΑ, αυξάνουν την εισαγωγή για τα στρατηγικά τους αποθέματα. Οι τιμές ανεβαίνουν έτσι θεαματικά μέχρι τα 20 δολ. το βαρέλι.
Πριν την «ιστορική σύνοδο» για τα 20 χρόνια του ΟΠΕΚ στην οποία θα επανενοποιούνταν οι τιμές και η οποία δεν έγινε ποτέ, ξεσπάει στις αρχές του 1980 ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ. Στις 29 Οκτώβρη 1980 οι τιμές θα καθοριστούν στα 34 δολ. το βαρέλι μέχρι τέλους του 1982, όπως θέλησε η Σαουδική Αραβία. Η σαουδαραβική κυριαρχία είναι απόλυτη στον ΟΠΕΚ.