Πηγή: Middle East Report, No. 210, Reform or Reaction? Dilemmas of Economic Developmentin the Middle East (Spring, 1999), pp. 18-22
Του Joel Beinin, καθηγητή στο Stanford University
Από τις αρχές της δεκαετίας του 70, η εργατική και η αγροτική τάξη της Μέσης Ανατολής έχουν κοινωνικά αποκτήσει νέο περιεχόμενο ενώ η πολιτική τους έκφραση έχει αναδιαμορφωθεί. Αυτές οι εξελίξεις σχετίζονται με μια μετάβαση από τον οικονομικό εθνικισμό, από την κρατικά ωθούμενη βιομηχανική ανάπτυξη και τις λαϊκιστικές πολιτικές έναντι της ενσωμάτωσης στην παγκόσμια οικονομία, στην ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και την αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος προς τα πάνω. Ο χρόνος, το κίνητρο, το εύρος και οι οικονομικές και πολιτικές συνέπειες αυτής της μετάβασης δεν ήταν ίδιοι, αλλά μια γενική τάση σε όλη την περιοχή φαίνεται πως υπάρχει.
Η Τουρκία και η Αίγυπτος ήταν οι πρωτοπόρες στην στρατηγική στη δημιουργία βιομηχανίας που θα υποκαθιστούσε τις εισαγωγές, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας καπιταλιστικής ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, περιεκτικότερες εκδοχές της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης, συχνά συνοδευόμενης από το λαϊκιστικό εθνικισμό και τον αντιϊμπεριαλισμό, υιοθετήθηκαν στο Ιράν, την Τουρκία, την Αίγυπτο, τη Συρία, το Ιράκ, την Τυνησία και την Αλγερία. Ακόμα και χώρες που απέρριψαν τέτοιο προσανατολισμό, όπως η Ιορδανία και το Μαρόκο, ανέπτυξαν διευρυμένους δημόσιους τομείς. Οι πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις του μεταπολεμικού αυτού ριζοσπαστικού οικονομικού εθνικισμού ήταν η εθνικοποίηση από τον Μοχάμεντ Μοσαντέκ της Αγγλοϊρανικής Πετρελαϊκής Εταιρίας το 1951 και η εθνικοποίηση από την Αίγυπτο της Εταιρίας της Διώρυγας του Σουέζ το 1956.
Η κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη και η εκβιομηχάνιση για υποκατάσταση των εισαγωγών ήταν καθοριστικά στοιχεία των κοινωνικών πολιτικών που προώθησαν οι Γκαμάλ Αμπντ Αλ Νάσερ στην Αίγυπτο, το Μπάαθ στη Συρία και το Ιράκ και το Αλγερινό Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (FLN) από τη δεκαετία του 1950 ως εκείνη του 1970. Τα πολιτικά και οικονομικά προγράμματα εκείνων των αυταρχικών λαϊκιστικών καθεστώτων χαρακτηρίστηκαν «Αραβικός εθνικισμός» και «Αραβικός σοσιαλισμός» αντίστοιχα. Ακόμα και ο Χαμπίμπ Μπουργκίμπα, που διακρινόταν για τις πραγματιστικές φιλοδυτικές του απόψεις, μιλούσε για ένα «σοσιαλιστικό πείραμα» στην Τυνησία κατά τη δεκαετία του 1960, έστω και με έναν αντεργατικό, φιλεργοδοτικό και φιλοτσιφλικάδικό προσανατολισμό. Στο Λίβανο και την Ιορδανία- καθεστώτα που ήταν ευθυγραμμισμένα με τις ΗΠΑ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και απέρριπταν τη λαϊκιστική, κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη- ο Νασερισμός και ο Μπααθισμός έγιναν οι κύριες μορφές αντιπολιτευτικών πολιτικών στις δεκαετίες του 1950 και του 60.
Τα πολιτικά ρεύματα στην Τουρκία διακρίνονται από εκείνα των αραβικών χωρών, αλλά ακολούθησαν μια συγκρίσιμη πορεία οικονομικής ανάπτυξης, ειδικά κατά τη δεκαετία του 60. Το Δημοκρατικό Κόμμα, ευρισκόμενο στην εξουσία από το 1950 ως το 1960, ήταν αφοσιωμένο στην αγροτική του βάση, τις ελεύθερες αγορές και το ΝΑΤΟ. Είχε υποσχεθεί να μετατρέψει την Τουρκία σε μια «μικρή Αμερική». Αυτές οι πολιτικές ήταν επιτυχημένες στην αρχή της δεκαετίας του 50, όταν το ξέσπασμα του Κορεατικού Πολέμου και η επιδοτούμενη εξαγωγή αγροτικών προϊόντων ώθησαν την οικονομία. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας αυτής, το ξένο συνάλλαγμα μειώθηκε και η οικονομία υπόφερε. Ένα πραξικόπημα από νέους αξιωματικούς του στρατού το 1960 επανέφερε την βιομηχανικά προσανατολισμένη και κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη και τον οικονομικό σχεδιασμό.
Το Σύνταγμα του 1961 προστάτευε το δικαίωμα των εργατών στην απεργία και αναγνώριζε τη συλλογική διαπραγμάτευση για πρώτη φορά. Το νέο καθεστώς ενθάρρυνε εργασία και κεφάλαιο να συνυπάρχουν.
Τα αυταρχικά λαϊκιστικά Αραβικά καθεστώτα, όπως και η τουρκική κυβέρνηση μετά το πραξικόπημα του 1960, αναγνώριζαν τους εργάτες και τους αγρότες ως κεντρικά στοιχεία του έθνους. Ο Γκαμάλ Αμπντ Αλ Νάσερ συχνά μιλούσε για μια συμμαχία αποτελούμενη από το στρατό, τους εργάτες, τους αγρότες και τους «εθνικούς» καπιταλιστές. Αποχρώσεις μιας τέτοιας διατύπωσης ήταν συχνές εκείνη την εποχή (1). Αυτά τα καθεστώτα διακήρυτταν ότι ο στόχος της εθνικής οικονομικής συγκρότησης βελτίωνε το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων μαζών, ειδικά των αγροτών και των κοινοτήτων της επαρχίας που συνιστούσαν περίπου το 75% του πληθυσμού της Αιγύπτου και το 80% της Τουρκίας τη δεκαετία του 60. Έτσι, το πραξικόπημα των Ελεύθερων Αξιωματικών στις 23/7/1952 στην Αίγυπτο έλαβε λαϊκή νομιμοποίηση με τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν λιγότερο από 2 μήνες μετά την κατάργηση της μοναρχίας και που στόχευαν τους «φεουδάρχες» μεγάλους κτηματίες που θεωρούνταν εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη και πολιτικοί σύμμαχοι του ιμπεριαλισμού. Παρόμοιες αγροτικές μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν στη Συρία, το Ιράκ και την Αλγερία.
Οι βιομηχανικοί εργάτες, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι στις υπηρεσίες στον εξαιρετικά διευρυμένο δημόσιο τομέα ευνοούνταν από την κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη συνήθως περισσότερο ακόμα και από τους εργάτες, εξαιτίας της πολιτικής της υποκατάστασης εισαγωγών. Οι εργάτες ενθαρρύνονταν να μπουν στα συνδικάτα και τις πανεθνικές εργατικές ομοσπονδίες που συνδέονταν με το κυβερνών κόμμα και το κράτος. Σε αντάλλαγμα αυτής της κορπορατιστικής ένταξης των συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών στον κρατικό μηχανισμό, τα μέλη τους λάμβαναν εργασιακή ασφάλεια, υψηλότερους μισθούς, λιγότερες εργάσιμες ώρες, σύστημα υγείας, ασφάλιση σε περίπτωση ανεργίας, συντάξεις και πρόσβαση σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς.
Η επίσημη αναγνώριση της εθνικής σημασίας του «λαού», των «δουλευτάδων», ή των «λαϊκών τάξεων» συγχώνευσε τη δημόσια πολιτική συζήτηση με το λεξιλόγιο περί τάξεων, εκμετάλλευσης και ιμπεριαλισμού που συναγόταν από το Μαρξισμό. Τα κομμουνιστικά κόμματα, συχνά συμμαχούσαν με τα αυταρχικά λαϊκιστικά καθεστώτα λόγω του αντιϊμπεριαλιστικού τους εθνικισμού και των Αδέσμευτων ή φιλοσοβιετικών πολιτικών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μαρξιστές και άλλοι αριστερίζοντες διανοούμενοι ενθαρρύνονταν να μελετούν την ιστορία και την κοινωνιολογία των εργατών και των αγροτών (2). Διηγήματα και ταινίες που παρουσίαζαν τους εργάτες και τους αγρότες ως τους πιο άξιους πολίτες του έθνους έχαιραν επίσημης έγκρισης και λαϊκής αποδοχής (3). Αλλά επίσης, οι κομμουνιστές βίαια καταστέλλονταν από την ιδιοτροπία των καθεστώτων.
Όπως άλλες παρόμοιες ιδεολογίες στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική, ο Νασερισμός, ο Μπααθισμός και άλλες αποχρώσεις του μεσανατολικού λαϊκιστικού απολυταρχισμού απέρριπταν την ιδέα περί ταξικής πάλης. Όταν οι συλλογικές δράσεις εργατών και αγροτών ξεπερνούσαν τα επιτρεπτά όρια και αμφισβητούσαν το καθεστώς, συντρίβονταν. Στην Αίγυπτο, η πρώτη κίνηση των Ελεύθερων Αξιωματικών στον τομέα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής ήταν η καταστολή των κλωστοϋφαντουργών στο Καφρ Αντ Ντάουαρ τον Αύγουστο του 1952 και ο απαγχονισμός δύο ηγετών της. Στην Αλγερία, η Γενική Ένωση Αλγερινών Εργαζομένων ενθάρρυνε τους εργάτες να καταλάβουν τα κτήματα και τις επιχειρήσεις των αποχωρήσαντων αποίκων και να τα διοικήσουν ως κοοπερατίβες. Το FLN αρχικά υιοθέτησε αυτή την πρωτοβουλία αλλά σύντομα απαγόρεψε το πείραμα στην αυτοδιαχείριση, κινούμενο προς τη δημιουργία επιχειρήσεων συγκεντρωτικής κρατικής ιδιοκτησίας.
Παρά τη ρητορική των καθεστώτων, οι φτωχοί αγρότες και οι ανοργάνωτοι εργάτες σε μικρού μεγέθους επιχειρήσεις δεν ήταν οι κυρίως ευνοούμενοι των πολιτικών του αραβικού σοσιαλισμού. Οι μεσαίοι αγρότες συχνά ήταν οι κύριοι επωφελούμενοι των αγροτικών μεταρρυθμίσεων στην Αίγυπτο, τη Συρία, το Ιράκ και την Αλγερία τη δεκαετία του 60 και στις αρχές εκείνης του 70, και οι αρμόδιες για τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις γραφειοκρατίες βάθαιναν τον κρατικό παρεμβατισμό στην επαρχιακή ζωή αντί να ενισχύουν τους φτωχούς αγρότες. Παρότι υπήρξε σημαντική αναδιανομή και τσακίστηκε η πολιτική κυριαρχία της ελίτ των μεγαλοκτηματιών, πολλές οικογένειες από τους τελευταίους κατάφεραν να διατηρήσουν τουλάχιστον τμήμα του πλούτου τους και της επιρροής τους (4).
Τα μεσαία στρώματα της πόλης και ένα ανώτερο στρώμα της εργατικής τάξης επωφελήθηκαν δυσανάλογα από την επέκταση των δημοσίων και κρατικών τομέων και της αυξημένης δαπάνης για Παιδεία και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες (5). Κατώτερα τμήματα του πληθυσμού επωφελήθηκαν από τις τελευταίες, και η νομιμοποίηση των εθνικιστικών καθεστώτων εξαρτώνταν από την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου τους. Σε αντάλλαγμα, ανέχονταν σημαντικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη μη δημοκρατική εξουσία. Ακόμα και όταν φάνηκαν τα όρια της εκβιομηχάνισης που υποκαθιστούσε τις εισαγωγές, με στασιμότητα ή και πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργατών και των αγροτών, στην πολιτική συζήτηση κυριαρχούσε η αναγκαιότητα αναγνώρισης της ύπαρξής τους και των συμφερόντων τους.
Η Τυνησία ήταν η πρώτη χώρα που απομακρύνθηκε από την κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη, μια στροφή που συμβολιζόταν από την καθαίρεση του ’χμαντ Μπεν Σαλάχ, σοσιαλιστή και πρώην Γενικού Γραμματέα της Τυνησιακής Γενικής Ένωσης Εργασίας, από τη θέση του Υπουργού Οικονομίας το 1969. Η Αίγυπτος άρχισε να απαγκιστρώνεται από τον αραβικό σοσιαλισμό, πριν μάλιστα από το θάνατο του Γκαμάλ Αμπντ Αλ Νάσερ. Αλλά η ιδεολογική ανάπτυξη αυτού του νέου προσανατολισμού ξεκίνησε μόλις το 1974(6).
Το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία το 1980 έφερε στην εξουσία ένα καθεστώς αφοσιωμένο στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές.Ο πλούτος από το πετρέλαιο διευκόλυνε την Αλγερία να αποφύγει τις αντιθέσεις της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης και να προσπαθήσει να τις διαχειριστεί με τους δικούς της όρους κατά το τέλος της δεκαετίας.
Οι ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης δείχνουν πως οι ερμηνείες για την εγκατάλειψη αυτών των κρατικιστικών πολιτικών στη Μέση Ανατολή, είτε εκείνες που την αποδίδουν σε μια αιτία, όπως η θεωρία του Guillermo ODonnell περί οικονομικών αλλαγών που σχετίζονται με τη μετάβαση από το λαϊκιστικό στο γραφειοκρατικό απολυταρχισμό, είτε εκείνες που την εξηγούν με «παγκόσμιους όρους», όπως ερμηνείες που τονίζουν τις πιέσεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας κατά την άνοδο των Ρήγκαν-Θάτσερ και των προσπαθειών τους να καταστείλουν τον οικονομικό εθνικισμό(8), ή την παντοδυναμία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας (9), πρέπει να προσαρμόζονται, ανάλογα τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης.
Παρότι αυτές οι γενικές εξηγήσεις είναι μερικώς έγκυρες, οι αντιπαλότητες εντός των κυβερνητικών κομμάτων, ο κοινωνικός συσχετισμός δυνάμεων, και οι συλλογικές δράσεις εργατών και άλλων επηρέασαν το χρόνο διεξαγωγής και το χαρακτήρα αυτών των μεταβάσεων.
Επιπροσθέτως, η επίδραση των παγκοσμίων οικονομικών αλλαγών και των αλλαγών στην τοπική κοινωνική και πολιτική εξουσία επισκιαζόταν από τις εξελίξεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής συνολικά. Το πολιτικό κύρος της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης και της εκβιομηχάνισης για υποκατάσταση εισαγωγών μειώθηκε δραματικά από τη μεγάλη ήττα των Αράβων τον Ιούνη του 1967. Αυτή η πανωλεθρία απέδειξε ότι ο αραβικός εθνικισμός και ο αραβικός σοσιαλισμός είχαν αποτύχει να πετύχουν έναν επαναστατικό μετασχηματισμό των αραβικών κοινωνιών, οι οποίες ήταν ακόμα πιο αδύναμες έναντι του Ισραήλ σε σχέση με το 1948. Η ήττα του 1967 επηρέασε την Αίγυπτο αμεσότερα και ενίσχυσε εκείνους που συνηγορούσαν υπέρ μιας αναθεώρησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Η ήττα του Νασερισμού και του Μπααθισμού, η καταστολή των κομμουνιστών και της νέας αριστεράς, η επίσημη ενθάρρυνση του πολιτικού Ισλάμ, το οποίο συχνά υποστηριζόταν από εμπορικά και χρηματιστικά συμφέροντα που συνδέονταν με τη Σαουδική Αραβία ή άλλες χώρες του Κόλπου (π.χ., Ισλαμική Τράπεζα Φαϊζάλ), ανάπλασαν την πολιτική, πολιτιστική και οικονομική μορφή της Μέσης Ανατολής.
Η εξάλειψη της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης στη Μέση Ανατολή οριστικοποιήθηκε από τα αποτελέσματα του σύντομου και τρωτού Αραβικού πετρελαϊκού εμπάργκο που ακολούθησε τον πόλεμο του 1973 και το τέλος του μεγάλου κύματος της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης που ρυθμιζόταν από θεσμούς που ιδρύθηκαν από τη Συνδιάσκεψη του Μπρέτον Γουντς: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τη Διεθνή Τράπεζα για την Ανοικοδόμηση και την Ανάπτυξη (τώρα Παγκόσμια Τράπεζα) και τη Γενική Συμφωνία για τους Δασμούς και το Εμπόριο (GATT). Το σύστημα του Μπρέτον Γουντς ήταν μια διεθνής έκφραση Φορντισμού- Κεϋνσιανισμού: ένα καθεστώς μαζικής παραγωγής, μαζικής κατανάλωσης και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στις μητροπολιτικές καπιταλιστικές χώρες (10). Η επιτυχία του βασιζόταν στην πρωτοκαθεδρία της οικονομίας των ΗΠΑ, του δολαρίου των ΗΠΑ και της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές εκείνης του 70, το σύστημα του Μπρέτον Γουντς άρχισε να καταρρέει. Η Ιαπωνία και η Ευρώπη ανέκαμψαν ως οικονομικές δυνάμεις. Η απόπειρα των ΗΠΑ να χρηματοδοτήσουν τα κοινωνικά προγράμματα «Μεγάλης Κοινωνίας» ενώ πολεμούσαν στο Βιετνάμ, μείωσε τη σχετική ισχύ της οικονομίας των ΗΠΑ, κάτι που συμβολίστηκε με την αποσύνδεση του δολαρίου από το χρυσό το 1972. Οι υφέσεις το 1974-5 και το 1980-82 οφείλονταν κυρίως σε εσωτερικούς παράγοντες στις χώρες του ΟΟΣΑ: ανεπαρκείς επενδύσεις κεφαλαίου, συνοδευόμενες από τις μονεταριστικές πολιτικές Ρήγκαν-Θάτσερ που στόχευαν στην εξάλειψη του πληθωρισμού και στη μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης της οργανωμένης εργασίας. Μια δεκαετία στασιμοπληθωρισμού (πληθωρισμού και στασιμότητας)- η πιο παρατεταμένη και βαθιά ύφεση μετά το β Παγκόσμιο Πόλεμο- τερμάτισε την εποχή του Φορντισμού- Κεϋνσιανισμού.
Η εμφάνιση του ΟΠΕΚ τη δεκαετία του 60 συντέλεσε επίσης στην υπόσκαψη της θέσης του αμερικανικού κεφαλαίου, με την αλλαγή στο συσχετισμό δύναμης και των ροών κερδών από τις πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρίες στα κράτη που εξήγαγαν πετρέλαιο. Το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου του 1973 και η Ιρανική επανάσταση του 1979 σχετίζονταν, παρότι δεν ήταν η κύρια αιτία, με τις μεγάλες υφέσεις που σφράγισαν την κατάρρευση του Φορντισμού- Κεϋνσιανισμού. Αλλά ο 20πλασιασμός της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, από 2 $ το 1973 σε 40,5$ το βαρέλι το 1981, συνέβαλαν στο πληθωριστικό στοιχείο του συνδρόμου της στασιμότητας.
Κατά την έκρηξη της τιμής του πετρελαίου τη δεκαετία του 1970, ένας χείμαρρος πετροδολαρίων έπνιξε τη Μέση Ανατολή, αναδεικνύοντας τη μετάβαση σε μια νέα οικονομική τάξη. Οι κυβερνήσεις των κρατών που εξήγαγαν πετρέλαιο (ειδικά η Σ.Αραβία, το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που είχαν τεράστια αποθέματα πετρελαίου και σχετικά μικρούς πληθυσμούς για να τα καταναλώνουν) έφτασαν να ελέγχουν τεράστια ποσά από έσοδα από πετρέλαιο. Ο διεθνής δανεισμός σε μεσανατολικές χώρες αυξήθηκε δραματικά τη δεκαετία του 70, μερικώς ωθούμενος από την επιθυμία για να ξανακινηθούν διεθνώς αυτά τα πετροδολάρια. Μεγάλος αριθμός εργατών από χώρες με λίγο ή καθόλου πετρέλαιο (Αίγυπτος, Ιορδανία, Παλαιστίνη, Συρία, Λίβανος, Υεμένη) μετανάστευσαν σε εκείνες που είχαν και που ξεκινούσαν τεράστια προγράμματα οικοδόμησης υποδομών και ανάπτυξης (Σ.Αραβία, Κουβέιτ, Λιβύη). Τα εμβάσματα από τους μετανάστες είχαν μια μικρή επίδραση στην αναδιανομή των εσόδων από πετρέλαιο, όπως και τα αραβικά προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας στην Αίγυπτο (μέχρι τη συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ το 1979) και τα κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη (πολλά από αυτά διοχετευόμενα μέσω της PLO μέχρι τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991) και η εξαγωγή αγαθών και υπηρεσιών στο Ιράκ από την Τουρκία και την Ιορδανία.
Οι πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρίες βελτίωσαν τα κέρδη τους δραματικά κατά την έκρηξη της τιμής του πετρελαίου και ανέκτησαν μεγάλο μέρος της ισχύος τους που έχασαν από τον ΟΠΕΚ και τα κράτη που εξήγαγαν πετρέλαιο όταν οι τιμές κατέρρευσαν το 1985-6. Οι φθίνουσες τιμές του πετρελαίου περιέκοψαν τα αναπτυξιακά προγράμματα των πετρελαϊκών χωρών και μείωσαν τη ζήτηση εργασίας σε αυτές, παρότι η ανάγκη του Ιράκ για την αντικατάσταση των στρατιωτών, που απασχολούνταν απ το 1980 ως το 1988 στον πόλεμο με το Ιράν, μερικώς αναπλήρωσε τη μειωμένη ζήτηση εργασίας σε Σ. Αραβία, Κουβέιτ και Λιβύη. Οι πετρελαϊκές χώρες του Κόλπου, και ακόμα περισσότερο η Αλγερία, πιέζονταν να ξεπληρώσουν τα διεθνή τους χρέη που είχαν συναφθεί με την προσδοκία μεγαλύτερων εσόδων από πετρέλαιο.
Η αναγγελία του τέλους της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης στη Μέση Ανατολή και η αλλαγή πολιτικής που στενά συνδεόταν με την έκβαση του πολέμου του 1973, ήταν το άνοιγμα («ινφιτάχ») της οικονομικής πολιτικής της Αιγύπτου που ανακοινώθηκε από το «Έγγραφο Εργασίας» του Ανουάρ Αλ Σαντάτ τον Απρίλη του 1974. Παρά αυτό και άλλες παρόμοιες εξαγγελίες, η αιγυπτιακή οικονομία γνώρισε μικρές δομικές αλλαγές τη δεκαετία του 70 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (11). Παρόλα αυτά, άρχισε να σχηματίζεται μια νέα τάξη: εκείνη των «μουνφάτιχουν» (σ.μετ. εκείνων που επωφελήθηκαν από το άνοιγμα)- εισαγωγείς, χρηματιστές, εισοδηματίες και μεσάζοντες. Η βοήθεια των ΗΠΑ που συνδεόταν με την ειρήνευση με το Ισραήλ, οι εξαγωγές πετρελαίου, τα τέλη διέλευσης της διώρυγας του Σουέζ που ξανάνοιξε, η επάνοδος του διεθνούς τουρισμού και τα εμβάσματα από μετανάστες έκρυψαν το βάθος της κρίσης της εκβιομηχάνισης για υποκατάσταση εισαγωγών. Αυτές οι δραστηριότητες υπηρεσιών και ενοικίων δημιούργησαν ένα νόμισμα αρκετά ισχυρό για την αποφυγή επιρροής από ξένες νομισματικές κρίσεις Συνεπώς, η κυβέρνηση μπορούσε να αποφύγει πολιτικές επιλογές που θα διακινδύνευαν την υποστήριξή της από τα μιλιούνια των διοικητών, των δημοσίων υπαλλήλων και των εργατών που απασχολούνταν σε δημόσιες επιχειρήσεις και τον κρατικό μηχανισμό.
Το τέλος της έκρηξης της τιμής του πετρελαίου το 1985-6 και η έκρηξη του χρέους του Τρίτου κόσμου, που σημαδεύτηκε περιφερειακά από την κρίση ξένου συναλλάγματος της Τουρκίας το 1978 και παγκοσμίως από τη Μεξικανική χρεωκοπία το 1982, έκανε το αιγυπτιακό κράτος πιο ευάλωτο στις πιέσεις των «μουνφάτιχουν», των συμμάχων τους και των θεσμών του Μπρέτον Γουντς, κάτι που προκάλεσε μια πιο εντεινόμενη κοινωνική σύγκρουση και μια πιο αποφασιστική μετάβαση στη νέα οικονομική τάξη μετά τον Πόλεμο του Κόλπου. Οι πιέσεις του διεθνούς χρέους συνέβαλαν σε παρόμοιες εξελίξεις, με διαφορά ως προς το χρόνο έναρξής τους, λόγω τοπικών ιδιαίτερων καταστάσεων, σε Τουρκία, Ιορδανία, Αλγερία, Τυνησία, Μαρόκο και, σε περιορισμένο βαθμό, σε Συρία και Ιράκ.
Η «Συναίνεση της Ουάσινγκτον»
Το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα συνηγορούσαν υπέρ της μετάβασης από τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις βιομηχανίες υποκατάστασης εισαγωγών στην εξαγωγικά προσανατολισμένη ανάπτυξη, την ιδιωτική επιχείρηση και την ένταξη στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά μετά το «επιτυχημένο» πείραμα που υπήρξε συνεπεία του στρατιωτικού πραξικοπήματος στη Χιλή. Η κρίση χρέους τη δεκαετία του 1980 επέτρεψε στο ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και την Υπηρεσία των ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID) να προωθήσουν αυτό το πρόγραμμα- τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση των ΗΠΑ- ακόμα πιο αποφασιστικά, με την προσθήκη όρων στα δάνεια που προσέφεραν για την απάλυνση της κρίσης χρέους (σταθεροποίηση) και την ανασυγκρότηση των οικονομιών των πληττόμενων από το χρέος χωρών ώστε να τους επιτρέπουν να συνεχίζουν να αποπληρώνουν τα δάνειά τους στο μέλλον (διαρθρωτική προσαρμογή). Το σύνηθες πρόγραμμα σταθεροποίησης και διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας αύξανε το κόστος διατροφής και άλλων βασικών καταναλωτικών αγαθών, περιέκοπτε τις κυβερνητικές δαπάνες για κοινωνικές υπηρεσίες και μείωνε τις επενδύσεις στο δημόσιο τομέα. Οι εργάτες, οι κυβερνητικοί γραφειοκράτες και άλλοι με σταθερά εισοδήματα ανάλαβαν ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος των συνεπειών αυτών των μέτρων λιτότητας. Τα αγροτικά εισοδήματα υποτίθεται ότι θα αύξαναν με την κατάργηση των επιδοτήσεων κατανάλωσης, τη θέσπιση τιμών αγοράς για τα αγροτικά αγαθά και την παροχή δυνατότητας ελεύθερης διαπραγμάτευσης της τιμής της σοδειάς. Αλλά οι καπιταλιστές κτηματίες, και όχι οι αγροτικές οικογένειες, ήταν οι κύριοι επωφελούμενοι του νέου οικονομικού προσανατολισμού στην επαρχία.
Παρά την σχετική ρητορική για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και της αύξησης των εισοδημάτων των φτωχών, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές προωθήθηκαν από τους θεσμούς του Μπρέτον Γουντς και την Αμερικανική κυβέρνηση τη δεκαετία του 1980 ως αυτοσκοπός. Όπως επισημαίνει και η Joan M. Nelson, μια μετριοπαθής κριτικός της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον», «είναι σε γενικές γραμμές σωστός ο ισχυρισμός ότι στις αρχές της δεκαετίας του 80 οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές και αναπτυξιακές υπηρεσίες πίεσαν της κυβερνήσεις με χρέη να υποσκελίσουν σχεδόν όλους τους άλλους στόχους τους από τη σταθεροποίηση και την προσαρμογή»(12). Τέτοια μονομέρεια σκέψης δεν είναι απλά συνέπεια επαγγελματικής στενότητας σκέψης ή εσφαλμένων πολιτικών. Είναι ριζωμένη σε μια επανανοηματοδότηση του τι είναι μια οικονομία και πώς και για τίνος το όφελος λειτουργεί.
Αυτή η ασυνάρτητη αλλαγή αποτέλεσε ένα σημαντικό μέρος της κοινωνικής αναδιαμόρφωσης της Μέσης Ανατολής και της ευχερέστερης ενσωμάτωσης της περιοχής στη νέα διεθνή καπιταλιστική τάξη πραγμάτων της μεταφορντικής ευμετάβλητης συσσώρευσης. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη περί οικονομίας εξαλείφει ερωτήματα ως προς τον ποιο αυτή εξυπηρετεί. Ως μέρος της κριτικής τους στην αποικιοκρατία, οι αυταρχικοί λαϊκιστές που συνηγορούσαν υπέρ της κρατικά καθοδηγούμενης εκβιομηχάνισης για υποκατάσταση των εισαγωγών έκαναν δημοφιλή την ιδέα ότι μια οικονομία θα πρέπει να εξυπηρετεί τη χώρα, τους εργάτες της, τους αγρότες της και άλλα τμήματα «του λαού». Δεν ήταν ούτε εντελώς επιτυχημένη αυτή η αντίληψη ούτε επαρκώς ειλικρινείς αυτοί κατά την εφαρμογή της, αλλά ήταν θεμελιώδης για την πολιτική τους νομιμοποίηση.
Υπερασπιστές της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον» πιστεύουν ότι «ceteris paribus», οι οικονομίες λειτουργούν βάσει φυσιολογικών νόμων και ότι οι αγορές αναδιανέμουν τα αγαθά με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο. Χαρακτηρίζοντας αυτό «επιστήμη» βελτιώνουν την ισχύ αυτού του ισχυρισμού. Λίγοι υπερασπιστές της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον» ισχυρίζονται ότι μια οικονομία θα πρέπει να ευνοεί τα συμφέροντα του τοπικού και πολυεθνικού κεφαλαίου και των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών: απλώς τυχαίνει να συμβαίνει κάτι τέτοιο όταν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δογματικά εφαρμόζονται. Οι επωφελούμενοι από αυτές τις πολιτικές παρέχουν κερδοφόρα απασχόληση, κοινωνικό κύρος και ισχύ στους οικονομολόγους που τους υποστηρίζουν, και οι οποίοι δεν λογοδοτούν πουθενά, ανεξαρτήτως της εγκυρότητας των προβλέψεών τους.
Το σύστημα του νεοφιλελεύθερου credo δεν μπορεί ποτέ συνολικά να επαληθευτεί, καθώς δεν υφίσταται ποτέ το ceteris paribus καθώς απρόβλεπτα πολιτικά γεγονότα παρεμβαίνουν συχνά και επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας των οικονομιών. Για παράδειγμα, το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία το 1980 άνοιξε το δρόμο για την επιθετική εφαρμογή του σχεδίου του ΔΝΤ για διαρθρωτική προσαρμογή. Και η ακύρωση του μισού ξένου χρέους της Αιγύπτου των 55 δις $, ως πολιτικό αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της στον καθοδηγούμενο από τις ΗΠΑ συνασπισμό εναντίον του Ιράκ στον Πόλεμο του Κόλπου, άνοιξε το δρόμο για τη σύναψη συμφωνίας με το ΔΝΤ και έδωσε στο καθεστώς επαρκές πολιτικό κεφάλαιο για να αρχίσει μια από καιρό καθυστερημένη ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων του δημοσίου τομέα. Ο ισχυρισμός ότι η νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία είναι μια επιστήμη, ή η πίστη ότι μπορεί να προβλέπει γεγονότα, είναι ανάλογη με τον πολιτισμικό ρόλο της εφαρμογής της αλχημείας στο μεσαίωνα.
Για να μην εμφανίζονται «αντεπιστημονικοί», ακόμα και μετριοπαθείς κριτικοί όπως η Nelson υιοθετούν τη ρητορική της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον». Ποιος μπορεί να αντισταθεί στην οικονομική «σταθεροποίηση» ή τη «διαρθρωτική προσαρμογή»; Αυτοί οι «ήπιοι» όροι, και άλλοι όπως η «μεταρρύθμιση», η «απελευθέρωση», η «αποτελεσματικότητα» και ο «εξορθολογισμός», χρησιμοποιούνται σχεδόν από όλους για να περιγράψουν τους οικονομικούς μετασχηματισμούς των νεοφιλελεύθερων. Η «περικοπή των δημοσίων επενδύσεων για τη Στέγαση, την Υγεία και την Παιδεία», η «αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος προς τα πάνω», η «αυξανόμενη ανισότητα», η «μείωση της επιρροής των συνδικάτων», η «αύξηση της ισχύος του ιδιωτικού κεφαλαίου» και η «αναδιανομή της πρόσβασης στην αγροτική γη προς τα πάνω», όλα αυτά είναι δύσκολο να τα υπερασπιστεί κανείς. Ωστόσο αυτά είναι τα κοινά αποτελέσματα του νεοφιλελεύθερου προγράμματος, τουλάχιστον μεσοβραχυπρόθεσμα.
Οι υπερασπιστές της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον» συχνά ισχυρίζονται ότι παρά τα άμεσα πλήγματα, αυτές οι πολιτικές θα προωθήσουν την οικονομική μεγέθυνση και έτσι θα αυξήσουν τα εισοδήματα των φτωχών μακροπρόθεσμα. Ο Βent Hansen μελέτησε προσεκτικά την περίπτωση της Τουρκίας, που θεωρούταν ευρέως ένα επιτυχημένο πείραμα μεταρρυθμίσεων που βασιζόταν κυρίως στη γρήγορη αύξηση των εξαγωγών βιομηχανικών αγαθών τη δεκαετία του 1980, όταν κυριαρχούσαν οι πολιτικές της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον». Ο Hansen αποδεικνύει ότι η οικονομική ανάπτυξη μεταξύ 1962 και 1977 υπό το καθεστώς του κρατικού σχεδιασμού και της υποκατάστασης των εισαγωγών ήταν εξίσου καλό με εκείνο της δεκαετίας του 1980 και καταλήγει στο ότι «το συμπέρασμα φαίνεται πως είναι πως τα αναμενόμενα οφέλη των προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων και φιλελευθεροποίησης υπήρξαν μάλλον άνισα και προέκυψαν με αργό ρυθμό», ενώ προβλέπει πως τα μακροπρόθεσμα οφέλη της νέας πολιτικής μπορεί να μην είναι καν προφανή και ίσως να μην μπορέσουν να υποστηρίξουν υψηλά επίπεδα ανάπτυξης όσο εκείνα που προήλθαν από τη στρατηγική υποκατάστασης των εισαγωγών που σταμάτησε στα μέσα της δεκαετίας του 70 (13). Γενικότερα, μετά από μια δεκαετία προγραμμάτων διαρθρωτικών προσαρμογών, η Παγκόσμια Τράπεζα παραδέχτηκε ότι δεν υπήρχε «ευθύς» τρόπος παραδοχής της επιτυχίας τους και «καμία πειστική ένδειξη ανάπτυξης»(14). Ασφαλώς, αν μια υπήρχε μια περίπτωση επαλήθευσης της γενικής αποτελεσματικότητας αυτών των πολιτικών, η Παγκόσμια Τράπεζα θα το είχε δημοσίως και με παρρησία κάνει γνωστό.
Μαζί με τη νέα αντίληψη περί οικονομίας, η «συναίνεση της Ουάσινγκτον» τείνει να εξαλείψει τους εργάτες και τους αγρότες συνολικά, αφού η ίδια τους η παρουσία θυμίζει το κοινωνικό συμβόλαιο της εποχής του λαϊκιστικού απολυταρχισμού, το οποίο τα σημερινά καθεστώτα δεν μπορούν να εκπληρώσουν. Μια χαρακτηριστική έκφραση αυτής της τάσης είναι εμφανής στο πόνημα των Alan Richards and John Waterbury, Η Πολιτική Οικονομία της Μέσης Ανατολής(15). Η 1η έκδοση έχει τον υπότιτλο «Κράτος, Τάξεις και Οικονομική Ανάπτυξη». Αυτός απαλείφτηκε από τη 2η έκδοση, και το εννοιολογικό πλαίσιο του πονήματος αυτού επανασχεδιάστηκε, και η λέξη «τάξεις» αντικαταστάθηκε από τους «κοινωνικούς δρώντες». Αυτό μπορεί να κατανοηθεί ως απάλειψη ενός καταλοίπου του μαρξιστικού δογματισμού, παρότι η 1η έκδοση ήταν ελάχιστα φιλική προς τα συμφέροντα των εργατών και των αγροτών και επικεντρωνόταν κυρίως στο ρόλο του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη. Οι «κοινωνικοί δρώντες» είναι ένας άμορφος όρος, όχι απαραίτητα ασύμβατος,πάντως, με την έννοια «τάξη». Όμως, το κύριο καθήκον σε αυτό το πλαίσιο είναι να αποφευχθεί να τεθεί το ερώτημα: υπάρχουν κοινωνικές αντιθέσεις στις καπιταλιστικές οικονομίες, και προς τίνος τα συμφέροντα τέτοιες οικονομίες δρουν;
Σημειώσεις
1. John Waterbury Η πολιτική διαχείριση της Οικονομικής Προσαρμογής και της Μεταρρύθμισης, σε Joan M.Nelson(επιμ), Εύθραυστοι Συνασπισμοί: οι πολιτικές της οικονομικής προσαρμογής (Washington DC:Overseas Development Corporation, 1989).
2. Abd Al Munim Al-Ghazzali, Η ιστορία του αιγυπτιακού συνδικαλιστικού κινήματος, 1899-1952, (Κάιρο, Οίκος Νέου Πολιτισμού, 1968) , Αμίν Ιζ Αντ Ντίν, Η ιστορία της αιγυπτιακής εργατικής τάξης από την δημιουργία της μέχρι την επανάσταση του 1919 (Κάιρο, Οίκος Αραβικού Βιβλίου, 1967), Αμίν Ιζ Αντ Ντίν, Η ιστορία της αιγυπτιακής εργατικής τάξης 1929-1939, Κάιρο (Οίκος του Λαού, 1972), Σουλαϊμάν Αν Νιχάιλι, Το εργατικό κίνημα στην Αίγυπτο και η στάση του Τύπου και της Εξουσίας απέναντί του από το 1882 ως το 1952 (Κάιρο, Γενική Ένωση Εργατών, 1967), Αμπντ Αλλάχ Χάνα, Το Εργατικό Κίνημα στη Συρία και το Λίβανο, 1900-1945 (Δαμασκός, Οίκος Δαμασκού, 1973), Αμπντ Αλλάχ Χάνα, Το αγροτικό ζήτημα και το αγροτικό κίνημα στη Συρία και το Λίβανο (Βυρητός, Οίκος Αλ Φαλάμπι, 1975), Καμάλ Μαζάρ ’χμαντ, Η ιρακινή εργατική τάξη, η δημιουργία και η άρχή του κινήματος (Βαγδάτη, Οίκος Αλ Ρασίντ, 1981).
3. Αμπντ Αλ Ραχμάν Ας Σαρκάουι, Η γη (Κάιρο, Οίκος Αράβων Συγγραφέων, 1968), Γιούσουφ Ίντρις, Η Αξιοπρέπεια (Κάιρο, Επιστημονικό Βιβλίο, 1959), Γιουσούφ Σάχιν, Σιδηρά Πύλη(1958), Γιουσούφ Σάχιν, Η γη (1970).
4. Μαχμούντ Αμπντ Αλ Φάντελ, Ανάπτυξη, Διανομή Εισοδήματος και Κοινωνική Αλλαγή στην επαρχιακή Αίγυπτο (1952-1970): Μελέτη για την πολιτική οικονομία της αγροτικής μετάβασης (Cambridge:Cambridge University Press, 1975), Alan Richards Η Γεωργία της Αιγύπτου σε Κίνδυνο, Merip Reports 84 (Γενάρης 1980), Raymond Hinnebusch, Γεωργοί και Γραφειοκρατία στην Μπααθική Συρία: η πολιτική οικονομία της αγροτικής ανάπτυξης (Boulder:Westview Press, 1989), Karen Pfeifer, Αγροτική Μεταρρύθμιση επί κρατικού καπιταλισμού στην Αλγερία(Boulder:Westview Press, 1985), Hamied Ansari, Αίγυπτος: η στάσιμη κοινωνία (Αlbany:State University of New York Press, 1986)
5. Μαχμούντ Αμπντ Αλ Φάντελ, Η πολιτική οικονομία του Νασερισμού: Μελέτη για τις πολιτικές απασχόλησης και αναδιανομής εισοδήματος στις πόλεις της Αιγύπτου, 1952-1972 (Cambridge:Cambridge University Press, 1980).
6. Mark N.Cooper, Ο Μετασχηματισμός της Αιγύπτου (Baltimore: John Hopkins University Press, 1982)
7. Guillermo ODonnell, Σκέψεις για τα πρότυπα αλλαγής σε ένα γραφειοκραικό-απολυταρχικό κράτος, Latin American Research Review 12/1 (1978).
8. Walden Bello, Shea Cunningham & Bill Rau, Σκοτεινή Νίκη: Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Δομική Προσαρμογή και η Παγκόσμια Φτώχεια (London: Plutto Press, 1994)
9. Gouda Abdel Khalek Κοιτώντας προς τα έξω ή Στρίβοντας Βορειοδυτικά; Για τη σημασία και την εξωτερική διάσταση του Ινφιτάχ της Αιγύπτου, 1971-1980, Social Problems, 28/4, Απρίλης 1981, σ.σ. 394-409, Galal A. Amin Η Οικονομική Δυσχέρεια της Αιγύπτου: Μελέτη για την Αλληλεπίδραση της Εξωτερικής Πίεσης, της Πολιτικής Τρέλας και της Κοινωνικής Έντασης στην Αίγυπτο, 1960-90 (Leiden:E.J. Brill, 1995), Tim Niblock, «Διεθνείς και Εσωτερικοί Παράγοντες στη Διαδικασία Οικονομικής Φιλελευθεροποίησης στης Αραβικές Χώρες, σε Tim Niblock & Emma Murphy (επιμ.), Οικονομική και Πολιτική Φιλελευθεροποίηση στη Μέση Ανατολή (London:British Academic Press, 1993) σ.σ.55-87.
10. David Harvey, Οι προϋποθέσεις για το Μεταμοντερνισμό: μια έρευνα για τις ρίζες της πολιτιστικής αλλαγής (Oxford: Blackwell, 1989)
11. Alan Richards, Η πολιτική οικονομία της παρελκυστικής μεταρρύθμισης: η Αίγυπτος τη δεκαετία του 1980(Amsterdam: Middle East Research Associates:Occasional Paper, no. 7, 1990)
12. Joan M. Nelson «Επισκόπηση: Οι πολιτικές της Μεταρρύθμισης «Μεγάλων Αποστάσεων»» σε Joan M. Nelson (επιμ), Εύθραυστοι Συνασπισμοί: Οι πολιτικές της οικονομικής προσαρμογής, (Washington, D.C:Overseas Development Corporation, 1989) σ. 14
13. Βent Hansen, Η πολιτική οικονομία της Φτώχειας, της Ισότητας και της Ανάπτυξης: Αίγυπτος & Τουρκία (Oxford:Oxford University Press, 1991), σ.σ. 391-395.
14. Παγκόσμια Τράπεζα, Έκθεση Παγκόσμιας Ανάπτυξης για το 1991: Η Πρόκληση της Ανάπτυξης (Washington DC: Παγκόσμια Τράπεζα, 1991), σ. 114
15. Alan Richards & John Waterbury, Μια πολιτική Οικονομία της Μέσης Ανατολής: Κράτος, Τάξεις και Οικονομική Ανάπτυξη, 1η εκδ(Boulder: Westview Press, 1990), Alan Richards & John Waterbury, Μια πολιτική Οικονομία της Μέσης Ανατολής, 2η εκδ(Boulder: Westview Press, 1996)
Του Joel Beinin, καθηγητή στο Stanford University
Από τις αρχές της δεκαετίας του 70, η εργατική και η αγροτική τάξη της Μέσης Ανατολής έχουν κοινωνικά αποκτήσει νέο περιεχόμενο ενώ η πολιτική τους έκφραση έχει αναδιαμορφωθεί. Αυτές οι εξελίξεις σχετίζονται με μια μετάβαση από τον οικονομικό εθνικισμό, από την κρατικά ωθούμενη βιομηχανική ανάπτυξη και τις λαϊκιστικές πολιτικές έναντι της ενσωμάτωσης στην παγκόσμια οικονομία, στην ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και την αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος προς τα πάνω. Ο χρόνος, το κίνητρο, το εύρος και οι οικονομικές και πολιτικές συνέπειες αυτής της μετάβασης δεν ήταν ίδιοι, αλλά μια γενική τάση σε όλη την περιοχή φαίνεται πως υπάρχει.
Η Τουρκία και η Αίγυπτος ήταν οι πρωτοπόρες στην στρατηγική στη δημιουργία βιομηχανίας που θα υποκαθιστούσε τις εισαγωγές, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας καπιταλιστικής ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, περιεκτικότερες εκδοχές της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης, συχνά συνοδευόμενης από το λαϊκιστικό εθνικισμό και τον αντιϊμπεριαλισμό, υιοθετήθηκαν στο Ιράν, την Τουρκία, την Αίγυπτο, τη Συρία, το Ιράκ, την Τυνησία και την Αλγερία. Ακόμα και χώρες που απέρριψαν τέτοιο προσανατολισμό, όπως η Ιορδανία και το Μαρόκο, ανέπτυξαν διευρυμένους δημόσιους τομείς. Οι πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις του μεταπολεμικού αυτού ριζοσπαστικού οικονομικού εθνικισμού ήταν η εθνικοποίηση από τον Μοχάμεντ Μοσαντέκ της Αγγλοϊρανικής Πετρελαϊκής Εταιρίας το 1951 και η εθνικοποίηση από την Αίγυπτο της Εταιρίας της Διώρυγας του Σουέζ το 1956.
Η κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη και η εκβιομηχάνιση για υποκατάσταση των εισαγωγών ήταν καθοριστικά στοιχεία των κοινωνικών πολιτικών που προώθησαν οι Γκαμάλ Αμπντ Αλ Νάσερ στην Αίγυπτο, το Μπάαθ στη Συρία και το Ιράκ και το Αλγερινό Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (FLN) από τη δεκαετία του 1950 ως εκείνη του 1970. Τα πολιτικά και οικονομικά προγράμματα εκείνων των αυταρχικών λαϊκιστικών καθεστώτων χαρακτηρίστηκαν «Αραβικός εθνικισμός» και «Αραβικός σοσιαλισμός» αντίστοιχα. Ακόμα και ο Χαμπίμπ Μπουργκίμπα, που διακρινόταν για τις πραγματιστικές φιλοδυτικές του απόψεις, μιλούσε για ένα «σοσιαλιστικό πείραμα» στην Τυνησία κατά τη δεκαετία του 1960, έστω και με έναν αντεργατικό, φιλεργοδοτικό και φιλοτσιφλικάδικό προσανατολισμό. Στο Λίβανο και την Ιορδανία- καθεστώτα που ήταν ευθυγραμμισμένα με τις ΗΠΑ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και απέρριπταν τη λαϊκιστική, κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη- ο Νασερισμός και ο Μπααθισμός έγιναν οι κύριες μορφές αντιπολιτευτικών πολιτικών στις δεκαετίες του 1950 και του 60.
Τα πολιτικά ρεύματα στην Τουρκία διακρίνονται από εκείνα των αραβικών χωρών, αλλά ακολούθησαν μια συγκρίσιμη πορεία οικονομικής ανάπτυξης, ειδικά κατά τη δεκαετία του 60. Το Δημοκρατικό Κόμμα, ευρισκόμενο στην εξουσία από το 1950 ως το 1960, ήταν αφοσιωμένο στην αγροτική του βάση, τις ελεύθερες αγορές και το ΝΑΤΟ. Είχε υποσχεθεί να μετατρέψει την Τουρκία σε μια «μικρή Αμερική». Αυτές οι πολιτικές ήταν επιτυχημένες στην αρχή της δεκαετίας του 50, όταν το ξέσπασμα του Κορεατικού Πολέμου και η επιδοτούμενη εξαγωγή αγροτικών προϊόντων ώθησαν την οικονομία. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας αυτής, το ξένο συνάλλαγμα μειώθηκε και η οικονομία υπόφερε. Ένα πραξικόπημα από νέους αξιωματικούς του στρατού το 1960 επανέφερε την βιομηχανικά προσανατολισμένη και κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη και τον οικονομικό σχεδιασμό.
Το Σύνταγμα του 1961 προστάτευε το δικαίωμα των εργατών στην απεργία και αναγνώριζε τη συλλογική διαπραγμάτευση για πρώτη φορά. Το νέο καθεστώς ενθάρρυνε εργασία και κεφάλαιο να συνυπάρχουν.
Τα αυταρχικά λαϊκιστικά Αραβικά καθεστώτα, όπως και η τουρκική κυβέρνηση μετά το πραξικόπημα του 1960, αναγνώριζαν τους εργάτες και τους αγρότες ως κεντρικά στοιχεία του έθνους. Ο Γκαμάλ Αμπντ Αλ Νάσερ συχνά μιλούσε για μια συμμαχία αποτελούμενη από το στρατό, τους εργάτες, τους αγρότες και τους «εθνικούς» καπιταλιστές. Αποχρώσεις μιας τέτοιας διατύπωσης ήταν συχνές εκείνη την εποχή (1). Αυτά τα καθεστώτα διακήρυτταν ότι ο στόχος της εθνικής οικονομικής συγκρότησης βελτίωνε το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων μαζών, ειδικά των αγροτών και των κοινοτήτων της επαρχίας που συνιστούσαν περίπου το 75% του πληθυσμού της Αιγύπτου και το 80% της Τουρκίας τη δεκαετία του 60. Έτσι, το πραξικόπημα των Ελεύθερων Αξιωματικών στις 23/7/1952 στην Αίγυπτο έλαβε λαϊκή νομιμοποίηση με τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν λιγότερο από 2 μήνες μετά την κατάργηση της μοναρχίας και που στόχευαν τους «φεουδάρχες» μεγάλους κτηματίες που θεωρούνταν εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη και πολιτικοί σύμμαχοι του ιμπεριαλισμού. Παρόμοιες αγροτικές μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν στη Συρία, το Ιράκ και την Αλγερία.
Οι βιομηχανικοί εργάτες, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι στις υπηρεσίες στον εξαιρετικά διευρυμένο δημόσιο τομέα ευνοούνταν από την κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη συνήθως περισσότερο ακόμα και από τους εργάτες, εξαιτίας της πολιτικής της υποκατάστασης εισαγωγών. Οι εργάτες ενθαρρύνονταν να μπουν στα συνδικάτα και τις πανεθνικές εργατικές ομοσπονδίες που συνδέονταν με το κυβερνών κόμμα και το κράτος. Σε αντάλλαγμα αυτής της κορπορατιστικής ένταξης των συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών στον κρατικό μηχανισμό, τα μέλη τους λάμβαναν εργασιακή ασφάλεια, υψηλότερους μισθούς, λιγότερες εργάσιμες ώρες, σύστημα υγείας, ασφάλιση σε περίπτωση ανεργίας, συντάξεις και πρόσβαση σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς.
Η επίσημη αναγνώριση της εθνικής σημασίας του «λαού», των «δουλευτάδων», ή των «λαϊκών τάξεων» συγχώνευσε τη δημόσια πολιτική συζήτηση με το λεξιλόγιο περί τάξεων, εκμετάλλευσης και ιμπεριαλισμού που συναγόταν από το Μαρξισμό. Τα κομμουνιστικά κόμματα, συχνά συμμαχούσαν με τα αυταρχικά λαϊκιστικά καθεστώτα λόγω του αντιϊμπεριαλιστικού τους εθνικισμού και των Αδέσμευτων ή φιλοσοβιετικών πολιτικών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μαρξιστές και άλλοι αριστερίζοντες διανοούμενοι ενθαρρύνονταν να μελετούν την ιστορία και την κοινωνιολογία των εργατών και των αγροτών (2). Διηγήματα και ταινίες που παρουσίαζαν τους εργάτες και τους αγρότες ως τους πιο άξιους πολίτες του έθνους έχαιραν επίσημης έγκρισης και λαϊκής αποδοχής (3). Αλλά επίσης, οι κομμουνιστές βίαια καταστέλλονταν από την ιδιοτροπία των καθεστώτων.
Όπως άλλες παρόμοιες ιδεολογίες στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική, ο Νασερισμός, ο Μπααθισμός και άλλες αποχρώσεις του μεσανατολικού λαϊκιστικού απολυταρχισμού απέρριπταν την ιδέα περί ταξικής πάλης. Όταν οι συλλογικές δράσεις εργατών και αγροτών ξεπερνούσαν τα επιτρεπτά όρια και αμφισβητούσαν το καθεστώς, συντρίβονταν. Στην Αίγυπτο, η πρώτη κίνηση των Ελεύθερων Αξιωματικών στον τομέα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής ήταν η καταστολή των κλωστοϋφαντουργών στο Καφρ Αντ Ντάουαρ τον Αύγουστο του 1952 και ο απαγχονισμός δύο ηγετών της. Στην Αλγερία, η Γενική Ένωση Αλγερινών Εργαζομένων ενθάρρυνε τους εργάτες να καταλάβουν τα κτήματα και τις επιχειρήσεις των αποχωρήσαντων αποίκων και να τα διοικήσουν ως κοοπερατίβες. Το FLN αρχικά υιοθέτησε αυτή την πρωτοβουλία αλλά σύντομα απαγόρεψε το πείραμα στην αυτοδιαχείριση, κινούμενο προς τη δημιουργία επιχειρήσεων συγκεντρωτικής κρατικής ιδιοκτησίας.
Παρά τη ρητορική των καθεστώτων, οι φτωχοί αγρότες και οι ανοργάνωτοι εργάτες σε μικρού μεγέθους επιχειρήσεις δεν ήταν οι κυρίως ευνοούμενοι των πολιτικών του αραβικού σοσιαλισμού. Οι μεσαίοι αγρότες συχνά ήταν οι κύριοι επωφελούμενοι των αγροτικών μεταρρυθμίσεων στην Αίγυπτο, τη Συρία, το Ιράκ και την Αλγερία τη δεκαετία του 60 και στις αρχές εκείνης του 70, και οι αρμόδιες για τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις γραφειοκρατίες βάθαιναν τον κρατικό παρεμβατισμό στην επαρχιακή ζωή αντί να ενισχύουν τους φτωχούς αγρότες. Παρότι υπήρξε σημαντική αναδιανομή και τσακίστηκε η πολιτική κυριαρχία της ελίτ των μεγαλοκτηματιών, πολλές οικογένειες από τους τελευταίους κατάφεραν να διατηρήσουν τουλάχιστον τμήμα του πλούτου τους και της επιρροής τους (4).
Τα μεσαία στρώματα της πόλης και ένα ανώτερο στρώμα της εργατικής τάξης επωφελήθηκαν δυσανάλογα από την επέκταση των δημοσίων και κρατικών τομέων και της αυξημένης δαπάνης για Παιδεία και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες (5). Κατώτερα τμήματα του πληθυσμού επωφελήθηκαν από τις τελευταίες, και η νομιμοποίηση των εθνικιστικών καθεστώτων εξαρτώνταν από την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου τους. Σε αντάλλαγμα, ανέχονταν σημαντικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη μη δημοκρατική εξουσία. Ακόμα και όταν φάνηκαν τα όρια της εκβιομηχάνισης που υποκαθιστούσε τις εισαγωγές, με στασιμότητα ή και πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργατών και των αγροτών, στην πολιτική συζήτηση κυριαρχούσε η αναγκαιότητα αναγνώρισης της ύπαρξής τους και των συμφερόντων τους.
Η Τυνησία ήταν η πρώτη χώρα που απομακρύνθηκε από την κρατικά καθοδηγούμενη ανάπτυξη, μια στροφή που συμβολιζόταν από την καθαίρεση του ’χμαντ Μπεν Σαλάχ, σοσιαλιστή και πρώην Γενικού Γραμματέα της Τυνησιακής Γενικής Ένωσης Εργασίας, από τη θέση του Υπουργού Οικονομίας το 1969. Η Αίγυπτος άρχισε να απαγκιστρώνεται από τον αραβικό σοσιαλισμό, πριν μάλιστα από το θάνατο του Γκαμάλ Αμπντ Αλ Νάσερ. Αλλά η ιδεολογική ανάπτυξη αυτού του νέου προσανατολισμού ξεκίνησε μόλις το 1974(6).
Το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία το 1980 έφερε στην εξουσία ένα καθεστώς αφοσιωμένο στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές.Ο πλούτος από το πετρέλαιο διευκόλυνε την Αλγερία να αποφύγει τις αντιθέσεις της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης και να προσπαθήσει να τις διαχειριστεί με τους δικούς της όρους κατά το τέλος της δεκαετίας.
Οι ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης δείχνουν πως οι ερμηνείες για την εγκατάλειψη αυτών των κρατικιστικών πολιτικών στη Μέση Ανατολή, είτε εκείνες που την αποδίδουν σε μια αιτία, όπως η θεωρία του Guillermo ODonnell περί οικονομικών αλλαγών που σχετίζονται με τη μετάβαση από το λαϊκιστικό στο γραφειοκρατικό απολυταρχισμό, είτε εκείνες που την εξηγούν με «παγκόσμιους όρους», όπως ερμηνείες που τονίζουν τις πιέσεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας κατά την άνοδο των Ρήγκαν-Θάτσερ και των προσπαθειών τους να καταστείλουν τον οικονομικό εθνικισμό(8), ή την παντοδυναμία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας (9), πρέπει να προσαρμόζονται, ανάλογα τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης.
Παρότι αυτές οι γενικές εξηγήσεις είναι μερικώς έγκυρες, οι αντιπαλότητες εντός των κυβερνητικών κομμάτων, ο κοινωνικός συσχετισμός δυνάμεων, και οι συλλογικές δράσεις εργατών και άλλων επηρέασαν το χρόνο διεξαγωγής και το χαρακτήρα αυτών των μεταβάσεων.
Επιπροσθέτως, η επίδραση των παγκοσμίων οικονομικών αλλαγών και των αλλαγών στην τοπική κοινωνική και πολιτική εξουσία επισκιαζόταν από τις εξελίξεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής συνολικά. Το πολιτικό κύρος της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης και της εκβιομηχάνισης για υποκατάσταση εισαγωγών μειώθηκε δραματικά από τη μεγάλη ήττα των Αράβων τον Ιούνη του 1967. Αυτή η πανωλεθρία απέδειξε ότι ο αραβικός εθνικισμός και ο αραβικός σοσιαλισμός είχαν αποτύχει να πετύχουν έναν επαναστατικό μετασχηματισμό των αραβικών κοινωνιών, οι οποίες ήταν ακόμα πιο αδύναμες έναντι του Ισραήλ σε σχέση με το 1948. Η ήττα του 1967 επηρέασε την Αίγυπτο αμεσότερα και ενίσχυσε εκείνους που συνηγορούσαν υπέρ μιας αναθεώρησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Η ήττα του Νασερισμού και του Μπααθισμού, η καταστολή των κομμουνιστών και της νέας αριστεράς, η επίσημη ενθάρρυνση του πολιτικού Ισλάμ, το οποίο συχνά υποστηριζόταν από εμπορικά και χρηματιστικά συμφέροντα που συνδέονταν με τη Σαουδική Αραβία ή άλλες χώρες του Κόλπου (π.χ., Ισλαμική Τράπεζα Φαϊζάλ), ανάπλασαν την πολιτική, πολιτιστική και οικονομική μορφή της Μέσης Ανατολής.
Η εξάλειψη της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης στη Μέση Ανατολή οριστικοποιήθηκε από τα αποτελέσματα του σύντομου και τρωτού Αραβικού πετρελαϊκού εμπάργκο που ακολούθησε τον πόλεμο του 1973 και το τέλος του μεγάλου κύματος της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης που ρυθμιζόταν από θεσμούς που ιδρύθηκαν από τη Συνδιάσκεψη του Μπρέτον Γουντς: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τη Διεθνή Τράπεζα για την Ανοικοδόμηση και την Ανάπτυξη (τώρα Παγκόσμια Τράπεζα) και τη Γενική Συμφωνία για τους Δασμούς και το Εμπόριο (GATT). Το σύστημα του Μπρέτον Γουντς ήταν μια διεθνής έκφραση Φορντισμού- Κεϋνσιανισμού: ένα καθεστώς μαζικής παραγωγής, μαζικής κατανάλωσης και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στις μητροπολιτικές καπιταλιστικές χώρες (10). Η επιτυχία του βασιζόταν στην πρωτοκαθεδρία της οικονομίας των ΗΠΑ, του δολαρίου των ΗΠΑ και της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές εκείνης του 70, το σύστημα του Μπρέτον Γουντς άρχισε να καταρρέει. Η Ιαπωνία και η Ευρώπη ανέκαμψαν ως οικονομικές δυνάμεις. Η απόπειρα των ΗΠΑ να χρηματοδοτήσουν τα κοινωνικά προγράμματα «Μεγάλης Κοινωνίας» ενώ πολεμούσαν στο Βιετνάμ, μείωσε τη σχετική ισχύ της οικονομίας των ΗΠΑ, κάτι που συμβολίστηκε με την αποσύνδεση του δολαρίου από το χρυσό το 1972. Οι υφέσεις το 1974-5 και το 1980-82 οφείλονταν κυρίως σε εσωτερικούς παράγοντες στις χώρες του ΟΟΣΑ: ανεπαρκείς επενδύσεις κεφαλαίου, συνοδευόμενες από τις μονεταριστικές πολιτικές Ρήγκαν-Θάτσερ που στόχευαν στην εξάλειψη του πληθωρισμού και στη μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης της οργανωμένης εργασίας. Μια δεκαετία στασιμοπληθωρισμού (πληθωρισμού και στασιμότητας)- η πιο παρατεταμένη και βαθιά ύφεση μετά το β Παγκόσμιο Πόλεμο- τερμάτισε την εποχή του Φορντισμού- Κεϋνσιανισμού.
Η εμφάνιση του ΟΠΕΚ τη δεκαετία του 60 συντέλεσε επίσης στην υπόσκαψη της θέσης του αμερικανικού κεφαλαίου, με την αλλαγή στο συσχετισμό δύναμης και των ροών κερδών από τις πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρίες στα κράτη που εξήγαγαν πετρέλαιο. Το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου του 1973 και η Ιρανική επανάσταση του 1979 σχετίζονταν, παρότι δεν ήταν η κύρια αιτία, με τις μεγάλες υφέσεις που σφράγισαν την κατάρρευση του Φορντισμού- Κεϋνσιανισμού. Αλλά ο 20πλασιασμός της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, από 2 $ το 1973 σε 40,5$ το βαρέλι το 1981, συνέβαλαν στο πληθωριστικό στοιχείο του συνδρόμου της στασιμότητας.
Κατά την έκρηξη της τιμής του πετρελαίου τη δεκαετία του 1970, ένας χείμαρρος πετροδολαρίων έπνιξε τη Μέση Ανατολή, αναδεικνύοντας τη μετάβαση σε μια νέα οικονομική τάξη. Οι κυβερνήσεις των κρατών που εξήγαγαν πετρέλαιο (ειδικά η Σ.Αραβία, το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που είχαν τεράστια αποθέματα πετρελαίου και σχετικά μικρούς πληθυσμούς για να τα καταναλώνουν) έφτασαν να ελέγχουν τεράστια ποσά από έσοδα από πετρέλαιο. Ο διεθνής δανεισμός σε μεσανατολικές χώρες αυξήθηκε δραματικά τη δεκαετία του 70, μερικώς ωθούμενος από την επιθυμία για να ξανακινηθούν διεθνώς αυτά τα πετροδολάρια. Μεγάλος αριθμός εργατών από χώρες με λίγο ή καθόλου πετρέλαιο (Αίγυπτος, Ιορδανία, Παλαιστίνη, Συρία, Λίβανος, Υεμένη) μετανάστευσαν σε εκείνες που είχαν και που ξεκινούσαν τεράστια προγράμματα οικοδόμησης υποδομών και ανάπτυξης (Σ.Αραβία, Κουβέιτ, Λιβύη). Τα εμβάσματα από τους μετανάστες είχαν μια μικρή επίδραση στην αναδιανομή των εσόδων από πετρέλαιο, όπως και τα αραβικά προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας στην Αίγυπτο (μέχρι τη συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ το 1979) και τα κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη (πολλά από αυτά διοχετευόμενα μέσω της PLO μέχρι τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991) και η εξαγωγή αγαθών και υπηρεσιών στο Ιράκ από την Τουρκία και την Ιορδανία.
Οι πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρίες βελτίωσαν τα κέρδη τους δραματικά κατά την έκρηξη της τιμής του πετρελαίου και ανέκτησαν μεγάλο μέρος της ισχύος τους που έχασαν από τον ΟΠΕΚ και τα κράτη που εξήγαγαν πετρέλαιο όταν οι τιμές κατέρρευσαν το 1985-6. Οι φθίνουσες τιμές του πετρελαίου περιέκοψαν τα αναπτυξιακά προγράμματα των πετρελαϊκών χωρών και μείωσαν τη ζήτηση εργασίας σε αυτές, παρότι η ανάγκη του Ιράκ για την αντικατάσταση των στρατιωτών, που απασχολούνταν απ το 1980 ως το 1988 στον πόλεμο με το Ιράν, μερικώς αναπλήρωσε τη μειωμένη ζήτηση εργασίας σε Σ. Αραβία, Κουβέιτ και Λιβύη. Οι πετρελαϊκές χώρες του Κόλπου, και ακόμα περισσότερο η Αλγερία, πιέζονταν να ξεπληρώσουν τα διεθνή τους χρέη που είχαν συναφθεί με την προσδοκία μεγαλύτερων εσόδων από πετρέλαιο.
Η αναγγελία του τέλους της κρατικά καθοδηγούμενης ανάπτυξης στη Μέση Ανατολή και η αλλαγή πολιτικής που στενά συνδεόταν με την έκβαση του πολέμου του 1973, ήταν το άνοιγμα («ινφιτάχ») της οικονομικής πολιτικής της Αιγύπτου που ανακοινώθηκε από το «Έγγραφο Εργασίας» του Ανουάρ Αλ Σαντάτ τον Απρίλη του 1974. Παρά αυτό και άλλες παρόμοιες εξαγγελίες, η αιγυπτιακή οικονομία γνώρισε μικρές δομικές αλλαγές τη δεκαετία του 70 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (11). Παρόλα αυτά, άρχισε να σχηματίζεται μια νέα τάξη: εκείνη των «μουνφάτιχουν» (σ.μετ. εκείνων που επωφελήθηκαν από το άνοιγμα)- εισαγωγείς, χρηματιστές, εισοδηματίες και μεσάζοντες. Η βοήθεια των ΗΠΑ που συνδεόταν με την ειρήνευση με το Ισραήλ, οι εξαγωγές πετρελαίου, τα τέλη διέλευσης της διώρυγας του Σουέζ που ξανάνοιξε, η επάνοδος του διεθνούς τουρισμού και τα εμβάσματα από μετανάστες έκρυψαν το βάθος της κρίσης της εκβιομηχάνισης για υποκατάσταση εισαγωγών. Αυτές οι δραστηριότητες υπηρεσιών και ενοικίων δημιούργησαν ένα νόμισμα αρκετά ισχυρό για την αποφυγή επιρροής από ξένες νομισματικές κρίσεις Συνεπώς, η κυβέρνηση μπορούσε να αποφύγει πολιτικές επιλογές που θα διακινδύνευαν την υποστήριξή της από τα μιλιούνια των διοικητών, των δημοσίων υπαλλήλων και των εργατών που απασχολούνταν σε δημόσιες επιχειρήσεις και τον κρατικό μηχανισμό.
Το τέλος της έκρηξης της τιμής του πετρελαίου το 1985-6 και η έκρηξη του χρέους του Τρίτου κόσμου, που σημαδεύτηκε περιφερειακά από την κρίση ξένου συναλλάγματος της Τουρκίας το 1978 και παγκοσμίως από τη Μεξικανική χρεωκοπία το 1982, έκανε το αιγυπτιακό κράτος πιο ευάλωτο στις πιέσεις των «μουνφάτιχουν», των συμμάχων τους και των θεσμών του Μπρέτον Γουντς, κάτι που προκάλεσε μια πιο εντεινόμενη κοινωνική σύγκρουση και μια πιο αποφασιστική μετάβαση στη νέα οικονομική τάξη μετά τον Πόλεμο του Κόλπου. Οι πιέσεις του διεθνούς χρέους συνέβαλαν σε παρόμοιες εξελίξεις, με διαφορά ως προς το χρόνο έναρξής τους, λόγω τοπικών ιδιαίτερων καταστάσεων, σε Τουρκία, Ιορδανία, Αλγερία, Τυνησία, Μαρόκο και, σε περιορισμένο βαθμό, σε Συρία και Ιράκ.
Η «Συναίνεση της Ουάσινγκτον»
Το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα συνηγορούσαν υπέρ της μετάβασης από τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις βιομηχανίες υποκατάστασης εισαγωγών στην εξαγωγικά προσανατολισμένη ανάπτυξη, την ιδιωτική επιχείρηση και την ένταξη στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά μετά το «επιτυχημένο» πείραμα που υπήρξε συνεπεία του στρατιωτικού πραξικοπήματος στη Χιλή. Η κρίση χρέους τη δεκαετία του 1980 επέτρεψε στο ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και την Υπηρεσία των ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID) να προωθήσουν αυτό το πρόγραμμα- τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση των ΗΠΑ- ακόμα πιο αποφασιστικά, με την προσθήκη όρων στα δάνεια που προσέφεραν για την απάλυνση της κρίσης χρέους (σταθεροποίηση) και την ανασυγκρότηση των οικονομιών των πληττόμενων από το χρέος χωρών ώστε να τους επιτρέπουν να συνεχίζουν να αποπληρώνουν τα δάνειά τους στο μέλλον (διαρθρωτική προσαρμογή). Το σύνηθες πρόγραμμα σταθεροποίησης και διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας αύξανε το κόστος διατροφής και άλλων βασικών καταναλωτικών αγαθών, περιέκοπτε τις κυβερνητικές δαπάνες για κοινωνικές υπηρεσίες και μείωνε τις επενδύσεις στο δημόσιο τομέα. Οι εργάτες, οι κυβερνητικοί γραφειοκράτες και άλλοι με σταθερά εισοδήματα ανάλαβαν ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος των συνεπειών αυτών των μέτρων λιτότητας. Τα αγροτικά εισοδήματα υποτίθεται ότι θα αύξαναν με την κατάργηση των επιδοτήσεων κατανάλωσης, τη θέσπιση τιμών αγοράς για τα αγροτικά αγαθά και την παροχή δυνατότητας ελεύθερης διαπραγμάτευσης της τιμής της σοδειάς. Αλλά οι καπιταλιστές κτηματίες, και όχι οι αγροτικές οικογένειες, ήταν οι κύριοι επωφελούμενοι του νέου οικονομικού προσανατολισμού στην επαρχία.
Παρά την σχετική ρητορική για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και της αύξησης των εισοδημάτων των φτωχών, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές προωθήθηκαν από τους θεσμούς του Μπρέτον Γουντς και την Αμερικανική κυβέρνηση τη δεκαετία του 1980 ως αυτοσκοπός. Όπως επισημαίνει και η Joan M. Nelson, μια μετριοπαθής κριτικός της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον», «είναι σε γενικές γραμμές σωστός ο ισχυρισμός ότι στις αρχές της δεκαετίας του 80 οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές και αναπτυξιακές υπηρεσίες πίεσαν της κυβερνήσεις με χρέη να υποσκελίσουν σχεδόν όλους τους άλλους στόχους τους από τη σταθεροποίηση και την προσαρμογή»(12). Τέτοια μονομέρεια σκέψης δεν είναι απλά συνέπεια επαγγελματικής στενότητας σκέψης ή εσφαλμένων πολιτικών. Είναι ριζωμένη σε μια επανανοηματοδότηση του τι είναι μια οικονομία και πώς και για τίνος το όφελος λειτουργεί.
Αυτή η ασυνάρτητη αλλαγή αποτέλεσε ένα σημαντικό μέρος της κοινωνικής αναδιαμόρφωσης της Μέσης Ανατολής και της ευχερέστερης ενσωμάτωσης της περιοχής στη νέα διεθνή καπιταλιστική τάξη πραγμάτων της μεταφορντικής ευμετάβλητης συσσώρευσης. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη περί οικονομίας εξαλείφει ερωτήματα ως προς τον ποιο αυτή εξυπηρετεί. Ως μέρος της κριτικής τους στην αποικιοκρατία, οι αυταρχικοί λαϊκιστές που συνηγορούσαν υπέρ της κρατικά καθοδηγούμενης εκβιομηχάνισης για υποκατάσταση των εισαγωγών έκαναν δημοφιλή την ιδέα ότι μια οικονομία θα πρέπει να εξυπηρετεί τη χώρα, τους εργάτες της, τους αγρότες της και άλλα τμήματα «του λαού». Δεν ήταν ούτε εντελώς επιτυχημένη αυτή η αντίληψη ούτε επαρκώς ειλικρινείς αυτοί κατά την εφαρμογή της, αλλά ήταν θεμελιώδης για την πολιτική τους νομιμοποίηση.
Υπερασπιστές της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον» πιστεύουν ότι «ceteris paribus», οι οικονομίες λειτουργούν βάσει φυσιολογικών νόμων και ότι οι αγορές αναδιανέμουν τα αγαθά με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο. Χαρακτηρίζοντας αυτό «επιστήμη» βελτιώνουν την ισχύ αυτού του ισχυρισμού. Λίγοι υπερασπιστές της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον» ισχυρίζονται ότι μια οικονομία θα πρέπει να ευνοεί τα συμφέροντα του τοπικού και πολυεθνικού κεφαλαίου και των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών: απλώς τυχαίνει να συμβαίνει κάτι τέτοιο όταν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δογματικά εφαρμόζονται. Οι επωφελούμενοι από αυτές τις πολιτικές παρέχουν κερδοφόρα απασχόληση, κοινωνικό κύρος και ισχύ στους οικονομολόγους που τους υποστηρίζουν, και οι οποίοι δεν λογοδοτούν πουθενά, ανεξαρτήτως της εγκυρότητας των προβλέψεών τους.
Το σύστημα του νεοφιλελεύθερου credo δεν μπορεί ποτέ συνολικά να επαληθευτεί, καθώς δεν υφίσταται ποτέ το ceteris paribus καθώς απρόβλεπτα πολιτικά γεγονότα παρεμβαίνουν συχνά και επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας των οικονομιών. Για παράδειγμα, το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία το 1980 άνοιξε το δρόμο για την επιθετική εφαρμογή του σχεδίου του ΔΝΤ για διαρθρωτική προσαρμογή. Και η ακύρωση του μισού ξένου χρέους της Αιγύπτου των 55 δις $, ως πολιτικό αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της στον καθοδηγούμενο από τις ΗΠΑ συνασπισμό εναντίον του Ιράκ στον Πόλεμο του Κόλπου, άνοιξε το δρόμο για τη σύναψη συμφωνίας με το ΔΝΤ και έδωσε στο καθεστώς επαρκές πολιτικό κεφάλαιο για να αρχίσει μια από καιρό καθυστερημένη ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων του δημοσίου τομέα. Ο ισχυρισμός ότι η νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία είναι μια επιστήμη, ή η πίστη ότι μπορεί να προβλέπει γεγονότα, είναι ανάλογη με τον πολιτισμικό ρόλο της εφαρμογής της αλχημείας στο μεσαίωνα.
Για να μην εμφανίζονται «αντεπιστημονικοί», ακόμα και μετριοπαθείς κριτικοί όπως η Nelson υιοθετούν τη ρητορική της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον». Ποιος μπορεί να αντισταθεί στην οικονομική «σταθεροποίηση» ή τη «διαρθρωτική προσαρμογή»; Αυτοί οι «ήπιοι» όροι, και άλλοι όπως η «μεταρρύθμιση», η «απελευθέρωση», η «αποτελεσματικότητα» και ο «εξορθολογισμός», χρησιμοποιούνται σχεδόν από όλους για να περιγράψουν τους οικονομικούς μετασχηματισμούς των νεοφιλελεύθερων. Η «περικοπή των δημοσίων επενδύσεων για τη Στέγαση, την Υγεία και την Παιδεία», η «αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος προς τα πάνω», η «αυξανόμενη ανισότητα», η «μείωση της επιρροής των συνδικάτων», η «αύξηση της ισχύος του ιδιωτικού κεφαλαίου» και η «αναδιανομή της πρόσβασης στην αγροτική γη προς τα πάνω», όλα αυτά είναι δύσκολο να τα υπερασπιστεί κανείς. Ωστόσο αυτά είναι τα κοινά αποτελέσματα του νεοφιλελεύθερου προγράμματος, τουλάχιστον μεσοβραχυπρόθεσμα.
Οι υπερασπιστές της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον» συχνά ισχυρίζονται ότι παρά τα άμεσα πλήγματα, αυτές οι πολιτικές θα προωθήσουν την οικονομική μεγέθυνση και έτσι θα αυξήσουν τα εισοδήματα των φτωχών μακροπρόθεσμα. Ο Βent Hansen μελέτησε προσεκτικά την περίπτωση της Τουρκίας, που θεωρούταν ευρέως ένα επιτυχημένο πείραμα μεταρρυθμίσεων που βασιζόταν κυρίως στη γρήγορη αύξηση των εξαγωγών βιομηχανικών αγαθών τη δεκαετία του 1980, όταν κυριαρχούσαν οι πολιτικές της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον». Ο Hansen αποδεικνύει ότι η οικονομική ανάπτυξη μεταξύ 1962 και 1977 υπό το καθεστώς του κρατικού σχεδιασμού και της υποκατάστασης των εισαγωγών ήταν εξίσου καλό με εκείνο της δεκαετίας του 1980 και καταλήγει στο ότι «το συμπέρασμα φαίνεται πως είναι πως τα αναμενόμενα οφέλη των προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων και φιλελευθεροποίησης υπήρξαν μάλλον άνισα και προέκυψαν με αργό ρυθμό», ενώ προβλέπει πως τα μακροπρόθεσμα οφέλη της νέας πολιτικής μπορεί να μην είναι καν προφανή και ίσως να μην μπορέσουν να υποστηρίξουν υψηλά επίπεδα ανάπτυξης όσο εκείνα που προήλθαν από τη στρατηγική υποκατάστασης των εισαγωγών που σταμάτησε στα μέσα της δεκαετίας του 70 (13). Γενικότερα, μετά από μια δεκαετία προγραμμάτων διαρθρωτικών προσαρμογών, η Παγκόσμια Τράπεζα παραδέχτηκε ότι δεν υπήρχε «ευθύς» τρόπος παραδοχής της επιτυχίας τους και «καμία πειστική ένδειξη ανάπτυξης»(14). Ασφαλώς, αν μια υπήρχε μια περίπτωση επαλήθευσης της γενικής αποτελεσματικότητας αυτών των πολιτικών, η Παγκόσμια Τράπεζα θα το είχε δημοσίως και με παρρησία κάνει γνωστό.
Μαζί με τη νέα αντίληψη περί οικονομίας, η «συναίνεση της Ουάσινγκτον» τείνει να εξαλείψει τους εργάτες και τους αγρότες συνολικά, αφού η ίδια τους η παρουσία θυμίζει το κοινωνικό συμβόλαιο της εποχής του λαϊκιστικού απολυταρχισμού, το οποίο τα σημερινά καθεστώτα δεν μπορούν να εκπληρώσουν. Μια χαρακτηριστική έκφραση αυτής της τάσης είναι εμφανής στο πόνημα των Alan Richards and John Waterbury, Η Πολιτική Οικονομία της Μέσης Ανατολής(15). Η 1η έκδοση έχει τον υπότιτλο «Κράτος, Τάξεις και Οικονομική Ανάπτυξη». Αυτός απαλείφτηκε από τη 2η έκδοση, και το εννοιολογικό πλαίσιο του πονήματος αυτού επανασχεδιάστηκε, και η λέξη «τάξεις» αντικαταστάθηκε από τους «κοινωνικούς δρώντες». Αυτό μπορεί να κατανοηθεί ως απάλειψη ενός καταλοίπου του μαρξιστικού δογματισμού, παρότι η 1η έκδοση ήταν ελάχιστα φιλική προς τα συμφέροντα των εργατών και των αγροτών και επικεντρωνόταν κυρίως στο ρόλο του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη. Οι «κοινωνικοί δρώντες» είναι ένας άμορφος όρος, όχι απαραίτητα ασύμβατος,πάντως, με την έννοια «τάξη». Όμως, το κύριο καθήκον σε αυτό το πλαίσιο είναι να αποφευχθεί να τεθεί το ερώτημα: υπάρχουν κοινωνικές αντιθέσεις στις καπιταλιστικές οικονομίες, και προς τίνος τα συμφέροντα τέτοιες οικονομίες δρουν;
Σημειώσεις
1. John Waterbury Η πολιτική διαχείριση της Οικονομικής Προσαρμογής και της Μεταρρύθμισης, σε Joan M.Nelson(επιμ), Εύθραυστοι Συνασπισμοί: οι πολιτικές της οικονομικής προσαρμογής (Washington DC:Overseas Development Corporation, 1989).
2. Abd Al Munim Al-Ghazzali, Η ιστορία του αιγυπτιακού συνδικαλιστικού κινήματος, 1899-1952, (Κάιρο, Οίκος Νέου Πολιτισμού, 1968) , Αμίν Ιζ Αντ Ντίν, Η ιστορία της αιγυπτιακής εργατικής τάξης από την δημιουργία της μέχρι την επανάσταση του 1919 (Κάιρο, Οίκος Αραβικού Βιβλίου, 1967), Αμίν Ιζ Αντ Ντίν, Η ιστορία της αιγυπτιακής εργατικής τάξης 1929-1939, Κάιρο (Οίκος του Λαού, 1972), Σουλαϊμάν Αν Νιχάιλι, Το εργατικό κίνημα στην Αίγυπτο και η στάση του Τύπου και της Εξουσίας απέναντί του από το 1882 ως το 1952 (Κάιρο, Γενική Ένωση Εργατών, 1967), Αμπντ Αλλάχ Χάνα, Το Εργατικό Κίνημα στη Συρία και το Λίβανο, 1900-1945 (Δαμασκός, Οίκος Δαμασκού, 1973), Αμπντ Αλλάχ Χάνα, Το αγροτικό ζήτημα και το αγροτικό κίνημα στη Συρία και το Λίβανο (Βυρητός, Οίκος Αλ Φαλάμπι, 1975), Καμάλ Μαζάρ ’χμαντ, Η ιρακινή εργατική τάξη, η δημιουργία και η άρχή του κινήματος (Βαγδάτη, Οίκος Αλ Ρασίντ, 1981).
3. Αμπντ Αλ Ραχμάν Ας Σαρκάουι, Η γη (Κάιρο, Οίκος Αράβων Συγγραφέων, 1968), Γιούσουφ Ίντρις, Η Αξιοπρέπεια (Κάιρο, Επιστημονικό Βιβλίο, 1959), Γιουσούφ Σάχιν, Σιδηρά Πύλη(1958), Γιουσούφ Σάχιν, Η γη (1970).
4. Μαχμούντ Αμπντ Αλ Φάντελ, Ανάπτυξη, Διανομή Εισοδήματος και Κοινωνική Αλλαγή στην επαρχιακή Αίγυπτο (1952-1970): Μελέτη για την πολιτική οικονομία της αγροτικής μετάβασης (Cambridge:Cambridge University Press, 1975), Alan Richards Η Γεωργία της Αιγύπτου σε Κίνδυνο, Merip Reports 84 (Γενάρης 1980), Raymond Hinnebusch, Γεωργοί και Γραφειοκρατία στην Μπααθική Συρία: η πολιτική οικονομία της αγροτικής ανάπτυξης (Boulder:Westview Press, 1989), Karen Pfeifer, Αγροτική Μεταρρύθμιση επί κρατικού καπιταλισμού στην Αλγερία(Boulder:Westview Press, 1985), Hamied Ansari, Αίγυπτος: η στάσιμη κοινωνία (Αlbany:State University of New York Press, 1986)
5. Μαχμούντ Αμπντ Αλ Φάντελ, Η πολιτική οικονομία του Νασερισμού: Μελέτη για τις πολιτικές απασχόλησης και αναδιανομής εισοδήματος στις πόλεις της Αιγύπτου, 1952-1972 (Cambridge:Cambridge University Press, 1980).
6. Mark N.Cooper, Ο Μετασχηματισμός της Αιγύπτου (Baltimore: John Hopkins University Press, 1982)
7. Guillermo ODonnell, Σκέψεις για τα πρότυπα αλλαγής σε ένα γραφειοκραικό-απολυταρχικό κράτος, Latin American Research Review 12/1 (1978).
8. Walden Bello, Shea Cunningham & Bill Rau, Σκοτεινή Νίκη: Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Δομική Προσαρμογή και η Παγκόσμια Φτώχεια (London: Plutto Press, 1994)
9. Gouda Abdel Khalek Κοιτώντας προς τα έξω ή Στρίβοντας Βορειοδυτικά; Για τη σημασία και την εξωτερική διάσταση του Ινφιτάχ της Αιγύπτου, 1971-1980, Social Problems, 28/4, Απρίλης 1981, σ.σ. 394-409, Galal A. Amin Η Οικονομική Δυσχέρεια της Αιγύπτου: Μελέτη για την Αλληλεπίδραση της Εξωτερικής Πίεσης, της Πολιτικής Τρέλας και της Κοινωνικής Έντασης στην Αίγυπτο, 1960-90 (Leiden:E.J. Brill, 1995), Tim Niblock, «Διεθνείς και Εσωτερικοί Παράγοντες στη Διαδικασία Οικονομικής Φιλελευθεροποίησης στης Αραβικές Χώρες, σε Tim Niblock & Emma Murphy (επιμ.), Οικονομική και Πολιτική Φιλελευθεροποίηση στη Μέση Ανατολή (London:British Academic Press, 1993) σ.σ.55-87.
10. David Harvey, Οι προϋποθέσεις για το Μεταμοντερνισμό: μια έρευνα για τις ρίζες της πολιτιστικής αλλαγής (Oxford: Blackwell, 1989)
11. Alan Richards, Η πολιτική οικονομία της παρελκυστικής μεταρρύθμισης: η Αίγυπτος τη δεκαετία του 1980(Amsterdam: Middle East Research Associates:Occasional Paper, no. 7, 1990)
12. Joan M. Nelson «Επισκόπηση: Οι πολιτικές της Μεταρρύθμισης «Μεγάλων Αποστάσεων»» σε Joan M. Nelson (επιμ), Εύθραυστοι Συνασπισμοί: Οι πολιτικές της οικονομικής προσαρμογής, (Washington, D.C:Overseas Development Corporation, 1989) σ. 14
13. Βent Hansen, Η πολιτική οικονομία της Φτώχειας, της Ισότητας και της Ανάπτυξης: Αίγυπτος & Τουρκία (Oxford:Oxford University Press, 1991), σ.σ. 391-395.
14. Παγκόσμια Τράπεζα, Έκθεση Παγκόσμιας Ανάπτυξης για το 1991: Η Πρόκληση της Ανάπτυξης (Washington DC: Παγκόσμια Τράπεζα, 1991), σ. 114
15. Alan Richards & John Waterbury, Μια πολιτική Οικονομία της Μέσης Ανατολής: Κράτος, Τάξεις και Οικονομική Ανάπτυξη, 1η εκδ(Boulder: Westview Press, 1990), Alan Richards & John Waterbury, Μια πολιτική Οικονομία της Μέσης Ανατολής, 2η εκδ(Boulder: Westview Press, 1996)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου