Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2002

David Finkel: Ξεπερνώντας τα όρια - Η Παλαιστίνη και το Ισραήλ μετά την Τζενίν

(Προηγούμενο: Ισραηλινή Οικονομία – Είναι εδώ η Αργεντινή;)

11 Απριλίου 2002 - Οι αναφορές σχεδόν μοιάζουν να βρίσκονται πέρα από κάθε περιγραφή, πέρα από κάθε τι που θα μπορούσε να γίνει πιστευτό. Πολλές εκατοντάδες νεκρών, σώματα να κείτονται στους δρόμους, οδηγοί ασθενοφόρων, νοσοκομεία, δημοσιογράφοι να γίνονται στόχος. Χιλιάδες να μεταφέρονται μακριά σε άγνωστα στρατόπεδα για ανάκριση και κράτηση. Εκκλησίες υπό πολιορκία. Άνθρωποι κατά δεκάδες χιλιάδες παγιδευμένοι χωρίς φαγητό, νερό, βασική φαρμακευτική αγωγή,. Οι αποστολές της ανθρωπιστικής βοήθειας μπλοκαρισμένες.

Και όλο στο μεταξύ ο στρατός κατοχής να επιμένει ότι«φροντίζει να μη βλάψει τον άμαχο πληθυσμό», ακόμη και αν θέτει τους στρατιώτες του σε κίνδυνο προκειμένου να αποφύγει να προκαλέσει αθώα θύματα. Κατά κάποιο τρόπο αυτή είναι μια πληροφορία που μας κάνει να παγώσουμε περισσότερο, καθότι τέτοιες δηλώσεις, όταν προέρχονται από επιτιθέμενους στρατούς, αποτελούν γενικά σημάδι ότι άμαχοι θανατώνονται σε πολύ μεγάλο αριθμό και προμελετημένα.

Είναι πολύ νωρίς ακόμη μετά την πιο πρόσφατη από τις σφαγές που έχει διαπράξει ο Σαρόν για να έχουμε καταμετρήσεις πτωμάτων ή στατιστικές απογραφές των ζημιών. Μόνο όταν εξολοκλήρου ανεξάρτητες και επαγγελματικές έρευνες μπορέσουν να συσσωρευτούν, με αυστηρή προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια, θα είμαστε σε θέση να χαράξουμε ένα δρόμο μέσα από την παραπληροφόρηση και τη σύγχυση και να μάθουμε τί έγινε και πώς στη Ραμάλα, στη Νάμπλους, στη Τουλκαρέμ, στη Βηθλεέμ και στην Τζενίν.

Αυτό που πράγματι ήδη ξέρουμε είναι το γιατί η παλαιστινιακή πόλη της Τζενίν μπήκε στον κατάλογο των σκηνών όπου διαδραματίστηκαν εγκλήματα πολέμου τα τελευταία χρόνια: Πόλη του Παναμά - οι φτωχογειτονιές της έγιναν συντρίμμια από τις βόμβες των ΗΠΑ το 1989 -, Ντουμπρόβνικ, Γκόραζντε, Μόσταρ, Πρίστινα, κατεστραμμένες στη διάρκεια του παροξυσμού της «Μεγάλης Σερβίας» του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Γκρόσνυ, ερειπωμένη πρωτεύουσα της κατεχόμενης από τους Ρώσους Τσετσενίας. Ντίλι, Ανατολικό Τιμόρ, καμένα εντελώς από ινδονήσιους φονιάδες.

Υπάρχουν βέβαια περισσότερες και με μεγάλες διαφορές ως προς την απόλυτη κλίμακα φονικότητας και καταστροφής. Όμως σημαντικότερο είναι αυτό που αυτές οι αγριότητες έχουν κοινό. Είναι αναγκαία και αναπόφευκτα προϊόντα πολέμων εναντίον πληθυσμών που αρνούνται να παραμείνουν υποταγμένοι. Έχουν καταστεί εφικτές από την κυνική αδιαφορία ή την άμεση συνενοχή των παγκοσμίων δυνάμεων που είναι απασχολημένες στα μεγάλα παίγνια γεωπολιτικών στρατηγικών συμφερόντων, μεγαλόπρεπων ή ταπεινών.

Και κάτι ακόμη: ολοένα και περισσότερο, αργότερα ή νωρίτερα, οι δράστες αυτών των πράξεων θα καταλήξουν να αντιμετωπίζουν δίκες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Δυστυχώς, με δεδομένη την ηλικία τους και την αργή πορεία που ακολουθεί η δικαιοσύνη, ο Αριέλ Σαρόν και ο Σιμόν Πέρες (όπως και ο Χένρι Κίσσιγκερ) είναι απίθανο να ζήσουν τόσο ώστε να φτάσουν στο τέλος που τους αξίζει. Αλλά οι νεώτεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησης και του στρατού του Ισραήλ είναι αρκετά δίκαια ανήσυχοι σχετικά με τις προοπτικές τους.

Στην περίπτωση της Τζενίν - αποκορύφωση αυτού που συνέβη σε μια καταστροφική κλίμακα σ‘ άλλες τοποθεσίες της Δυτικής Όχθης- το πότε είναι επίσης σημαντικό. Οι μαζικές δολοφονίες σύμφωνα με όλες τις περιγραφές κορυφώθηκαν στις 9 Απριλίου. Αυτή η ημερομηνία τυγχάνει, αυτό το χρόνο, να σημαδεύει μια κοινή επέτειο, την ημέρα που οι Εβραίοι του Ισραήλ αναγνώρισαν το Yom Ha-Shoah (ημέρα μνήμης του ολοκαυτώματος) και οι παλαιστίνιοι άραβες ανακαλούν τη σφαγή στο Deir Yassin, το πιο σημαντικό γεγονός που αποτέλεσε έναυσμα για τη φυγή 750.000 ανθρώπων στη διάρκεια της Naqba (καταστροφή) που κατέλαβε τον παλαιστινιακό λαό το 1948.

Κάτω από διαφορετικές συνθήκες αυτή η συνδυασμένη επέτειος θα μπορούσε να ήταν η ευκαιρία για ένα κοινό εορτασμό μνήμης και την απαρχή μιας συμφιλίωσης μεταξύ των λαών. Αντιθέτως, σημαδεύει τη μέρα που η ισραηλινή κατοχή προέβη σε ενέργειες που θα μπορούσαν να κάνουν τη συμφιλίωση νεκρή υπόθεση για μια δεκαετία αν όχι για μια γενιά ή έναν αιώνα.

Δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε: όταν ο παρών φονικός γύρος και ο επόμενος και εκείνος που θα έρθει μετά απ‘ αυτόν θα έχουν τελειώσει, οποτεδήποτε τελειώσουν, μ‘ οποιοδήποτε τρόπο τελειώσουν, οι δύο ιστορικοί λαοί της Παλαιστίνης θα είναι ακόμη εκεί.

Θα συνυπάρχουν επειδή ούτε θα φύγουν, ούτε θα αντέξουν τις αποκαλυπτικές φαντασιώσεις των άκρων του σιωνιστικού ή ισλαμικού φανατισμού. Ωστόσο είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του«κατά Σαρόν ευαγγελίου» ότι οι συνθήκες της συνύπαρξής τους τώρα είναι αφάνταστα πιο πικρές.

Η επιλογή που αντιμετωπίζει ο κόσμος δε θα μπορούσε να είναι πιο καθαρή. Είτε η ισραηλινή κατοχή θα αντιμετωπιστεί και θα ηττηθεί, γιατί δεν πρόκειται να σταματήσει εθελούσια, ή η Δυτική όχθη και η Γάζα θα γίνουν η επόμενη Βοσνία. Θα υπάρξει παλαιστινιακή αυτοδιάθεση ή - αν επιτραπεί σ‘ αυτό το σενάριο κλιμάκωσης της καταστροφής να συνεχιστεί- μια παλαιστινιακή Σρεμπρένιτσα, και τι άλλο μετά από αυτό;

Λέω «επιτραπεί» γιατί ο φονικός κύκλος είναι αποτρέψιμος. Τα πολεμικά ελικόπτερα, τα F-16, τα υπόλοιπα του βαρύ εξοπλισμού που έχουν κονιορτοποιήσει τις πόλεις της Δυτικής Όχθης και τα στρατόπεδα προσφύγων είναι δώρα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η στρατιωτική και οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ επιδοτεί το άτοπο, μη βιώσιμο εποικιστικό πρόγραμμα.

Οι εξόχως προνομιακές εμπορικές σχέσεις της ΕΕ με το Ισραήλ είναι επίσης κρίσιμες για την ευημερία του, ακόμη και αν ό,τι απέμεινε από την παλαιστινιακή οικονομία είναι ολοσχερώς κατεστραμμένο. Δεν είναι όλες οι παγκόσμιες δυνάμεις πλήρως ένοχες, όσο και το Ισραήλ; Γιατί οι άλλες κοινωνίες να αποφύγουν τις συνέπειες;

Η έλικα του θανάτου μέσα στην οποία το Ισραήλ έχει παγιδεύσει τον ίδιο τον πληθυσμό του μαζί με τους Παλαιστίνιους δε θα παραμείνει μια τοπική αιμορραγία. Αν η 11 η του Σεπτέμβρη έχει αποτύχει να μας το διδάξει, τότε δε μας έχει διδάξει τίποτε.

Αυτοκρατορική κουλτούρα
Έχουμε απομείνει να αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση στην οποία η μνήμη των συμβάντων της μιας βδομάδας συντρίβεται από τις πιο ανατριχιαστικές φρικαλεότητες της άλλης. «Οι φρικαλεότητες συμβαίνουν και από τις δυο πλευρές», όπως η συμβατική σοφία σωστά παρατηρεί‡ αλλά υπάρχει μια πρωταρχική διαφορά στον τρόπο που αυτές προσλαμβάνονται στην αυτοκρατορική κουλτούρα μας.

Δεν είναι μόνο η τεράστια διαφορά ανάμεσα στον αριθμό των παλαιστινίων νεκρών σε σύγκριση με τους θανάτους Ισραηλινών που συχνά αναφέρεται (και τέλος πάντων η ανθρώπινη οδύνη είναι αρκετά τρομακτική παντού). Ούτε είναι ακόμη η διαφορά μεταξύ της βίας ενός συντριπτικά ισχυρότερου στρατού κατοχής και ενός πληθυσμού που αντιστέκεται με σχεδόν τίποτε άλλο εκτός από ανθρώπινες βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας(περισσότερα γι‘ αυτό παρακάτω).

Η πιο θεμελιώδης διαφορά βρίσκεται στην απήχηση μέσω των ειδήσεων. Το αποτέλεσμα των παλαιστινιακών βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης τείνει να γίνει συσσωρευτικό, ενώ αντιθέτως πράξεις μαζικής ισραηλινής βίας έχουν μόνο βραχυπρόθεσμη επίδραση, ακόμη και αν είναι (όπως στην περίπτωση της Τζενίν) περιστασιακά ισχυρή.

Περαιτέρω η μνήμη κάθε φρικαλεότητας της ισραηλινής κατοχής σβήνεται τη στιγμή που η επόμενη βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας ανατινάξει μια δημόσια αγορά ή μια στάση λεωφορείου - εώς εάν στο κοινό αμερικανικό νου το Ισραήλ να παίρνει αμνηστία με την κυριολεκτική σημασία της λέξης (βλέπε «αμνησία») κάθε φορά.

Το αποτέλεσμα είναι ένα τεράστιο και επικίνδυνο χάσμα μεταξύ του τρόπου που τα γεγονότα προσλαμβάνονται στην καρδιά του ιμπεριαλισμού και εκείνου στον αραβικό κόσμο. Αν πεις για παράδειγμα «Κίμπια, Ραφάχ, Σάμπρα και Σατίλα, Τζενίν -Σαρόν»,η συσχέτιση είναι αλάνθαστη στην παλαιστινιακή και αραβική συνείδηση: η σφαγή ενός αραβικού χωριού το 1953, η μαζική καταστροφή στη νότιο Γάζα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η αιματοχυσία στα στρατόπεδα των προσφύγων της Βηρυτού το1982, το παρόν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας το 2002 - όλα διατάχθηκαν από τον Αριέλ Σαρόν.

Πρακτικά δεν υπάρχει καμία μνήμη, ας αφήσουμε κατά μέρος την κατανόηση αυτής της συσχέτισης και της συσσωρευτικής της σημασίας, στο αμερικανικό νου. Αυτό είναι στενά συνδεδεμένο βέβαια με το γεγονός ότι ο στρατηγικός συνεταιρισμός ΗΠΑ-Ισραήλ και η «ασφάλεια» του τελευταίου είναι πρωταρχική προτεραιότητα για τη διαχείριση από τις Ηνωμένες Πολιτείες της στρατηγικής τους στη Μέση Ανατολή, μια προτεραιότητα που φυσιολογικά και πιστά αντανακλάται στα μεγάλα συγκροτήματα των ΜΜΕ.

Ο γρίφος της αυτοκρατορίας
Είναι επίσης μέσα σ‘ αυτά τα συμφραζόμενα που πρέπει να δούμε τον πολιτικό γρίφο που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Μπους όπως αυτός αντανακλάστηκε στις «αποστολές παύσης του πυρός»του στρατηγού Ζίνι ή του υπουργού εξωτερικών Πάουελ.

Στο μετά τις 11 του Σεπτέμβρη «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», η Ουάσιγκτον έχει ταυτόχρονα συρθεί σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι η ολοκληρωτική υποστήριξη στην ισραηλινή επίθεση στην παλαιστινιακή αντίσταση. Η δεύτερη είναι η ανάγκη να οικοδομηθεί ένα επίπεδο υποστήριξης μεταξύ των αραβικών καθεστώτων για τον ερχόμενο πόλεμο στο Ιράκ.

Ο Αριέλ Σαρόν έχει δώσει στην κυβέρνηση Μπους ένα μήνυμα: γνωρίζετε ότι το Ισραήλ θα είναι πάντα ο πιο πιστός σύμμαχος σας. Αλλά το Ισραήλ είναι φθονερός σύμμαχος, που δε θα επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν άραβες συμμάχους στο πλευρό τους. Το Ισραήλ δε θα επιτρέψει τη δημιουργία ενός αμερικανο-αραβικού συνασπισμού που θα μπορούσε τότε να αποσπάσει παραχωρήσεις από το Ισραήλ.

Ως εκ τούτου ο Σαρόν δε θα δεχτεί τις διαταγές του Μπους για γρήγορη απόσυρση από τις παλαιστινιακές πόλεις και θα κινητοποιήσει τις μεγαλύτερες αμερικανικές εβραϊκές οργανώσεις και τη φονταμενταλιστική χριστιανική βάση σε υποστήριξη της θέσης του. Αυτός ο συνδυασμός συνιστά έναν αποφασιστικό εγχώριο συνασπισμό για την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης.

Αντιμετωπίζοντας τις δυαδικές και αντιφατικές αναγκαιότητες που απορρέουν από την παγκόσμια πολεμική τους εκστρατεία, οι ελίτ της αμερικανικής παγκόσμιας, πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης (εν συντομία, αμερικανικός ιμπεριαλισμός)προσπαθούν να ελιχθούν προς τρεις κατευθύνσεις:

Πρώτον, να αναγκάσουν τον Αραφάτ και οτιδήποτε απομένει από την Παλαιστινιακή Αρχή να ενδώσει στη συντριπτική ισραηλινή δύναμη και στις εντολές των ΗΠΑ. Δεύτερον, ακόμη και αν ο Αραφάτ και η ΠΑ ηττηθούν και ταπεινωθούν, υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι αρκετά δυνατοί για να συνθλίψουν με τη σειρά τους κάθε παλαιστινιακό στοιχείο(λαϊκιστικό, ισλαμικό ή εθνικιστικό) που αρνείται να παραδοθεί. Τρίτον, από τη στιγμή που ο Σαρόν θα έχει νικήσει θα είναι αναγκασμένος να υποχωρήσει από τους απώτατους σκοπούς του για διαρκή ισραηλινή-εβραϊκή υπεροχή στο μεγαλύτερο μέρος των κατεχόμενων εδαφών.

Καθένας από αυτούς τους αντικειμενικούς στόχους είναι από μόνος του δύσκολος. Οι προοπτικές της επίτευξης όλων αυτών είναι εξαιρετικά αμφίβολες. Και έτσι το επίπεδο της βίας κλιμακώνεται. Αν υπάρχει ένας σχετικός κατευνασμός μετά την Τζενίν, εν τη απουσία κάποιου είδους αποφασιστικής εξέλιξης θα είναι μόνο προσωρινός.

Αντίσταση και τρομοκρατία
Η απαίτηση από τον Αραφάτ να «βάλει 100% τα δυνατά του εναντίον του τρόμου» είναι ιδιαιτέρως κυνική. Πρώτον, προφανώς όπως η Παλαιστινιακή Αρχή ισχυρίζεται, η καταστροφή από το Ισραήλ ολόκληρου του μηχανισμού της κάνει αδύνατο για τον Αραφάτ να ελέγξει τις διάφορες στρατιωτικές φατρίες. Ωστόσο υπάρχει ένας βαθύτερος λόγος τον οποίο η ΠΑ δεν μπορεί να παραδεχθεί.

Σ‘ ολόκληρη τη διάρκεια των χρόνων των του Όσλο και μετά το Όσλο συμφωνιών - καθώς οι διαδοχικές κυβερνήσεις του Λικούντ και των Εργατικών γκρέμισαν σπίτια, κατασκεύασαν παρακαμπτήριους δρόμους αλά απαρτχάιντ και επέκτειναν τους υπαρκτούς, καθώς και έκτισαν ακόμη περισσότερους εποικισμούς, η ΠΑ ήταν εντελώς παθητική, χωρίς να οργανώσει καμία αντίσταση πέρα από την άνευ νοήματος διπλωματική διαμαρτυρία, ενώ στο μεταξύ είναι περιβόητο ότι οι κορυφαίοι αξιωματούχοι της πλούτιζαν παράνομα.

Ήταν ακριβώς το επίπεδο διαφθοράς της ελίτ της ΠΑ και πάνω από τη θεμελιακή ατιμία της απέναντι στο δικό της πληθυσμό, που την έκανε ένα τέτοιο ελκυστικό διαπραγματευτικό συνέταιρο στα μάτια του ιμπεριαλισμού. Αλλά το γεγονός ότι η ΠΑ δεν οργάνωσε καμιά αντίσταση την έχει επίσης αφήσει χωρίς την εξουσία να ελέγξει την αντίσταση όταν αναπόφευκτα ξεσπάει.

Είναι σημαντικό εδώ να πούμε κάτι σχετικά με το θέμα της τρομοκρατίας στην πάλη της παλαιστινιακής αντίστασης με τη μορφή των βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας στο «καθαυτό Ισραήλ», πράγμα που σημαίνει στο εσωτερικό των διεθνώς αναγνωρισμένων πριν το 1967 συνόρων.

Η εξαιρετική ισραηλινή δημοσιογράφος Amira Hass έχει παρουσιάσει την πιο πειστική εξήγηση: οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας είναι το προϊόν όχι του θρησκευτικού φανατισμού, αλλά μάλλον μιας κατάστασης στην οποία οι νεαροί Παλαιστίνιοι δε βλέπουν να έχουν κάποιο μέρος στο πολλά υποσχόμενο μέλλον του οποίου χαίρει η ισραηλινή νεολαία.

Δεν είναι απλώς θέμα εξαθλίωσης (υπάρχουν μέρη στον κόσμο που το επίπεδο απόλυτης εξαθλίωσης είναι ακόμη μεγαλύτερο). Περισσότερο η προοπτική που αντιμετωπίζει ένας νέος Παλαιστίνιος ή μια νέα Παλαιστίνια κάτω από την κατοχή είναι μια ολόκληρη ζωή αβάσταχτης ταπείνωσης και πίεσης διακοπτόμενης από τρόμο. Φαντάσου να βλέπεις τους γέρους γονείς σου και παππούδες σου να τους σταματούν, να τους γδύνουν για να τους ψάξουν και να τους προσβάλλουν λεκτικά δεκαοχτάχρονοι ισραηλινοί στρατιώτες. Φαντάσου το σπίτι σου γκρεμισμένο γιατί «οικοδομήθηκε χωρίς άδεια» όταν καμία άδεια δε δίνεται. Φαντάσου να παρακολουθείς να συμβαίνει αυτό σε καθημερινή βάση σ‘ όλη την κοινωνία σου με τη διεθνή εικόνα του λαού σου συρρικνωμένη σε φωτογραφικά συμπληρώματα σωρών από συντρίμμια. Αν παντρευτείς και έχεις οικογένεια δε θα είσαι ικανός να την αναθρέψεις και να την προστατεύσεις. Εσύ ή (η γυναίκα σου) σ‘ ωδίνες τοκετού μπορεί να σε σταματήσουν σ‘ ένα σημείο ελέγχου, ανήμπορη να πας στο νοσοκομείο να γεννήσεις. Μπορείς να σκοτωθείς οποιαδήποτε στιγμή για κανέναν ιδιαίτερο λόγο και να έχεις έναν ουσιαστικά χωρίς νόημα θάνατο.

Σ‘ αυτήν την ανίατη κοινωνική πραγματικότητα η επιλογή να επιφορτισθείς με το πεπρωμένο σου, να δεθείς σφιχτά μ‘ ένα ζωσμένο με εκρηκτικά παλτό και να απομακρύνεις ορισμένα ισραηλινά παιδιά από το λαμπρό τους μέλλον που εσύ δεν μπορείς να έχεις, μπορεί να μοιάζει μ‘ έναν τρόπο να δώσεις στον εαυτό σου την έσχατη αξιοπρέπεια ενός θανάτου με νόημα. Η κατάσταση είναι αθεράπευτη αλλά η επιλογή η ίδια είναι λογική. Λογική -αλλά απόλυτα εσφαλμένη. Και εδώ είναι αναγκαίο να κάνουμε ορισμένες ακόμη διακρίσεις.

Η διάκριση μεταξύ της ισραηλινής κατοχής, η οποία δε διαθέτει απολύτως καμία νομιμότητα στους στόχους και τις μεθόδους της, και της παλαιστινιακής αντίστασης, η οποία είναι αναπόφευκτη, δημοκρατική και προοδευτική, είναι κρίσιμη. Οι αγωνιστές που πέθαναν υπερασπιζόμενοι το στρατόπεδο της Τζενίν πάντα θα μνημονεύονται ως αυθεντικοί εθνικοί ήρωες. Οι ισραηλινοί στρατιώτες που σκοτώθηκαν εκεί, ορισμένοι από τους οποίους ήταν πιθανόν υποστηρικτές της ειρήνης, πέθαναν στην υπηρεσία μιας κατοχής που θα μνημονεύεται μόνο σαν ένα τραύμα που σημάδεψε την ανθρωπότητα.

Αλλά μέσα στο στρατόπεδο του δίκαιου αγώνα υπάρχουν διακρίσεις που πρέπει να γίνουν αναφορικά με τις νόμιμες και μη-νόμιμες μεθόδους. Σ‘ αυτήν την αντίσταση, επιθέσεις σε στόχους του ισραηλινού στρατού (συμπεριλαμβανομένων βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας, γι‘ αυτό το θέμα) είναι νόμιμες, και κατά τη γνώμη μου - δεν ομιλώ εδώ εκ μέρους οποιουδήποτε άλλου-τέτοιες είναι και οι επιθέσεις στους εποίκους, μολονότι όχι όταν τα παιδιά αποτελούν εκ προμελέτης στόχο. Αλλά επιθέσεις σε αμάχους μέσα στο Ισραήλ, ανεξάρτητα από το πόσο δίκαιη είναι η οργή που τις υποκινεί, είναι ανομιμοποίητες από την άποψη της ηθικής και πολιτικά καταστροφικές.

Η ισραηλινή κοινωνία είναι διαιρεμένη ανάμεσα στους εποίκους και τους ιδεολογικούς τους υποστηρικτές και την πλειοψηφία που θέλει μια κανονική ζωή και μισεί τους εποίκους για την απομύζηση της οικονομίας και το σύρσιμο της χώρας σ‘ έναν πόλεμο που δεν μπορεί να κερδηθεί. Δεν μπορεί να υπάρξει πιο αυτοκαταστροφική τακτική για τον παλαιστινιακό αγώνα από τις βομβιστικές επιθέσεις που σβήνουν τη διαφορά μεταξύ των Ισραηλινών, που ζουν στα δικά τους μέρη, και των εποίκων.

Εκείνοι οι ιδεολόγοι (ισλαμιστές, εθνικιστές ή παναραβιστές)που ενεργά ευνοούν την απάλειψη αυτής της διάκρισης, που ενοραματίζονται κάποιο είδος συντριβής του Ισραήλ από μια μυθική αραβική ή μουσουλμανική στρατιωτική δύναμη, στην πραγματικότητα προωθούν την ανεπιθύμητη εθνική αυτοκτονία ολόκληρου του παλαιστινιακού λαού. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλει αυτήν τη μοίρα σ‘ ένα λαό που δεν έχει προσφερθεί εθελοντικώς γι‘ αυτήν .

Πρέπει επίσης να ειπωθεί ότι το ισραηλινό εθνικό-θρησκευτικό στρατόπεδο, μαζί με τον ιμπεριαλισμό των Ηνωμένων Πολιτειών και το μεγαλύτερο μέρος από το αμερικάνικό εβραϊκό κατεστημένο, προωθούν τα ίδια την αυτοκτονία και κατάρρευση της ισραηλινής κοινωνίας για την εξυπηρέτηση των δικών τους διεστραμμένων σκοπιμοτήτων. Είναι ένα θέαμα που μπορεί εύκολα να μας οδηγήσει στην απελπισία - αλλά ο παλαιστινιακός πληθυσμός και τα γενναία αντι-κατοχικά κινήματα στο Ισραήλ δε θα παραιτηθούν, επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν, όπως ούτε και εμείς την έχουμε.

Επικαιροποίηση: μετά την αποστολή Πάουελ
18 Απριλίου, 2002 -Τα γεγονότα σχετικά με την Τζενίν παραμένουν επισήμως διαμφισβητούμενα. Αλλά το γεγονός ότι ο ισραηλινός στρατός έχει προσπαθήσει να εμποδίσει την είσοδο σε δημοσιογράφους, ερευνητές και προμήθειες απελπιστικά αναγκαίων για την ανακούφιση του πληθυσμού αγαθών - ενώ ισχυρίζεται ότι ο φόρος αίματος ανέρχεται σε δεκάδες, όχι σ‘ εκατοντάδες-υποδηλώνει ότι γνωρίζει την αλήθεια.

Ο ειδικός απεσταλμένος των Ηνωμένων Εθνών στη Μέση Ανατολή περιγράφει αυτό που είδε στο προσφυγικό στρατόπεδο σαν «κολοσσιαία καταστροφή... τρομακτική πέρα από κάθε πίστη.»Δε θα πείραζε αν έριχνε καμιά ματιά και ο Κόλιν Πάουελ.

Όταν επισκέφθηκα τη Δυτική Όχθη και το Ισραήλ τον Ιανουάριο, επισκέφθηκαταγραφείατηςAl-Haq, της παλαιστινιακής οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το Ινστιτούτο Υγείας, Ανάπτυξης, Πληροφόρησης και Πολιτικής (HDIP), που διευθύνεται από τον δρ Μουσταφά Μπαργκούτι, στη Ραμάλα. Τα γραφεία αυτά τώρα είναι αχρηστεμένα, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές κλεμμένοι, τα αρχεία κατεστραμμένα. Αυτές οι οργανώσεις ποτέ δε θεωρήθηκαν ύποπτες συμμετοχής σ‘ οποιαδήποτε μορφή τρομοκρατίας ή ένοπλης πάλης. Αλλά η καταστροφή τους δεν είναι ένα ατύχημα ή μια «υπερβολή».Έχουν μπει στο στόχαστρο επειδή είναι επικίνδυνες με μια βαθύτερη έννοια: αντιπροσωπεύουν την πάλη για να δημιουργηθεί μια δημοκρατική, με συμμετοχή απλών ανθρώπων κοινωνία πολιτών στην Παλαιστίνη.

Αυτό είναι κάτι που ένας κατακτητής δεν μπορεί να ανεχτεί γιατί οικοδομεί την ικανότητα του πληθυσμού να αντιστέκεται και να διεκδικεί τα δικαιώματά του. Μια μεγαλόπνοη διεθνής καμπάνια χρειάζεται για να βοηθήσει αυτές τις οργανώσεις να ανοικοδομηθούν και αναδιοργανωθούν. Επιπρόσθετα πρέπει να ακουστεί μια κραυγή που να επιβάλει την απελευθέρωση όλων όσων έχουν απαχθεί και κρατούνται.

Η αποστολή του Κόλιν Πάουελ δεν ήταν να βάλει τέλος στην κατοχή άλλα μάλλον να προσπαθήσει να την επανα-«κανονικοποιήσει». Ήταν μια τεράστια αποτυχία, όχι επειδή δεν κατόρθωσε να επιτύχει μια ισραηλινή απόσυρση, την οποία η κυβέρνηση Μπους προσποιείται ότι θέλει για τις δημόσιες σχέσεις της αλλά για ένα βαθύτερο λόγο: επειδή μετά την Τζενίν δεν υπάρχει τίποτε το «κανονικό» για να αποκατασταθεί.

Το νέο δοκίμιο του Norman Finkelstein, «Πρώτα το καρότο, μετά το μαστίγιο: Πίσω από το μακελειό στην Παλαιστίνη» ( www.normanfinkelstein.com ) περιεκτικά εκθέτει το κεντρικό σημείο:«Μέσα από μια απαράμιλλη άσκηση της θέλησης και παρά μια μνημειωδώς διεφθαρμένη ηγεσία οι Παλαιστίνιοι έχουν αποδειχθεί ότι είναι η πιο ανθεκτική και ατίθαση λαϊκή δύναμη στον αραβικό κόσμο. Το να τους κάνουν να πέσουν στα γόνατα θα κατάφερνε ένα τελειωτικό ψυχολογικό χτύπημα σ‘ ολόκληρη την περιοχή.»

Ο Αριέλ Σαρόν υποσχέθηκε στους πάτρονες του στην Ουάσιγκτον ότι θα μπορούσε με ακρίβεια να καταφέρει αυτό «το τελειωτικό ψυχολογικό χτύπημα». Έχει απεναντίας επιτύχει ένα «τελειωτικό χτύπημα» στη θέση της Αμερικής στον αραβικό κόσμο. Η αποτυχία του Κόλιν Πάουελ είναι ότι δεν μπορεί να αναιρέσει τη ζημιά.

Η πολεμική εκστρατεία των Ηνωμένων Πολιτειών και η ισραηλινή κατοχή μπορεί να παράξουν ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους, αλλά η Τζενίν σημαδεύει ένα σημείο καμπής που δεν μπορεί, δεν πρέπει να ξεχαστεί, όπως πολλά προηγούμενα συμβάντα. Αυτή τη φορά, όχι αμνησία.

* Ο David Finkel ανήκει στην εκδοτική ομάδα του αμερικανικού περιοδικού Against the Current. Eπισκέφθηκε τη Δυτική Όχθη και το Ισραήλ τον Ιανουάριο. Το άρθρο είναι μεταφρασμένο από το Against the Current, Μαΐου-Ιουνίου 2002.

(Επόμενο: Tikva Honig-Parnass: Τί βρίσκεται πίσω από την επίθεση του Ισραήλ;)