Κυριακή 28 Ιουνίου 2009

Ιρανικές εκλογές: Το φιάσκο των "κλεμμένων εκλογών"

Άρθρο του καθηγητή James Petras. Δημοσιεύτηκε στο Global Research στις 18 Ιουνίου 2009. Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στο indy.gr

“Αλλαγή για τους φτωχούς σημαίνει φαγητό και δουλειές, όχι χαλαρός ενδυματολογικός κώδικας, ούτε διασκέδαση σε μικτούς χώρους...Η πολιτική στο Ιράν έχει να κάνει πολύ περισσότερο με την ταξική πάλη παρά με την θρησκεία.”

Κύριο άρθρο των Financial Times, 15 Ιουνίου 2009

Εισαγωγή
Δύσκολα θα βρει κανείς κάποιες εκλογές, στις οποίες ο Λευκός Οίκος έχει ένα σημαντικό διακύβευμα, όπου η ήττα του φιλοαμερικανού υποψήφιου να μην καταδικάζεται ως παράνομη από σύμπασα την πολιτική ελίτ και την ελίτ των ΜΜΕ. Κατά την πιο πρόσφατη περίοδο, ο Λευκός Οίκος και οι ανήκοντες στο στρατόπεδό του κλαψούριζαν αμέσως μετά τις ελεύθερες (και με διεθνείς παρατηρητές) εκλογές στη Βενεζουέλα και τη Γάζα, ενώ με πολλή χαρά κατασκεύασαν μια “εκλογική επιτυχία” στο Λίβανο παρά το γεγονός ότι ο συνασπισμός υπό την Χεζμπολάχ έλαβε πάνω από το 53 τοις εκατό των ψήφων.
Οι ολοκληρωθείσες πρόσφατα, στις 12 Ιουνίου του 2009, εκλογές στο Ιράν είναι μια κλασική περίπτωση: ο επιβληθείς εθνικιστής-λαϊκιστής Πρόεδρος Mahmoud Ahmadinejad (MA) έλαβε το 63,3 τοις εκατό των ψήφων (ή 24,5 εκ. Ψήφους), ενώ ο υποστηριζόμενος από τη Δύση φιλελεύθερος ηγέτης της αντιπολίτευσης Hossein Mousavi (HM) έλαβε το 34,2 τοις εκατό (ή 13,2 εκ. ψήφους)
Οι προεδρικές εκλογές του Ιράν είχαν μια συμμετοχή ρεκόρ άνω του 80 τοις εκατό του εκλογικού σώματος, συμπεριλαμβανομένων και των χωρίς προηγούμενο 234.812 ψήφων του εξωτερικού, στις οποίες ο ΗΜ κέρδισε τις 111.792 σε σύγκριση με τις 78.300 του ΜΑ. Η αντιπολίτευση υπό τον ΗΜ δεν αποδέχθηκε την ήττα της και οργάνωσε μια σειρά από μαζικές διαδηλώσεις που εξελίχθηκαν σε βίαιες, και που οδήγησαν στο κάψιμο και στην καταστροφή αυτοκινήτων, τραπεζών, δημόσιων κτιρίων και σε ένοπλες αντιπαραθέσεις με την αστυνομία και άλλες αρχές. Σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των Δυτικών διαμορφωτών της κοινής γνώμης, συμπεριλαμβανομένων όλων των μεγάλων ηλεκτρονικών και έντυπων ΜΜΕ, οι μεγαλύτεροι φιλελεύθεροι, ριζοσπαστικοί, ελευθεριακοί και συντηρητικοί διαδικτυακοί τόποι, απηχούσαν τους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης για εκτεταμένη εκλογική νοθεία. Νεο-συντηρητικοί, φιλελεύθεροι συντηρητικοί και Τροτσκιστές ένωσαν τις φωνές του με τους Σιωνιστές και χαιρέτησαν τους διαδηλωτές της αντιπολίτευσης ως την πρωτοπορία μιας δημοκρατικής επανάστασης. Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι καταδίκασαν το επιβληθέν καθεστώς, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και επαίνεσαν τις προσπάθειες των διαδηλωτών να ανατρέψουν το αποτέλεσμα αυτό. Οι New York Times, το CNN, η Washington Post, το Ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών και όλη η ηγεσία των Προέδρων των Μεγαλύτερων Εβραϊκών Οργανώσεων της Αμερικής κάλεσαν για σκληρότερες κυρώσεις ενάντια στο Ιράν και ανακοίνωσαν ότι ο προταθείς από τον Ομπάμα διάλογος με το Ιράν “είναι νεκρός”.
Το Φιάσκο με την Εκλογική Νοθεία
Οι Δυτικοί ηγέτες απέρριψαν τα αποτελέσματα γιατί “ήξεραν” ότι ο μεταρρυθμιστής υποψήφιός τους δεν μπορούσε να χάσει...Για μήνες δημοσίευαν καθημερινές συνεντεύξεις, κύρια άρθρα και ρεπορτάζ από το πεδίο με “λεπτομέρειες” για τις αποτυχίες της κυβέρνησης Αχμαντινετζάντ. Παρέθεταν την υποστήριξη από κληρικούς, πρώην αξιωματούχους, εμπόρους στην αγορά και πάνω απ όλα γυναίκες και νέους κατοίκους των αστικών κέντρων που μιλούσαν άπταιστα Αγγλικά, για να αποδείξουν ότι ο Μουσαβί όδευε προς μια σαρωτική νίκη. Μια νίκη για τον Μουσαβί περιγραφόταν ως μια νίκη για τις “μετριοπαθείς φωνές”, τουλάχιστον την κενή περιεχομένου εκδοχή του Λευκού Οίκου για αυτή την έκφραση-κλισέ. Εξέχοντες φιλελεύθεροι ακαδημαϊκοί συμπέραιναν ότι υπήρξε νοθεία στην καταμέτρηση γιατί ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης, ο Μουσαβί, έχασε στον ίδιο τον θύλακα της εθνότητάς του των Αζέρων. Άλλοι ακαδημαϊκοί ισχυρίστηκαν ότι “η ψήφος των νέων”- βασιζόμενοι στις συνεντεύξεις τους με φοιτητές πανεπιστημίων από τις ανώτερες και μεσαίες τάξεις από τις γειτονιές της βόρειας Τεχεράνης – ήταν συντριπτικά υπέρ του “μεταρρυθμιστή” υποψήφιου.
Αυτό που είναι εκπληκτικό σχετικά με την καθολική καταδίκη από τη Δύση του εκλογικού αποτελέσματος ως νοθεία, είναι ότι δεν έχει παρουσιαστεί ούτε η ελάχιστη ένδειξη είτε σε γραπτή μορφή είτε ως παρατηρηθέν γεγονός είτε πριν, είτε μια εβδομάδα μετά την καταμέτρηση των ψήφων. Κατά τη διάρκεια ολόκληρης της εκλογικής διαδικασίας, καμία αξιόπιστη (ούτε καν αμφίβολη) κατηγορία για αλλοίωση ψήφου δεν διατυπώθηκε. Για όσο διάστημα τα Δυτικά ΜΜΕ πίστευαν την ίδια την προπαγάνδα τους για αναμενόμενη νίκη του υποψηφίου τους, η εκλογική διαδικασία περιγραφόταν ως εξαιρετικά ανταγωνιστική, με έντονες δημόσιες αντιπαραθέσεις και χωρίς προηγούμενο επίπεδα δημόσιας δραστηριότητας και ανεμπόδιστο δημόσιο προσηλυτισμό. Η πίστη σε ελεύθερες και διαφανείς εκλογές ήταν τόσο ισχυρή που οι Δυτικοί ηγέτες και τα ΜΜΕ πίστευαν ότι ο αγαπημένος του υποψήφιος θα κέρδιζε.
Τα Δυτικά ΜΜΕ βασίστηκαν στους ρεπόρτερς τους που κάλυπταν τις μαζικές διαδηλώσεις των υποστηρικτών της αντιπολίτευσης, αγνοώντας και υποβαθμίζοντας το τεράστιο ρεύμα υπέρ του Αχμαντινετζάντ. Ακόμη χειρότερα, τα Δυτικά ΜΜΕ αγνόησαν την ταξική σύνθεση των αντίπαλων διαδηλώσεων – το γεγονός ότι ο επιβληθείς υποψήφιος αντλούσε την υποστήριξή του από την πολύ πιο πολυάριθμη φτωχή εκλογική τάξη, τους αγρότες, τους τεχνίτες και τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα ενώ ο κύριος όγκος των διαδηλωτών της αντιπολίτευσης προερχόταν από τους φοιτητές της ανώτερης και μεσαίας τάξης, και από την τάξη των επιχειρηματιών και των επαγγελματιών.
Επιπλέον, οι περισσότεροι Δυτικοί σχολιαστές και ρεπόρτερς με έδρα την Τεχεράνη γενίκευσαν τα συμπεράσματα από τις παρατηρήσεις τους στην πρωτεύουσα – ελάχιστοι ταξιδεύουν στην περιφέρεια, στις μικρού και μεσαίου μεγέθους πόλεις και στα χωριά όπου ο Αχμαντινετζάντ έχει την μεγάλη βάση της υποστήριξής του. Επιπλέον οι υποστηρικτές της αντιπολίτευσης ήταν μια μειοψηφία ακτιβιστών φοιτητών που μετακινούνται εύκολα για δραστηριότητες στο δρόμο, ενώ οι υποστηρικτές του Αχμαντινετζάντ ήταν στην πλειονότητά τους εργαζόμενοι νέοι και νοικοκυρές οι οποίοι θα εξέφραζαν τις απόψεις τους στην κάλπη και διέθεταν λίγο χρόνο ή λίγη διάθεση να εμπλακούν σε πολιτικές δραστηριότητες στο δρόμο.
Ένας αριθμός ειδημόνων των εφημερίδων, συμπεριλαμβανομένου του Gideon Rachman των Financial Times , υποστηρίζουν ως απόδειξη εκλογικής νοθείας το γεγονός ότι ο Αχμαντινετζάντ κέρδισε το 63 τοις εκατό των ψήφων στην Αζερόφωνη επαρχία εις βάρος του αντιπάλου του, Μουσαβί, ο οποίος είναι Αζέρος. Η απλουστευτική υπόθεση εδώ είναι ότι η εθνική ταυτότητα ή το να ανήκει κανείς σε κάποια γλωσσική πληθυσμιακή ομάδα είναι η μόνη πιθανή εξήγηση για την εκλογική συμπεριφορά αντί για κάποια άλλα κοινωνικά ή ταξικά συμφέροντα.
Μια κοντινότερη ματιά στην εκλογική συμπεριφορά της περιοχής του Ανατολικού Αζερμπαϊτζαν του Ιράν αποκαλύπτει ότι ο Μουσαβί κέρδισε μόνο στην πόλη του Shabestar και στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις (και μόνο για πολύ λίγο), ενώ υπέστη βαριά ήττα στις μεγαλύτερες αγροτικές περιοχές, όπου οι αναδιανεμητικές πολιτικές της κυβέρνησης του Αχμαντινετζάντ έχουν βοηθήσει τους Αζερικής καταγωγής πολίτες να διαγράψουν χρέη τους, να αποκτήσουν φτηνές πιστώσεις και εύκολα δάνεια για τους αγρότες. Ο Μουσαβί κέρδισε στις περιοχές του δυτικού Αζερμπαϊτζάν, χρησιμοποιώντας την εθνική του καταγωγή για να κερδίσει τους ψηφοφόρους των πόλεων. Στην πολυπληθή επαρχία της Τεχεράνης, ο Μουσαβί νίκησε τον Αχμαντινετζάντ στα αστικά κέντρα της Τεχεράνης και του Shemiranat κερδίζοντας τις ψήφους των περιοχών της μεσαίας και ανώτερης τάξης, ενώ ηττήθηκε βαριά στα γειτονικά εργατικά προάστια, στις μικρές πόλεις και στις αγροτικές περιοχές.
Η απρόσεκτη και παραμορφωτική έμφαση στην “εθνική ψήφο” που αναφέρεται από δημοσιογράφους των Financial Times και των New York Times για να δικαιολογηθεί ο χαρακτηρισμός της νίκης του Αχμαντινεζχάντ ως “κλοπή ψήφων” πάει γάντι με την πρόθυμη και εσκεμμένη άρνηση των ΜΜΕ να αναγνωρίσουν μια πανεθνική δημοσκόπηση που διεξήγαγαν με αυστηρά κριτήρια δύο ειδικοί από τις ΗΠΑ μόλις τρεις εβδομάδες πριν την ψηφοφορία, και η οποία έδειξε τον Αχμαντινετζάντ να προηγείται με περισσότερο από 2 προς 1 – ακόμη μεγαλύτερο από την εκλογική νίκη του στις 12 Ιουνίου. Αυτή η δημοσκόπηση αποκάλυψε ότι ανάμεσα στους Αζέρους, ο Αχμαντινετζάντ είχε ένα προβάδισμα 2 προς 1 απέναντι στον Μουσαβί, πράγμα που δείχνει πώς το ταξικό συμφέρον που εκπροσωπεί ένας από τους υποψηφίους μπορεί να υποσκελίσει την εθνική ταυτότητα του άλλου υποψηφίου. ( Washington Post, 15 Ιουνίου, 2009) Η δημοσκόπηση έδειξε επίσης πώς τα ταξικά συμφέροντα, μέσα στις ηλικιακές ομάδες, αποδείχθηκαν πιο ισχυρά στο να διαμορφώσουν τις πολιτικές προτιμήσεις από τον “τρόπο ζωής των γενεών”. Σύμφωνα με αυτή την δημοσκόπηση, πάνω από τα δύο-τρίτα των Ιρανών νέων είναι πολύ φτωχοί ώστε να έχουν πρόσβαση σε υπολογιστή και οι νέοι ηλικίας 18-24 “αποτέλεσαν το ισχυρότερο μπλόκ ψηφοφόρων του Αχμαντινεζάντ από όλες τις άλλες ηλικιακές ομάδες”. ( Washington Post, 15 Ιουνίου, 2009)
Η μόνη ομάδα η οποία ευνόησε τον Μουσαβί συστηματικά, ήταν οι φοιτητές πανεπιστημίου και οι απόφοιτοι, οι επιχειρηματίες και η ανώτερη μεσαία τάξη. Η “νεανική ψήφος”, την οποία τα Δυτικά ΜΜΕ επαινούν ως “φιλο-μεταρρυθμιστική”, ήταν μια καθαρή μειοψηφία λιγότερου από 30 τοις εκατό αλλά προερχόταν από μια εξαιρετικά προνομιούχο, ομιλούσα τα αγγλικά ως επί το πλείστον ομάδα με παρουσία που μονοπωλούσε τα Δυτικά ΜΜΕ. Η συντριπτική παρουσία της στην Δυτική ειδησεογραφία δημιούργησε αυτό που αναφέρεται ως το “Σύνδρομο της Βόρειας Τεχεράνης”, από τον εύπορο θύλακα της ανώτερης τάξης από τον οποίο προέρχονται πολλοί από τους φοιτητές αυτής της ομάδας. Ενώ αυτοί μπορεί να είναι ευφραδείς, καλοντυμένοι και να μιλούν άπταιστα Αγγλικά, ηττήθηκαν κατά κράτος στη μυστικότητα της ψήφου.
Γενικά, ο Αχμαντινετζάντ τα πήγε πολύ καλά στις επαρχίες που υπάρχει η περρελαιοπαραγωγή και οι χημικές βιομηχανίες. Αυτό ίσως και να έχει να κάνει με την αντίθεση των εργατών στην βιομηχανία πετρελαίου με το “μεταρρυθμιστικό” πρόγραμμα, το οποίο περιλάμβανε προτάσεις για “ιδιωτικοποίηση” των δημοσίων επιχειρήσεων. Παρομοίως, ο νικητής τα πήγε πολύ καλά και στις παραμεθόριες περιοχές εξαιτίας της έμφασης που έδωσε στην ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας απέναντι στις απειλές των ΗΠΑ και του Ισραήλ και υπό το φως μιας κλιμάκωσης των τρομοκρατικών επιθέσεων από τις ΗΠΑ μέσω διεισδύσεων από το Πακιστάν και από το υποστηριζόμενο από το Ισραήλ Ιρακινό Κουρδιστάν, κατά τις οποίες έχουν σκοτωθεί δεκάδες Ιρανών πολιτών. Η προώθηση και η μαζική χρηματοδότηση των ομάδων πίσω από αυτές τις επιθέσεις είναι επίσημη πολιτική των ΗΠΑ από την κυβέρνηση Μπους και μετά, και η οποία δεν έχει αλλάξει από τον Πρόεδρο Ομπάμα. Στην πραγματικότητα, αυτή κλιμακώθηκε κατά την πορεία προς τις εκλογές.
Αυτό που οι Δυτικοί σχολιαστές και οι Ιρανοί προστατευόμενοί τους έχουν αγνοήσει είναι η πανίσχυρη επίδραση που είχαν οι καταστροφικοί πόλεμοι και κατοχές του Ιράκ και του Αφγανιστάν στην Ιρανική κοινή γνώμη: η ισχυρή στάση του Αχμαντινεζάντ σε σχέση με τα θέματα άμυνας σε αντίθεση με την αδύναμη αμυντική στάση πολλών από τους προπαγανδιστές της αντιπολίτευσης.
Η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων υπέρ του νικητή ένιωσαν πιθανόν ότι το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας, η ακεραιότητα της χώρας και το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, με όλα τα κακά του και τις υπερβολές του, θα τα υπερασπιστεί και θα τα βελτιώσει ο Αχμαντινεζάντ παρά οι τεχνοκράτες από την ανώτερη τάξη που υποστηρίζονται από την δυτικότροπη και προνομιούχο νεολαία που αξιολογεί περισσότερο τον ατομικό τρόπο ζωής αντί τις κοινοτικές αξίες και την αλληλεγγύη.
Η δημογραφία της ψηφοφορίας αποκαλύπτει μια πραγματική ταξική πόλωση η οποία φέρνει αντιμέτωπους τους υψηλών εισοδημάτων, υπέρ της ελεύθερης αγοράς, ατομιστές καπιταλιστές με τους χαμηλόμισθους της εργατικής τάξης, βασιζόμενους στην κοινότητα υποστηρικτές μιας “ηθικής οικονομίας” στην οποία η τοκογλυφία και η κερδοσκοπία περιορίζονται από τις θρησκευτικές εντολές. Η ανοιχτή επίθεση από οικονομολόγους της αντιπολίτευσης στις κοινωνικές δαπάνες της κυβέρνησης, στις εύκολες πιστώσεις και στις ισχυρές επιχορηγήσεις στα βασικά είδη διατροφής έκαναν λίγα για να κερδίσουν τη θετική γνώμη της πλειοψηφίας των Ιρανών που επωφελήθηκαν από αυτά τα προγράμματα. Το κράτος ειδώθηκε ως ο προστάτης και ο ευεργέτης των φτωχών εργατών ενάντια στην “αγορά”, η οποία αντιπροσωπεύει τον πλούτο, την εξουσία, τα προνόμια και τη διαφθορά. Η επίθεση της αντιπολίτευσης ενάντια στην “αδιάλλακτη” εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης και στις θέσεις που “αποξενώνουν” από τη Δύση, απηχούσε τις απόψεις μόνο των φιλελεύθερων φοιτητών των πανεπιστημίων και των εισαγωγικο-εξαγωγικών επιχειρηματικών ομάδων. Πολλοί Ιρανοί, είδαν τη στρατιωτική ενίσχυση του καθεστώτος ως το λόγο που έχει αποτραπεί ως τώρα μια Αμερικανική ή Ισραηλινή επίθεση.
Η κλίμακα του εκλογικού ελλείμματος της αντιπολίτευσης θα πρέπει να μας δείξει πόσο αυτή έχει χάσει την επαφή με τα ζωτικά συμφέροντα των ίδιων των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται. Θα πρέπει να τους θυμίσει κάποιος ότι μετακινούμενοι πιο κοντά στην Δυτική γνώμη, αποσπούν τους εαυτούς τους από τα καθημερινά ενδιαφέροντα της ασφάλειας, της στέγασης, της εργασίας και των επιχορηγούμενων τιμών στα τρόφιμα που καθιστούν τη ζωή ανεκτή για αυτούς που ζουν πιο χαμηλά από τη μεσαία τάξη και έξω από τις προνομιούχες πύλες του Πανεπιστημίου της Τεχεράνης.
Η εκλογική επιτυχία του Αχμαντινεζάντ, αν ειδωθεί σε μια ιστορική συγκριτική προοπτική δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Σε παρόμοιες εκλογικές αναμετρήσεις ανάμεσα σε εθνικιστές-λαϊκιστές ενάντια σε φιλο-Δυτικούς φιλελεύθερους, οι λαϊκιστές έχουν κερδίσει. Παλαιότερα παραδείγματα περιλαμβάνουν τον Περόν στην Αργεντινή και, πιο πρόσφατα, τον Ούγκο Τσάβεζ στη Βενεζουέλα, τον Έβο Μοράλες στην Βολιβία ακόμη και τον Λούλα ντα Σίλβα στη Βραζιλία, με όλους τους να έχουν δείξει την ικανότητα να εξασφαλίζουν ποσοστά πολύ κοντά ή και πάνω από το 60 τοις εκατό των ψήφων σε ελεύθερες εκλογές. Οι πλειοψηφίες των ψηφοφόρων σε αυτές τις χώρες προτιμούν την κοινωνική πρόνοια από τις ανεξέλεγκτες αγορές, την εθνική ασφάλεια από την ευθυγράμμιση με στρατιωτικές αυτοκρατορίες.
Οι συνέπειες της εκλογικής νίκης του Αχμαντινεζάντ είναι ανοιχτές σε συζήτηση. Οι ΗΠΑ μπορούν να συμπεράνουν ότι το να συνεχίζουν να στηρίζουν μια ηχηρή μεν, βαριά ηττημένη δε μειοψηφία έχει λίγες προοπτικές για να εξασφαλίσουν παραχωρήσεις για τον πυρηνικό εμπλουτισμό και για εγκατάλειψη της υποστήριξης του Ιράν προς την Χεζμπολάχ και τη Χαμάς. Μια ρεαλιστική προσέγγιση θα ήταν να ανοίξει μια ευρεία συζήτηση με το Ιράν, και να αναγνωριστεί το γεγονός, όπως έδειξε πρόσφατα ο Γερουσιαστής Κέρι, ότι ο εμπλουτισμός ουρανίου δεν αποτελεί υπαρξιακή απειλή για κανέναν. Αυτή η προσέγγιση θα διέφερε απόλυτα από την προσέγγιση των Αμερικανών Σιωνιστών, των ενσωματωμένων στο καθεστώς Ομπάμα, οι οποίοι ακολουθούν κατά πόδας τις πιέσεις του Ισραήλ για έναν προληπτικό πόλεμο ενάντια στο Ιράν και χρησιμοποιούν το αληθοφανές επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατές διαπραγματεύσεις με μια “παράνομη” κυβέρνηση στην Τεχεράνη η οποία “έκλεψε τις εκλογές”.
Πρόσφατα γεγονότα δείχνουν ότι πολιτικοί ηγέτες στην Ευρώπη, ακόμη και κάποιοι στην Ουάσιγκτον, δεν αποδέχονται τη γραμμή των Σιωνιστικών-ΜΜΕ περί “κλεμμένων εκλογών”. Ο Λευκός Οίκος δεν έχει αναστείλει την προσφορά του για διαπραγματεύσεις με την νεο-εκλεγμένη κυβέρνηση αλλά έχει μάλλον εστιάσει στην καταστολή που υφίστανται οι διαδηλωτές της αντιπολίτευσης (και όχι στην καταμέτρηση των ψήφων). Ομοίως, η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 εξέφρασε “σοβαρή ανησυχία για τη βία” και κάλεσε ώστε οι “οι φιλοδοξίες του Ιρανικού λαού να επιδιωχθούν με ειρηνικά μέσα και να γίνει σεβαστή η ελευθερία της έκφρασης”. (Financial Times, 16 Ιουνίου, 2009 σ.4) Εκτός του Σαρκοζί της Γαλλίας, κανείς ηγέτης χώρας της ΕΕ δεν έχει αμφισβητήσει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας.
Η έκπληξη μετά τις εκλογές έρχεται από την Ισραηλινή απάντηση: Ο Νετανιάχου έχει σηματοδοτήσει στους Αμερικανούς Σιωνιστές οπαδούς του ότι αυτοί θα πρέπει να χρησιμοποιούν το φιάσκο της “εκλογικής νοθείας” ώστε να ασκήσουν τη μέγιστη πίεση στο καθεστώς Ομπάμα για να σταματήσουν όλα τα σχέδια για να συναντηθεί αυτός με το νεο-εκλεγμένο καθεστώς Αχμαντινετζάντ.
Παραδόξως, οι Αμερικανοί σχολιαστές (αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί) που “τσίμπησαν” με την απάτη της “εκλογικής νοθείας” ακούσια προμηθεύουν τον Νετανιάχου και τους Αμερικανούς οπαδούς του με τα επιχειρήματα και τα μυθεύματα: Εκεί που αυτοί βλέπουν θρησκευτικούς πολέμους, εμείς βλέπουμε ταξικούς πολέμους. Εκεί που αυτοί βλέπουν εκλογική νοθεία, εμείς βλέπουμε ιμπεριαλιστική αποσταθεροποίηση.