Κυριακή 28 Ιουνίου 2009

Εκλογές στον Λίβανο: Ποιό σκοπό εξυπηρετούν;

Άρθρο των Myriam Catusse και Karam Karam, CNRS, Institut Français du Proche Orient, Κέντρο Πολιτικών Επιστημών του Λιβάνου.
Οι κοινοβουλευτικές εκλογές του Λιβάνου, την 7η Ιουνίου, ανέδειξαν νικητή για ακόμα μία φορά την Συμμαχία της 14ης Μαρτίου, με άνετη πλειοψηφία. Το αποτέλεσμα όμως από μόνο του, δεν είναι αρκετό για να διευθετήσει τα ζητήματα που προκύπτουν από την κρίση του Λιβανικού πολιτικού συστήματος, κρίση που συνεχίζει να χωρίζει την χώρα σε δύο σφιχτά μπλεγμένα στρατόπεδα και που κανένα από τα δύο δεν μπορεί να εξαιρεθεί από την αναζήτηση μιας φόρμουλας για πολιτική σταθερότητα. Ο τρόπος για την επίτευξη μιας νέας συναίνεσης και το ξεπέρασμα της διαχειριστικής κρίσης είναι οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει ο Λίβανος. Πρόκληση που ανακινείται περιοδικά από το 1989 μετά τον τερματισμό του εμφύλιου πολέμου και την συμφωνία Τάεφ. Το άρθρο θέτει αυτά τα ζητήματα και περιγράφει τα στοιχεία της κρίσης. Όλα παραμένουν επίκαιρα και σήμερα, όπως ήταν και πριν τις εκλογές.
Είκοσι χρόνια μετά την επίσημη λήξη του εμφυλίου πολέμου, υπάρχει ένα πλήθος από αιτίες που γκρεμίζουν την ψευδαίσθηση για την ικανότητα του Λιβανικού πολιτικού συστήματος να μεταμορφωθεί, να θέσει τις βάσεις για μια πολιτική ειρήνη που να στηρίζεται σε μια κοινωνική και πολιτική συμφωνία και να επιδοκιμάζεται από τους ξένους υποστηρικτές.
Οι ενδείξεις ότι η χώρα έχει αρκετά στοιχεία στην διάθεσή της για την έναρξη μιας διαδικασίας ειρήνης και σταθερότητας είναι λιγοστές. Η βία είχε ενταθεί από το 2004 ως συνέπεια της εμφάνισης νέων παραγόντων, όπως η παράταση της εντολής του Λιβανέζου προέδρου Emile Lahou με την υποστήριξη της Συρίας τον Σεπτέμβρη του 2004, η υιοθέτηση του ψηφίσματος 1559 των Ηνωμένων Εθνών, που είχε προταθεί από τις ΗΠΑ και την Γαλλία, με σκοπό τον αφοπλισμό της Χεζμπολάχ, και λίγους μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 2005 η δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού Rafic el-Hariri. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια σειρά πολιτικών δολοφονιών που ποτέ δεν διαλευκάνθηκαν. Η απόσυρση των συριακών στρατευμάτων το 2005, δημιούργησε βραχύβιες ελπίδες για να οδηγήσει στη συνέχεια σε βαθύτερο πολιτικό διχασμό.
Υποδαυλιζόμενη από περιφερειακούς και διεθνείς ανταγωνισμούς, η πόλωση ανάμεσα στην Συμμαχία της 8ης Μάρτη και στην Συμμαχία της 14ηςΜάρτη, διευρύνθηκε. Αυτό οφείλεται καταρχήν στον πόλεμο ανάμεσα στην Χεζμπολάχ και το Ισραήλ, τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2006 και στην ένοπλη διαμάχη που ξέσπασε σε πολλές περιοχές της Βυρηττού και σε άλλα σημεία της χώρας, ανάμεσα στην Χεζμπολάχ και την Amal από την μια πλευρά και στο Κίνημα για το Μέλλον και το Προοδευτικό Σοσιαλιστικό Κόμμα από την άλλη.
Η συμφωνία της Ντόχα στις 21 Μάη του 2008, είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσουν σχετικά σύντομα οι εχθροπραξίες, που είχαν ξεσπάσει μετά τις συγκρούσεις στην Βυρηττό τον ίδιο μήνα. Η συμφωνία έβαζε προσωρινά τέλος στους αποκλεισμούς που είχαν παραλύσει την πολιτική ζωή του Λιβάνου για αρκετούς μήνες, όπως ήταν η αδυναμία εκλογής νέου προέδρου –Χριστιανού Μαρωνίτη- από τον Νοέμβρη του 2007 έως τον Μάη του 2008 και η αντικατάσταση των Σιιτών υπουργών που είχαν παραιτηθεί από τον Νοέμβρη του 2006 έως τον Ιούνιο του 2008.
Ένα χρόνο μετά, οι εκλογές της 7ης Ιουνίου 2009, εμφανίζονται σαν παγίδα. Οι υπογράφοντες την συμφωνία της Ντόχα, έχοντας μάλιστα τοπική και διεθνή αποδοχή, τις παρουσίασαν σαν το αποτέλεσμα μιας προσωρινής ανακωχής, ακόμα και σαν πρώτο βήμα προς μια πιθανή συμφωνία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής, που με το παραμικρό οπλίζονται χωρίς δισταγμό. Συμπεριλαμβάνοντας όλους τους «παίχτες» και ελαχιστοποιώντας τους τύπους, ώστε να μην απειληθούν τα συμφέροντα κανενός από τους πρωταγωνιστές, θα μπορούσαν να βοηθήσουν να επιτευχθεί η μετάβαση και βαθμιαία η ειρήνευση. Ωστόσο, η προετοιμασία των εκλογών ανακίνησε πηγές μεσοπρόθεσμων και μακρόχρονων εντάσεων. Απέχοντας πολύ από το να επιφέρει ηρεμία, κλιμάκωσε τις λεκτικές επιθέσεις και τις ριζοσπαστικές τοποθετήσεις. Η δυσκολία του ελέγχου στην διαχείριση του χρήματος, παρά την καινούρια νομοθεσία και την σύσταση επιτροπής ελέγχου για την εκλογική εκστρατεία, σε συνδυασμό με τα θέματα βίας, έφεραν ξανά στην επιφάνεια τα τραύματα του πολέμου, τις διαμάχες, τους μάρτυρες, τα θύματα, την υπερβολική πικρία και την επιθυμία για εκδίκηση. Οι εκλογές αναπαρήγαγαν τις διαφορές και γκρέμισαν τις όποιες πιθανότητες για αλλαγή του πολιτικού συστήματος, ενισχύοντας φατριακές συμπεριφορές, στιγματίζοντας τα μελλοντικά μέλη του κοινοβουλίου ότι ενεργούν παράτυπα, και στρέφοντας τις συζητήσεις των υποψηφίων γύρω από αδιάλλακτες θέσεις.
Η απόφαση των υπογραφόντων την συνθήκη Ντόχα να επιστρέψουν στον εκλογικό νόμο του 1960, άλλαξε δραματικά τις εκλογικές περιφέρειες. Νέοι συνδυασμοί, σχεδόν όλοι σε επίπεδο σέκτας, ομογενοποίησαν την ψήφο στις κοινότητες, ιδιαίτερα στους συνδυασμούς των Χριστιανών, και προώθησαν μια «τοπικιστική», ακόμα και οικογενειακή, παρά οπαδική λογική.
Στους συνδυασμούς που υπερείχαν οι Σιίτες, οι Δρούζοι και οι Σουνίτες το αποτέλεσμα ήταν φαινομενικά αναπόφευκτο. Γι’ αυτό, η πλειοψηφία που αναδείχτηκε από τις εκλογές, όποιο και αν είναι το «χρώμα» της, ήταν αναμενόμενο να μην καταλάβει τα δύο τρίτα των 128 εδρών του κοινοβουλίου, ποσοστό που απαιτείται για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Ακόμα και με ένα άνετο προβάδισμα, το πλειοψηφόν κόμμα μόνο του δεν έχει τα πολιτικά και θεσμικά μέσα για να προτείνει λύσεις στα εσωτερικά και γεωπολιτικά αδιέξοδα, που εμποδίζουν την ειρήνευση στο Λιβανέζικο πολιτικό σκηνικό και την σύσταση ενός κράτους, που οι τοπικοί ηγέτες και οι διεθνείς υποστηρικτές έχουν συμβάλλει στην συντήρηση της αδυναμίας του. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο «Συνταγματικό» πολιτικό σύστημα, μιας και βασίζεται στην κατανομή εξουσιών ανάμεσα στις κοινότητες παρά στον νόμο της πλειοψηφίας.
Ο ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΨΗΦΩΝ
Το Κοινοβούλιο του Λιβάνου ή Εθνική Συνέλευση, αποτελείται από 128 μέλη, κατανεμημένα εξίσου ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, και ακολουθώντας την αρχή της ισότητας των κοινοτήτων, όπως προκύπτει από την συμφωνία Taef και το σύνταγμα. Τα μέλη χωρίζονται σε : 27 Σουνίτες, 27 Σιίτες, 8 Δρούζους, 2 Αλαουίτες, 34 Μαρωνίτες, 14 Έλληνες Ορθόδοξους, 8 Έλληνες Καθολικούς, 5 Αρμένιους Ορθόδοξους, 1 Αρμένιο Καθολικό, 1 ευαγγελιστή και έναν ακόμα χριστιανό, και αντιπροσωπεύουν τους 26 συνδυασμούς της χώρας καθώς και τις κοινότητές τους. Στην πραγματικότητα, αν και το δικαίωμα εκπροσώπησης είναι θρησκευτικό -οι έδρες είναι κατανεμημένες για τους εκπροσώπους των κοινοτήτων, όπως αναφέρονται πιο πάνω-, το δικαίωμα ψήφου δεν είναι. Οι εκλογές είναι προσανατολισμένες στις πολιτικές συμμαχίες, άσχετα με το θρήσκευμα των υποψηφίων. Η εκλογή γίνεται βάσει της πλειοψηφίας και σε έναν γύρο. Κάθε εκλογική περιφέρεια έχει αρκετές έδρες, που επιτρέπουν στους υποψηφίους να δημιουργούν συνδυασμούς χωρίς να περιορίζεται η γνώμη του ψηφοφόρου, που μπορεί να διαγράψει ή να προσθέσει ονόματα.
Το πρώτο ζήτημα που τίθεται σε σχέση με τις εκλογές, είναι το πολιτικό βάρος που έχει κάθε κόμμα μέσα στο κοινοβούλιο, ειδικά οι Συμμαχίες της 8ης και 14ης Μαρτίου, που περιλαμβάνουν την σιιτική Χεζμπολάχ και την Αμάλ, το Ελεύθερο Πατριωτικό Κίνημα, το Κοινωνικό Εθνικιστικό Κίνημα της Συρίας, την Μαραντα του χριστιανού αρχηγού και πρώην υπουργού Sleiman Frangie. Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να διεκδικήσει την πλειοψηφία;
Τα δύο στρατόπεδα, που στηρίζονται πολιτικά και οικονομικά στους ξένους υποστηρικτές τους, αντιπαρατίθενται σε αρκετά επίπεδα:
  • Η θέση του Λιβάνου στην περιφερειακή και διεθνή σκηνή. Εδώ υπάρχουν δύο αντιτιθέμενα οράματα. Η συμμαχία της 8ης Μάρτη, υποστηριζόμενη από την Συρία και το Ιράν, αρνείται την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ μέχρις ότου εγκαθιδρυθεί στην περιοχή μια δίκαια ειρήνη και συνεχίζει να υποστηρίζει ότι η «αντίσταση» που καθοδηγείται από την Χεζμπολάχ στο νότιο τμήμα του Λιβάνου, εδώ και 30 χρόνια, είναι ο καλύτερος τρόπος για να αγωνιστούν. Από την άλλη μεριά, η Συμμαχία της 14ης Μάρτη, με την υποστήριξη της Δύσης και της Σαουδικής Αραβίας, προσβλέπει στην απομάκρυνση του Λιβάνου από την ευθεία και ανοιχτή μετωπική σύγκρουση με το Ισραήλ και σε μια ουδέτερη στάση, όπως αυτή των αποκαλούμενων προοδευτικών κρατών της περιοχής όως η Αίγυπτος και η Ιορδανία. Επιπλέον, μεταξύ των Λιβανέζων συμμάχων, υπάρχει ο ακήρυκτος πόλεμος από τις διεθνείς δυνάμεις, ειδικά η διαμάχη που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στις ΗΠΑ και το σχέδιο τους για την Νέα Μέση Ανατολή, και στο Ιράν και τη Συρία, για τον ρόλο που σκοπεύουν να διαδραματίσουν στην περιοχή
  • Το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας: ανεξάρτητα από την αιτία ή το αποτέλεσμα των εθνικών τους διαφορών, οι δύο ομάδες διαχωρίζονται επίσης για τον ρόλο της «αντίστασης», όπως υποστηρίζεται από την Χεζμπολάχ και για τον ρόλο που παίζουν οι Ένοπλες Δυνάμεις του Λιβάνου. Οι εκπρόσωποι της 8ης Μάρτη, και ειδικά η Χεζμπολάχ, επιμένουν στην ασαφή φύση του σκοπού της «αντίστασης», που υποβιβάζει την συνεργασία με τον Λιβανέζικο στρατό. Οι εκπρόσωποι της 14ης Μάρτη, ζητούν τον αφοπλισμό της Χεζμπολάχ και την ενσωμάτωση των ενόπλων δυνάμεών της στον Λιβανέζικο στρατό, και πιστεύουν ότι οι εθνοφυλακές θα πρέπει να καταργηθούν, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του κράτους και της ηγεμονίας του.
  • Το επίπεδο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, αν και το θέμα αυτό υποβιβάστηκε κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Τα κόμματα της Συμμαχίας της 8ης Μάρτη, κατηγόρησαν την απερχόμενη πλειοψηφία ότι είναι υπεύθυνη για το μεγάλο δημόσιο χρέος της χώρας. Ο Λίβανος διατηρεί για πολλά χρόνια το ρεκόρ του υψηλότερου χρέους –200% του ΑΕΠ για το 2006. Οι αφίσες του Στρατηγού Αoun στην πρωτεύουσα, που δηλώνουν ότι «Η Βυρηττός δεν πωλείται», καταδικάζουν την μονόπλευρη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων από τους αντιπάλους του, την άρνησή τους να μοιραστούν την εξουσία και τις ευθύνες, τις ακραία φιλελεύθερες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, την προσήλωση στην ανάπτυξη του κέντρου της Βηρυτού και τις μη παραγωγικές επενδύσεις. Για παράδειγμα, το ζήτημα του ελαττωματικού ηλεκτρικού δικτύου, είναι ένα συνεχιζόμενο πρόβλημα, που έχει οδηγήσει τους φτωχούς να βγουν στους δρόμους αρκετές φορές τους τελευταίους μήνες. Αντίθετα, αυτοί της 14ης Μάρτη, που το σλόγκαν τους είναι «ευημερία πρώτα», προειδοποίησαν για το κόστος που θα πλήρωνε ο λαός σε περίπτωση που κέρδιζαν οι αντίπαλοί τους, για τον κίνδυνο ύφεσης και την αποχώρηση ξένων επενδυτών, που είναι σημαντικοί για την οικονομία της χώρας.
  • Το τέταρτο ζήτημα είναι ο τρόπος του καταμερισμού εξουσίας στο Κοινοβουλευτικό Σύστημα του Λιβάνου. Τα εκλογικά σλόγκαν του Ελεύθερου Πατριωτικού Κινήματος αναφέρονταν σε μια επικείμενη «Τρίτη Δημοκρατία». Το ζήτημζ δεν είναι καινούριο και προχωράει πέρα από την υποτιθέμενη λεπτομερή επιθεώρηση των θεσμών, που δυστυχώς είναι βραχυπρόθεσμη εν όψει της αδυναμίας των συνασπισμών, και την ισορροπία των βουλευτών μέσα στο κοινοβούλιο. Αφορά στις διαφορετικές αντιλήψεις για τον κοινοβουλευτισμό και τους πολιτικούς θεσμούς της Λιβανέζικης πολιτικής σκηνής. Το Συνταγματικό Συμβούλιο, «άδειο» από το 2005 που απολύθηκαν τα μέλη του, δεν είχε ποτέ το προνόμιο να ερμηνεύει το Σύνταγμα. Χωρίς ρυθμιστή, τα διάφορα κόμματα, υπερασπίζονταν διαφορετικές θέσεις για θέματα όπως οι κυβερνητικοί μηχανισμοί, ο καταμερισμός εξουσίας και η φύση και σύνθεση της νέας κυβέρνησης.
Στο όνομα της αρχής της «συνύπαρξης», όπως διαμορφώθηκε στην Εθνική Συνθήκη του 1943 και στο Σύνταγμα Τάεφ το 1989, που θεωρείται η ανώτατη αρχή, το Σύνταγμα του Λιβάνου καθορίζει 14 μείζονα θέματα, στα οποία απαιτείται η πλειοψηφία των 2/3. Σε αντίθεση με την αρχή της δημοκρατικής πλειοψηφίας, το βέτο ή ο αποκλεισμός της μειοψηφίας, θεωρητικά εξυπηρετεί στο να εξαλείψει τον κίνδυνο να αγνοείται ή να εξαιρείται η μειοψηφία από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ειδικά σε περιπτώσεις όπως στο Λίβανο, όπου οι πολιτικοί είναι διαιρεμένοι με πολιτικές-κοινοτικές γραμμές. Πάνω σε αυτό το ζήτημα, το 2006, οι εντάσεις μεταξύ της 8ης και 14ης Μάρτη οξύνθηκαν και προέκυψαν οι χαρακτηρισμοί των δύο πολιτικών ομάδων σαν «αντιπολίτευση» και «πλειοψηφία».
Οι κύριοι αντιπρόσωποι της 14ης Μάρτη επιβεβαίωσαν πως σε περίπτωση ήττας στις εκλογές, δεν θα συμμετέχουν στην κυβέρνηση. Σε περίπτωση νίκης, δεν θα δεχτούν για αντιπολίτευση, μειοψηφία που θα τους μπλοκάρει. Από την άλλη μεριά, το στρατόπεδο της 8ης Μάρτη υιοθέτησε το σύνθημα «κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης», με ενσωματωμένη στην κυβέρνηση αντιπολίτευση, επιτρέποντας μειοψηφίες που θα ασκούν βέτο. Την ίδια μεταχείριση δε προέβλεπαν και σε περίπτωση ήττας τους, ενώ σε περίπτωση νίκης δήλωναν πως θα συνεργαστούν με τους αντιπάλους τους, αν και σκέφτονταν και την πιθανότητα να κυβερνήσουν μόνοι τους.
Πέρα από τους «λεονταρισμούς», που σίγουρα σκοπεύουν στο να επιδείξουν υψηλές προσδοκίες για τις επικείμενες μακριές και δύσκολες διαπραγματεύσεις, αυτά τα ζητήματα αναδεικνύουν θεμελιακά προβλήματα στη ρύθμιση του πολιτικού συστήματος του Λιβάνου. Με τον ίδιο τρόπο που αποδείχτηκε αδύνατον για την κυβέρνηση Siniora να αντικαταστήσει τους Σιίτες υπουργούς που παραιτήθηκαν, χωρίς την έγκριση της Χεζμπολάχ και του Amal, έτσι και ένας Σουνίτης Πρωθυπουργός θα πρέπει να έχει την έγκριση του Κινήματος του Μέλλοντος. Με άλλα λόγια, ο νόμος για τον καταμερισμό εξουσίας ανάμεσα στις κοινότητες, συνδυάζεται με το ποσοστό αντιπροσώπευσης των πολιτικών κομμάτων.
Ανεξάρτητα από την φύση του συνασπισμού που πήρε την πλειοψηφία στις 8 Ιούνη 2009, οι εκλογές στράφηκαν κυρίως γύρω από τέσσερις άγνωστες παραμέτρους:
  • Την ικανότητα των συμμαχιών να διατηρηθούν ανέπαφες μετά τις εκλογές.
  • Το αποτέλεσμα του ενδο-χριστιανικού ανταγωνισμού για την ηγεσία, με την 14η Μάρτη να εναντιώνεται στο Ελεύθερο Πατριωτικό Κίνημα του Michel Aoun, που έχασε την μάχη για την προεδρία, παρόλο το αξιοσημείωτο αποτέλεσμα του 2005.
  • Την διαχείριση του Κινήματος για το Μέλλον του Saad Hariri, που έπρεπε να διασφαλίσει την κληρονομιά του πατέρα του και να επικυρώσει τις εσωτερικές και εξωτερικές επιλογές της παράταξής του, από το 2005.
  • Τον τρόπο που θα παίξουν τα χαρτιά τους πιο αυτόνομοι πολιτικοί ή ομάδες σ’ αυτό το εξαιρετικά πολωτικό παιχνίδι – ο πρόεδρος της δημοκρατίας ή προσωπικότητες περισσότερο ή λιγότερο ανεξάρτητες από τους δύο συνασπισμούς.
Σηματοδοτούν αυτές οι εκλογές το τέλος της εκεχειρίας, που σφυρηλατήθηκε με την συμφωνία της Ντόχα ή προσφέρουν περιορισμένες προοπτικές για μια πιο μακροχρόνια, μολονότι εύθραυστη, πολιτική συμφωνία ανάμεσα στους Λιβανέζους πολιτικούς παίκτες;
Η αναστολή της ανοιχτής διαμάχης θα μπορούσε να καταρρεύσει ξανά με την παραμικρή υποψία απειλής των συμφερόντων ενός από τα πολυάριθμα Λιβανέζικα πολιτικά κόμματα ή των ξένων συμμάχων. Η προσήλωση των αρχηγών σε συγκρούσεις σε διεθνές, εθνικό και - όπου είναι απαραίτητο- τοπικό επίπεδο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εκλογές χρησιμοποιήθηκαν σαν ένα ακόμα πεδίο μάχης, για να επιδείξουν τις διαφωνίες τους και να ετοιμαστούν για το μέλλον.
Υπό αυτό το πρίσμα, η πιθανότητα μιας πολιτικής αναδιάρθρωσης με νέες συμφωνίες είναι μικρή. Αντίθετα είναι πιο πιθανή η διεύρυνση των διαφορών και το εύθραυστο status quo. Αν και αρκετοί συνασπισμοί μπορεί να οραματίζονταν μετά τις εκλογές, όντας πρώτοι και παίρνοντας μέρος στις δύσκολες διαπραγματεύσεις με το πρόσχημα της κυβέρνησης, υπάρχουν λίγες ενδείξεις για θεμελιακή αλλαγή του πολιτικού συστήματος και για τον τερματισμό του «ψυχρού εμφυλίου πολέμου», που ξεκίνησε το 1989.