Η ιδέα της κανονικοποίησης προέκυψε στις Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ που υπογράφτηκαν από την Αίγυπτο και το Ισραήλ το 1979. Οι συμφωνίες έθεταν τα θεμέλια για την ομαλοποίηση των πολιτικών, οικονομικών, πολιτιστικών, κοινωνικών και ακαδημαϊκών σχέσεων ανάμεσα στις αραβικές χώρες και το Ισραήλ προτού βρεθούν λύσεις για μια δίκαιη και περιεκτική ειρήνη. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κανονικοποίηση μπορεί να κατανοηθεί ως μια διαδικασία στην οποία ομαλές σχέσεις δημιουργούνται σε ανώμαλες συνθήκες, με αποτέλεσμα να χωρίζει το Ισραήλ από τις δικές του πράξεις επίθεσης, κατοχής και ρατσισμού και να αντιμετωπίζει την πολιτική του οντότητα ως κάτι ανεξάρτητο από τις πολιτικές του πράξεις.
Το θέμα της κανονικοποίησης αγκαλιάζει τον διάλογο μεταξύ Δύσης και Ανατολής σχετικά με την σύγκρουση θρησκειών και πολιτισμού. Οι διχογνωμίες εξυπηρετούν στο να αποπροσανατολίσουν από τα βασικά ζητήματα της σύγκρουσης, σαν να ήταν μικρές παρεξηγήσεις που μπορούν να λυθούν μόνο αν τα εμπλεκόμενα μέρη καθίσουν κάτω και μιλήσουν ως αξιοσέβαστοι συνεργάτες. Η πλάνη αγνοεί την άνιση ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στις δύο πλευρές και προσπαθεί να απονομιμοποιήσει την αντίσταση από εργαλείο διεκδίκησης των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Κανονικοποίηση, η κατοχή της ευαισθητοποίησης
Ξεκινώντας με τις Συμφωνίες Καμπ Ντέιβιντ, η αναδυόμενη κουλτούρα ήττας προωθήθηκε σε μια πραγματική πολιτική ήττα, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αυτή η πορεία καθοδηγήθηκε από μια διαδικασία που υποβίβασε το αραβικό και παλαιστινιακό πολιτικό πλαίσιο στην θέληση του Ισραήλ-και χαρακτηρίστηκε από μια σειρά συμβιβασμών που αφορούσαν στα αραβικά και παλαιστινιακά ανθρώπινα δικαιώματα. Οι συμβιβασμοί οδήγησαν σε μια κρίση που τελικά έβλαψε την νομιμότητα των ηγετικών αραβικών και παλαιστινιακών δυνάμεων. Ακόμα πιο καταστροφικό ήταν το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος άρχισαν να ενσωματώνονται και να υποβάλλονται στην λογική και τους όρους της κυρίαρχης πλευράς, μέσα από σταδιακή διαδικασία χειραγώγησης και συμβιβασμού.
Η φτωχή παρουσία της παλαιστινιακής ηγεσίας καθιέρωσε το πλαίσιο της παλαιστινιακής πολιτικής κουλτούρας, κυριαρχούμενη από την ήττα. Όπως αποδεικνύεται από την παλαιστινιακή και αραβική συμμετοχή σε όλες τις μετέπειτα συμφωνίες με το Ισραήλ-Όσλο, το Πρωτόκολλο της Χεβρώνα, η Συμφωνίας Ασφάλειας του Καΐρου, το Οικονομικό Πρωτόκολλο των Παρισίων και τέλος η Συμφωνία για τον Οδικό Χάρτη-, έλλειπαν ακόμα και οι ελάχιστες προϋποθέσεις που χρειάζονται για να τελειώσει η κατοχή και να εγκαθιδρυθεί μια περιεκτική ειρήνη στην περιοχή.
Στο πολιτιστικό πλαίσιο, μια τέτοια συμπεριφορά δηλώνει υποταγή στο στάτους κβο. Από τη στιγμή που η εξουσία για να βρεθεί και να εφαρμοστεί μια λύση, βρίσκεται αποκλειστικά σχεδόν στα χέρια του Ισραήλ και στον σύμμαχο του, τις ΗΠΑ, οποιαδήποτε απαίτηση της αραβικής πολιτικής ελίτ έξω από το πλαίσιο που επιβάλουν τα κυρίαρχα μέρη, θεωρείται ριζοσπαστική, επαναστατική και μη ρεαλιστική.
Αυτή η πολιτική κουλτούρα έχει στερήσει από τους Άραβες και τους Παλαιστίνιους την δυνατότητα να ασκήσουν πιέσεις και να επενδύσουν στην παλαιστινιακή λαϊκή αντίσταση. Συνέβαλε επίσης στην ενίσχυση της ισραηλινής υπεροψίας, ενισχύοντας την πολιτισμική και πατερναλιστική του ασέβεια και απορρίπτοντας ακόμα και τις ελάχιστες απαιτήσεις των Παλαιστινίων. Το αποτέλεσμα είναι πως το Ισραήλ αρνείται να αναγνωρίσει το «άλλο» και δουλεύει μόνο για να εξολοθρεύσει την νομιμότητα των δικαιωμάτων του. Στο τέλος, η μόνη διαθέσιμη επιλογή για τους Παλαιστίνιους θα είναι η πλήρης παράδοση στους όρους των κυρίαρχων μερών.
Η κουλτούρα της δύναμης και η βλακεία της
Σε αυτό το πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον, η ελίτ του Ισραήλ άρχισε να χάνει την ικανότητα του να κατανοεί την ηγεμονία του κράτους σε βάθος, λεπτότητα κι ευαισθησία. Συνεπώς έχασε την ικανότητα για μια πετυχημένη-και σεβαστή- συμφωνία με αυτούς που έχει υποτάξει, πόσο μάλλον να προωθήσει τις προϋποθέσεις που ευνοούν τις δίκαιες λύσεις και την ειρηνική συνύπαρξη στην περιοχή.
Το Ισραήλ βρέθηκε να επιβαρύνεται με αντιθέσεις που δεν μπορούν να ξεπεραστούν με μερικές νίκες στην μάχη ή με στρατιωτικές συγκρούσεις. Προχωράει με μια κουλτούρα παραμορφωμένης αυτοσυντήρησης που σταδιακά απομακρύνεται από την λογική πολιτική σκέψη και συμπεριφορά. Συνειδητά ή μη, ξεκίνησε να τροφοδοτεί τις δικές του ψευδαισθήσεις και προσδοκίες, ανεξάρτητες από περιορισμούς και από θεμελιώδη ιστορικά, γεωγραφικά και δημογραφικά μαθήματα. Ένα από τα πιο κοινά παραδείγματα είναι το αήττητο του ισραηλινού στρατού και η ιδέα πως το Ισραήλ είναι από μόνο του πιο δυνατό απ’ ότι όλος μαζί ο αραβικός κόσμος.
Οι κυρίαρχες ελίτ στην ισραηλινή κοινωνία έχουν απορροφηθεί πολιτικά και πολιτισμικά μέσα στις δικές τους ψευδαισθήσεις που πλέον δεν έχουν την ικανότητα του αντικειμενισμού και της λογικής. Το Ισραήλ παρουσιάζεται σαν μια οντότητα που υπάρχει και λειτουργεί έξω από την πραγματικότητα και την ιστορία, σαν «υπέρ-στρατός», «υπέρ-κράτος» και «υπέρ-κοινωνιά», ικανό να σταματήσει οποιονδήποτε μπροστά στην ασταμάτητη θέληση του. Η ιδέα της αυτοπραγμάτωσης στην εξουσία, δημιουργεί μια ιδεολογία, κουλτούρα, πολιτική και συνείδηση δύναμης, που τελικά καταλήγει στην ιδέα της ειρήνης με τη βία. Γι’ αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, που μετά από μερικές νίκες, το Ισραήλ απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την ιδέα της ειρήνης και την βιώσιμη αίσθηση ασφάλειας.
Η ανισορροπία στην ισραηλινή πολιτική πρακτική, βαθαίνει από την επιθυμία της ελίτ να εκτελέσει τις στρατηγικές των ΗΠΑ στην περιοχή. Η διαδικασία αυτή μετατρέπει την ισραηλινή κοινωνία σε μια στρατιωτική δύναμη, πρόθυμη να πληρώσει το τίμημα των αμερικανικών φιλοδοξιών- ακόμα και σε βάρος των δικών της προσδοκιών. Το Ισραήλ, που είναι μια μικρή χώρα, δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει την ματαιότητα της δύναμης του. Είναι πολύ μικρό για να καταβροχθίσει το θήραμα του-είτε τους Παλαιστίνιους είτε τους Άραβες- πολιτικά, πολιτισμικά, ιστορικά ή ψυχολογικά. Όσο το Ισραήλ συνεχίσει να υπερεκτιμά την δύναμη μου, οι συγκρούσεις θα συνεχίζονται.
Φαίνεται πως οι εύκολες νίκες του Ισραήλ, το έκαναν να παγιδευτεί στην αποικιοκρατική λογική. Παρ’ όλες τις περιορισμένες δυνατότητες του – και το γεγονός ότι βρίσκετε στη μέση του αραβικού κόσμου-προσπαθεί να επιβάλει τους όρους του, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις περιφερειακές πραγματικότητες. Αντί να προσπαθεί να διατηρηθεί σαν μια κανονική χώρα με αυτοσεβασμό και σεβασμό προς τους γείτονες, επιδιώκει την απόλυτη κυριαρχία κι έχει δημιουργήσει ένα καθεστώς αντιθέσεων και τριβής που δεν μπορεί να αποφύγει.
Η εμπειρία του Ισραήλ αποτελεί ένα καλό παράδειγμα της κουλτούρας της βίας που της λείπουν τα βασικά στοιχεία σοφίας- μια κουλτούρα που τροφοδοτεί την συλλογική συνείδηση του νικητή και περιφρονεί την ήττα. Δημιουργεί στρατηγικές σύμφωνα με την μεγαλομανή ιδέα ότι «αν οι άραβες ή οι Παλαιστίνιοι δεν παραδοθούν σε μια τόση μεγάλη δύναμη, θα γονατίσουν και θα σκύψουν σε ακόμα μεγαλύτερη». Έτσι, ο νικητής έχει γίνει αιχμάλωτος της δικής του υπερδύναμης και ψάχνει τρόπους να επιδείξει αυτή τη δύναμη μέσα από ένα κύκλο στρατιωτικής, πολιτικής και πολιτισμικής βίας που ωθεί όλες τις πλευρές σε ένα διαρκές καθεστώς τρόμου.
Σύμφωνα με αυτή την προοπτική, το Ισραήλ πρέπει να περιορίσει και εμποδίσει τις διαθέσιμες επιλογές που έχουν οι Άραβες και οι Παλαιστίνιοι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρώνονται στην κανονικοποίηση των πολιτικών, διπλωματικών, οικονομικών κλπ σχέσεων με τους γείτονες και να αποπροσανατολίσει τις τοπικές και περιφερειακές αντιθέσεις αυτών των σχέσεων.
Ανάμεσα σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, το Ισραήλ θεωρείτε η δεύτερη μεγάλη απειλή για τα αραβικά έθνη στην περιοχή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν τα αραβικά έθνη αντιλαμβάνονται πως απειλούνται από άλλα αραβικά κράτη, το Ισραήλ εκμεταλλεύεται τους φόβους και θέτει αυτοβούλως τον εαυτό του υποψήφιο σύμμαχο ενάντια στις κατασκευασμένες ή υποτιθέμενες απειλές.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κανονικοποίηση της κατοχής είναι ο πρωταρχικός μηχανισμός που χρησιμοποιείτε για να ξεπεραστούν οι αντιθέσεις της σύγκρουσης, προς όλες τις κατευθύνσεις-ιστορικές, πολιτικές και ψυχολογικές- υποβιβάζοντας τα προβλήματα με εκστρατείες δημοσίων σχέσεων που αποπροσανατολίζουν τις συζητήσεις από το βασικό πρόβλημα (την κατοχή) και καθιστούν υπεύθυνη την Παλαιστίνη για την αποτυχία των ειρηνευτικών διαδικασιών, που απορρίπτει κάθε προσπάθεια του Ισραήλ να δημιουργήσει ομαλές σχέσεις.
Με την θεωρία της ενοχής των Παλαιστινίων, το Ισραήλ χρησιμοποιεί δεδομένα που δημιουργήθηκαν από την κατοχή για να εκβιάζει τα αραβικά κράτη και του Παλαιστίνιους για να κάνουν κι άλλους πολιτικούς συμβιβασμούς. Έτσι θέτει ως προϋπόθεση για την συμμετοχή του στις ειρηνευτικές διαδικασίες, την δημιουργία ομαλών σχέσεων με το Ισραήλ ως κατακτητή.
Η κανονικοποίηση είναι ένα πολιτικό, πολιτισμικό και οικονομικό εργαλείο που επιτρέπει στο Ισραήλ να απαλλαγεί από τις ιστορικές αιτίες της σύγκρουσης και να παρουσιάσει την πραγματικότητα που δημιουργήθηκε από την κατοχή ως ξεπερασμένη. Η πιο επικίνδυνη διάσταση αυτών των πολιτικών είναι ότι το Ισραήλ τις παρουσιάζει ως ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ τους. Το Ισραήλ συνεχίζει τις πρακτικές κατοχής και αποκλεισμού, ενώ παράλληλα προωθεί την κανονικοποίηση των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων σαν να είναι ανεξάρτητες από την σύγκρουση. Η προσέγγιση αυτή προστατεύει την κατοχή υπό το πρόσχημα «δουλειές ως συνήθως» και απονομιμοποιεί τον παλαιστινιακό αγώνα σαν να μην έχει πλέον καμία σχέση με την πραγματικότητα.