Φαίνεται πως υπάρχουν ακόμα πολλά μέρη που θα προτιμούσαν να εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ο θάνατος του Αραφάτ σαν μυστήριο κι όχι σαν δολοφονία.
Είναι δύσκολο όμως να αποφύγουμε τα λογικά συμπεράσματα που βγαίνουν από τα ευρήματα των Σουηδών επιστημόνων, ότι στη σωρό του παλαιστίνιου ηγέτη βρέθηκαν υψηλά επίπεδα ραδιενεργού ισοτόπου πολώνιου 210. Αμέσως μετά, μια ρώσικη ομάδα δημοσίευσε μια ασαφή και πολύ περιορισμένη έρευνα όπου επίσης εικάζει πως ο Αραφάτ πέθανε από δηλητηρίαση.
Είναι ώρα να πούμε το εμφανές: ο Αραφάτ σκοτώθηκε. Και οι υποψίες πέφτουν στο Ισραήλ.
Το Ισραήλ είχε τα μέσα, τη πρόθεση και το κίνητρο. Χωρίς τα δακτυλικά αποτυπώματα του Ισραήλ πάνω στο όπλο του φόνου, θα είναι δύσκολο να καταδικαστεί σε οποιοδήποτε δικαστήριο, αλλά σίγουρα θα καταδικαστεί στην παγκόσμια κοινή γνώμη.
Το Ισραήλ είχε πρόσβαση στο πολώνιο από τον πυρηνικό αντιδραστήρα της Ντιμόνα κι έχει μεγάλο ιστορικό στις πολιτικές δολοφονίες, άλλες φανερές άλλες συγκαλυμμένες, συχνά χρησιμοποιώντας χημικούς πράκτορες. Το Ισραήλ προσπάθησε να σκοτώσει αθόρυβα κι έναν άλλο Παλαιστίνιο ηγέτη, τον Χάλεντ Μεσάλ της Χαμάς, το 1997 στην Ιορδανία, ρίχνοντας του δηλητήριο στο αυτί. Ο Μεσάλ σώθηκε γιατί οι δολοφόνοι πιάστηκαν και το Ισραήλ αναγκάστηκε να του δώσει το αντίδοτο. Οι ισραηλινοί ηγέτες έχουν αρχίσει να κάνουν δηλώσεις και να αρνούνται πως υπήρχαν κακόβουλες προθέσεις από την μεριά του Ισραήλ προς τον Αραφάτ. Ο Υπουργός Ενέργειας, Σαλόμ, ισχυρίστηκε την περασμένη εβδομάδα ότι «ποτέ δεν είχαμε πάρει απόφαση να τον βλάψουμε σωματικά». Ο Σαλόμ μάλλον πάσχει από απώλεια μνήμης.
Υπάρχουν αρκετές αποδείξεις πως το Ισραήλ ήθελε να «απομακρύνει» - κατ’ επίφαση εκείνης της περιόδου-τον Αραφάτ. Τον Ιανουάριο του 2002, ο αρχηγός του ισραηλινού στρατού, Σαούλ Μοφάζ, ακούστηκε από το μικρόφωνο να ψιθυρίζει στον ισραηλινό πρωθυπουργό, Αριέλ Σαρόν, για τον Αραφάτ πως «πρέπει να τον ξεφορτωθούμε».
Με τον παλαιστίνιο ηγέτη να κρατά πάνω από δύο χρόνια στο καταφύγιο του στη Ραμάλα, περικυκλωμένος από ισραηλινά τανκς, η συζήτηση στην ισραηλινή κυβέρνηση επικεντρωνόταν στον αν θα έπρεπε να εξοριστεί ή να πεθάνει.
Το 2003, όταν υπουργός εξωτερικών ήταν ο Σάλομ, η βουλή εξέδωσε μια προειδοποίηση σύμφωνα με την οποία το Ισραήλ θα «απομάκρυνε το εμπόδιο με τρόπο και σε χρόνο που θα επιλέξει το ίδιο». Ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Εχούντ Ολμέρτ, ξεκαθάρισε πως το να σκοτώσουν τον Αραφάτ ήταν «μια από τις επιλογές».
Αυτό που κρατούσε το Ισραήλ-και μίλαγε με διφορούμενο τρόπο-ήταν η ανένδοτη στάση της Ουάσιγκτον. Ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κόλιν Πάουελ, είχε προειδοποιήσει πως οποιαδήποτε κίνηση εναντίον του Αραφάτ θα πυροδοτούσε «οργισμένες αντιδράσεις στον αραβικό κόσμο, τους μουσουλμάνους και αλλού».
Τον Απρίλιο του 2004 όμως, ο Σαρόν δήλωσε πως δεν είναι πλέον δεσμευμένος να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον πρόεδρο Μπους να μην «πειράξει τον Αραφάτ». «Έχω απαλλαγή από τον όρκο», δήλωσε. Ο Λευκός Οίκος επίσης έδειξε μια οπισθοχώρηση στην θέση του: ένας ανώνυμος εκπρόσωπος τύπου δήλωσε ασθενικά πως οι ΗΠΑ «αντιτίθενται σε μια τέτοια ενέργεια».
Δεν είναι όμως γνωστό αν το Ισραήλ προχώρησε σε μια τέτοια δολοφονία μόνο του ή χρειάστηκε να στρατολογήσει συνεργάτες από τον κύκλο του Αραφάτ, που βρίσκονταν μαζί του στη Ραμάλα και μπορούσαν να του χορηγήσουν το ραδιενεργό δηλητήριο.
Ποιο ήταν λοιπόν το κίνητρο; Τι κέρδισε το Ισραήλ με την «απομάκρυνση» του Αραφάτ; Για να καταλάβουμε το σκεπτικό του Ισραήλ, θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στις συζητήσεις που γινόντουσαν εκείνη την περίοδο, ανάμεσα στους Παλαιστίνιους.
Η παλαιστινιακή ηγεσία είχε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα, με επίκεντρο τον Αραφάτ και τον Μαχμούντ Αμπάς, ο προφανής κληρονόμος του. Οι δύο πλευρές είχαν εκ διαμέτρου αντίθετες στρατηγικές για το πώς θα διαπραγματευθούν με το Ισραήλ.
Από την οπτική του Αραφάτ, το Ισραήλ είχε υπαναχωρήσει από όλες τις δεσμεύσεις που απέρρεαν από τις συμφωνίες του Όσλο. Γι’ αυτό κι ήταν απρόθυμος να επενδύσει αποκλειστικά στην ειρηνευτική διαδικασία. Ήθελε να ακολουθήσει διττή στρατηγική: να κρατήσει ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας για συνομιλίες, ενώ θα διατηρούσε την επιλογή της ένοπλης αντίστασης για να πιέσει το Ισραήλ. Γι’ αυτό και διατηρούσε προσωπικούς στενούς δεσμούς με τις παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας.
Ο Αμπάς από την άλλη, πίστευε πως η ένοπλη αντίσταση ήταν δώρο προς το Ισραήλ, που απονομιμοποιούσε τον παλαιστινιακό αγώνα. Ήθελε να επικεντρωθεί αποκλειστικά στις διαπραγματεύσεις και στην οικοδόμηση του κράτους, ελπίζοντας πως θα πίεζε το Ισραήλ με το να αποδείξει στην διεθνή κοινότητα πως οι Παλαιστίνιοι μπορούν να έχουν κράτος. Προτεραιότητα του ήταν η στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ σε θέματα ασφάλειας.
Το Ισραήλ και οι ΗΠΑ προφανώς προτιμούσαν την προσέγγιση του Αμπάς, πιέζοντας ακόμα και τον Αραφάτ κάποια στιγμή, να διορίσει τον Αμπάς στην θέση του πρωθυπουργού, για να περιοριστεί η επιρροή του πρώτου.
Η βασική ανησυχία του Ισραήλ ήταν πως ακόμα και κρατούμενος ο Αραφάτ, παρέμενε μοναδική φυσιογνωμία για τους Παλαιστίνιους. Αρνούμενος να αποκηρύξει τον ένοπλο αγώνα, κατάφερνε να διαχειριστεί τις εντάσεις ανάμεσα στη Φατάχ και τον αντίπαλο της, τη Χαμάς.
Με τον Αραφάτ να έχει φύγει από τη μέση και με τον πιο διαλλακτικό Αμπάς να έχει πάρει τη θέση του, αυτές οι εντάσεις ξέσπασαν βίαια και δημόσια – όπως ήταν σίγουρο το Ισραήλ πως θα γινόταν. Η ένταση κορυφώθηκε με την διάσπαση του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος και το γεωγραφικό σχίσμα ανάμεσα στη Δυτική Όχθη που ελέγχεται από τη Φατάχ και τη Γάζα υπό την εξουσία της Χαμάς.
Στην συχνά χρησιμοποιούμενη ορολογία του Ισραήλ, ο Αραφάτ ήταν επικεφαλής μιας «υποδομής τρόμου». Η προτίμηση του Ισραήλ όμως προς τον Αμπάς δεν προέκυπτε επειδή τον σεβόταν ή γιατί πίστευε πως θα μπορούσε να πείσει τους Παλαιστίνιους να δεχτούν μια ειρηνευτική συμφωνία. Ο Σαρόν είχε δηλώσει περήφανα πως ο Αμπάς ήταν το ίδιο εντυπωσιακός με ένα «μαδημένο κοτόπουλο».
Τα συμφέροντα του Ισραήλ φαίνονται στα όσα ακολούθησαν τον θάνατο του. Όχι μόνο κατάρρευσε το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα, αλλά και η παλαιστινιακή ηγεσία σύρθηκε σε μια σειρά από μάταιες ειρηνευτικές συνομιλίες, αφήνοντας το Ισραήλ ελεύθερο να επικεντρωθεί στην αρπαγή γης και στους εποικισμούς.
Σχολιάζοντας το ερώτημα αν το Ισραήλ επωφελήθηκε από την απώλεια του Αραφάτ, ο Παλαιστίνιος αναλυτής Ραμπανί παρατηρεί «Η παραδειγματική αφοσίωση του Αμπάς στο Όσλο και η διατήρηση της συνεργασίας στα θέματα ασφάλειας, δεν απαντάει στην ερώτηση;»
Η στρατηγική του Αμπάς ίσως αντιμετωπίζει την τελευταία της δοκιμασία τώρα, καθώς οι Παλαιστίνιοι διαπραγματευτές προσπαθούν να αποσπάσουν από το Ισραήλ τις ελάχιστες παραχωρήσεις, κινδυνεύοντας να κατηγορηθούν για την ατυχή έκβαση των συνομιλιών. Η προσπάθεια ήδη φαίνεται άστοχη.
Ενώ οι διαπραγματεύσεις έχουν εξασφαλίσει για τους Παλαιστίνιους την απελευθέρωση μερικών δεκάδων πολιτικών κρατουμένων, το Ισραήλ μέχρι στιγμής έχει αναγγείλει την μαζική επέκταση των εποικισμών και απειλεί με έξωση περίπου 15.000 Παλαιστίνιους στην Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Αναμφίβολα, είναι μια ανταλλαγή που ο Αραφάτ δεν θα έκανε.