Του Nassar Ibrahim, πηγή: www.alternativenews.org/english 31 Αυγούστου 2011
Το πραγματικό νόημα της παλαιστινιακής πρωτοβουλίας του Σεπτεμβρίου στα ΗΕ είναι ότι δίνει την ευκαιρία για επιστροφή στα αξιώματα που θα έπρεπε να καθοδηγούν τις πολιτικές επιλογές των Παλαιστινίων: τα εθνικά και κοινωνικά δικαιώματα τους, με ότι αυτά περιλαμβάνουν. Ο Nassar Ibrahim εξηγεί.
Η ανακοίνωση του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής Mahmoud Abbas ότι τον Σεπτέμβριο η ΠΑ θα ζητήσει από τα ΗΕ την πλήρη αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους ως ισότιμο μέλος στους διεθνείς οργανισμούς, έχει εγείρει πολιτικές διαμάχες και νομικά ζητήματα τόσο στην Παλαιστίνη όσο και στην διεθνή αρένα. Όσο πιο πολύ οι παλαιστινιακές πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις ερευνούν το ζήτημα, τόσο τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν γίνονται πιο περίπλοκα. Η αυξανόμενη σύγχυση δείχνει πως ένα τέτοιο βήμα δεν κατάφερε να είναι το αποτέλεσμα μιας λογικής, εθνικής πολιτικής στρατηγικής, που θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε μια τέτοια επιλογή. Το αίτημα για αναγνώριση του κράτους, θα έπρεπε να ήταν η κορύφωση μιας πραγματικής διαδικασίας συμφιλίωσης ανάμεσα στη Χαμάς και τη Φατάχ, η ανοικοδόμηση των παλαιστινιακών λαϊκών κινημάτων και η μεταρρύθμιση στις σχέσεις ανάμεσα στους αραβικούς λαούς, όπως επίσης κι ανάμεσα στο διεθνές και το ισραηλινό αντι-σιωνιστικό κίνημα της κοινωνίας των πολιτών, που θα έθετε ένα νέο πλαίσιο στις μελλοντικές ειρηνευτικές πρωτοβουλίες. Δεν ήταν όμως.
Το πρώτο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι αυτή η επιλογή προέκυψε απότομα και όχι ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αξιολόγησης της παλαιστινιακής πολιτικής παρουσίας από το Όσλο μέχρι σήμερα. Με άλλα λόγια, φαίνεται πως είναι μια επιλογή λόγω μιας κρίσης παρά ένα διεθνές βήμα προς μια νέα εθνική στρατηγική. Μια ανάλυση του πολιτικού και ιστορικού περιεχομένου, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον παλαιστινιακό εθνικό αγώνα και τους σκοπούς του, είναι θεμελιώδης ώστε αυτή η πρωτοβουλία να σημαίνει κάτι παραπάνω από έναν διπλωματικό ελιγμό κάτω από την σκεπή της λεγόμενης ειρηνευτικής διαδικασίας (δηλαδή των διαπραγματεύσεων), που ήταν μια δυσλειτουργική διαδικασία από την αρχή της το 1991, με την Ειρηνευτική Συνδιάσκεψη της Μαδρίτης μέχρι και το τέλος της, το 2011. Η αποτυχία της μπορεί να εντοπιστεί στο γεγονός ότι η ειρηνευτική διαδικασία δεν είχε τις απαραίτητες προϋποθέσεις να πετύχει από την αρχή της, μιας και όλες οι διαπραγματεύσεις βασίζονταν στον άνισο συσχετισμό δυνάμεων και την συμμαχία Ισραήλ-ΗΠΑ, που υποστήριζαν η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα αραβικά καθεστώτα και ήταν πολύτιμοι συνέταιροι της.
Το να εξετάσουμε αυτή την πολιτική επιλογή και τις πολλαπλές διαστάσεις της, σημαίνει ότι πρέπει να προσδιορίσουμε τα σημεία αναφοράς και έναρξης αυτής της διαδικασίας, ώστε να αποτρέψουμε να πέσει αυτή τη συζήτηση στην παγίδα της τακτικής πολιτικής χρήσης. Ένα γεγονός που, για ακόμα μια φορά, μας επιτρέπει να επιστρέψουμε στην καρδιά της σύγκρουσης ανάμεσα στην αποικιοκρατική ισραηλινή κατοχή και τους στόχους της, και τις προσδοκίες των Παλαιστινίων για εθνική απελευθέρωση. Η αξιολόγηση –θετική ή αρνητική- θα πρέπει να γίνει πέρα από τις στενές προσεγγίσεις και να ξεκινήσει από μια άποψη στρατηγικής. Είναι σημαντικό να αναγνωριστούν οι αρχές και οι στόχοι της εθνικής απελευθερωτικής στρατηγικής, αν οι Παλαιστίνιοι πρέπει ή όχι να πάνε στα ΗΕ. Η συζήτηση εδώ, ξεπερνάει τις νομικές διαμάχες και τις εκστρατείες δημοσίων σχέσεων που έχουν μοναδικό σκοπό να προωθήσουν την άλλη πλευρά. Το καίριο σημείο δεν είναι αν η κίνηση των ΗΕ είναι σωστή ή λάθος από άποψη αρχής.
Σηματοδοτεί αυτή η επιλογή την αποδέσμευση από στρατηγικές και αναφορές των προηγούμενων διαπραγματεύσεων (που τους όρους καθόριζε ο άνισος συσχετισμός δυνάμεων) και αντιπροσωπεύει την επιστροφή στα ψηφίσματα των ΗΕ και το διεθνές δίκαιο ως σημείο αναφοράς σε οποιαδήποτε μελλοντική ειρηνευτική διαδικασία; Αυτή και μόνο αυτή η ερώτηση θα πρέπει να είναι το σημείο αναφοράς σε κάθε συζήτηση. Αν η απάντηση είναι θετική, το αίτημα για την αναγνώριση του κράτους θα πρέπει να αντιπροσωπεύει το πρώτο βήμα προς μια νέα παλαιστινιακή στρατηγική: την ανοικοδόμηση του εθνικού παλαιστινιακού αγώνα που θα βασίζεται στην εθνική ενότητα και την επανεξέταση της αντίστασης με όλες τις μορφές και τα δικαιώματα της, όπως και η ανοικοδόμηση του Οργανισμού για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), ως τον μοναδικό νόμιμο εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού, που θα στηρίζεται σε μια εθνική συνείδηση για όλα τα παλαιστινιακά εθνικά δικαιώματα (το δικαίωμα της επιστροφής, της αυτοδιάθεσης και την ίδρυση ενός ανεξάρτητου, κυρίαρχου παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ και την διάλυση των εποικισμών). Υπό αυτό το πρίσμα, η πρωτοβουλία του Σεπτεμβρίου θα μπορούσε να γίνει μέρος της εθνικής πολιτικής στρατηγικής αντί για μια στρατηγική από μόνη της. Το να πάμε στα ΗΕ τον Σεπτεμβρίου δεν είναι και δεν πρέπει να είναι το τέλος, μιας και η πραγματικότητα δεν πρόκειται να αλλάξει ιδιαίτερα εξαιτίας αυτού του βήματος.
Η εμπειρία του παλαιστινιακού αγώνα τις προηγούμενες δεκαετίες δείχνει πως εξασφαλίζοντας μια συγκεκριμένη αρμονία ανάμεσα στις απαιτήσεις των παλαιστινιακών εθνικών δικαιωμάτων από τη μία και τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές δυναμικές από την άλλη, αποτελεί το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να διατηρήσει τον παλαιστινιακό αγώνα μέσα σε ένα στρατηγικό πλαίσιο. Σε κάθε ιστορική στιγμή, αυτές οι αρχές έχουν παραβιαστεί για λόγους τακτικής και το τίμημα που πλήρωσαν οι Παλαιστίνιοι σε σχέση με τα δικαιώματα τους, ήταν μεγάλο. Αυτό ήταν το μάθημα που πήραμε από τις Συμφωνίες του Όσλο και ο λόγος είναι το γεγονός ότι η ειρηνευτική διαδικασία σε αυτό το στάδιο, δεν σεβάστηκε την βάση και τους σκοπούς της εθνικής απελευθέρωσης. Η τήρηση των συμφωνιών έγινε ο στόχος και όχι το μέσο που θα εξυπηρετούσε τα παλαιστινιακά εθνικά δικαιώματα. Κάποιοι είχαν ήδη προτείνει πως η σχετική έναρξη των διαπραγματεύσεων και η ίδρυση της ΠΑ, σημαίνουν ότι ο παλαιστινιακός λαός έχει ξεπεράσει αυτό το στάδιο, μαζί με τις εθνικές, πολιτικές και οργανωτικές ανάγκες του.
Αντί να λοιδορούμε την συνάντηση του Σεπτεμβρίου, θα πρέπει να γίνει μια εσωτερική συζήτηση στην παλαιστινιακή κοινωνία, που θα αξιολογήσει την πολιτική στάση της ηγεσίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το σημείο αφετηρίας είναι η εσωτερική αναδιάρθρωση του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στους πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες – κοινωνικά κινήματα, αριστερά κόμματα και τις μάζες που βλέπουν ως συμφέρον να συνεχιστεί ο απελευθερωτικός αγώνας με τις διεθνείς διασυνδέσεις του.
Σε κάθε περίπτωση, η παλαιστινιακή ηγεσία πρέπει να θυμηθεί ότι η αποτυχία των «ειρηνευτικών πρωτοβουλιών» μπορεί να εξηγηθεί από το απλό γεγονός ότι προσπάθησαν να προσπεράσουν τα θεμελιώδη παλαιστινιακά εθνικά δικαιώματα και την ενότητα του παλαιστινιακού λαού, προσπαθώντας να οικοδομήσουν μια ειρήνη σύμφωνα με τα ισραηλινά, κατοχικά κριτήρια. Οι συμβιβασμοί που έκανε η παλαιστινιακή ηγεσία έχουν επηρεάσει βαθιά τα θεμέλια αυτών των δικαιωμάτων και κατά συνέπεια, έχουν καταστρέψει οποιαδήποτε προοπτική νομιμοποίησης των ειρηνευτικών διαδικασιών, που για την πλειοψηφία των Παλαιστινίων, έχουν μετατραπεί σε μια επιλογή της στενής πολιτικής ελίτ που αντιτίθεται στα δικαιώματα και τα συμφέροντα της πλειοψηφίας, ενώ ο εταίρος στις διαπραγματεύσεις (το Ισραήλ), συνεχίζει τις αποικιοκρατικές πολιτικές του, όπως είναι ο εποικισμός στην παλαιστινιακή γη.
Το παραπάνω επιχείρημα δεν είναι μια κατασκευασμένη διαφωνία, αλλά είναι στην ουσία του η επιστροφή στα αγαθά εκείνα που χάθηκαν από τις πονηρές πολιτικές που συνεχίζουν να επηρεάζουν τις απαιτήσεις για τον τερματισμό της σύγκρουσης, μερικές φορές ως ρεαλιστικό αποτέλεσμα και άλλες ως εξισορρόπηση δυνάμεων. Κάθε επιτυχημένη πολιτική κίνηση πρέπει να βασίζεται στους καθοριστικούς παράγοντες και τις απαιτήσεις της εθνικής απελευθέρωσης, τους στόχους και τις στρατηγικές της, από όπου πηγάζει η νομιμοποίηση και η ηθική της. Η δέσμευση και η εκπλήρωση των παλαιστινιακών εθνικών δικαιωμάτων και ο αγώνας για ελευθερία, ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, στη βάση του διεθνές δικαίου και των ψηφισμάτων των ΗΕ. Αυτός είναι ο καθοριστικός παράγοντας οποιασδήποτε παλαιστινιακής επιλογής. Σύμφωνα με αυτό το γεγονός και τις παραπάνω πραγματικές εμπειρίες, η πιο σημαντική πρόκληση που έχουν να αντιμετωπίσουν οι πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ελίτ σχετικά με την πρωτοβουλία του Σεπτεμβρίου, βρίσκεται στην ικανότητα τους να βγουν από τον λαβύρινθο των δύο προηγούμενων δεκαετιών, με σκοπό να αναπτύξουν και να βελτιώσουν την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική παρουσία ώστε να συναντηθεί με τις απαιτήσεις της παλαιστινιακής εθνικής απελευθέρωσης και να τερματιστεί η κατοχή και όχι να την εκλάβουν ως μια απλή νομική και διπλωματική συζήτηση.
Για να επαληθεύσω αυτόν τον συλλογισμό, το νόημα του Σεπτεμβρίου εξαρτάται από δυο σημαντικές προϋποθέσεις. Πρώτον: η αποκατάσταση της παλαιστινιακής εθνικής στρατηγικής σε συμφωνία με τις εθνικές προτεραιότητες σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο παλαιστινιακός λαός βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της εθνικής απελευθέρωσης, όπου η αλληλεπίδραση των διαφόρων μορφών αντίστασης και η εθνική ενότητα είναι απαραίτητες προϋποθέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρώτο ζήτημα είναι η επανεξέταση της πολιτικής παρουσίας μετά το Όσλο, αναγνωρίζοντας τις ανισορροπίες και απομακρύνοντας τα αρνητικά στοιχεία, ώστε η πρωτοβουλία να έρχεται σε συμφωνία με τα παλαιστινιακά εθνικά συμφέροντα. Ήδη πολύ πριν η πρωτοβουλία του Σεπτεμβρίου να είναι στον ορίζοντα, ο Παλαιστίνιος ποιητής Mahmoud Darwish μας προειδοποίησε για τις δραματικές συνέπειες των διαδικασιών του Όσλο, γράφοντας ότι «το Ισραήλ κατάλαβε την εφαρμογή της ψευδούς ειρήνης ως αυτά που δεν μπορούσε να καταφέρει με τον πόλεμο: να ηγεμονεύσει στην περιοχή και να αποκλείσει τον παλαιστινιακό λαό και να τον αντιμετωπίσει ως απομονωμένη οντότητα… Εν τω μεταξύ, οι Παλαιστίνιοι έχασαν την ευελιξία τους και τελικά πλήρωσαν υψηλό τίμημα, για μια διαμεσολάβηση που είχε σκοπό να αναγνωρίσει το δικαίωμα να ιδρυθεί ένα ανεξάρτητο κράτος στο 20% των εδαφών της ιστορικής μας πατρίδας, ενώ το Ισραήλ από την άλλη, αρνείται να αποσυρθεί έστω κι ένα μέτρο από το χώρο όπου πρέπει να υλοποιηθεί ο θρύλος του και βλέπει την ιστορική μας ύπαρξη στην χώρα μας ως μια ξένη κατοχή στην «αιώνια εβραϊκή πατρίδα», (Al-dustour, Ιορδανία, 2002).
Δεύτερον: η εκπλήρωση της υποχρέωσης ανοικοδόμησης των παλαιστινιακών πολιτικών οργάνων (PLO και ΠΑ), σύμφωνα με την πολύ-αναφερόμενη νέα εθνική στρατηγική. Ο πρώτος στόχος στην αναγνώριση των θεσμών είναι να καθοριστούν σαφή όρια ανάμεσα «στην επανάσταση και την ΠΑ», ειδικά λόγω των τρομακτικών πολιτικών και πολιτισμικών συνεπειών που έχει η ανάμειξη των δύο. Αυτό ακριβώς το διεθνές λάθος ήταν που έσπρωξε τα δύο μεγαλύτερα πολιτικά κινήματα της σύγχρονης ιστορίας της Παλαιστίνης (Φατάχ και Χαμάς) στην τωρινή τους κρίση, κάνοντας πρώτα την Φατάχ και μετά τη Χαμάς να υπηρετούν την ΠΑ και όχι την απελευθερωτική στρατηγική. Αυτό οδήγησε και στη θεμελιώδη στροφή στην δομή των κινημάτων, με αποτέλεσμα να πετύχει η ΠΑ να συνδέσει τους ρόλους τους μέσα στα σύνορα της, σύμφωνα με τις συμφωνίες του Όσλο, ενώ θα έπρεπε να διατηρήσουν τους ρόλους ως ελεγκτές και καθοδηγητές την πολιτικής απελευθερωτικής στρατηγικής, χωρίς βέβαια να αρνηθούν τον ρόλο της ΠΑ σε κοινωνικά και πολιτικό επίπεδο, ώστε να συναντηθεί με τις ανάγκες του παλαιστινιακού λαού και να προωθήσει την δημοκρατία στην παλαιστινιακή κοινωνία.
Εδώ γεννήθηκε η αντίθεση ανάμεσα στον εθνικό αγώνα και την ΠΑ και γρήγορα ξέφυγε από τον έλεγχο. Αν οι πολιτικές δυνάμεις είχαν διατηρήσει μια ασφαλή απόσταση από την ΠΑ, η σύγκρουση δεν θα είχε φτάσει στο σημείο να απειλεί την ενότητα του παλαιστινιακού λαού και τις προσδοκίες του για ελευθερία και ανεξαρτησία. Η ανικανότητα της παλαιστινιακής πολιτικής ελίτ να ανταπεξέλθει σε αυτό, οδήγησε στην διάσπαση της κοινωνίας και η πολιτική κρίση, που οι Παλαιστίνιοι προσπαθούν μάταια να βρουν λύση, συνεισφέρει στο να γίνει η παλαιστινιακή πραγματικότητα πόλος έλξης εξωτερικών παρεμβάσεων.
Σύμφωνα με αυτό, πρέπει να καθιερωθεί η δημοκρατική βάση για πολιτική και κοινωνική δράση που θα διασφαλίζει την συμμετοχή όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων ανάλογα με τον ρόλο τους στην παλαιστινιακή πραγματικότητα. Διατηρώντας την ισορροπία ανάμεσα στους στόχους της εθνικής απελευθέρωσης από τη μία και τα κοινωνικά και αναπτυξιακά θέματα από την άλλη – ώστε τα τελευταία να εναρμονίζονται με το πρώτο χωρίς να περιορίζονται- θα έζωσε τους Παλαιστίνιους από την παγίδα της ξένης βοήθειας, η οποία έχει μετατραπεί σε πολιτικό εκβιασμό και εξαναγκασμό. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να λάβουμε υπόψη την σημασία των αλλαγών στον αραβικό κόσμο (την αραβική επανάσταση), που πρέπει να την δούμε σαν μια νέα ευκαιρία να προωθήσουμε τον παλαιστινιακό απελευθερωτικό αγώνα.
Η προοπτική μιας διαδικασίας εσωτερικής, περιφερειακής και στρατηγικής ανοικοδόμησης είναι αυτό που φοβάται το κράτος του Ισραήλ: να χάσει όσα κατάφερε να αποκτήσει με φθηνό τρόπο από τις συμφωνίες του Όσλο και να έρθει αντιμέτωπο με αυξανόμενες εσωτερικές αντιθέσεις που θα απειλήσουν την συνοχή της ισραηλινής κοινωνίας. Ειδικά αν η πρωτοβουλία του Σεπτεμβρίου θα σημαίνει την επιστροφή στο διεθνές δίκαιο ως σημείο αναφοράς και θα δίνει την δυνατότητα στα παλαιστινιακά πολιτικά κινήματα να αναδιοργανωθούν και να προχωρήσουν ξανά, στη βάση αυτού. Δεύτερον, το αν η αυξανόμενη κοινωνική και οικονομική δυσπραγία στο Ισραήλ, που συνδέεται άμεσα με το κόστος κατοχής και στρατικοποίησης, θα τονίσει ξανά την σπουδαιότητα μιας κοινής λαϊκής πάλης των Παλαιστινίων και των Ισραηλινών ως μια κατευθυντήρια αρχή εναντίον των πολιτικών αποκλεισμού, ρατσισμού και φτώχειας, από τα οποία υποφέρει η ισραηλινή κοινωνία.
Το συμπέρασμα είναι ότι η σημασία της πρωτοβουλίας του Σεπτεμβρίου δεν βασίζεται στο τι θα γίνει, μιας και το αποτέλεσμα των ΗΕ καθορίζεται σε κάθε περίπτωση από τον συσχετισμό δυνάμεων. Η τελική αξία αυτής της επιλογής θα πρέπει να εξεταστεί από το γεγονός ότι παρέχει μια ευκαιρία για όλους (στην καλύτερη περίπτωση) να ξανά κερδίσουν μια σχετική ισορροπία, μέσα από την επιστροφή στα αξιώματα που θα έπρεπε να καθοδηγούν τις παλαιστινιακές πολιτικές επιλογές, το σημείο έναρξης οποιασδήποτε πολιτικής απόφασης: τα εθνικά και κοινωνικά δικαιώματα των Παλαιστινίων, με ότι αυτά περιλαμβάνουν.
Το πραγματικό νόημα της παλαιστινιακής πρωτοβουλίας του Σεπτεμβρίου στα ΗΕ είναι ότι δίνει την ευκαιρία για επιστροφή στα αξιώματα που θα έπρεπε να καθοδηγούν τις πολιτικές επιλογές των Παλαιστινίων: τα εθνικά και κοινωνικά δικαιώματα τους, με ότι αυτά περιλαμβάνουν. Ο Nassar Ibrahim εξηγεί.
Η ανακοίνωση του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής Mahmoud Abbas ότι τον Σεπτέμβριο η ΠΑ θα ζητήσει από τα ΗΕ την πλήρη αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους ως ισότιμο μέλος στους διεθνείς οργανισμούς, έχει εγείρει πολιτικές διαμάχες και νομικά ζητήματα τόσο στην Παλαιστίνη όσο και στην διεθνή αρένα. Όσο πιο πολύ οι παλαιστινιακές πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις ερευνούν το ζήτημα, τόσο τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν γίνονται πιο περίπλοκα. Η αυξανόμενη σύγχυση δείχνει πως ένα τέτοιο βήμα δεν κατάφερε να είναι το αποτέλεσμα μιας λογικής, εθνικής πολιτικής στρατηγικής, που θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε μια τέτοια επιλογή. Το αίτημα για αναγνώριση του κράτους, θα έπρεπε να ήταν η κορύφωση μιας πραγματικής διαδικασίας συμφιλίωσης ανάμεσα στη Χαμάς και τη Φατάχ, η ανοικοδόμηση των παλαιστινιακών λαϊκών κινημάτων και η μεταρρύθμιση στις σχέσεις ανάμεσα στους αραβικούς λαούς, όπως επίσης κι ανάμεσα στο διεθνές και το ισραηλινό αντι-σιωνιστικό κίνημα της κοινωνίας των πολιτών, που θα έθετε ένα νέο πλαίσιο στις μελλοντικές ειρηνευτικές πρωτοβουλίες. Δεν ήταν όμως.
Το πρώτο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι αυτή η επιλογή προέκυψε απότομα και όχι ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αξιολόγησης της παλαιστινιακής πολιτικής παρουσίας από το Όσλο μέχρι σήμερα. Με άλλα λόγια, φαίνεται πως είναι μια επιλογή λόγω μιας κρίσης παρά ένα διεθνές βήμα προς μια νέα εθνική στρατηγική. Μια ανάλυση του πολιτικού και ιστορικού περιεχομένου, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον παλαιστινιακό εθνικό αγώνα και τους σκοπούς του, είναι θεμελιώδης ώστε αυτή η πρωτοβουλία να σημαίνει κάτι παραπάνω από έναν διπλωματικό ελιγμό κάτω από την σκεπή της λεγόμενης ειρηνευτικής διαδικασίας (δηλαδή των διαπραγματεύσεων), που ήταν μια δυσλειτουργική διαδικασία από την αρχή της το 1991, με την Ειρηνευτική Συνδιάσκεψη της Μαδρίτης μέχρι και το τέλος της, το 2011. Η αποτυχία της μπορεί να εντοπιστεί στο γεγονός ότι η ειρηνευτική διαδικασία δεν είχε τις απαραίτητες προϋποθέσεις να πετύχει από την αρχή της, μιας και όλες οι διαπραγματεύσεις βασίζονταν στον άνισο συσχετισμό δυνάμεων και την συμμαχία Ισραήλ-ΗΠΑ, που υποστήριζαν η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα αραβικά καθεστώτα και ήταν πολύτιμοι συνέταιροι της.
Το να εξετάσουμε αυτή την πολιτική επιλογή και τις πολλαπλές διαστάσεις της, σημαίνει ότι πρέπει να προσδιορίσουμε τα σημεία αναφοράς και έναρξης αυτής της διαδικασίας, ώστε να αποτρέψουμε να πέσει αυτή τη συζήτηση στην παγίδα της τακτικής πολιτικής χρήσης. Ένα γεγονός που, για ακόμα μια φορά, μας επιτρέπει να επιστρέψουμε στην καρδιά της σύγκρουσης ανάμεσα στην αποικιοκρατική ισραηλινή κατοχή και τους στόχους της, και τις προσδοκίες των Παλαιστινίων για εθνική απελευθέρωση. Η αξιολόγηση –θετική ή αρνητική- θα πρέπει να γίνει πέρα από τις στενές προσεγγίσεις και να ξεκινήσει από μια άποψη στρατηγικής. Είναι σημαντικό να αναγνωριστούν οι αρχές και οι στόχοι της εθνικής απελευθερωτικής στρατηγικής, αν οι Παλαιστίνιοι πρέπει ή όχι να πάνε στα ΗΕ. Η συζήτηση εδώ, ξεπερνάει τις νομικές διαμάχες και τις εκστρατείες δημοσίων σχέσεων που έχουν μοναδικό σκοπό να προωθήσουν την άλλη πλευρά. Το καίριο σημείο δεν είναι αν η κίνηση των ΗΕ είναι σωστή ή λάθος από άποψη αρχής.
Σηματοδοτεί αυτή η επιλογή την αποδέσμευση από στρατηγικές και αναφορές των προηγούμενων διαπραγματεύσεων (που τους όρους καθόριζε ο άνισος συσχετισμός δυνάμεων) και αντιπροσωπεύει την επιστροφή στα ψηφίσματα των ΗΕ και το διεθνές δίκαιο ως σημείο αναφοράς σε οποιαδήποτε μελλοντική ειρηνευτική διαδικασία; Αυτή και μόνο αυτή η ερώτηση θα πρέπει να είναι το σημείο αναφοράς σε κάθε συζήτηση. Αν η απάντηση είναι θετική, το αίτημα για την αναγνώριση του κράτους θα πρέπει να αντιπροσωπεύει το πρώτο βήμα προς μια νέα παλαιστινιακή στρατηγική: την ανοικοδόμηση του εθνικού παλαιστινιακού αγώνα που θα βασίζεται στην εθνική ενότητα και την επανεξέταση της αντίστασης με όλες τις μορφές και τα δικαιώματα της, όπως και η ανοικοδόμηση του Οργανισμού για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), ως τον μοναδικό νόμιμο εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού, που θα στηρίζεται σε μια εθνική συνείδηση για όλα τα παλαιστινιακά εθνικά δικαιώματα (το δικαίωμα της επιστροφής, της αυτοδιάθεσης και την ίδρυση ενός ανεξάρτητου, κυρίαρχου παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ και την διάλυση των εποικισμών). Υπό αυτό το πρίσμα, η πρωτοβουλία του Σεπτεμβρίου θα μπορούσε να γίνει μέρος της εθνικής πολιτικής στρατηγικής αντί για μια στρατηγική από μόνη της. Το να πάμε στα ΗΕ τον Σεπτεμβρίου δεν είναι και δεν πρέπει να είναι το τέλος, μιας και η πραγματικότητα δεν πρόκειται να αλλάξει ιδιαίτερα εξαιτίας αυτού του βήματος.
Η εμπειρία του παλαιστινιακού αγώνα τις προηγούμενες δεκαετίες δείχνει πως εξασφαλίζοντας μια συγκεκριμένη αρμονία ανάμεσα στις απαιτήσεις των παλαιστινιακών εθνικών δικαιωμάτων από τη μία και τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές δυναμικές από την άλλη, αποτελεί το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να διατηρήσει τον παλαιστινιακό αγώνα μέσα σε ένα στρατηγικό πλαίσιο. Σε κάθε ιστορική στιγμή, αυτές οι αρχές έχουν παραβιαστεί για λόγους τακτικής και το τίμημα που πλήρωσαν οι Παλαιστίνιοι σε σχέση με τα δικαιώματα τους, ήταν μεγάλο. Αυτό ήταν το μάθημα που πήραμε από τις Συμφωνίες του Όσλο και ο λόγος είναι το γεγονός ότι η ειρηνευτική διαδικασία σε αυτό το στάδιο, δεν σεβάστηκε την βάση και τους σκοπούς της εθνικής απελευθέρωσης. Η τήρηση των συμφωνιών έγινε ο στόχος και όχι το μέσο που θα εξυπηρετούσε τα παλαιστινιακά εθνικά δικαιώματα. Κάποιοι είχαν ήδη προτείνει πως η σχετική έναρξη των διαπραγματεύσεων και η ίδρυση της ΠΑ, σημαίνουν ότι ο παλαιστινιακός λαός έχει ξεπεράσει αυτό το στάδιο, μαζί με τις εθνικές, πολιτικές και οργανωτικές ανάγκες του.
Αντί να λοιδορούμε την συνάντηση του Σεπτεμβρίου, θα πρέπει να γίνει μια εσωτερική συζήτηση στην παλαιστινιακή κοινωνία, που θα αξιολογήσει την πολιτική στάση της ηγεσίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το σημείο αφετηρίας είναι η εσωτερική αναδιάρθρωση του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στους πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες – κοινωνικά κινήματα, αριστερά κόμματα και τις μάζες που βλέπουν ως συμφέρον να συνεχιστεί ο απελευθερωτικός αγώνας με τις διεθνείς διασυνδέσεις του.
Σε κάθε περίπτωση, η παλαιστινιακή ηγεσία πρέπει να θυμηθεί ότι η αποτυχία των «ειρηνευτικών πρωτοβουλιών» μπορεί να εξηγηθεί από το απλό γεγονός ότι προσπάθησαν να προσπεράσουν τα θεμελιώδη παλαιστινιακά εθνικά δικαιώματα και την ενότητα του παλαιστινιακού λαού, προσπαθώντας να οικοδομήσουν μια ειρήνη σύμφωνα με τα ισραηλινά, κατοχικά κριτήρια. Οι συμβιβασμοί που έκανε η παλαιστινιακή ηγεσία έχουν επηρεάσει βαθιά τα θεμέλια αυτών των δικαιωμάτων και κατά συνέπεια, έχουν καταστρέψει οποιαδήποτε προοπτική νομιμοποίησης των ειρηνευτικών διαδικασιών, που για την πλειοψηφία των Παλαιστινίων, έχουν μετατραπεί σε μια επιλογή της στενής πολιτικής ελίτ που αντιτίθεται στα δικαιώματα και τα συμφέροντα της πλειοψηφίας, ενώ ο εταίρος στις διαπραγματεύσεις (το Ισραήλ), συνεχίζει τις αποικιοκρατικές πολιτικές του, όπως είναι ο εποικισμός στην παλαιστινιακή γη.
Το παραπάνω επιχείρημα δεν είναι μια κατασκευασμένη διαφωνία, αλλά είναι στην ουσία του η επιστροφή στα αγαθά εκείνα που χάθηκαν από τις πονηρές πολιτικές που συνεχίζουν να επηρεάζουν τις απαιτήσεις για τον τερματισμό της σύγκρουσης, μερικές φορές ως ρεαλιστικό αποτέλεσμα και άλλες ως εξισορρόπηση δυνάμεων. Κάθε επιτυχημένη πολιτική κίνηση πρέπει να βασίζεται στους καθοριστικούς παράγοντες και τις απαιτήσεις της εθνικής απελευθέρωσης, τους στόχους και τις στρατηγικές της, από όπου πηγάζει η νομιμοποίηση και η ηθική της. Η δέσμευση και η εκπλήρωση των παλαιστινιακών εθνικών δικαιωμάτων και ο αγώνας για ελευθερία, ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, στη βάση του διεθνές δικαίου και των ψηφισμάτων των ΗΕ. Αυτός είναι ο καθοριστικός παράγοντας οποιασδήποτε παλαιστινιακής επιλογής. Σύμφωνα με αυτό το γεγονός και τις παραπάνω πραγματικές εμπειρίες, η πιο σημαντική πρόκληση που έχουν να αντιμετωπίσουν οι πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ελίτ σχετικά με την πρωτοβουλία του Σεπτεμβρίου, βρίσκεται στην ικανότητα τους να βγουν από τον λαβύρινθο των δύο προηγούμενων δεκαετιών, με σκοπό να αναπτύξουν και να βελτιώσουν την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική παρουσία ώστε να συναντηθεί με τις απαιτήσεις της παλαιστινιακής εθνικής απελευθέρωσης και να τερματιστεί η κατοχή και όχι να την εκλάβουν ως μια απλή νομική και διπλωματική συζήτηση.
Για να επαληθεύσω αυτόν τον συλλογισμό, το νόημα του Σεπτεμβρίου εξαρτάται από δυο σημαντικές προϋποθέσεις. Πρώτον: η αποκατάσταση της παλαιστινιακής εθνικής στρατηγικής σε συμφωνία με τις εθνικές προτεραιότητες σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο παλαιστινιακός λαός βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της εθνικής απελευθέρωσης, όπου η αλληλεπίδραση των διαφόρων μορφών αντίστασης και η εθνική ενότητα είναι απαραίτητες προϋποθέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρώτο ζήτημα είναι η επανεξέταση της πολιτικής παρουσίας μετά το Όσλο, αναγνωρίζοντας τις ανισορροπίες και απομακρύνοντας τα αρνητικά στοιχεία, ώστε η πρωτοβουλία να έρχεται σε συμφωνία με τα παλαιστινιακά εθνικά συμφέροντα. Ήδη πολύ πριν η πρωτοβουλία του Σεπτεμβρίου να είναι στον ορίζοντα, ο Παλαιστίνιος ποιητής Mahmoud Darwish μας προειδοποίησε για τις δραματικές συνέπειες των διαδικασιών του Όσλο, γράφοντας ότι «το Ισραήλ κατάλαβε την εφαρμογή της ψευδούς ειρήνης ως αυτά που δεν μπορούσε να καταφέρει με τον πόλεμο: να ηγεμονεύσει στην περιοχή και να αποκλείσει τον παλαιστινιακό λαό και να τον αντιμετωπίσει ως απομονωμένη οντότητα… Εν τω μεταξύ, οι Παλαιστίνιοι έχασαν την ευελιξία τους και τελικά πλήρωσαν υψηλό τίμημα, για μια διαμεσολάβηση που είχε σκοπό να αναγνωρίσει το δικαίωμα να ιδρυθεί ένα ανεξάρτητο κράτος στο 20% των εδαφών της ιστορικής μας πατρίδας, ενώ το Ισραήλ από την άλλη, αρνείται να αποσυρθεί έστω κι ένα μέτρο από το χώρο όπου πρέπει να υλοποιηθεί ο θρύλος του και βλέπει την ιστορική μας ύπαρξη στην χώρα μας ως μια ξένη κατοχή στην «αιώνια εβραϊκή πατρίδα», (Al-dustour, Ιορδανία, 2002).
Δεύτερον: η εκπλήρωση της υποχρέωσης ανοικοδόμησης των παλαιστινιακών πολιτικών οργάνων (PLO και ΠΑ), σύμφωνα με την πολύ-αναφερόμενη νέα εθνική στρατηγική. Ο πρώτος στόχος στην αναγνώριση των θεσμών είναι να καθοριστούν σαφή όρια ανάμεσα «στην επανάσταση και την ΠΑ», ειδικά λόγω των τρομακτικών πολιτικών και πολιτισμικών συνεπειών που έχει η ανάμειξη των δύο. Αυτό ακριβώς το διεθνές λάθος ήταν που έσπρωξε τα δύο μεγαλύτερα πολιτικά κινήματα της σύγχρονης ιστορίας της Παλαιστίνης (Φατάχ και Χαμάς) στην τωρινή τους κρίση, κάνοντας πρώτα την Φατάχ και μετά τη Χαμάς να υπηρετούν την ΠΑ και όχι την απελευθερωτική στρατηγική. Αυτό οδήγησε και στη θεμελιώδη στροφή στην δομή των κινημάτων, με αποτέλεσμα να πετύχει η ΠΑ να συνδέσει τους ρόλους τους μέσα στα σύνορα της, σύμφωνα με τις συμφωνίες του Όσλο, ενώ θα έπρεπε να διατηρήσουν τους ρόλους ως ελεγκτές και καθοδηγητές την πολιτικής απελευθερωτικής στρατηγικής, χωρίς βέβαια να αρνηθούν τον ρόλο της ΠΑ σε κοινωνικά και πολιτικό επίπεδο, ώστε να συναντηθεί με τις ανάγκες του παλαιστινιακού λαού και να προωθήσει την δημοκρατία στην παλαιστινιακή κοινωνία.
Εδώ γεννήθηκε η αντίθεση ανάμεσα στον εθνικό αγώνα και την ΠΑ και γρήγορα ξέφυγε από τον έλεγχο. Αν οι πολιτικές δυνάμεις είχαν διατηρήσει μια ασφαλή απόσταση από την ΠΑ, η σύγκρουση δεν θα είχε φτάσει στο σημείο να απειλεί την ενότητα του παλαιστινιακού λαού και τις προσδοκίες του για ελευθερία και ανεξαρτησία. Η ανικανότητα της παλαιστινιακής πολιτικής ελίτ να ανταπεξέλθει σε αυτό, οδήγησε στην διάσπαση της κοινωνίας και η πολιτική κρίση, που οι Παλαιστίνιοι προσπαθούν μάταια να βρουν λύση, συνεισφέρει στο να γίνει η παλαιστινιακή πραγματικότητα πόλος έλξης εξωτερικών παρεμβάσεων.
Σύμφωνα με αυτό, πρέπει να καθιερωθεί η δημοκρατική βάση για πολιτική και κοινωνική δράση που θα διασφαλίζει την συμμετοχή όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων ανάλογα με τον ρόλο τους στην παλαιστινιακή πραγματικότητα. Διατηρώντας την ισορροπία ανάμεσα στους στόχους της εθνικής απελευθέρωσης από τη μία και τα κοινωνικά και αναπτυξιακά θέματα από την άλλη – ώστε τα τελευταία να εναρμονίζονται με το πρώτο χωρίς να περιορίζονται- θα έζωσε τους Παλαιστίνιους από την παγίδα της ξένης βοήθειας, η οποία έχει μετατραπεί σε πολιτικό εκβιασμό και εξαναγκασμό. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να λάβουμε υπόψη την σημασία των αλλαγών στον αραβικό κόσμο (την αραβική επανάσταση), που πρέπει να την δούμε σαν μια νέα ευκαιρία να προωθήσουμε τον παλαιστινιακό απελευθερωτικό αγώνα.
Η προοπτική μιας διαδικασίας εσωτερικής, περιφερειακής και στρατηγικής ανοικοδόμησης είναι αυτό που φοβάται το κράτος του Ισραήλ: να χάσει όσα κατάφερε να αποκτήσει με φθηνό τρόπο από τις συμφωνίες του Όσλο και να έρθει αντιμέτωπο με αυξανόμενες εσωτερικές αντιθέσεις που θα απειλήσουν την συνοχή της ισραηλινής κοινωνίας. Ειδικά αν η πρωτοβουλία του Σεπτεμβρίου θα σημαίνει την επιστροφή στο διεθνές δίκαιο ως σημείο αναφοράς και θα δίνει την δυνατότητα στα παλαιστινιακά πολιτικά κινήματα να αναδιοργανωθούν και να προχωρήσουν ξανά, στη βάση αυτού. Δεύτερον, το αν η αυξανόμενη κοινωνική και οικονομική δυσπραγία στο Ισραήλ, που συνδέεται άμεσα με το κόστος κατοχής και στρατικοποίησης, θα τονίσει ξανά την σπουδαιότητα μιας κοινής λαϊκής πάλης των Παλαιστινίων και των Ισραηλινών ως μια κατευθυντήρια αρχή εναντίον των πολιτικών αποκλεισμού, ρατσισμού και φτώχειας, από τα οποία υποφέρει η ισραηλινή κοινωνία.
Το συμπέρασμα είναι ότι η σημασία της πρωτοβουλίας του Σεπτεμβρίου δεν βασίζεται στο τι θα γίνει, μιας και το αποτέλεσμα των ΗΕ καθορίζεται σε κάθε περίπτωση από τον συσχετισμό δυνάμεων. Η τελική αξία αυτής της επιλογής θα πρέπει να εξεταστεί από το γεγονός ότι παρέχει μια ευκαιρία για όλους (στην καλύτερη περίπτωση) να ξανά κερδίσουν μια σχετική ισορροπία, μέσα από την επιστροφή στα αξιώματα που θα έπρεπε να καθοδηγούν τις παλαιστινιακές πολιτικές επιλογές, το σημείο έναρξης οποιασδήποτε πολιτικής απόφασης: τα εθνικά και κοινωνικά δικαιώματα των Παλαιστινίων, με ότι αυτά περιλαμβάνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου