Πηγή: http://electronicintifada.net/bytopic/675.shtml
Τις πρώτες πρωινές ώρες στις 5 Ιουνίου 1967, το Ισραήλ επιτέθηκε στην Αίγυπτο και κατέστρεψε σχεδόν όλον τον αεροπορικό πολεμικό της στόλο. Στα σύνορα Συρίας-Ισραήλ, το Ισραήλ προσπάθησε να εκδιώξει τους κατοίκους και προκάλεσε την αντίδραση της Συρίας. Στις 7 Απριλίου και ενώ ο πόλεμος διαφαινόταν, οι ισραηλινές αεροπορικές δυνάμεις επιτέθηκαν στην Συρία, καταρρίπτοντας έξι αεροπλάνα, χτυπώντας τριάντα ενισχυμένες θέσεις και σκοτώνοντας περίπου εκατό άτομα. Μέχρι τις 10 Ιουνίου, οι ισραηλινές δυνάμεις είχαν αιχμαλωτίσει την Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και την Γάζα, (φωτ. δεξιά: Ισραηλινές δυνάμεις στη Γάζα) μαζί με το Σινά και τα Υψώματα του Γκολάν. Στο τέλος του πολέμου, το Ισραήλ είχα καταφέρει σχεδόν να διπλασιάσει την έκταση των εδαφών που ήλεγχε.
Ενώ το 1/3 του αιγυπτιακού στρατού βρισκόταν στην Υεμένη και άρα η Αίγυπτος ήταν απίθανο να ξεκινήσει πόλεμο, το Ισραήλ ισχυρίζονταν στον κόσμο που τους πίστεψε ότι οι Άραβες επιτέθηκαν στο Ισραήλ και ότι αυτό κινδύνευε με αφανισμό. Και οι δύο ισχυρισμοί ήταν ψευδείς. Ο Στρατηγός της Πολεμικής Αεροπορίας του Ισραήλ, Ezer Weizman, δήλωσε πως «ποτέ δεν υπήρξε κίνδυνος εξόντωσης μας». Σχεδόν ένα χρόνο μετά τον πόλεμο, ο Ισραηλινός Στρατηγός Matityahu Peled είπε ότι «Το να προσποιούμαστε ότι οι αιγυπτιακές δυνάμεις ανακατεύονταν στα σύνορα μας και βρίσκονταν σε θέση να απειλούν την ύπαρξη του Ισραήλ, αποτελεί προσβολή όχι μόνο για την νοημοσύνη του οποιουδήποτε μπορεί να κάνει μια ανάλυση της κατάστασης, αλλά πάνω από όλα προσβολή για το Zahal( ισραηλινός στρατός).
Στα ισραηλινό-συριακά σύνορα, το Ισραήλ προχώρησε με απειλές και προκλητικές επιθέσεις. Ένα τέτοιο περιστατικό ήταν και μεγάλη αεροναυμαχία της 7ης Απριλίου 1967 ανάμεσα στο Ισραήλ και την Συρία. Έξι συριακά αεροπλάνα καταρρίφθηκαν. Σε μια συνέντευξη που έδωσε τον Μάιο του 1967 ο Yitzhak Rabin, απείλησε πως θα έριχνε την κυβέρνηση της Συρίας. Ο Πρωθυπουργός Levi Eshkol, έλεγε επανειλημμένα ότι το Ισραήλ «μάλλον θα πρέπει να δώσει στην Συρία ένα μεγαλύτερο μάθημα από αυτό της 7ης Απριλίου». Στις 14 Μαΐου, οι σοβιετικές και οι αιγυπτιακές μυστικές υπηρεσίες ανέφεραν μια μαζική κινητικότητα των ισραηλινών στρατευμάτων στα σύνορα με την Συρία.
Μια παρόμοια προκλητική επίθεση εναντίον της Ιορδανίας, έγινε τον Νοέμβριο του 1966, όταν 4.000 Ισραηλινοί στρατιώτες επιτέθηκαν στο Samu στην Δυτική Όχθη και σκότωσαν 18 Ιορδανούς στρατιώτες. Η δημόσια δικαιολογία γι’ αυτή την πράξη ήταν για «να αποφευχθεί η διείσδυση των Παλαιστινίων», αν και εκείνη την εποχή «οι Ιορδανικές αρχές έκαναν τα πάντα για να εμποδίσουν την διείσδυση», σύμφωνα με τον Odd Bull, τον τότε επικεφαλή των ΗΕ.
Στην διάρκεια του πολέμου, περισσότεροι από 300.000 Παλαιστίνιοι εκδιώχθηκαν, οι μισοί για δεύτερη φορά (φωτ. αριστερά). Ένας μικρότερος αριθμός Παλαιστινίων εκδιώχθηκε εσωτερικά, ανάμεσα τους και αυτοί που εξορίστηκαν από την Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ. Ο μετέπειτα διωγμός και η εξορία των προσφύγων συνεχίστηκε στην κατεχόμενη Παλαιστίνη του 1967 και στις χώρες εξορίας. Πολλοί από αυτούς βρέθηκαν εξόριστοι στην ανατολική πλευρά του Ιορδάνη Ποταμού, μαζί με άλλους 400.000 που είχαν καταφύγει εκεί το 1948. Πάνω από 100.000 άνθρωποι, ανάμεσα τους και 17.000 Παλαιστίνιοι πρόσφυγες που εγγράφτηκαν στον UNRWA, είχαν μετακινηθεί από τα Υψώματα του Γκολάν προς την Συρία. Στην Ιορδανία, ο πληθυσμός των προσφύγων αυξήθηκε στο διπλασιο. Ένας μικρότερος αριθμός έφυγε πιο βόρεια, στα εδάφη της Συρίας που δεν είχαν καταλάβει οι ισραηλινές δυνάμεις, στον Λίβανο και στην Αίγυπτο.
Οι απώλειες της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Συρίας μετριούνται σε 4.296 νεκρούς στρατιώτες και 6.121 τραυματίες. Από την πλευρά του Ισραήλ, σκοτώθηκαν 983 στρατιώτες και 4.517 τραυματίστηκαν.
Περίπου ένα εκατομμύριο Παλαιστίνιοι παρέμειναν στα κατεχόμενα τμήματα της Παλαιστίνης το 1967. Όπως και στις κατακτημένες από το 1948 περιοχές με μεγάλο πληθυσμό Παλαιστινίων, το Ισραήλ εδραίωσε μια στρατιωτική κυβέρνηση στην Δυτική Όχθη και την Γάζα. Η στρατιωτική κυβέρνηση εμπόδισε την επιστροφή των προσφύγων που είχαν μετακινηθεί λόγω του πολέμου και βοήθησε το Ισραήλ να πάρει τον έλεγχο σε μεγάλα εδαφικά τμήματα χωρίς να παραχωρήσει την ιθαγένεια, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα στους Παλαιστίνιους που έμεναν εκεί.
Στην απαρχή του πολέμου του Ιουνίου 1967, το Ισραήλ κατέστρεψε περίπου δέκα αραβικά χωριά στη Δυτική Όχθη. Χωριά όπως το Imwas, το Yalu και το Beit Nuba στην περιοχή Λάτρουν, καταστράφηκαν και οι κάτοικοι τους εξορίστηκαν. Τα εδάφη αυτών των χωριών τελικά έγιναν πάρκο, το Πάρκο Καναδά, το οποίο μέχρι και σήμερα παραμένει μια από τις πιο δημοφιλείς τοποθεσίες των Ισραηλινών εκδρομέων. Στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, το Ισραήλ εκδίωξε τους κατοίκους και κατέστρεψε τη γειτονιά Mughrabi, που βρισκόταν δίπλα στο Τείχος των Δακρύων, για να κάνει χώρο ώστε να φτιάξει πλατεία. Το Ισραήλ έδιωξε επίσης τον πληθυσμό από τα χωριά Beit Marsam, Beit Awa, Jiftlik, και al-Burj όπως και τους μισούς κάτοικους της Qalqilya. Μόνο οι Παλαιστίνιοι (και οι απόγονοί τους) που καταγράφηκαν στην ισραηλινή απογραφή το Σεπτέμβριο του 1967 στη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και στην Λωρίδα της Γάζας θεωρούνται νόμιμοι κάτοικοι των Κατεχόμενων. Αυτό το διοικητικό μέτρο απαγόρευσε την επιστροφή των προσφύγων του 1967 στα σπίτια τους.
Στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ, το Ισραήλ ανέτρεψε το δημοτικό συμβούλιο και επέκτεινε την εφαρμογή του ισραηλινού νόμου και την δικαιοδοσία του. Η στρατιωτική κυβέρνηση στην Δυτική Όχθη και στην Γάζα σε συνδυασμό με την επιβολή της δημοτικής αρχής στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, έλεγχε τον παλαιστινιακό πληθυσμό εφαρμόζοντας πολιτικές διαχωρισμού και απομόνωσης.
Ένα χρόνο μετά την κατοχή των Ισραηλινών στα εναπομείναντα εδάφη της Παλαιστίνης, ξεκίνησε η δημιουργία εποικισμών. Το 1979 το Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΕ με το Ψήφισμα 446, καθόρισε ότι οι πολιτικές και οι πρακτικές του Ισραήλ να ιδρύσει εποικισμούς στα παλαιστινιακά και αραβικά εδάφη που κατείχε από το 1967, δεν είχαν νομική υπόσταση και αποτελούσαν σοβαρά εμπόδια στην επίτευξη μιας περιεκτικής, δίκαιης και διαρκούς ειρήνης στην Μέση Ανατολή.
Μετά τον πόλεμο του 1967, το Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΕ πέρασε το Ψήφισμα 242 που καλούσε σε τερματισμό της κατοχής. Το Ψήφισμα τόνιζε «τον απαράδεκτο τρόπο απόκτησης των εδαφών μέσω πολέμου και την ανάγκη να δουλέψουν για μια δίκαιη και διαρκή ειρήνη, ώστε κάθε κράτος στην περιοχή θα μπορεί να ζει με ασφάλεια». Ανάμεσα σε άλλα, καλούσε και σε «απομάκρυνση των ισραηλινών δυνάμεων ασφαλείας από τα κατεχόμενα εδάφη» και «την ανάγκη μιας δίκαιης τακτοποίησης του προβλήματος των προσφύγων».
Σύμφωνα με την 4η Συνθήκη της Γενεύης, την οποία έχει προσυπογράψει το Ισραήλ, οι Παλαιστίνιοι εντός των κατεχόμενων εδαφών θεωρούνται «προστατευόμενος πληθυσμός» και έχουν το δικαίωμα προστασία από την αδιάκριτη χρήση βίας ενάντια του άμαχου πληθυσμού, την απρόκλητη καταστροφή ιδιωτικής περιουσίας, τα βασανιστήρια, συλλογική τιμωρία, την προσάρτηση των κατεχόμενων εδαφών και την ίδρυση εποικισμών. Παραβιάσεις ορισμένων από αυτά τα δικαιώματα, θεωρούνται εγκλήματα πολέμου (σύμφωνα με τα άρθρα 146, 147, 148).
Τα ΗΕ και πολλές ισραηλινές, παλαιστινιακές και διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχουν καταγράψει εκτενείς παραβιάσεις από την πλευρά του Ισραήλ σε περίοδο δεκαετιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου