Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Πίνακες του Ismail Shammout για τη Naqba (μέροςβ')

Ο Δρόμος Προς το Πουθενά

Περικυκλωμένοι από βίαιες συμμορίες, εξαναγκαστήκαμε να βαδίσουμε προς την Ανατολή, μέσα από τραχείς, άνυδρες και ορεινές περιοχές, μέχρι που φτάσαμε σε ελεγχόμενη από Άραβες περιοχή. Η ζέστη και η δίψα ήταν ένα βάσανο, που σκότωσε πολλούς ηλικιωμένους και παιδιά. Η σύγχυση και ο πανικός χώρισαν πολλά παιδιά από τις οικογένειές τους.

Ιστορία…

Στην ανατολική γωνία της πόλης, καθώς αποχαιρετούσαμε τα τελευταία σπίτια της Lydda, η έντονη ζέστη αύξησε τα κλάματα των παιδιών από την δίψα. Ο δίχρονος αδερφός μου Tawfiq και οι δυο μικρές αδερφές μου ήταν ανάμεσα σε εκείνους που διψούσαν.

Ήταν ο μήνας του Ραμαζανιού και οι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων του πατέρα και της μητέρας μου, νήστευαν. Περπατώντας με την οικογένεια μου, παρατήρησα ένα περιβόλι με πορτοκάλια κοντά μας. Μέσα από τις περιφερόμενες ομάδες ανθρώπων, χωρίς να με προσέξουν οι ένοπλοι εβραίοι, έφτασα μια λακκούβα με νερό στο περιβόλι και κατάφερα να γεμίσω ένα δοχείο που βρήκα. Γρήγορα, δεκάδες άνθρωποι με ακολούθησαν. Την στιγμή που θέλησα να επιστρέψω στην ομάδα μου κουβαλώντας το νερό για τα αδέρφια μου, ένα στρατιωτικό τζιπ ξαφνικά έφτασε, σταματώντας λίγα μόνο βήματα μακριά μου. Ένας Σιωνιστής αξιωματικός κατέβηκε και σημάδεψε το κεφάλι μου με το όπλο του. Τότε με διέταξε με σπαστά Αραβικά «Πέταξε νερό…Πέταξε νερό». Έτσι έκανα όπως με διέταξε και επέστρεψα στον αδερφό και τις αδερφές μου χωρίς αυτό. Και συνεχίσαμε να περπατάμε.

Κατά την δύση του ήλιου φτάσαμε σε ένα σημείο ανάμεσα στα τραχιά βουνά όπου δεν μπορούσαμε πια να δούμε ένοπλους Εβραίους. Συνειδητοποιήσαμε ότι βρισκόμασταν σε περιοχές που δεν ήταν υπό τον έλεγχό τους. Η εξουθένωση και η δίψα μας επιβάρυναν, καθώς οι ηλικιωμένοι, οι ασθενείς και τα παιδιά δυσκολεύονταν να συνεχίσουν. Βρήκαμε κάποια εγκατελλημένα πηγάδια και φυσικά ανοίγματα ανάμεσα στους βράχους με βρώμικο λιμνάζον νερό. Ήπιαμε σαν άλογα, και κάποιοι άρχισαν να ψάχνουν για δοχεία, σχοινί, οτιδήποτε θα μπορούσε να κρατήσει νερό. Εκατοντάδες συνωστίστηκαν στο μέρος, μόνο για να πάρουν μια γουλιά νερό από τα πηγάδια και να βρέξουν τα χείλη τους.

Τα παιδιά, εξουθενωμένα από την ζέστη, ήταν σαν λουλούδια που μαραίνονταν από την δίψα. Τα πρόσωπά τους ήταν μελαγχολικά, σκονισμένα και μαυρισμένα. Τα χείλια τους ήταν άσπρα από την έντονη δίψα. Η ζέστη εντάθηκε και ξέσπασε χάος. Καθώς η δίψα και η εξάντληση μεγάλωνε, πολλοί άνθρωποι έχασαν την αυτοσυγκέντρωσή τους. Πολλά παιδιά χάθηκαν, και οι ηλικιωμένοι, οι άρρωστοι, οι έγκυες έπεφταν στο έδαφος, και γίνονταν πτώματα χωρίς κίνηση.

Μπόρεσα να βρω μια θέση ανάμεσα στο πλήθος γύρω από το ένα από τα πηγάδια και προσπάθησα να πάρω νερό, όπως οι υπόλοιποι. Μετά από αρκετές προσπάθειες, ο αδερφός μου και εγώ καταφέραμε να αποκτήσουμε λίγο από το βρώμικο νερό. Πήρα όσο περισσότερο μπορούσα, κρατώντας το στο βρεγμένο μου πουκάμισο, και πήγα τρέχοντας προς την οικογένειά μου.

Μια διψασμένη γυναίκα που ικέτευε για μια γουλιά νερό μου επιτέθηκε. Όταν είδε το βρεγμένο μου πουκάμισο, το τράβηξε από τις άκρες του προκειμένου να ρουφήξει το νερό που είχε παραμείνει σ’ αυτό. Κάποιοι ξεπάτωναν τις ρίζες των φυτών ψάχνοντας για οποιοδήποτε υγρό μέσα σ’ αυτές.

Μετά την δύση του ήλιου, ήμασταν ανάμεσα στους πρώτους που έφτασαν στο “Nalin” στα περίχωρα της Ραμάλα. Οι άνθρωποι του χωριού, με την φυσική τους γενναιοδωρία, αμέσως μας πρόσφεραν νερό και ψωμί, καθώς και ζώα για να μεταφέρουν τους πιο αδύναμους. Εκείνη την νύχτα κοιμηθήκαμε κάτω από τις ελιές , κάτω από το κάλυμμα του ουρανού.

Παλαιστίνιοι πρόσφυγες

Από την Lydda στην Ραμάλα, στην Βηθλεέμ, στη Χεβρώνα και μετά στο Khan Yunis κοντά στην Γάζα, ο προορισμός μας ήταν ένας προσφυγικός καταυλισμός περικυκλωμένος από συρματόπλεγμα. Η διεθνής φιλανθρωπία έφθανε με αργούς ρυθμούς. Οι περήφανοι Παλαιστίνιοι του χθες, πρόσφυγες του σήμερα - έμαθαν να μπαίνουν στην ουρά για πενιχρές μερίδες φαγητού για να καθησυχάσουν τον συνηθισμένο πόνο από την πείνα.

Ιστορία…

Την επόμενη μέρα μεταφερθήκαμε με φορτηγό από ένα χωριό του Nalin στην Ραμάλα. Μας άφησαν σε ένα σχολείο θηλέων στα νότια της πόλης. Στοιβαχτήκαμε στα δωμάτια του σχολείου, μας έδωσαν ψωμί και ήπιαμε μέχρι να χορτάσουμε.

Η κατάσταση της υγείας του μικρότερου αδερφού μου Tawfiq χειροτέρευε σαν αποτέλεσμα της δίψας, της ζέστης και της σοβαρής ηλίασης την ημέρα της εξαναγκαστικής μας μετανάστευσης (ήταν 2 ετών). Μετά από λίγες μέρες απεβίωσε. Ο πατέρας μου και οι δύο αδερφοί του, καθώς και άλλοι συγγενείς, αποφάσισαν να αναχωρήσουμε για το Khan Yunis στην μέση της Γάζας. Πιστεύαμε ότι το να πάμε στο Khan Yunis θα μας έπαιρνε μόνο λίγες ώρες και ότι το πέρασμα προς αυτό θα ήταν εύκολο. Στην πραγματικότητα ζήσαμε ένα επικίνδυνο και εξαντλητικό ταξίδι καθώς περνούσαμε διαμέσου των ελεγχόμενων από τους Σιωνιστές δρόμους.

Μετά από 2 περίπου εβδομάδες φθάσαμε στο Khan Yunis. Ήμασταν ανάμεσα στους πρώτους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στον πρώτο καταυλισμό που δημιουργήθηκε στο Khan Yunis στο ψηλότερο σημείο του “sawafi”. Ο καταυλισμός βρισκόταν πάνω σε λευκή και χρυσή άμμο, που αλλάζει μορφή και χρώμα σαν αποτέλεσμα του φωτός του ήλιου την μέρα και του φωτός του φεγγαριού την νύχτα. Παρόλα αυτά, η ομορφιά εκείνων των αμμόλοφων δεν κράτησε για πολύ. Ισοπεδώθηκαν από ανθρώπους και μηχανές προκειμένου να γίνουν χώρος κατάλληλος για την υποδοχή χιλιάδων προσφύγων.