Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Τα Συριακά παιχνίδια στην Παλαιστίνη

της Μαρίνας Ελευθεριάδου (ερευνήτρια στο Κέντρο, Μεσανατολικών, Μεσογειακών και Ισλαμικών Σπουδών ΚΕΜΜΙΣ) 17 Φλεβάρη 2010

Η εμπλοκή της Συρίας στο παλαιστινιακό ζήτημα χρονολογείται από την εποχή που ανέκυψε το ζήτημα αυτό. Στο πέρασμα των χρόνων, όμως, η φύση αυτής της εμπλοκής έχει αλλάξει. Σήμερα η εξάρτηση της Δαμασκού από την σημερινή προστατευόμενή της, τη Χαμάς, δεν είναι μικρότερη από την εξάρτηση της Χαμάς από αυτήν. Το αν θα μπορέσει η μία ή η άλλη να επιβιώσει από μια ρήξη στις σχέσεις τους θα εξαρτηθεί από τις παράλληλες σχέσεις που έχουν αναπτύξει ή θα αναπτύξουν με τους άλλους παίκτες της περιοχής.

Για τον επί χρόνια Σύριο ηγέτη, Χαφίζ αλ-Ασάντ, το παλαιστινιακό πρόβλημα ήταν πολύ σημαντικό για να αφεθεί στα χέρια των Παλαιστινίων. Μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες (οι τελευταίες δύο, το 1967 και το 1973, με τον Ασάντ στην θέση του υπουργού αμύνης και πρόεδρου αντίστοιχα) να απομακρύνει το «Σιωνιστικό εμπόδιο» για τη δημιουργία της Bilad al-Sham (Μεγάλη Συρία) που θα περιλάμβανε το Λίβανο, την ιστορική Παλαιστίνη (συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ) και την Ιορδανία, η στρατηγική οξυδέρκεια του Ασάντ τον οδήγησε στην συνειδητοποίηση ότι θα έπρεπε να ακολουθηθεί άλλη οδός. Αντίθετα με την διαδεδομένη αντίληψη, τα Γκολάν εκείνη την εποχή ήταν μόνο ένας από τους στόχους της Συρίας. Ο Ασάντ είχε μεγαλύτερα σχέδια. Ωστόσο, η περιφερειακή υπεροχή απαιτούσε μια κυριάρχη θέση στην ανατολική Μεσόγειο (Levant) η οποία με τη σειρά της απαιτούσε προσεκτικούς χειρισμούς με το ολοένα ισχυρότερο Ισραήλ. Αντίστοιχα, η παν-αραβική ιδέα την οποία είχε ασπαστεί το Μπα’αθ προσέδιδε μεγάλη σημασία στην Παλαιστίνη, υπαγορεύοντας έτσι μια αντίστοιχη πολιτική. Από τη στιγμή που η συμβατική ισορροπία ισχύος μεταξύ των δύο δυνάμεων γινόταν ολοένα δυσμενέστερη (παρά την μεγάλη εισροή σοβιετικού οπλισμού) και οι υπόλοιποι παίκτες εγκατέλειπαν τον αγώνα, τα πιο αδύναμα «πιόνια», ο Λίβανος και η Παλαιστίνη, έπρεπε να χειραγωγηθούν σε ένα «διαρκές σαχ» εναντίον του Ισραήλ. Η ενδημική αστάθεια και οι ρευστές συμμαχίες του Λιβάνου ήταν εύκολη υπόθεση για έναν μάγο της τακτικής σαν τον Ασάντ. Η παλαιστινιακή προσκόλληση στην ανεξάρτητη λήψη αποφάσεων, όμως, ήταν μεγαλύτερη πρόκληση. Ούτε τα υποχείρια σαν την ασ-Σάικα και αργότερα τον Αμπού Νιντάλ, ούτε η ενθάρρυνση διαφωνούντων μέσα στη Φατάχ (το κίνημα του Αμπού Μούσα του 1983) δεν μπόρεσαν να πλήξουν την ΟΑΠ (PLO).

Το πρώτο πλήγμα σε αυτή τη στρατηγική ήρθε με τις συμφωνίες του Όσλο (και σε μικρότερο βαθμό με τη συμφωνία του Τάιφ στο Λίβανο). Η Συρία αρχικά θεώρησε ότι η PLO, μετά την αναγκαστική της εξορία στη Τύνιδα, αργά ή γρήγορα θα κατέληγε υπό συριακή επιρροή. Ωστόσο, αντίθετα με τα σχέδια της Συρίας η PLO επανεμφανίστηκε ενδυναμωμένη. Έτσι, μετά τη διμερή συμφωνία με το Ισραήλ η διαδικασία της Μαδρίτης την οποία η Συρία μπορούσε να επηρεάσει υπονομεύθηκε. Η πρώτη αντίδραση του Χαφίζ αλ-Ασάντ ήταν να κατηγορήσει τον Αραφάτ για προδοσία του παλαιστινιακού και αραβικού αγώνα (οι σχέσεις τους δεν εξομαλύνθηκαν μέχρι το θάνατο του Χαφίζ, το 2000, στην κηδεία του οποίου παραβρέθηκε ο Αραφάτ) και να επαναβεβαιώσει τη στήριξη της Συρίας στις αντιτιθέμενες στο Όσλο ομάδες που εντωμεταξύ αποδυναμωμένες είχαν σκορπιστεί στη Μέση Ανατολή. Στο τέλος, ωστόσο, ο Ασάντ αντιλήφθηκε ότι οι επιλογές συρικνώνονταν και έτσι αποφάσισε να ακολουθήσει και αυτός τη διμερή οδό για να ανακτήσει τουλάχιστον τα Γκολάν.

Το δεύτερο πλήγμα στη στρατηγική της Συρίας ήρθε μετά την 11η Σεπτεμβρίου και τις δυσμενείς για τη Συρία εξελίξεις που ακολούθησαν. Με τη συμπερίληψη της Συρίας στον «άξονα του κακού», ο νέος άπειρος ηγέτης της Συρίας, Μπασίρ αλ-Ασάντ βρέθηκε σε ένα διπλωματικό κυκεώνα. Όχι μόνο η Δαμασκός περίμενε τη σειρά της για την αμερικανική «δημοκρατική φρενίτιδα» στη Μέση Ανατολή αλλά επίσης εκδιώχθηκε από τον Λίβανο. Στο παλαιστινιακο ζήτημα, η απόφαση του Χαφίζ αλ-Ασάντ να δεχτεί την ηγεσία της Χαμάς μετά τον εκδιωγμό της από την Ιορδανία το 1999 τώρα φαινόταν να αποτελεί βάρος για το καθεστώς παρά πλεονέκτημα. Η αμερικανική κυβέρνηση επανειλημένα καταδίκασε την Συρία για «παροχή ασύλου» και για την επιχειρησιακής βοήθειας σε τρομοκράτες. Τον Ιούνιο του 2002 έγινε αναφορά στο ενδεχόμενο κυρώσεων, οι οποίες τελικά επιβλήθηκαν το 2004 (Syria’s Accountability Act). Παράλληλα, το Ισραήλ διαβάζοντας σωστά την αδυναμία της Συρίας, μετέφερε το πεδίο μάχης στο συριακό έδαφος. Τον Αύγουστο του 2003 Ισραηλινά αεροπλάνα πέταξαν πάνω από την θερινή κατοικία του Ασάντ στην Λατάκια ως απάντηση σε επίθεση αυτοκτονίας της Ισλαμικής Τζιχάντ στην Ιερουσαλήμ. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους βομβαρδίστηκε ένα παλιό στρατόπεδο του PLFP-GC (Λαϊκό Μέτωπο Γενικό στρατηγείο). Ήταν η πρώτη φορά από το 1973 που χτυπήθηκε στόχος μέσα στη Συρία. Τον Σεπτέμβριο του 2004 ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της Χαμάς, ο Ιζουντίν αλ-Σείχ Χαλίλ, δολοφονήθηκε στη Δαμασκό. Τον Ιούνιο του 2006 Ισραηλινά αεροπλάνα επισκέφθηκαν για δεύτερη φορά το σπίτι του Ασάντ στη Λατάκια μετά τη αιχμαλώτιση του Γκιλάντ Σαλίτ. Τη λίστα συμπληρώνουν δυο άλλα περιστατικά όχι άμεσα συνδεόμενα με το παλαιστινιακό ζήτημα: η δολοφονία του Ιμάντ Μουγκνίε της Χεζμπολά το Φεβρουάριο του 2008 και ο βομβαρδισμός των φημολογούμενων πυρηνικών εγκαταστάσεων το Σεπτέμβριο του 2007. Η απάντηση της Συρίας ήταν λιτή: αυτοσυγκράτηση. Η συριακή πολιτική της mumana’a (παθητική αντίσταση) ως μέθοδος για την προώθηση της muqawama (ενεργή αντίσταση) είχε μετατραπεί σε απόλυτη αδράνεια ή υποχωρητικότητα. Κάθε φορά που αυξανόταν η πίεση, το συριακό καθεστώς άφηνε να εννοηθεί μέσω ελεγχώμενων διαρροών ότι είχε ζητηθεί από τα στελέχη της Χαμάς να περιορίσουν τις πολιτικές δραστηριότητες και τις επαφές με τον ξένο τύπο ή ακόμα και ότι είχαν κλείσει τα γραφεία τους και είχαν εγκαταλείψει τη χώρα. Όταν η ένταση υποχωρούσε, οι συριακές αρχές διέψευδαν τις φήμες.

Παρά τα προβλήματα που δημιουργούσε η παρουσία της Χαμάς, η Συρία δεν μπορούσε να κόψει τους δεσμούς με την οργάνωση αν ήθελε να έχει έρεισμα στα παλαιστινιακά ζητήματα και κατά προέκταση ένα διαπραγματευτικό όπλο στις Ισραηλινό-συριακές συνομιλίες. Βέβαια, οι σχέσεις με τη Φατάχ βελτιώθηκαν υπό τον Μπασίρ αλ-Ασάντ. Το 2003 μάλιστα άνοιξαν εκ νέου τα γραφεία της οργάνωσης στη Δαμασκό μετά από είκοσι χρόνια. Ο Μαχμούντ Αμπάς μετά την εκλογή του στη θέση της προεδρίας της Παλαιστινιακής Αρχής επισκέφθηκε τη Δαμασκό και έκτοτε έχει κάνει στάσεις στη συριακή πρωτεύουσα αρκετές φορές. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση η Συρία δεν μπορούσε να ελπίζει σε σημαντική επιρροή πάνω στη Φατάχ, απλούστατα γιατί η Φατάχ δεν χρειαζόταν την προστασία της Συρίας και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να εκβιαστεί. Η σημασία της Συρίας βρισκόταν αλλού: στην επιρροή της πάνω στη Χαμάς. Η στάση της Συρίας άρχισε να αποδίδει καρπούς μετά την νίκη της Χαμάς στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2006 και ακόμα περισσότερο μετά την κατάληψη της Γάζας τον Ιούνιο του 2007. Η ενδύναμωση της Χαμάς είχε θετικό αντίκτυπο και στη θέση της Συρίας. Η Δαμασκός μπορούσε να παρουσιάσει τον εαυτό της ως δυνητικό αρνητικό παραγόντα αλλά ταυτόχρονα και ουσιαστική συνισταμένη σε μια πιθανή λύση. Μπορεί η σαουδαραβικής έμπνευσης συμφωνία της Μέκκας (Φεβρουάριος 2007) για τη δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας να έδειξε ότι η Συρία ενδεχομένως να μην είναι η καλύτερη δυνατή επιλογή για την επίτευξη λύσης, ωστόσο, η προσπάθεια της Συρίας να σαμποτάρει τη Διάσκεψη της Ανάπολις το Νοέμβριο του 2007, μέσω της σύγκλησης μιας αντι-συνόδου με όλες τις αντιπολιτευόμενες δυνάμεις, έδειξε ότι μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά. Η αντι-σύνοδος τελικά αναβλήθηκε όταν η Συρία αποφάσισε να στείλει αποστολή στις ΗΠΑ για τη διάσκεψη.

Ο πόλεμος στη Γάζα ανέδειξε αυτό το γεγονός στο έπακρο. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας πολλές ξένες αποστολές επισκέφτηκαν τη Δαμασκό για να ζητήσουν από τον Μπασίρ αλ-Ασάντ να χρησιμοποιήσει την επιρροή του πάνω στη Χαμάς: μεταξύ αυτών ο Γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζύ, Ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ρεζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο ειδικός απεσταλμένος για τη Μέση Ανατολή του Ρώσου Προέδρου Αλεξάντερ Σουλτάνοβ, ο Σουδανός Πρόεδρος Ομάρ Χασάν αλ-Μπασίρ, ο γ.γ. του ΟΗΕ Μπαν Κι-Μουν και μια κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία από τη Μεγάλη Βρετανία. Αυτή η έντονη διπλωματική κινητικότητα συνεχίστηκε και στους επόμενους μήνες. Την στιγμή που το άδειο για τόσο καιρό διπλωματικό μέγαρο στη Δαμασκό γνώριζε τις παλιές του δόξες, ένα άρθρο στο Asia Times Online (Μάιος 2009) ανέφερε ότι πάλι η Συρία ήταν έτοιμη να διώξει τη Χαμάς από τη χώρα. Η εγκυρότητα των ισχυρισμών αυτών είναι αμφισβητήσιμη καθώς το όνομα του συγγραφέα δεν αποκαλύπτεται για λόγους προσωπικής ασφάλειας όπως αναφέρεται και δεν υπάρχουν άλλες πηγές να επιβεβαιώσουν την είδηση. Ωστόσο, το εν λόγω άρθρο φέρνει στο φως ίσως το σημαντικότερο ερώτημα για τη σχέση τους: ποιος εκ των δύο έχει ανάγκη τον άλλον περισσότερο;

Η Συρία από μόνη της δεν αποτελεί απειλή για το Ισραήλ παρά μόνο ενόχληση. Αυτό σημαίνει ότι εάν θέλει να αναγκάσει το Τελ Αβίβ σε συμφωνία για τα Γκολάν η Δαμασκός χρειάζεται τη Χαμάς, τη Χεζμπολά και το Ιράν αν και ο ρόλος του τελευταίο είναι άλλης φύσεως. Η Χεζμπολά χρειάζεται τη Συρία ως δίοδο προς το Ιράν αλλά κατά πάσα πιθανότητα μπορεί να επιβιώσει και χωρίς αυτή τη διευκόλυνση καθώς έχει ισχυτή παρουσία μέσα στο Λίβανο και η αστάθεια της χώρας της επιτρέπει τη χρήση άλλων μεθόδων για την απόκτηση οπλισμού, χρημάτων και άλλων αγαθών απαραίτητων για την λειτουργία της. Η Συρία από την άλλη χρειάζεται ένα σουνιτικό σύμμαχο προκειμένου να μην αποκοπεί από τον αραβικό κόσμο (ως τμήμα του Ιρανικού άξονα). Η Δαμασκός τους τελευταίους μήνες έχει χρησιμοποιήσει έξυπνα τη Χαμάς για να βελτιώσει τις σχέσεις της με τις άλλες αραβικές δυνάμεις. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Γάζας η Δαμασκός απέφυγε να κατηγορήσει τις αραβικές κυβερνήσεις για την έλλειψη συμπαράστασης στη Χαμάς όπως είχε κάνει κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Λίβανο. Η μόνη εξαίρεση ήταν η Αίγυπτος αλλά στην περίπτωση αυτή η έχθρα μεταξύ των δύο είναι πολύ μεγάλη και σε κάθε περίπτωση ο «αραβικός δρόμος» απαιτούσε κάποιος να ασκήσει κριτική στο Κάιρο για το μη άνοιγμα του περάσματος της Ράφα. Όταν και αν η Συρία καταφέρει να βελτιώσει τις σχέσεις της με τα αραβικά κράτη, να τερματίσει τον αποκλεισμό της από τη διεθνή κοινότητα και να λάβει αμερικανικές εγγυήσεις όσον αφορά τα Γκολάν τότε θα είναι έτοιμη να πουλήσει τη Χαμάς. Ένα πιο δύσκολο ερώτημα είναι το αν θα της επιτρέψει το Ιράν να κάτι τέτοιο.

Η θέση της Χαμάς είναι ανάλογη. Υπό τις παρούσες συνθήκες, αν η ηγεσία της εκδιωχθεί από τη Συρία, η μοναδική πραγματική εναλλακτική λύση είναι το Ιράν και αυτό θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία για την οργάνωση. Το Σουδάν, που συχνά αναφέρεται ως ενναλακτικός προορισμός αντί της Συρίας, είναι παγίδα θανάτου. Ο Χαλέντ Μεσάλ γλίτωσε το 1997 από απόπειρα των Ισραηλινών να τον δηλητηριάσουν στην Ιορδανία όταν ο βασιλιάς Χουσεΐν, με παρέμβαση του Μπιλ Κλίντον, ανάγκασε το Ισραήλ να του χορηγηθεί το αντίδοτο. Δυστυχώς δεν θα υπάρχει αντίδοτο όταν ο Μεσάλ ή άλλα στελέχη της Χαμάς σφαγιαστούν στον εμφύλιο του Σουδάν. Η επιστροφή στη Γάζα, αν γίνει δεκτή από το Ισραήλ και την Αίγυπτο, όχι μόνο θα τον καταστήσει εύκολο στόχο για το Ισραήλ αλλά θα έχει και τεράστιες επιπτώσεις στα κανάλια επικοινωνίας της Χαμάς με τον υπόλοιπο κόσμο. Το Κατάρ που το τελευταίο διάστημα δείχνει ολοένα και μεγαλύτερη συμπαράσταση στη Χαμάς έχει υποδεχτεί στο έδαφός τον Χαλέντ Μεσάλ αρκετές φορές αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα αποδεχτεί μια μόνιμη παρουσία, δεδομένης της σχέσης του με τις ΗΠΑ. Η Ιορδανία, που το 2008 προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τη Χαμάς ως αποτέλεσμα της αδυναμίας του Αμπάς και του φόβου ότι η «ιορδανική λύση» ήταν και πάλι πιθανή, έβαλε τη διαδικασία συμφιλίωσης στο πάγο κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γάζα γιατί αντιλήφθηκε ότι το παλαιστινιακό σε συνδυασμό με το ισλαμικό αίσθημα απειλούσε την εύθραυστη ισορροπία στη χώρα. Ως εκ τούτου, ωσότου η Χαμάς βελτιώσει τη θέση της στο εσωτερικό (πιθανόν μέσω μιας ευνοϊκής συμφωνίας συγκυβέρνησης με τη Φατάχ που δεν έχει ακόμα επιτευχθεί), το περιεφερακό και το διεθνές επίπεδο, θα είναι υποχρεωμένη να σέβεται τα συμφέροντα του οικοδεσπότη της καθώς δεν υπάρχει αποδεκτή εναλλακτική λύση. Στην πολιτική οι όρκοι αιώνιας πίστης δεν ισχύουν. Στη μετά τον πόλεμο της Γάζας και μετά Μπους εποχή λαμβάνει χώρα ένας διπλωματικός αγώνας δρόμου μεταξύ της Συρίας και της Χαμάς. Ο χαμένος είτε δεν θα έχει πια «σπίτι» για να επιστρέψει είτε θα βρει το «σπίτι» του κατειλημμένο.