Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Η μυρωδιά της δυστυχίας και το αίσθημα της ελπίδας

Προσφυγικοί καταυλισμοί Σάμπρα και Σατίλα

του Mazin Qumsiyeh, Πηγή: www.qumsiyeh.org/rightsblog2009/ 14 Νοέμβρη 2009

Είχα να επισκεφτώ την Βηρυτό από όταν ήμουν 5 χρονών (αν και θυμάμαι αρκετά πράγματα από αυτό το ταξίδι) και ήμουν αρκετά νευρικός, αφού έχουν συμβεί πολλά έκτοτε. Ο Λίβανος και η Παλαιστίνη, μαζί με την Ιορδανία και την Συρία πάντα ήταν ενωμένες. Μόνο μετά την απόφαση της Βρετανίας και της Γαλλίας να μας χωρίσουν και να δώσουν την γη μας στους Ευρωπαίους Εβραίους χωριστήκαμε και χάσαμε την επαφή μας (και μερικές φορές φιλονικούσαμε). Πήγα ως προσκεκλημένος σε ένα συνέδριο με θέμα «τα δικαιώματα στο νερό στην Λεκάνη του Ποταμού Ιορδάνη» σαν εκπρόσωπος του Ινστιτούτου Εφαρμοσμένων Ερευνών της Ιερουσαλήμ (1). Οι Λιβανέζοι οικοδεσπότες, μας συμπεριφέρθηκαν σαν οικογένεια: υπερβολικά φιλόξενοι και ευγενικοί.

Αγωνιούσα να επισκεφτώ τους προσφυγικούς καταυλισμούς του Λιβάνου και να συναντηθώ με ακτιβιστές (Λιβανέζους και Παλαιστίνιους) που γνώριζα από το internet. Έχω αναφερθεί εκτενώς στα γραπτά μου στο θέμα των προσφύγων και έχω προλογίσει ένα βιβλίο με θέμα την σφαγή της Sabra και Shatila (2). Συναντήθηκα με πρόσφυγες από τον καταυλισμό Mar Elias και άλλους και την Δευτέρα επισκέφτηκα το Αραβικό Κέντρο Λαϊκής Τέχνης (3) που εξυπηρετεί τους Λιβανέζους και Παλαιστίνιους νέους των περιθωριακών κοινοτήτων.

Ένας παλιός μου φίλος, ο Raja Mattar από την Γιάφα που διευθύνει τον οργανισμό «Βοήθεια για τους Φοιτητές της Παλαιστίνης», κανόνισε με έναν νεαρό Παλαιστίνιο να με πάει στην Sabra και τη Shatila. Συναντηθήκαμε μπροστά από το ξενοδοχείο Crown Plaza, στον πολυτελή δρόμο Al Hamra και το ταξί μας πήγε μέχρι το τέρμα του καταυλισμού. Καθώς μπαίναμε, προκαλέσαμε κυκλοφοριακό μπέρδεμα (οι δρόμοι δεν είναι σχεδιασμένοι για να είναι διπλής κυκλοφορίας), έτσι αφήσαμε το ταξί κολλημένο στην κίνηση και συνεχίσαμε με τα πόδια. Χρειαζόμουν να περπατήσω.

Διασχίσαμε μια αγορά που οι περιθωριοποιημένοι (Λιβανέζοι και Παλαιστίνιοι) κάνουν τα ψώνια τους. Η αγορά είχε τα πάντα, από λαχανικά μέχρι μεταχειρισμένα (και βρώμικα) ρούχα και παπούτσια, κομμάτια από σωλήνες και βιβλία. Όλα αυτά ήταν τοποθετημένα κάτω και ο ιδιοκτήτης τους προσπαθούσε να τα πουλήσει σε ανθρώπους που ήταν το ίδιο φτωχοί με αυτόν. Κάποιοι από αυτούς τους πάγκους δεν ήταν καν πάγκοι, αλλά ένα σεντόνι από εφημερίδες ή πλαστικό πάνω στο οποίο είχαν απλώσει τα «καλά» τους, που προσπαθούσαν να πουλήσουν. Απ’ ότι παρατήρησα, οι περισσότεροι ήταν πρόθυμοι να σου πουλήσουν όλη τους της πραμάτεια με κάτι λιγότερο από 20 δολάρια.

Έχω ξαναβρεθεί σε αγορές φτωχογειτονιών, αλλά αυτή ήταν διαφορετική. Έμοιαζε με μια πολυσύχναστη αγορά όπου τα πάντα αγοράζονταν και πουλιόνταν σε πολύ χαμηλές τιμές (συνήθως για λιγότερο από ένα δολάριο, δηλαδή 1.500 λιβανέζικες λίρες). Αλλά δεν ήταν θορυβώδες μέρος, οι πωλητές δεν σε φώναζαν όπως γίνεται στην Βηθλεέμ. Τα παζάρια και τα αστεία ήταν ελάχιστα. Επικρατούσε ένα ήρεμο κλίμα, που με προβλημάτισε. Ίσως να υπήρχαν περισσότεροι έμποροι από αγοραστές, σκέφτηκα ή να μην ήταν ώρα αιχμής. Σαν να ήμουν σε μουσείο που οι επισκέπτες γυρίζουν γύρω –γύρω, κοιτούν ήσυχα τους πίνακες και περιστασιακά ρωτούν για κάτι που τους «σκανδάλισε» με ήρεμη, χαμηλή φωνή.

Καθώς πλησιάζαμε στον καταυλισμό, η μυρωδιά γινόταν εντονότερη. Είναι δύσκολο να το περιγράψω, μια μυρωδιά από υπόνομο και σάπια σκουπίδια, τόσο έντονη που μάλλον είναι αντίθετη του φρέσκου αέρα, μια μπαγιάτικη και αποπνικτική αψάδα, που νόμιζα ότι είχα παραισθήσεις. Έχω βρεθεί σε πάνω από 30 καταυλισμούς στην Ιορδανία και την Δυτική Όχθη και περίμενα πώς οι καταυλισμοί στο Λίβανο θα ήταν χειρότεροι. Είχα διαβάσει γι’ αυτούς και είχα δει φωτογραφίες και βίντεο, αλλά και πάλι σοκαρίστηκα με αυτό που είδα, μύρισα, άκουσα και μ’ αυτό που ένοιωσα. Οι λέξεις μου δεν είναι ικανές να το περιγράψουν.

Καθώς βιντεοσκοπούσα και ήθελα να μετακινήσω την κάμερα προς τα επάνω για να τραβήξω ένα συνονθύλευμα εκατοντάδων καλωδίων που διασταυρώνονταν (δική τους κατασκευή για να μεταφέρουν ηλεκτρικό και τηλέφωνο σε όσα σπίτια δεν μπορούν να έχουν κανονική σύνδεση, μεταφορικά και κυριολεκτικά), άκουσα μια γυναικεία φωνή που μου έλεγε «Shoo bitsawwer» (τι φωτογραφίζεις;). Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι διαμαρτύρεται για το ότι φωτογραφίζω, οπότε άρχισα να σιγομουρμουρίζω κάτι ότι έρχομαι από την Βηθλεέμ και ότι επισκέφτηκα τον καταυλισμό, όταν άρχισε να μου λέει για τον γιατρό της κλινικής. Τα έχασα. Μου είπε ότι υπάρχει ένας γιατρός και οι ασθενείς είναι εκατοντάδες και ότι δεν μπορούσε να πάει την κόρη της στον γιατρό της κλινικής του UNRWA. Μόλις τότε είδα ένα κοριτσάκι που κρυβόταν ντροπαλά πίσω από την μητέρα του. Είπα κάτι ανόητο και ανούσιο, μιας και δεν ήξερα τι να πω όταν το κορίτσι είπε της μητέρας του να προχωρήσουν. Συνέχισα να βιντεοσκοπώ τα καλώδια, τις πολιτικές αφίσες και τους ανθρώπους.

Παιδιά βρίσκονταν παντού και τους άρεσε η κάμερα μου. Πρόσεξα ότι δεν υπήρχαν πουθενά παιχνίδια, ποδήλατα, μπάλες, λαστιχένια παπάκια ή αρκουδάκια. Κάποια παιδιά είχαν βρει κάτι που το θεωρούσαν παιχνίδι: ένα ξύλο, έναν ελαστικό επίδεσμο και έναν πλαστικό σωλήνα. Ορισμένα είχαν ενώσει αυτά τα κομμάτια και είχαν φτιάξει αντικείμενα που δεν χρησίμευαν πουθενά. Τα βιντεοσκόπησα και γύρισα την ταινία πίσω για να τους δείξω τα χαμογελαστά τους πρόσωπα. Τους χαμογέλασα και τους μίλησα, σαν να ήταν η οικογένεια μου. Αλλά οι σκέψεις μου ήταν βασανιστικές. Πάλεψα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου καθώς γύριζα την κάμερα από τα χαμογελαστά πρόσωπα στους ανοιχτούς υπόνομους δίπλα τους. Αυτός είναι ο παιδότοπος τους, σκέφτηκα. Τα περισσότερα δεν έχουν βγει από αυτόν τον καταυλισμό. Αυτό είναι το μόνο που έχουν γνωρίσει. Ένας άντρας φώναξε στα παιδιά να μας αφήσουν μόνους.

Μια γυναίκα στο παράθυρο του δεύτερου ορόφου χτυπάει μια παλιά κουρελού για να την τινάξει. Ο «οδηγός» μου, ο Waseem με προειδοποιεί για τις λακκούβες και τα εμπόδια στα στενά δρομάκια (υπάρχει πιο κατάλληλη λέξη να περιγράψει κανείς το ενός μέτρου πλάτους βρώμικο άνοιγμα ανάμεσα στα σπίτια στις πυκνοκατοικημένες και εξαθλιωμένες περιοχές; ίσως η αραβική masarib;) Ο Waseem είναι από το Nahr El Bared, έναν καταυλισμό που καταστράφηκε ολοσχερώς από βομβαρδισμούς, όταν ο λιβανέζικος στρατός πολεμούσε με εξτρεμιστικές ομάδες. Ο καταυλισμός δεν επισκευάστηκε, έτσι ο ίδιος και η οικογένεια του μένουν στην άκρη του καταυλισμού σε προσωρινές κατοικίες.

Όπως και να έχει, επιστρέφουμε πίσω στους ήχους, τις μυρωδιές, την αίσθηση και την θέα αυτού του καταυλισμού. Με διατρέχουν τόσα πολλά συναισθήματα και ούτε ένα από αυτά δεν είναι ευχάριστο. Περνάμε μπροστά από την κλινική του UNRWA και βλέπω πολλές μητέρες με τα παιδιά τους. Δίπλα ακριβώς βρίσκονται κάποιοι εργάτες που χρησιμοποιούν ένα κομπρεσέρ για να σκάψουν τον δρόμο. Τα παιδιά χοροπηδούν γύρω και πάνω από το άνοιγμα (ναι, από κάτω είναι υπόνομος) σαν να κοροϊδεύουν την δουλειά. Η πρώτη αναλυτική σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ότι αυτό δεν είναι μέρος που μπορεί να επιδιορθωθεί. Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να γυρίσουν πίσω στα χωριά τους από όπου και εκδιώχθηκαν. Αλλά μετά αισθάνθηκα περίεργα ένοχος που σκέφτηκα κάτι τέτοιο. Το έχω σκεφτεί εκατομμύρια φορές στο παρελθόν και έχω δουλέψει σκληρά γι’ αυτό. Η ενοχή μάλλον προέρχεται από το γεγονός ότι εδώ και τώρα μπορώ να κάνω ελάχιστα πράγματα. Το απελπιστικό κουβάρι από καλώδια, σωλήνες, ετοιμόρροπα σπίτια έμοιαζε να μην χρησιμεύει στους χιλιάδες που μένουν εδώ. Ολόκληρη η κατασκευή μοιάζει να έχει την δική της ζωή, οι άνθρωποι δεν είναι φίλοι της αλλά εχθροί και τώρα έχω παγιδευτεί και εγώ μαζί τους, έστω και για λίγο. Θυμάμαι μια ταινία τρόμου που είχα δει σαν παιδί και απλά σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να είχα ρωτήσει τον πατέρα μου πριν πεθάνει, αν όταν ήμουν 5 και επισκεφτήκαμε την Βηρυτό, είχαμε πάει σε προσφυγικό καταυλισμό και αν όχι, γιατί.

Ο χρόνος είναι εχθρός και είχαμε και άλλες δεσμεύσεις. Περπατήσαμε ως την άκρη του καταυλισμού, όπου βρίσκεται ένα μνημείο της σφαγής του 1982. Το μνημείο βρίσκεται σε μια περιφραγμένη αυλή, πίσω από έναν δρόμο που ανακατασκευάστηκε σε ανοιχτή αγορά. Μοιάζει λίγο πιο πολυσύχναστη από την προηγούμενη. Μπροστά από την είσοδο, πουλάνε ρολόγια, ρούχα και παπούτσια αλλά στο εσωτερικό της, οι μόνοι κάτοικοι είναι λίγες κότες. Το μνημείο είναι παραμελημένο, άδειο και δεν ακούγεται τίποτα εκτός από τους πνιχτούς ήχους του δρόμου. Υπάρχουν αφίσες που μοιάζουν παλιές και ξεθωριασμένες. Εδώ, η μυρωδιά του καταυλισμού αντικαταστάθηκε από μια άλλη, την μυρωδιά του θανάτου ανάμεικτη με πούπουλα κότας. Ή μπορεί να έχω παραισθήσεις, μιας και πρόκειται για πραγματικά καθαρό μέρος. Ίσως να έχω τρελαθεί τελείως. Ο Waseem φαίνεται ακόμα πιο σιωπηλός εδώ. Τελικά μου δείχνει μια αφίσα και λέει: «αυτό αναφέρεται σε άλλες σφαγές των Ισραηλινών». Πήρα μερικά πλάνα με την κάμερα και θυμάμαι ότι έφυγα βιαστικά χωρίς να κοιτάξω πίσω. Ο Waseem μου λέει να μην βιντεοσκοπώ στον δρόμο έξω από τον καταυλισμό λόγω της παρουσίας στρατιωτικών και της Πρεσβείας του Κουβέιτ. Αλλά δεν είχα σκοπό να το κάνω ούτως ή άλλως. Περπατάμε σιωπηλοί. Αργότερα, μέσα στο ταξί, όταν βρεθήκαμε μακριά από όλα αυτά, άρχισα να τον ρωτάω για τον εαυτό του. Μόλις είχε πάρει το πτυχίο ηλεκτρολόγου μηχανικού. Δεν υπάρχουν δουλειές για ανθρώπους από καταυλισμούς σαν αυτόν. Τίποτα απολύτως. Αρνείται να πληρώσω το ταξί. Γυρίζω στο ξενοδοχείο μου και μόνο τότε κλαίω. Κλαίω για αυτούς τους πρόσφυγες, εγκαταλελειμμένους από έναν αδιάφορο κόσμο, κλαίω για όλα αυτά που άκουσα και ένοιωσα σε αυτό το ταξίδι και κλαίω για όλη την τραυματισμένη ανθρωπότητα.

Πηγαίνοντας στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού (όπου σπουδάζουν πολλοί Παλαιστίνιοι, όπως και ο θείος μου που πέθανε στα 27 του χρόνια, μόλις τελείωσε το διδακτορικό του), είδα απέναντι ένα McDonalds. Μια μέρα μετά, στην Ιορδανία και ενώ πήγαινα με τον φίλο μου Zuhair σπίτι του, περάσαμε από το Πανεπιστήμιο της Ιορδανίας και είδα άλλο McDonalds, επίσης απέναντι από το Πανεπιστήμιο. Παραπονέθηκα γι’ αυτή την παγκοσμιοποίηση (ειδικά για τα σιωνιστικά Starbucks και άλλες αλυσίδες που βοηθούν την εθνική κάθαρση και απειλούν τον αγώνα μας). Ο Zuhair μου θύμισε ότι υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που συνεργάζονται στον βιασμό της Παλαιστίνης και τόσοι ακόμα που κάθονται και κοιτούν. Υπάρχουν λίγοι πραγματικοί ακτιβιστές, όπως αυτοί που γνώρισα στην Βηρυτό. Αλλά θυμηθήκαμε ότι οι καλοί άνθρωποι (Ιορδανοί, Λιβανέζοι, Παλαιστίνιοι και διεθνείς) κάνουν την διαφορά καθημερινά. Πάντα έτσι γινόταν. Το ινστιτούτο που μας προσκάλεσε (Ινστιτούτο Abd-ElAl) αντιπροσωπεύει αυτή την ανάμνηση και όσοι παραβρέθηκαν αντιπροσωπεύουν αυτούς τους ανθρώπους: μεμονωμένοι που δεν βάζουν το προσωπικό συμφέρον πάνω από το συλλογικό, που νοιάζονται και δρουν γιατί νοιάζονται. Είναι αυτοί που μας δίνουν ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, που θα δουλέψουμε μαζί ενάντια στην απάθεια και την κακία που μας χωρίζει.

Ακολουθεί ένα μικρό και φτωχό βίντεο (είμαι ερασιτέχνης) του ταξιδιού μου (μακάρι να μπορούσα να μείνω περισσότερο, αλλά έπρεπε να επιστρέψω στην διδασκαλία μου)

(1) http://www.almustaqbal.com.lb/stories.aspx?StoryID=378186

(2) http://qumsiyeh.org/sabraandshatila/

(3) http://www.al-jana.org/thome.htm