Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Γιατί η ειρηνευτική διαδικασία του Ομπάμα δεν οδηγεί πουθενά

Άρθρο του Ali Abunimah στη σελίδα Electronic Intifada, 30 Ιούλη 2009

Ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης σχετικά με τις πιέσεις του Μπάρακ Ομπάμα για ειρήνευση στη Μέση Ανατολή, μοιάζει με την παροιμιώδη λογομαχία για το αν το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο. Αλλά ακόμα κι ένα γεμάτο ποτήρι δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο αν πρέπει να γεμίσει κανείς μια ολόκληρη δεξαμενή.

Μια κοινή υπόθεση είναι πως ως τώρα οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ δεν ήταν επαρκώς «δεσμευμένες». Ανάμεσα στις πρώτες κινήσεις του Ομπάμα, ήταν ο διορισμός του πρώην διαμεσολαβητή για τη Βόρεια Ιρλανδία George Mitchell ως απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, κίνηση που χαιρετίστηκε ευρέως.

Το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ η έλλειψη αμερικάνικης δέσμευσης, αλλά το είδος της δέσμευσης αυτής. Πράγματι, η κυβέρνηση Μπους δεσμεύτηκε σε πρωτοφανή έκταση. Πίεσε για παλαιστινιακές εκλογές, και μετά όταν η Χαμάς νίκησε την υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ παράταξη της Φατάχ, προσπάθησε να ανατρέψει το αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση Μπους βοήθησε τον εξοπλισμό και την εκπαίδευση της Παλαιστινιακής πολιτοφυλακής ενάντια στη Χαμάς και εμπόδισε μια Παλαιστινιακή «κυβέρνηση εθνικής ενότητας». Υποστήριξε τον ισραηλινό αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας και πολιτικοποίησε την οικονομική βοήθεια για να στηρίξει τους Παλαιστίνιους ηγέτες των οποίων η νομιμότητα είχε σχεδόν χαθεί καθώς είχαν ουσιαστικά μετατραπεί σε κουίσλινγκς των ισραηλινών. Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ μαζί με το Κουαρτέτο επέβαλαν ετεροβαρείς προϋποθέσεις για διάλογο τις οποίες γνώριζαν καλά πως η Χαμάς δεν μπορούσε να αποδεχτεί.

Απολύτως τίποτα από αυτά δεν έχει αλλάξει με την κυβέρνηση Ομπάμα. Παρά τις φλυαρίες, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να υποστηρίζουν τον ισραηλινό εγκληματικό αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας, και όπως η κυβέρνηση Μπους, έτσι και ο Ομπάμα, σε καμιά περίπτωση δεν επέκρινε την ισραηλινή επίθεση παρά τα αναμφισβήτητα στοιχεία για αγριότητες και εγκλήματα πολέμου που συντελέστηκαν κατά τη διάρκειά του.

Η Αμερική συνεχίζει να τροφοδοτεί με όπλα και χρήματα την ελεγχόμενη από τη Φατάχ πολιτοφυλακή και να την ενθαρρύνει να χτυπά την Χαμάς στην Δυτική Όχθη, σαμποτάροντας την πιθανότητα της παλαιστινιακής συμφιλίωσης.

Και ενώ η κυβέρνηση Ομπάμα και η κυβέρνηση της Βρετανίας προετοιμάζονται για διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, παραμένουν αδιάλλακτες και απορρίπτουν την πιθανότητα συνομιλιών με τη Χαμάς παρά την εκλογική εντολή που αυτή έχει, τις επαναλαμβανόμενες προσφορές από την πλευρά της για αμοιβαία μακροπρόθεσμη εκεχειρία με το Ισραήλ και την αποδοχή εκ μέρους της μιας λύσης δύο-κρατών.

Η κυβέρνηση Ομπάμα κατανάλωσε το πρώτο της εξάμηνο στην εξουσία σε ελάχιστα αποτελεσματικές διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ για το πάγωμα των εποικισμών. Αναλόγως, πόσο καιρό θα χρειάζονταν για διαπραγματεύσεις πάνω σε θεμελιώδη ζητήματα της εδώ και έναν σύγκρουσης που έφερε η σιωνιστική προσπάθεια μετατροπής μιας σχεδόν

Η αδιάκοπη εστίαση στη διαδικασία και τα τεχνάσματα – όπως η προσπάθεια να πειστούν τα αραβικά κράτη να ομαλοποιήσουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ – κρύβει την πραγματικότητα ότι ο δηλωμένος στόχος του Ομπάμα – η λύση των δύο-κρατών – είναι σχεδόν σίγουρα ανέφικτη. Η ιδέα να χωριστούν Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί σε δύο ευδιάκριτες εθνικές οντότητες έχει γίνει άρθρο πίστης μεταξύ των κύκλων της ειρηνευτικής διαδικασίας, αλλά σπάνια οι υποστηρικτές της καλούνται να δικαιολογήσουν γιατί μια «λύση» που τους έχει διαφύγει εδώ και χρόνια μπορεί να έχει οποιαδήποτε αξία.

Σήμερα, ως αποτέλεσμα της φυσικής αύξησης, οι Παλαιστίνιοι αποτελούν το μισό του πληθυσμού που ζει στην ιστορική Παλαιστίνη παρά τις δεκαετίες διώξεων και εξορίας, Μετά από λίγα χρόνια θα αποτελούν ξανά την πλειοψηφία. Μια λύση δύο-κρατών όπως αυτή που προβλέπεται θα φέρει τους Παλαιστίνιους σε ένα κράτος όχι μεγαλύτερο από το ένα πέμπτο των εδαφών, με ελάχιστους υδάτινους πόρους και χωρίς πραγματική κυριαρχία. Ακόμα κι αν οι Παλαιστίνιο πρόσφυγες συμφωνούσαν να επιστρέψουν σε ένα τέτοιο κράτος, δεν θα υπήρχε χώρος γι’ αυτούς.

Ούτε η ανακατανομή θα χωρίσει στην πραγματικότητα τους πληθυσμούς: κανείς από όσους εμπλέκονται στην «ειρηνευτική διαδικασία» δεν συζητά την απομάκρυνση όλων, ούτε καν των περισσότερων από τους ενάμισι εκατομμύριο ισραηλινούς έποικους που έχουν παράνομα εγκατασταθεί στη Δυτική Όχθη – ειδικά γύρω από την Ιερουσαλήμ – από το 1967 και μετά. Υπάρχει μια συζήτηση ανταλλαγής για τα εδάφη που έχουν καταλάβει οι έποικοι με «ισοδύναμα» εδάφη κάπου αλλού. Όμως η σκέψη να βρεθούν εδάφη που για τους Παλαιστίνιους θα «αντισταθμίζουν» την Ιερουσαλήμ είναι σαν να προσπαθείς να βρεις εδάφη που να «αντισταθμίζουν» για τους Βρετανούς το Λονδίνο, ή για τους Γάλλους το Παρίσι.

Όσο αφορά το 1,5 εκατομμύριο παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ, μια λύση δύο-κρατών το μόνο που θα κάνει είναι να χειροτερέψει την κατάστασή τους. Ήδη αντιμετωπίζονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, είναι θύματα κλιμακούμενων ρατσιστικών εκστρατειών και μιας νομοθεσίας που τους απαγορεύει να τιμούν τη μνήμη της καταστροφής της Παλαιστίνης από το Ισραήλ το 1948, πιέζονται να δώσουν όρκους πίστης ή ακόμα και να τραγουδούν τον ισραηλινό εθνικό ύμνο. Εάν το Ισραήλ παραμείνει ένα ακραία εθνικιστικό «εβραϊκό κράτος», οι παλαιστίνιοι πολίτες του το πιθανότερο είναι πως θα βρεθούν αντιμέτωποι με όρους απαρτχάιντ στην καλύτερη περίπτωση ή με μια εθνοκάθαρση στην χειρότερη, και όχι πως θα τους επιτραπεί να ζουν ως ισότιμοι πολίτες στη γη που γεννήθηκαν. Ο ισραηλινός υπουργός εξωτερικών Avigdor Lieberman αντιπροσωπεύει τον αυξανόμενο αριθμό ισραηλινών εβραίων που πιστεύουν πως ένα εβραϊκό κράτος πρέπει να απαλλαγεί από τους μη εβραίους.

Γι’ αυτό όλό και περισσότεροι Παλαιστίνιοι ειδικοί στα ζητήματα επίλυσης της σύγκρουσης, και ένας μικρός αλλά αυξανόμενος αριθμός ισραηλινών δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην ιδέα ενός και μόνο κράτους, ή μιας διεθνικής λύσης για την Παλαιστίνη και το Ισραήλ. Αυτό θα διέλυε το παρόν σύστημα της ισραηλινής εθνοθρησκευτικής κυριαρχίας και θα καθιέρωνε ένα δημοκρατικό σύστημα με εγγυημένα τα πολιτικά, θρησκευτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα όλων των πολιτών και όλων των κοινοτήτων.

Παρόλο που οι μυημένοι στην ειρηνευτική διαδικασία συνεχώς απορρίπτουν μια τέτοια εκδοχή ως εξεζητημένη, ουτοπική ή αφελή η λύση του ενός κράτους συνεχίζει να κερδίζει υποστηρικτές. Στο κάτω-κάτω, με παρόμοιο τρόπο, ακόμα πιο βαθιά ριζωμένες συγκρούσεις ανάμεσα σε αποικιοκράτες και γηγενείς κοινότητες επιλύθηκαν ειρηνικά μέσω τέτοιων δημοκρατικών αρχών όπως στην Βόρεια Ιρλανδία ή την Νότια Αφρική.

Όπως σίγουρα γνωρίζει ο George Mitchell από την εμπειρία του στη Βόρεια Ιρλανδία, όταν δύο εθνικές κοινότητες διεκδικούν τα ίδια εδάφη και η μία εξουσιάζει την άλλη με βία, ο διαχωρισμός τους το μόνο που αλλάζει είναι το περίγραμμα της σύγκρουσης. Η διάλυση του «προτεσταντικού κράτους για τον προτεσταντικό λαό» στη Βόρεια Ιρλανδία, και η αντικατάστασή του από μια διεθνική δημοκρατία που ενσωματώθηκε βαθμιαία στο υπόλοιπο νησί, ήταν αυτή που με τη συμφωνία «Good Friday” του 1998 έθεσε τέλος σε μια σύγκρουση που για πολύ καιρό φαινόταν αδύνατον να λυθεί.

Ούτε η Νότια Αφρική ούτε η Βόρεια Ιρλανδία δεν προσφέρουν ακριβείς αναλογίες ή έτοιμα σχεδιαγράμματα για την Παλαιστίνη/Ισραήλ. Αλλά το να συνεχίσουμε να προσποιούμαστε πως τέτοια εφαρμόσιμα διεθνικά μοντέλα ενός κράτους δεν έχουν τίποτα να μας διδάξουν καταδικάζει τους Παλαιστίνιους και τους Ισραηλινούς σε ακόμα περισσότερες δεκαετίες σύγκρουσης, καθώς οι διπλωμάτες κυνηγούν χίμαιρες και το Ισραήλ συνεχίζει ανεξέλεγκτο τις αποικιακές του πολιτικές.