(Προηγούμενο: IV. Η θέση των Εβραίων της Ανατολής στο σιωνισμό και στο κράτος του Ισραήλ)
Μέχρι τον πόλεμο του Ιούνη 1967, το κράτος του Ισραήλ γνώρισε μια πολιτική, στρατιωτική και οικονομική ενίσχυση. Οι εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες ενσωματώθηκαν προοδευτικά, οικοδομήθηκε στρατός, ενισχύθηκε αισθητά η οικονομική υποδομή. Ωστόσο η πτώση στην εισαγωγή κεφαλαίων - που οφειλόταν κύρια στη διακοπή της πληρωμής των γερμανικών αποζημιώσεων - και η σχετική ηρεμία στα σύνορα θα προκαλέσουν μιά αρχή κρίσης, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο, που, μέσα στο ίδιο το εβραϊκό κράτος, θα βιωθεί σαν η αρχή της κάμψης του σιωνιστικού κράτους. Ο πόλεμος του Ιούνη 1967 θα περιορίσει – προσωρινά όπως θα δούµε - αυτά τα ηττοπαθή αισθήματα.
Α. Ιούνης 1967 - Tο απόγειο του σιωνισμού
Αν στο εξωτερικό ο μύθος του φτωχού ισραηλινού ∆αβίδ απέναντι στον άραβα Γολιάθ βρήκε απήχηση στην κοινή γνώμη, κανείς μέσα στο ισραηλινό πολιτικοστρατιωτικό οικοδόμημα δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για τη νίκη. Το κράτος του Ισραήλ ήθελε τον πόλεμο αυτόν περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο και προετοιμαζόταν γι’ αυτόν από πολλά χρόνια. Αφού πήρε το πράσινο φως από τον πρόεδρο Τζόνσον, το Ισραήλ, κατά τους δύο µήνες πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών, μπόρεσε να μανουβράρει πολύ έξυπνα µε τα διάφορα αραβικά καθεστώτα σπρώχνοντάς τα στη δημιουργία μιάς κατάστασης που δεν άφηνε άλλη εναλλακτική λύση από τον πόλεµο14
Η συντριπτική νίκη του σιωνιστικού στρατού απέναντι στο σύνολο των αραβικών στρατών κατοχύρωσε τη στρατιωτική ηγεμονία του εβραϊκού κράτους στην αραβική ανατολή, και επιβεβαίωσε το ρόλο του σαν µαντρόσκυλο των ιµπεριαλιστικών συµφερόντων απέναντι στην απειλή της αραβικής επανάστασης. Θα υπενθυµίσει επίσης, σε όσους έτειναν να το ξεχάσουν, την αποικιακή και επεκτατική φύση του σιωνιστικού κράτους: χάρη στον πόλεµο, το κράτος του Ισραήλ κατέλαβε το σύνολο της Παλαιστίνης, καθώς και το Σινά και τα Συριακά υψίπεδα. Αν στην αρχή, µιλούσαν ακόµη για τα κατεχόµενα εδάφη σαν ένα διαπραγµατευτικό ατού, η προσάρτηση της Ιερουσαλήµ και η κατασκευή όλο και περισσότερων οικισµών εποίκων, επιβεβαίωνε ότι οι σιωνιστές δεν είχαν αλλάξει το αρχικό τους πρόγραµµα : σιγά-σιγά να βάλουν στο χέρι το σύνολο της Παλαιστίνης και να επεκτείνουν την επικράτεια του εβραϊκού κράτους.
Ο πόλεμος του Ιούνη 1967 άλλαξε ριζικά την πραγματικότητα του ισραηλινού κράτους. Από µικρό πολιορκημένο κράτος, που προσπαθούσε να αναπτύξει µιά οικονομία όσο γίνεται βιώσιµη, το Ισραήλ έγινε µια πολιτική δύναµη, µε κατεχόµενα εδάφη µε πληθυσμό μεγαλύτερο από 1,5 εκατομμύρια κατοίκους, µε ένα στρατό που ο ρόλος του στην κοινωνία θα αυξηθεί ανάλογα µε την αριθμητική και τεχνολογική του ενίσχυση. Στο οικονομικό πεδίο στις νέες αγορές που αντιπροσώπευαν τα κατεχόμενα εδάφη – τόσο για τα εµπορεύµατα όσο και για τα φτηνά εργατικά χέρια - προστέθηκε µιά ανανέωση στην εισαγωγή κεφαλαίων, τόσο από τις εβραϊκές κοινότητες όσο και από τον αµερικάνικο ιμπεριαλισµό, αποφασισμένο να ενισχύσει το κύριο πλεονέκτημα του στη Μέση Ανατολή. Οι χωρίς όριο στρατιωτικοί προϋπολογισμοί (που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50% του συνολικού προϋπολογισµού) δεν αλλάζουν µόνο ποιοτικά το σιωνιστικό στρατό, αλλά θα ενισχύσουν γενικά την ισραηλινή οικονοµία και τον πληθυσµό: η κατασκευή αµυντικών γραµµών εκατοντάδων χιλιοµέτρων στα σύνορα της «αυτοκρατορίας», η ανάγκη διατροφής εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών, µονίµων και εφέδρων, η βεβαιότητα ότι το Ισραήλ µπορεί, µακροπρόθεσµα, να γίνει αυτάρκης σε ό,τι αφορά τον εξοπλισµό του - όλα αυτά θα δηµιουργήσουν καινούργια εργοστάσια, επαγγέλµατα και υπερκέρδη. Μέσα σε 10 χρόνια το Ισραήλ θα γίνει, µε τη βοήθεια των Αµερικανών, ένας από τους µεγάλους παραγωγούς όπλων (αεροπλάνα, πύραυλοι, τανκς, ασύρµατοι) και ο τρίτος εξαγωγέας όπλων του καπιταλιστικού κόσµου. Μόνο η αεροναυπηγική βιοµηχανία απασχολεί περί τις 20.000 εργαζόµενους, αριθµός τεράστιος για το Ισραήλ. Χάρη στην ανάπτυξη της πολεμικής βιοµηχανίας, µια ολόκληρη σειρά βιοµηχανιών προηγµένης τεχνολογίας, όπως η ηλεκτρονική και η χημεία, θα δηµιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι το Ισραήλ μεταβαλλόταν σε µιά βιοµηχανική δύναµη, και ότι η ευµάρεια που το χαρακτήριζε μετά το 1967 ήταν πιά ένα µόνιµο στοιχείο της ισραηλινής κοινωνίας.
Αν η αστική τάξη ενισχύθηκε και οι «εκατομμυριούχοι της γραµµής Μπαρ-Λε⪻ επεδείκνυαν τον νεοαποκτηµένο τους πλούτο στις βίλες του Σαβιόν και στα πολυτελή εστιατόρια, η εργατική τάξη ενισχύθηκε επίσης και το βιοτικό της επίπεδο ανάβηκε. «Ποτέ η κατάσταση μας δεν ήταν καλύτερη» ήταν το σλόγκαν που επαναλαµβανόταν ασταµάτητα στον τύπο και στο δρόµο.
Σε αρµονία µε τη νέα πραγµατικότητα του σιωνιστικού κράτους, θα αλλάξει επίσης και η κυρίαρχη ιδεολογία. Αν, κάτω από την ηγεσία του σιωνιστικού εργατικού κινήµατος, το Ισραήλ προσπάθησε κατά τα πρώτα 20 χρόνια της ύπαρξης του να δείξει ένα προοδευτικό πρόσωπο και να αναπτύξει επαφές µε τις δηµοκρατικές δυνάµεις και τις χώρες του «Τρίτου Κόσµου», ο πόλεμος του Ιούνη 1967, η κατοχή και η αυταπάτη ότι είναι µια µεγάλη δύναµη θα αναταράξουν την ιδεολογία αυτή και θα βάλουν τέλος στην υποκριτική µασκαράτα πολλών δεκαετιών. Ο εθνικισµός, ο θρησκευτικός µυστικισµός θα αναπτυχθούν µε ταχύτητα πυρκαιάς πάνω στην εστία της κατοχής, την οποία οι σιωνιστές ηγέτες όλο και λιγότερο προσπαθούν να παρουσιάσουν σαν «φιλελεύθερη». Η είσοδος του Μεναχέµ Μπέγκιν στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, το Μάη 1967, θα συµβολίσει τη νέα νοµιµότητα που δίνεται στις θεωρίες του Μεγάλου Ισραήλ και την προσάρτηση του συνόλου της Παλαιστίνης στο εβραϊκό κράτος. Θα σηµαδέψει την αρχή του τέλους της σοσιαλιστικής σιωνιστικής ιδεολογίας και την εντυπωσιακή ενίσχυση της θέσης των ακραίων θρησκευτικών και σιωνιστικών σχηµατισµών στην ισραηλινή πολιτική αρένα.
Ένας λαός που καταπιέζει έναν άλλο δεν είναι ελεύθερος. Θα µπορούσαµε να προσθέσουµε ότι , όσο περισσότερο ένας λαός καταπιέζει έναν άλλο, τόσο λιγότερο είναι ελεύθερος. Γιατί η κατοχή προκαλεί την αντίσταση και η αντίσταση την καταστολή. Η ισραηλινή νεολαία που γεννήθηκε - ή έφθασε στο Ισραήλ – στα χρόνια που ακολούθησαν τη δηµιουργία του κράτους του Ισραήλ, αντιµετώπισε το διπλό φαινόµενο του αγώνα του παλαιστινιακού λαού και της καταστολής. Η αντίληψη τους για τον κόσµο, οι ιδεολογικές και ηθικές τους θεωρήσεις καθορίστηκαν, πριν απ’ όλα από την καθηµερινή πρακτική της καταστολής, των συλλογικών τιµωριών, της διάλυσης των διαδηλώσεων των µαθητών, της ανατίναξης των σπιτιών, των απελάσεων των ακτιβιστών και των χίλιων και µιά δραστηριοτήτων για τη «διατήρηση της τάξης» στα κατεχόµενα εδάφη. ∆εν πρέπει λοιπόν να µας εκπλήσσει το ότι η θεώρηση τους για τη δηµοκρατία και η περιφρόνηση τους για τις φιλελεύθερες αξίες, που ήταν πολύ ισχυρές στους γονείς τους - τουλάχιστον σε εκείνους που προέρχονταν από την Ευρώπη – είχαν έναν άµεσο αντίκτυπο στην ικανότητα απάντησης στην αύξηση των αντιδηµοκρατικών και αντεργατικών επιθέσεων µέσα στον ίδιο τον εβραικό πληθυσµό.
Όπως παρατηρούσε µια απόφαση της Σοσιαλιστικής Οργάνωσης του Ισραήλ (Matspen): «...Ο σιωνισμός, που πριν από τον πόλεμο εθεωρείτο πεθαμένος, αναστήθηκε. Η σιωνιστική ιδεολογία δεν μπορεί πιά να περιγραφεί σαν ένας ασήμαντος αναχρονισμός. Χρησιμοποιείται σα βάση στις συζητήσεις που αφορούν την προσάρτηση των κατεχομένων εδαφών και τον εποικισμό τους με Εβραίους, την «απειλή» που αποτελεί ένας αραβικός πληθυσμός για τον εβραϊκό χαρακτήρα του Ισραήλ (το δημογραφικό πρόβλημα) κλπ. Επάνω σ’ αυτό το υπόβαθρο αναπτύσσεται ένα φασιστικο-σωβινιστικό πνεύμα, σύμφωνα με ένα κλασσικό μοντέλο που δεν είναι ιδιαιτερότητα ενός έθνους. Εκφράσεις όπως «η υπεροχή του έθνους», «οι ιερές ιστορικές μας αξίες», «ο παντοτινός πόλεμος» και «το ιερό αίμα» κλπ γίνονται ολοένα και πιο συνηθισμένες. Αξιοποιούνται γραπτά και προφορικά, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, στον τύπο και στα σχολεία, στο στρατό και μέσα στα κινήματα της νεολαίας. Πέρα απ’ αυτά μιλάνε όλο και περισσότερο για την αναγκαιότητα μιάς ισχυρής εξουσίας και της διατήρησης της ιερής ενότητας...
... Η συζήτηση που έγινε μέσα στο σιωνιστικό στρατόπεδο μπορεί να δημιουργήσει τη λανθασμένη εντύπωση ότι μέσα του υπάρχουν αντιτιθέμενες πολιτικές γραμμές. Αλλά μιά προσεκτική ανάγνωση των θέσεων τους θα αποδείξει εύκολα ότι όλοι υποστηρίζουν τη σιωνιστική αρχή των «ιερών δικαίων» των Εβραίων όλου του κόσμου στο σύνολο της Παλαιστίνης... Πρέπει να αναφέρουμε το γεγονός ότι οι κύκλοι της αριστεράς και των διανοούμενων της αριστεράς που, πριν από τον πόλεμο είχαν ενταχθεί στον αγώνα ενάντια στην στρατιωτική κυβέρνηση (που υπήρχε ενάντια στους Άραβες του Ισραήλ έως το 1965), παρασύρθηκαν στη συνέχεια από το κύμα του σωβινισμού που σάρωσε τη χώρα...15
Η διαφθορά και η εξαφάνιση του «πνεύματος των πρωτοπόρων» των πρώτων ηµερών του σιωνισµού θα στηριχτεί επάνω στην αντι-παλαιστινιακή καταστολή και τη συστηµατική επιθετικότητα ενάντια στις αραβικές χώρες, στο ρατσισµό και στον εθνικισµό. Τα µεγάλα ποσά που επενδύει το κράτος στον στρατιωτικό µηχανισµό, στη δηµιουργία οικισµών εβραίων εποίκων στα κατεχόµενα και στη θεµελίωση µιάς νέας βιοµηχανικής υποδοµής θα ενισχύσουν το κοινό αίσθηµα ότι χρήµα υπάρχει σε αφθονία και δεν έχουν παρά να το χρησιµοποιήσουν. Οι ηγέτες των κιµπούτζ και του σιωνιστικού εργατικού κινήµατος δεν θα είναι οι τελευταίοι που θα πετάξουν στα αζήτητα τις παλιές ιδεολογίες ισότητας και, περισσότερο ή λιγότερο, ασκητισµού και να υιοθετήσουν το σύνθηµα «να πλουτίσουμε»16
Γρήγορα η ισραηλινή κοινωνία θα παγιδευθεί στην ίδια της την ιδεολογία: τίποτα δεν φαίνεται αδύνατον, ούτε ακόµη και ηεπίθεση ενάντια στην ΕΣΣ∆ ή η τήρηση της τάξης από τα βουνά της Τουρκίας µέχρι το Μαρόκο (στρατηγός Αριέλ Σαρόν, μέλλων Υπουργός Αµυνας), το να γίνει µια βιοµηχανική δύναµη ανάλογη µε την Ιαπωνία, η επιβολή στην Ουάσιγκτον - που θα ήθελε µιά σταδιακή ελαστικοποίηση της ισραηλινής πολιτικής – της αναγνώρισης της προσάρτησης των κατεχοµένων εδαφών. Η αλαζονεία των ισραηλινών στρατηγών - δεν δίστασαν το 1972 να καταρρίψουν ένα λιβυκό αεροπλάνο προκαλώντας το θάνατο περισσότερων από 70 πολιτών - αντανακλά το αίσθηµα του συνόλου του πληθυσµού ότι όλα είναι δυνατά και όλα είναι επιτρεπτά. Οι προειδοποιήσεις ελάχιστων σιωνιστικών προσωπικοτήτων, όπως ο πρόεδρος του Παγκόσµιου Εβραϊκού Συµβουλίου, Ναούµ Γκόλντµαν, θεωρήθηκαν, στην καλύτερη περίπτωση, σαν παρεκκλίσεις των Εβραίων µε τη νοοτροπία της διασποράς και, στη χειρότερη, σαν προδοσία. Μόνοι, µέσα στον εβραϊκό πληθυσµό, κάποιες δεκάδες αγωνιστών του Μatspen κατήγγειλαν την κατοχή και προσπάθησαν να προετοιµάσουν τις εβραϊκές µάζες για την αφύπνιση, που θα είναι τόσο σκληρή όσο ρόδινα ήταν τα προηγούµενα όνειρα.
Β. Ο σεισμός του Οκτώβρη 1973 - Η αρχή της κάμψης του σιωνισμού
Η αιγυπτιακή επίθεση στις 5 Οκτώβρη 1973 ήταν µια σκληρή και δαπανηρή αφύπνιση για τον πληθυσµό του εβραϊκού κράτους, και ένα χτύπηµα από το οποίο η παραδοσιακή σιωνιστική ηγεσία δεν θα συνέλθει ποτέ. Το πέρασµα της ∆ιώρυγας του Σουέζ, η πτώση της «αδιαπέραστης» γραµµής Μπαρ - Λεβ, η απελευθέρωση σε δύο µέρες των υψιπέδων του Γκολάν και η εκκένωση των περισσότερων από τις εγκαταστάσεις που θεωρούνταν η ασπίδα του ισραηλινού κράτους, οι χιλιάδες νεκροί και το σχεδόν ολοκληρωτικό σταµάτηµα της οικονοµίας του Ισραήλ για αρκετές εβδοµάδες, έφεραν τους Ισραηλινούς στην πραγµατικότητα, ακόµη και οι στρατιωτικές επιτυχίες της τελευταίας φάσης του πολέµου δεν µπόρεσαν να σβήσουν τα βαθιά σηµάδια που είχαν αφήσει οι πρώτες ηµέρες της σύγκρουσης στην κοινή συνείδηση του εβραϊκού πληθυσµού. ∆εν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να καταλάβουν ότι χωρίς την άµεση, µαζική στρατιωτική και οικονοµική βοήθεια των ΗΠΑ, το κράτος του Ισραήλ θα ήταν αναγκασµένο να δεχτεί µιά ταπεινωτική ανακωχή και µιά πολιτική ήττα χωρίς προηγούµενο. Η «τρίτη εβραϊκή αυτοκρατορία» είχε πήλινα πόδια και η οικονοµική δύναµη και η στρατιωτική παντοδυναµία δεν ήταν παρά µιά αυταπάτη. Η χρησιµοποίηση από τα αραβικά κράτη του πετρελαικού εµπάργκο όξυνε τη διεθνή αποµόνωση στην οποία βρισκόταν το Ισραήλ, και εποµένως την εξάρτηση του από τις ΗΠΑ και τα συµφέροντα της Ουάσιγκτον.
Ο πόλεµος του Οκτώβρη προκάλεσε ένα πραγµατικό τραύµα στην ισραηλινή κοινωνία. Η µετανάστευση θα περιοριστεί στην πιό απλή της έκφραση και χιλιάδες νέοι, και λιγότερο νέοι, θα προσπαθήσουν να συνεχίσουν τη ζωή τους σε πιό ασφαλείς περιοχές, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου κατοικούν σήµερα περισσότεροι από µισό εκατοµµύριο (σικ) ισραηλινοί υπήκοοι. Ένα γενικευµένο, για πρώτη φορά, αίσθηµα ανασφάλειας και αδιεξόδου θα αμφισβητήσει µιά ολόκληρη σειρά παλαιότερων βεβαιοτήτων και «ιερών αγελάδων», ακόµη και σε σχέση µε τα προβλήµατα της «ασφάλειας» και του ισραηλινού στρατού. Για πρώτη επίσης φορά αμφισβητήθηκαν όχι µόνο ορισµένοι πολιτικοί δεύτερης κατηγορίας, αλλά το σύνολο της κεντρικής ηγεσίας του εβραϊκού κράτους, συμπεριλαµβανοµένης και της ανώτατης διοίκησης του στρατού που, µέχρι το 1973, φαινόταν να έχει ανοσία απέναντι σε κάθε κριτική.
Η πτώση της κυβέρνησης των εργατικών το 1977, ήταν η άεση συνέπεια της γενικής κοινωνικής κρίσης που άνοιξε η πολιτική ήττα του Οκτώβρη 1973. Σηµάδεψε το τέλος µιάς εποχής, την πλήρη αποτυχία µιάς πολιτικής και της αρχή µιάς αφύπνισης και µιάς αµφισβήτησης από πλατειές µάζες ενός συστήµατος που αποδείχθηκε ανίκανο να εξασφαλίσει τους στόχους που είχε υποσχεθεί να πραγµατοποιήσει ο σιωνισµός, και, πριν απ’ όλα, την ασφάλεια των κατοίκων του εβραϊκού κράτους.17
Στο αίσθηµα αδιεξόδου, στην κρίση ηγεσίας και προοπτικής και στη βαθιά οικονοµική κρίση προστέθηκε, κατά τα χρόνια πριν από τον πόλεµο του Οκτώβρη 1973, ένα πρόβληµα που συµβολίζει, περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, το βάθος της κρίσης του σιωνιστικού κράτους: το παλαιστινιακό εθνικό κίνηµα.
«Ο αγώνας του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος ήταν η κύρια αιτία της κρίσης που χτυπάει σήμερα το κράτος του ισραήλ. Μετά την ήττα των αραβικών στρατών τον Ιούνη του 1967, το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα έγινε η αιχμή του δόρατος του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα... Ο αγώνας του αραβικού παλαιστινιακού λαού προκάλεσε τη σχεδόν ολοκληρωτική απομόνωση του κράτους του Ισραήλ. Η εμφάνιση του Γιασέρ Αραφάτ στον ΟΗΕ και οι αποφάσεις που κατήγγειλαν τη σιωνιστική πολιτική άφησαν το Ισραήλ με μοναδική παρέα εκείνη, την όχι και τόσο επιθυμητή, της Ροδεσίας και της Νότιας Αφρικής. Ο παλαιστινιακός αγώνας επιτάχυνε τη ριζοσπαστικοποίηση των αραβικών μαζών. Η εξέγερση της νεολαίας στην Υπεριορδανία, ενάντια στην κατοχή και ο αγώνας του παλαιστινιακού λαού που ζει στο Ισραήλ έκαναν σκόνη τη δημοκρατική εικόνα που το Ισραήλ προσπάθησε να δώσει εδώ και πολλά χρόνια»18
Μετά τον πόλεµο του Οκτώβρη 1973 φάνηκε ότι το Ισραήλ είναι ανίκανο να βρει µιά λύση στο παλαιστινιακό πρόβληµα που, όσο υπάρχει, εµποδίζει κάθε σταθεροποίηση στην αραβική Ανατολή. ∆εν µπορεί να βρει ούτε µιά στρατιωτική λύση, όπως έδειξε η αποτυχία της επιχείρησης Λιτανί και της ειρήνευσης στα κατεχόµενα εδάφη, ούτε µια πολιτική λύση όπως έδειξε το αδιέξοδο των διαπραγµατεύσεων για το καθεστώς της «αυτονομίας» που καθορίζεται από τις συµφωνίες του Καµπ Ντέιβιντ. Ούτε ο αµερικάνικος ιµπεριαλισµός, που δέχεται πιέσεις από τα αραβικά καθεστώτα που του είναι πιστά, ούτε ο ίδιος ο πληθυσµός του Ισραήλ δεν είναι διατεθειµένοι να υποµείνουν για πάντα έναν απελευθερωτικό πόλεµο που απειλεί διαρκώς και τη σταθερότητα των αντιδραστικών αραβικών καθεστώτων και την ασφάλεια του εβραικού πληθυσµού του Ισραήλ.
Το Ισραήλ δεν μπορεί να αναγνωρίσει το παλαιστινιακό εθνικό γίγνεσθαι ούτε να αρχίσει συζητήσεις µε το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα: αυτό θα ήταν η έκφραση της άρνησης του ίδιου του σιωνισμού και, ανεξάρτητα από τους πολιτικούς στόχους αυτής ή εκείνης της παλαιστινιακής ηγεσίας, είναι ένας αγώνας μέχρι θανάτου ανάμεσα στο σιωνισμό και το παλαιστινιακό εθνικό γίγνεσθαι. Η αδυναμία του να εξουδετερώσει το παλαιστινιακό πρόβλημα είναι η πιο ξεκάθαρη έκφραση της κάμψης του σιωνισμού που, απέναντι στο θανάσιμο εχθρό του, γνώρισε, στη διάρκεια των 5 τελευταίων ετών, όλο και πιο ενοχλητικές αποτυχίες. Το αδιέξοδο της ισραηλινής κυβέρνησης στα κατεχόμενα εδάφη δείχνει την αποτυχία του σιωνιστικού καθεστώτος στον αγώνα του για πολιτική εξόντωση του παλαιστινιακού λαού: «Η κατάσταση στην Υπεριορδανία είναι όλο και σοβαρότερη, και δε χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να προβλέψουμε ότι τα τελευταία γεγονότα στα κατεχόμενα εδάφη αναγγέλλουν το ξεκίνημα μιάς λαϊκής εξέγερσης. Τα τελευταία γεγονότα προκλήθηκαν, βέβαια, από τις τρέλες των εβραίων εποίκων στη Ραμάλα. ∆υστυχώς όμως οι ρίζες τους είναι βαθύτερες. Όποιος θέλει να εμποδίσει τη συνέχιση του εκφυλισμού - που απειλεί, ο Θεός να μας φυλάει, να μας ρίξει σε μιά αδιέξοδη κατάσταση, όπως συμβαίνει σήμερα στη Βόρεια Ιρλανδία – πρέπει να ασχοληθεί με τις ρίζες τους.
Οι ρίζες αυτές βρίσκονται στην ίδια την κατάσταση, στην κολασμένη λογική μιάς στρατιωτικής κατοχής όπου η καταπίεση οδηγεί στην τρομοκρατία, η τρομοκρατία σε μία ακόμη μεγαλύτερη καταπίεση και ούτω καθεξής, και που ωθεί κατακτητές και κατακτημένους σε μιά δράση ενάντια σε κάθε θετική έννοια της ιστορικής εμπειρίας...Για πολλά χρόνια ελπίσαμε ότι θα ξεφύγουμε από αυτό το ντετερμινισμό, από τον οποίο δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν χώρες πολύ μεγαλύτερες και πολύ ισχυρότερες... αλλά, παρά τη θέληση μας, η αλήθεια μας καταδιώκει και θα πρέπει να πληρώσουμε το τίμημα.
Η πραγματικότητα που δε μπορέσαμε να αλλάξουμε - ούτε με τα λόγια, ούτε με τους εποικισμούς, ούτε με τα δικανικά επιχειρήματα - είναι ότι στην Υπεριορδανία και στη Λωρίδα της Γάζας ένας λαός προσπαθεί να κυριαρχήσει επάνω σε έναν άλλο παρά τη θέληση του ...βαλτώσαμε σ’ αυτή την κατάσταση παρά τη θέληση μας το 1967, αλλά πρέπει να ομολογήσουμε ότι σε πολλούς από εμάς βρέθηκε να αρέσει αυτή η κατάσταση, να έχουν την αυταπάτη ότι θα μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα. Αυτή η αυταπάτη αποσυντίθεται απ’ τη μιά μέρα στην άλλη»19
Αυτό το απόσπασμα, που έχει παρθεί από το κύριο άρθρο μιάς εφημερίδας που εκφράζει τις απόψεις της σιωνιστικής μεγαλοαστικής τάξης, επιβεβαιώνει ότι η πολιτική του «σιδερένιου χεριού» της νέας σιωνιστικής ηγεσίας δεν ήταν πιο αποτελεσματική από εκείνη της «φιλελεύθερης κατοχής» των προκατόχων της. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η επιτυχία που υπήρξε για τον Μπέγκιν οι συμφωνίες του Καµπ Ντέιβιντ, δεν ξεπέρασε τα όρια μιάς διμερούς αιγυπτο-ισραηλινής συμφωνίας. Η απομόνωση του σιωνιστικού κράτους αυξήθηκε κατά τη διάρκεια των 4 χρόνων της κυβέρνησης Μπέγκιν, καθώς και η ένταση µε τα διάφορα αραβικά καθεστώτα. Επομένως, το κακό που έθιξε την ισραηλινή κοινωνία ενισχύεται, µε δεδομένη την ανικανότητα του καθεστώτος να πείσει ότι η πολιτική κατάσταση πηγαίνει για βελτίωση.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση, αγγίζει τη χρεοκοπία, πληθωρισμός 1100% σε 4 χρόνια, ανάπτυξη σχεδόν μηδέν, ανεργία που, χωρίς να είναι μαζική, χτυπάει βαριά τις πόλεις των μεταναστών και ένα έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών που κάνει το εξωτερικό χρέος να ξεπερνάει σήμερα τα 19 δισεκατομμύρια δολάρια - η περίοδος της γρήγορης ανάπτυξης και ανόδου της υποδομής και του βιοτικού επιπέδου βρίσκεται πια αποφασιστικά πίσω µας. Με την έννοια αυτή οι κοινωνικές εντάσεις που εμφανίστηκαν κατά τα τρία τελευταία χρόνια είναι διαφορετικές από εκείνες που διαπέρασαν το εβραϊκό κράτος κατά τη διάρκεια των προηγουμένων περιόδων, συνδυάζονται µε μιά πολιτική κατάσταση εξαιρετικά δυσμενή που αποτρέπει κάθε αυταπάτη για μια αναστροφή της οικονομικής κατάστασης, όπως συνέβη το 1967 και ενώ και τα δύο μεγάλα πολιτικά σχήματα - οι Εργατικοί και το Λικούντ - έχουν δώσει πρακτική απόδειξη της ανικανότητας τους να βρουν μιά διέξοδο στην κοινωνικοπολιτική κρίση.
Γ. Οι εβραϊκές μάζες σε μια καμπή
Η δύναμη του σιωνιστικού κράτους, ακόμη και η ίδια η ύπαρξή του, εξαρτώνται πριν απ’ όλα από τη σταθερότητα της Ιερής Ενότητας απέναντι στον άραβα εχθρό. Μόνο η ταύτιση της τεράστιας πλειοψηφίας των Εβραίων του Ισραήλ µε το εβραϊκό κράτος και η βεβαιότητα ότι αργά ή γρήγορα το εβραϊκό κράτος θα γίνει πηγή όχι µόνο ασφάλειας αλλά και ειρήνης και ευδαιμονίας, μπορούν να ενώσουν τα διάφορα κύματα εβραίων μεταναστών στην Παλαιστίνη πίσω από τη σιωνιστική αστική τάξη και ενάντια στην αραβική επανάσταση.
Αλλά σ’ αυτό ακριβώς το πεδίο είναι που άλλαξαν τα πράγματα σε σχέση µε το 1967. Η υπεροψία, η πίστη στο μέλλον, η εμπιστοσύνη στη σιωνιστική ηγεσία αντικαταστάθηκαν από τη σύγχυση, τη διάλυση των αυταπατών και μια γενικευμένη αμφισβήτηση. Οι στρατιωτικές επιτυχίες δεν προκαλούν πια ενθουσιασμό, και οι απειλές απ’ το εξωτερικό, αντί να ενώνουν τον λαό του Ισραήλ, οξύνουν ακόμη περισσότερο το φόβο για το μέλλον. Σ’ αυτή τη ριζική αλλαγή στην κοινή συνείδηση των ισραηλινών μαζών, πρέπει να προστεθεί και μια δομική αλλαγή: η εργατική τάξη ενισχύθηκε αριθμητικά και οι παραγωγικές μονάδες, σχετικά, μεγάλωσαν: μια νέα γενιά ισραηλινών έρχεται, λίγο - λίγο, να αντικαταστήσει τους παλιούς μετανάστες, που είχαν ανατραφεί µε μια ιδεολογία που συνεπαγόταν την εκμετάλλευση, τη διάκριση και την αυταπάτη ότι µε το πέρασμα του χρόνου τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα.
Αυτή η νέα γενιά είναι που έβαλε τέλος στην κυριαρχία των εργατικών, εκφράζοντας ξεκάθαρα ότι αισθανόταν απόλυτα ξένη µε την ανατολική σιωνιστική κοινωνία, που εγκαθίδρυσαν οι πρωτοπόροι του σιωνιστικού εργατικού κινήματος. Αυτή η νέα γενιά είναι που βρέθηκε πίσω από τις λαϊκές εκρήξεις στις φτωχογειτονιές και στις πόλεις των μεταναστών. Αυτή είναι που εκφράζει όλο και πιο ανοιχτά την άρνηση της να πληρώσει το τίμημα των πολυτελών εποικισμών ενώ οι ίδιοι ζουν ακόμη σε πυκνοκατοικημένες εργατικές κατοικίες. Λίγο-λίγο εμφανίζεται ένα νέο Ισραήλ στην πολιτική σκηνή και οι τωρινές εκλογές δίνουν την ευκαιρία να μετρηθεί το μέγεθος της δυσαρέσκειας του. Η κρίση του σιωνισμού είναι, πριν απ’ ο,τιδήποτε άλλο, η ανικανότητα του να ενσωματώσει στο σιωνιστικό σχέδιο αυτή τη νέα γενιά Εβραίων, οι περισσότεροι από την Ανατολή, που αισθάνονται όλο και περισσότερο τα δεσμά ενός κινήματος, στο οποίο δεν ανήκαν ποτέ τους.
Αυτό το νέο πνεύμα μπορεί να είναι η αρχή μιάς ρήξης μέσα στη σιωνιστική Ιερή Ενότητα. Με δύο προϋποθέσεις: πρώτα ότι αυτό το συναίσθημα απόρριψης, που είναι ακόμη διάχυτο και όχι αρκετά κατανοητό, θα αρχίσει να εκφράζεται πολιτικά, δηλαδή πρώτα απ’ όλα οργανωτικά. Πράγματι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εβραϊκές λαϊκές μάζες είναι η απουσία οργανώσεων των λαϊκών μαζών, ανεξάρτητων από το σιωνιστικό κράτος και τα κόμματα του. Χωρίς συνδικάτα, χωρίς εργατικά κόμματα, χωρίς αυτόνομα λαϊκά κινήματα, οι ισραηλινοί εργαζόμενοι δεν θα μπορέσουν να αναπτύξουν τις δικές τους απαντήσεις στην κρίση του σιωνιστικού κράτους και θα παραμείνουν, σε τελευταία ανάλυση, αιχμάλωτοι των επιλογών που προτείνουν τα διάφορα κόμματα της σιωνιστικής αστικής τάξης. Η συνειδητή πολιτική έκφραση της γενικής δυσαρέσκειας απαιτεί την ανεξάρτητη οργάνωση των εργαζομένων και στον τομέα αυτό όλα, ή σχεδόν όλα, πρέπει να ξεκινήσουν απ’ το μηδέν.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η ικανότητα των εβραίων εργαζομένων να συνδέσουν την απελευθέρωση τους µε την απελευθέρωση του αραβικού παλαιστινιακού λαού. Αιτήματα όπως «λεφτά για τις λαϊκές γειτονιές κι όχι για τους εποικισμούς» που κατά τα τελευταία χρόνια είχαν μια απήχηση που ξεπερνούσε κατά πολύ τους ριζοσπαστικούς κύκλους, δείχνουν ότι η σύνδεση των άμεσων αναγκών των εβραϊκών μαζών και εκείνων του αραβικού παλαιστινιακού λαού, όχι µόνο δεν είναι μια ουτοπία αλλά προκύπτει άμεσα από την πραγματικότητα της πάλης των τάξεων. Αυτή η σύνδεση βαθαίνει στο βαθμό που οξύνεται η κρίση του σιωνιστικού κράτους.
Υπάρχει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις δύο προϋπόθεσης που περιγράφτηκαν παραπάνω: οι εβραίοι εργαζόμενοι, όσο οργανώνονται ανεξάρτητα από την αστική τους τάξη και τις δομές του σιωνιστικού κράτους όπως η Ισταντρούτ (Histadrout), τόσο συνειδητοποιούν τις πραγματικές πολιτικές επιλογές που απαιτεί η ύπαρξη του σιωνιστικού κράτους. Αντίστροφα όσο οξύνεται η κρίση του σιωνισμού και επιβάλλεται το παλαιστινιακό εθνικό ζήτημα, τόσο οι εβραίοι εργαζόμενοι ωθούνται να δώσουν τις δικές τους απαντήσεις στα προβλήματα που ανακινεί η κρίση αυτή. Αυτό γιατί η απελευθέρωση των εβραϊκών μαζών του Ισραήλ είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα του αγώνα των εβραίων εργαζομένων ενάντια στη σιωνιστική αστική τάξη και του παλαιστινιακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Η κρίση του σιωνισμού είναι αναντίστρεπτη, εκτός αν υπάρξει μια αποφασιστική αλλαγή στον παγκόσμιο συσχετισμό των δυνάμεων. Ο σιωνισμός, όπως και όλα τα αποικιακά κινήματα του 20ου αιώνα, αποδείχθηκε ότι είναι ένας περαστικός αναχρονισμός.
Το ζήτημα που παραμένει ανοιχτό είναι η θέση που θα πάρουν οι εβραϊκές μάζες του Ισραήλ στη διαδικασία αποδέσμευσης από το σιωνιστικό κράτος. Για τη σιωνιστική αστική τάξη, η επιλογή είναι απλή: σιωνισμός ή ολοκαύτωμα. Αλλά η πραγματική επιλογή που προσφέρει στους εβραίους εργαζόμενους η Ιστορία είναι άλλη: η συναδέλφωση µε τον απελευθερωτικό αγώνα και το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα των αράβων για να μπορέσουν να ζήσουν µε ειρήνη και ασφάλεια στην αραβική Ανατολή ή ο αγώνας μέχρι θανάτου ενάντια στο κίνημα αυτό µε τίμημα μιά νέα εβραϊκή τραγωδία. Η κατάσταση είναι σήμερα ευνοϊκή για να προχωρήσουμε προς την πρώτη επιλογή. Το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα και οι μικρές αντι-σιωνιστικές δυνάμεις στο Ισραήλ δεν πρέπει να χάσουν αυτή την ευκαιρία. Ο χρόνος πιέζει.
_________________________________________________________________
Σημειώσεις
(14) Για τις ισραηλινές προκλήσεις και τις «ομολογίες» των σιωνιστών ηγετών για το θέμα αυτό δείτε: «Ο τρίτος γύρος» διακήρυξη της Ισραηλινής Σοσιαλιστικής Οργάνωσης Matspen No 36, Σεπτέμβριος 1967
(15) «Κάτω η κατοχή» διακήρυξη της Ισραηλινής Σοσιαλιστικής Οργάνωσης την 1η Ιανουαρίου 1969, δημοσιεύθηκε στο έντυπο «Το άλλο Ισραήλ». Τελ Αβίβ 1969
(16) ∆ες για το θέμα αυτό: «Ο εκφυλισμός της ισραηλινής κοινωνίας» Matspen No 69, Μάιος 1973
(17) Michel Warchawski «Οι 100 πρώτες ημέρες της κυβέρνησης Μπέγκιν» Inprecor Νο 15, 25/10/1977
(18) «Η κρίση του σιωνισμού» απόφαση του 5ου συνεδρίου της LCR, Cahiers Rouges no 24, Ιερουσαλήμ 1979
(19) «Η καταραμένη κατοχή» Haaretz, 28/4/80
(Επόμενο: Συμπέρασμα-Θέσεις για το σιωνισμό)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου