(Προηγούμενο: Ι. Καταγωγή και δυναμική του σιωνισμού)
Α. Οι ρίζες του παγκόσμιου σιωνιστικού κινήματος
Ο Herzl, υπήρξε ένας από τους πρώτους που κατάλαβε πως σε τελευταία ανάλυση είναι αδύνατον να πραγµατοποιηθούν οι στόχοι του σιωνισµού αποκλειστικά µε τον αποικισµό, δηλαδή µε την αθόρυβη διείσδυση µεµονωµένων ατόµων στην Παλαιστίνη. Εκείνο που χρειάζεται είναι µια προπαγάνδα, ανάπτυξη σχέσεων και διαπραγµατεύσεις µε τις κυρίαρχες δυνάµεις κι όλα αυτά σε µια πολύ µεγάλη κλίµακα. Αλλά οι µεγάλοι αυτού του κόσµου δεν παραχωρούν τίποτα χωρίς αντίτιµο. Στο σηµείο αυτό είναι που συνεισφέρει περισσότερο ο Herzl στον προσδιορισµό µιας συνολικής στρατηγικής για τον σιωνισµό: την σύνδεση της τύχης του Εβραϊκού Κράτους µε αυτήν της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης πραγµάτων.
Από τον Herzl και µέχρι τις µέρες µας, ο σιωνισµός συµµάχησε µε τις ιµπεριαλιστικές δυνάµεις προσδοκώντας να κερδίσει µια «χάρτα», που θα του έδινε το δικαίωµα και τα µέσα να ιδρύσει ένα Εβραϊκό Κράτος στην Παλαιστίνη, και αργότερα συνθήκες φιλίας που θα του επέτρεπαν να επιβιώσει απέναντι στον εχθρικό αραβικό κόσµο. Κάθε ρήξη µεταξύ του σιωνισµού και της ιµπεριαλιστικής αντίδρασης σηµαίνει την αυτόµατη κατάρρευση του σιωνισµού, αλλά γενικά δεν υπάρχει κοινωνικό σύνολο που να αποδέχεται εκούσια την αυτοδιάλυσή του.
Ο Σλόµο Αβινέρι 1 θεωρεί, ότι ο Herzl δεν υπήρξε ένας διανοούµενος µεγάλου διαµετρήµατος. Αναγνωρίζει όµως ότι ήταν ο θεµελιωτής του πολιτικού σιωνισµού: «Η εισφορά του και η ιστορική του σημασία δεν έγκεινται στην πρωτοτυπία των ιδεών του, ούτε στην οργανωτική του αποτελεσματικότητα, αλλά κυρίως σε μια συνεισφορά: Ο Herzl ήταν ο πρώτος που προσπέρασε το τείχος της εβραϊκής και διεθνούς κοινής γνώμης και που μετέτρεψε το ζήτημα της εθνικής λύσης του εβραϊκού προβλήματος, από πρόβλημα με το οποίο ασχολιόταν τα περιοδικά της εβραϊκής και σεκταριστικής διανόησης, περιοδικά χωρίς καμιά σοβαρή απήχηση ούτε στο εβραϊκό ούτε στο μη εβραϊκό κοινό, σε αντικείμενο μιας πλατειάς συζήτησης στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Ο Herzl μετέτρεψε τον σιωνισμό από περιθωριακό φαινόμενο της ζωής στην κωμόπολή τους, σε διεθνές φαινόμενο»!!!
Πέρα απ΄ αυτή την κεφαλαιώδη συµβολή, ο Herzl ήταν επίσης εκείνος που κατάλαβε ότι η σιωνιστική ιδεολογία έχει ανάγκη µια θεσµική και οικονοµική βάση για να οργανώσει και να υποστηρίξει τα εποικιστικά της σχέδια. Κατά την διάρκεια του πρώτου παγκόσµιου σιωνιστικού συνεδρίου ιδρύθηκε η Σιωνιστική Συνοµοσπονδία, ως ενοποιητική δοµή σε παγκόσµια κλίµακα. Οι οργανώσεις που προηγήθηκαν, απορροφήθηκαν παντελώς από αυτήν (όπως η Χιµπάτ Σιών που έγινε στην συνέχεια Χοβεβέι Σιών). Υπό την καθοδήγηση ακριβώς του Herzl ήταν που στήθηκαν στα πόδια τους οι διάφοροι οργανωτικοί και οικονοµικοί θεσµοί, όπως το Ταµείο του Εβραϊκού εποικισµού στα 1898 και το Εθνικό Εβραϊκό Ταµείο στα 1901.
Το πρόγραµµα του Μπαλ διαβεβαιώνει ότι: «Ο σιωνισμός επιθυμεί να αποκτήσει ένα σίγουρο καταφύγιο για τον λαό του Ισραήλ στο Ερετς-Ισραήλ, μέσω μιας (διεθνούς) δημόσιας απόφασης.» Πηγαίνοντας πιο µακριά, δηλώνεται στο ίδιο πρόγραµµα η ανάγκη οργάνωσης των Εβραίων στις χώρες της ∆ιασποράς, της ενίσχυσης της εθνικής εβραϊκής τους συνείδησης, και της οργάνωσης µιας πολιτικής δράσης που θα απέβλεπε στο να κερδίσει την υποστήριξη των κυβερνήσεων στα σιωνιστικά σχέδια2.
Στην Altneueland, ο Herzl παρατηρεί ότι οι Άραβες µπορούν να ενσωµατωθούν στην καινούργια κοινωνία αν εκφράσουν µια τέτοια επιθυµία. Ο Σλόµο Αβινέρι, θεωρητικός του εργατικού-σιωνιστικού κινήµατος και µέλος του εργατικού κόµµατος και της Σοσιαλιστικής ∆ιεθνούς, σχολιάζει αυτήν την πλευρά της σκέψης του Herzl: «Αν αυτός (ο Herzl) μοιάζει σήμερα αφελής, δηλαδή απλουστευτικός, δεν υπολείπεται καθόλου μιας ουμανιστικής και οικουμενικής οπτικής κι αυτό αξίζει τον σεβασμό μας»3.
Αυτά τα συγκαταβατικά λόγια προέρχονται από έναν από τους πιο γνωστούς «αριστερούς» διανοούµενους στο Ισραήλ, ο οποίος αρέσκεται να µιλά για χειραφέτηση και αυτό-χειραφέτηση. Από ένα πολιτικό, του οποίου το αυτοαποκαλούµενο σοσιαλιστικό κίνηµα κατέλαβε µια χώρα µε την ενεργητική υποστήριξη του ιµπεριαλισµού, στο πλαίσιο του δεδηλωµένου στόχου της συντριβής µιας αποικίας, χωρίς να ερωτηθεί ο ντόπιος πληθυσµός. Για έναν αριστερό σιωνιστή όπως ο Σλόµο Αβινέρι, το γεγονός ότι επιτρέπει στους αυτόχθονες να πάρουν την θέση τους στην «νέα κοινωνία», αποτελεί σίγουρα απαράδεκτη αφέλεια, όµως αποδεικνύει χωρίς καµιά αµφιβολία τον ουνιβερσαλιστικό ουµανισµό του ιδρυτή του πολιτικού σιωνισµού. Στους περισσότερο προσγειωµένους σοσιαλιστές θα ανατεθεί το καθήκον να απαλλάξουν τον σιωνισµό από αυτήν την ανθρωπιστική αφέλεια.
Οι βιογράφοι του Herzl αρέσκονται στο να παρατηρούν ότι ο ίδιος δεν είχε πάρα ελάχιστη επιτυχία στην πραγµατοποίηση των στόχων που τόσο καλά ήξερε να ορίσει. Οι ανταγωνιστές του από την ανατολική Ευρώπη, θα επιτρέψουν στο σιωνιστικό κίνηµα να προχωρήσει γρήγορα. Πράγµατι, αντίθετα µε τον Herzl, η Hovevei Sion δεν θα επιµείνει στην επίτευξη µιας πολιτικής παραχώρησης από την πλευρά των ιµπεριαλιστικών δυνάµεων, αλλά στην άµεση αποίκηση της Παλαιστίνης. Από τη µία πλευρά, οι θρησκόληπτοι σιωνιστές θέλουν πρώτα να δηµιουργήσουν τη βάση για µια εβραϊκή αποίκηση στην Παλαιστίνη, για να αποκτήσουν αργότερα, πάντοτε µέσω της δυναµικής κυριαρχίας τους, και µια πολιτική εξουσία. Από την άλλη, οι πολιτικοί σιωνιστές, όπως ο Max Nordau, ο πιο ακραίος µαθητής του Herzl, θέλουν πρώτα να αποκτήσουν ένα Εβραϊκό Κράτος, και µόνο τότε, όπως κάνουν συνήθως οι πολιτικοί, να αφοσιωθούν στο καθήκον να αποικήσουν σε µεγάλο βαθµό το καινούργιο Κράτος.
Η σύγκρουση ανάµεσα στους θρησκόληπτους και στους πολιτικούς, θα µπορέσει σχεδόν να αποκρυβεί κατά τη διάρκεια των πρώτων σιωνιστικών συνεδρίων. Στην πραγµατικότητα όµως, θα ακολουθήσει το σιωνιστικό κίνηµα µέχρι την δηµιουργία του Ισραηλινού Κράτους. Αυτή η διαφορά στρατηγικής αντανακλά τις κοινωνικές αντιθέσεις, καθώς και την διαφορετική πραγµατική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι Εβραίοι της ∆υτικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτοί οι τελευταίοι θα έχουν και την τελευταία λέξη. Παρ’ όλα αυτά, στην ουσία τους, οι δύο αυτές αντιλήψεις βασίζονται στα ίδια δεδοµένα: ο σιωνισµός είναι µια διαδικασία µαζικού αποικισµού που βασίζεται στην υποστήριξη των ιµπεριαλιστικών δυνάµεων. Η διαφωνία δεν έχει να κάνει παρά µόνο µε τους ρυθµούς και τους τρόπους της ίδιας της διαδικασίας.
Β. Η βασική στρατηγική του σιωνισμού και οι κοινωνικό-οικονομικές και πολιτικές δομές της σιωνιστικής κοινωνίας πριν το 1948
Από την καταγωγή του, ο σιωνισµός, τείνει στο να συγκροτήσει µια οµοιογενή εβραϊκή εθνική οντότητα και να ιδρύσει µια απόλυτη εδαφική κυριαρχία στην Παλαιστίνη. Τέτοια ήταν και παραµένει µέχρι τις µέρες µας, η ίδια η ουσία του σιωνισµού. Η εβραϊκή µονολιθικότητα δεν είναι µια δευτερεύουσα όψη του σιωνισµού, ένα επιφαινόµενο. Είναι η ουσία της σιωνιστικής ιδεολογίας, στην οποία υποτάσσονται οι διάφορες οικονοµικές και πολιτικές µορφές του αποικισµού, όποιες και να είναι οι άλλες ιδεολογικές απόψεις των διαφόρων σιωνιστικών ρευµάτων.
Με άλλα λόγια, όσο σωστή και να είναι η διαπίστωση ότι τα διαφορετικά στάδια που σημάδεψαν τον αποικισμό της Παλαιστίνης ήταν προϊόν αντικειμενικών συνθηκών, ποικίλων και μεταβαλλόμενων, όλα εντάσσονται στο πλαίσιο της βούλησης να συνενωθεί το µεγαλύτερο µέρος των Εβραίων του κόσµου στην Παλαιστίνη και να σχηµατιστεί εκεί ένα εβραϊκό Κράτος, ενάντια και ερήµην του ντόπιου αραβικού πληθυσµού, και µε την βοήθεια του ιµπεριαλισµού.
Τα σιωνιστικά συγγράµµατα επιµένουν χονδροειδώς στο γεγονός ότι οι εβραίοι άποικοι βρήκαν, φτάνοντας στην Παλαιστίνη, µια έρηµη χώρα, τόσο στο οικονοµικό όσο και στο θεσµικό επίπεδο. Ο Α. Scholc µελέτησε σε βάθος την οικονοµική κατάσταση της Παλαιστίνης στο τέλος του 19ου αι. και συµπέρανε: «Πριν το 1882 η Παλαιστίνη δεν ήταν μια ερημωμένη και αποτελματωμένη χώρα: η οικονομία της προσανατολισμένη στις εξαγωγές, γνώρισε για 30 χρόνια μετά τον πόλεμο της Κριμαίας μια πραγματική ευημερία. Χάρη στο πλεονασματικό ισοζύγιο πληρωμών, η Παλαιστίνη έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο στην γενική οικονομία της μεγάλης Συρίας»4.
Βέβαια, µετά το 1882, η οικονοµία της Παλαιστίνης θα γνωρίσει µια αισθητή πτώση. Αλλά αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα το γεγονός ότι ανεξάρτητα από τον σιωνισµό, µια δυνητική πραγµατικότητα οικονοµικής και κοινωνικής ανάπτυξης υπήρξε στην Παλαιστίνη, και ότι αντιθέτως, ήταν ακριβώς αυτός ο σιωνιστικός αποικισµός που θα έβαζε φρένο σ’ αυτήν την ανάπτυξη.
Πριν την δηµιουργία του Ισραηλινού Κράτους, η Παλαιστίνη ήταν µια χώρα σχετικά υπανάπτυκτη, όπου κυριαρχούσαν σε µεγαλύτερο ποσοστό, προ-καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής: η φτωχή αγροτιά αποτελούσε το κύριο στοιχείο του πληθυσµού, ενώ η βιοµηχανία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. ∆ίπλα σ’ αυτόν τον κλασσικό υπανάπτυκτο σχηµατισµό, οι σιωνιστές θα χτίσουν ένα σύγχρονο κοινωνικό-οικονοµικό σύστηµα, βασισµένο στην εισαγόµενη από την Ευρώπη αναπτυγµένη τεχνολογία, καθώς και στις µεθόδους οργάνωσης και στις µορφές των καπιταλιστικών επενδύσεων. O Arthur Rupin, ένας από τους πιο αποτελεσµατικούς οργανωτές της εβραϊκής αποίκησης της Παλαιστίνης, θα επιµείνει πολύ στην αναγκαιότητα µιας δραστικής βοήθειας εκ µέρους των εβραϊκών κοινοτήτων από όλο τον κόσµο, µε σκοπό τον σχηµατισµό µιας σύγχρονης υποδοµής στην Παλαιστίνη.
Αντίθετα µε όλα τα άλλα παραδείγµατα ευρωπαϊκού αποικισµού, ο σιωνισµός αρνήθηκε την εκµετάλλευση του φτηνού τοπικού εργατικού δυναµικού. Εφόσον ο σκοπός του ήταν να «οµαλοποιήσει» την οικονοµική και κοινωνική δοµή της εβραϊκής κοινωνίας, ο σιωνισµός όφειλε να αποκλείσει το αραβικό εργατικό δυναµικό από την αγορά, για να επιτρέψει στους Εβραίους να παράγουν από µόνοι τους τα δικά τους µέσα παραγωγής και κατανάλωσης.
Συνειδητά, λοιπόν, ο σιωνισµός έχτισε µια οικονοµία και µια κοινωνία, ανεξάρτητη και παράλληλη µε την αυτόχθονη αραβική κοινωνία. Έπρεπε να αποµονωθεί, να ελαχιστοποιηθεί και στη συνέχεια να εξοντωθεί η αραβική κοινωνία, για να επιτρέψει την ανάδυση µιας αποκλειστικά εβραϊκής κοινωνίας, µε τα κοινωνικά της στρώµατα, την αγορά της, τους θεσµούς της. Σ’ αυτό το κεντρικό καθήκον αναλώνεται το σιωνιστικό κίνηµα επί 30 χρόνια βρετανικής εξουσίας στην Παλαιστίνη, εµποδίζοντας συνειδητά την αραβική κοινωνία να αναπτυχθεί, την ίδια στιγµή που οι γειτονικές αραβικές χώρες γνώριζαν µια οικονοµική ανάπτυξη που οφειλόταν κυρίως στις επιπτώσεις του 2ου Παγκόσµιου Πολέµου5.
Όλα τα µέσα ήταν καλά για να αποκλειστούν οι Άραβες από τις θέσεις τους στην τοπική οικονοµία: από το να χρησιµοποιηθούν οι απεργίες για να αντικατασταθούν οι άραβες εργαζόµενοι από εβραίους στις δοµές της βρετανικής εξουσίας και στις βιοµηχανίες µε ξένο κεφάλαιο, από το µποϋκοτάζ της αραβικής γεωργίας, ακόµα και την καταστροφή των προϊόντων της και τις επιθέσεις κατά των εµπόρων, µέχρι την απόκτηση κτηµάτων από τα χέρια των ιδιοκτητών που ενδιαφέρονταν πιο πολύ για ρευστό χρήµα παρά για την ανάπτυξη των ιδιοκτησιών τους και τελικά την εκδίωξη των αράβων χωρικών µετά την απώλεια της γης τους. Στην περίοδο ανταγωνισµού µεταξύ της τοπικής βιοµηχανίας και της γεωργίας και εκείνων που ανέπτυξαν οι σιωνιστές, οι τελευταίοι προόδευαν γρήγορα, δεδοµένου ότι χρησιµοποιούσαν σύγχρονα τεχνικά µέσα και σχετικά µεγάλα κεφάλαια που ήταν διαθέσιµα στους αποίκους.
Οι νέοι Εβραίοι που υπέφεραν από την καταπίεση και τα αντισηµιτικά πογκρόµ στην Ανατολική Ευρώπη, µεταναστεύουν στην Παλαιστίνη µε την καρδιά γεµάτη ευγενικές ιδέες και έτοιµοι για όλες τις θυσίες. Ήταν πεπεισµένοι ότι θα µπορέσουν να λύσουν το εβραϊκό ζήτηµα ενώνοντας όσο δυνατόν περισσότερους Εβραίους στην Παλαιστίνη και δηµιουργώντας εκεί ένα Εβραϊκό Κράτος. Κάποιοι απ’ αυτούς συνέδεαν αυτό το σχέδιο µε την δηµιουργία καινούργιων σχέσεων ανάµεσα στους ανθρώπους, µε τον σοσιαλισµό. Η πραγµατικότητα όµως θα είναι τελείως διαφορετική.
Πάνω απ΄ όλα, οι πρωτοπόροι έπρεπε να αποκτήσουν τα µέσα για την ύπαρξή τους σε µία χώρα που τους ήταν τελείως άγνωστη και για συνθήκες για τις οποίες δεν ήταν προετοιµασµένοι. Για να τους βοηθήσει, το σιωνιστικό κίνηµα θα τους προσφέρει µια ολόκληρη σειρά από δάνεια για να συγκεντρωθούν χρήµατα στους κόλπους των εβραϊκών κοινοτήτων, ώστε να αγοραστούν τα κτήµατα και να χρηµατοδοτηθεί η εγκατάσταση των πρωτοπόρων στην Παλαιστίνη. Η δηµιουργία της Histadrout - στην οποία θα αφιερώσουµε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο - µιας ολόκληρης σειράς συνεταιρισµών, της κατασκευαστικής επιχείρησης Solel-Bonι, θα είναι ένα από τα πιο αποτελεσµατικά µέσα που θα επιτρέψουν, µετά το πρώτο παγκόσµιο πόλεµο, στους πρωτοπόρους να προσφέρουν µια οικονοµική και κοινωνική βάση στα αποικιακά τους σχέδια. Ο Nathan Weinstock6 εξηγεί πολύ καλά την κατάσταση: «Οι εβραίοι εργαζόμενοι, ερχόμενοι από την ∆ύση στην Παλαιστίνη, θα ήταν ανίκανοι να επιβιώσουν οικονομικά χωρίς την αλύπητη εξουδετέρωση κάθε ανταγωνισμού, από την αραβική πλευρά, στον εβραϊκό τομέα.»
Η δράση της Histadrout και των σιωνιστικών ιδρυµάτων καθώς και η συµµετοχή του εβραϊκού κεφαλαίου ως µειοψηφούντος εταίρου στις βρετανικές επιχειρήσεις, ήταν η σπονδυλική στήλη του αυτόνοµου σιωνιστικού οικονοµικού τοµέα, στον οποίο οι αναπτυγµένες καπιταλιστικές µέθοδοί του θα επιτρέψουν σιγά – σιγά να επιβληθεί στον υπανάπτυκτο αραβικό τοµέα. Τα κύρια συνθήµατα αυτής της οικονοµικής κατάκτησης της Παλαιστίνης ήταν «η απελευθέρωση της γης» και «η κατάκτηση της εργασίας.» Το τελευταίο περιγράφει ο Ben Gurion, κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου της Histadrout, ως έκφραση της πάλης των τάξεων...δηλαδή η τάξη των εβραίων εργατών διώχνει τους άραβες εργάτες από τις δικές τους θέσεις εργασίας.
Εξάλλου η απελευθέρωση της γης παρουσιάστηκε και αυτή ως αντί-φεουδαρχική µάχη εναντίον των ιδιοκτητών που ήταν αντίθετοι σ’ αυτήν, χωρίς να αναφερθεί πουθενά ότι η µοίρα που περίµενε τους φτωχούς χωρικούς που καλλιεργούσαν την γη τους εδώ και ολόκληρες γενιές δεν ήταν άλλη παρά η εξορία, εφόσον οι πιθανότητες προλεταριοποίησής τους ήταν πολύ περιορισµένες λόγω της δεδοµένης εβραϊκής εργασιακής πολιτικής. Όταν αυτοί οι χωρικοί αντιστεκόταν στις εκδιώξεις, οι µονάδες της Hagaba ανέλαβαν την ευθύνη να τους πείσουν, ενώ οι βρετανικές αρχές έκλειναν τα µάτια µπροστά στην δράση τους.
Οι αντικειµενικές συνθήκες της σιωνιστικής αποίκησης σπρωξαν «το εργατικό σιωνιστικό κίνημα», µαζί µε τους ιδεαλιστές πρωτοπόρους του και τους «προοδευτικούς» του θεσµούς, όπως ο Κιµπουτισµός και η Histadrout, στις πρώτες θέσεις στην µάχη ενάντια στα συµφέροντα των αράβων εργατών και ενάντια στο αραβικό εθνικό κίνηµα, καθώς και στην σταθεροποίηση της συµµαχίας µε τον ιµπεριαλισµό. Παρ’ όλο που δεν υπάρχει καµία αµφιβολία ότι η ηγεσία του αραβικού εθνικού κινήµατος της Παλαιστίνης ήταν υπέρ-αντιδραστική, ότι ο πιο προβεβληµένος της ηγέτης ήταν ο µουφτής της Ιερουσαλήµ, Haj Amin el Husseini, αυτό το κίνηµα είχε κάθε δικαίωµα να αντισταθεί στην προσπάθεια των σιωνιστών να πάρουν το πάνω χέρι στην Παλαιστίνη. Τα «σοσιαλιστικά» συνθήµατα εναντίον της παλαιστινιακής επανάστασης δεν είναι παρά υποκρισία όταν προέρχονται από εκείνους που προσδέθηκαν στον ιµπεριαλισµό για να στερήσουν έναν λαό από την πατρίδα του και τη γη του.
Η διαφορά ανάµεσα στον σιωνιστικό αποικισµό και στον κλασικό αποικισµό βρίσκεται σε δύο στοιχεία τα οποία θα προσδιορίσουν σε µεγάλο βαθµό τις µορφές του αγώνα για την παλαιστινιακή εθνική απελευθέρωση µετά την δηµιουργία του Ισραηλινού Κράτους: τον τύπο της σχέσης µεταξύ του αποικιακού κινήµατος και των αυτοχθόνων, τον τύπο σχέσης µεταξύ της αποικίας και του ιµπεριαλισµού.
Ο σιωνισµός, όπως το κάθε αποικιακό κίνηµα, έκλεψε τα καλύτερα κτήµατα γης από τον φτωχό χωρικό, παραµόρφωσε την κοινωνική δοµή που υπήρχε και εµπόδισε την ανάπτυξή της, ήταν το όργανο του ξένου µονοπωλιακού κεφαλαίου και λειτούργησε σαν υπηρέτης του ιµπεριαλισµού στην περιοχή. Αυτό που αποτελεί την ιδιαιτερότητα του σιωνισµού, είναι, από την µία, το γεγονός ότι δεν στόχευε στην εκµετάλλευση του φτηνού τοπικού εργατικού δυναµικού, αλλά στην εκδίωξή του, ακόµα και αν για οικονοµικούς λόγους αυτό ήταν λιγότερο αποδοτικό. Από την άλλη, το γεγονός ότι η συνεισφορά του στον αγγλικό και αργότερα στον αµερικανικό ιµπεριαλισµό δεν ήταν άµεσα οικονοµικής φύσεως αλλά πολιτικής. Αν ο ιµπεριαλισµός υποστήριξε τον σιωνισµό, και συνεχίζει να το κάνει έως και σήµερα, δεν το κάνει για το κέρδος που µπορεί να εισπράξει από την εκµετάλλευση του ισραηλινού εργάτη – εφόσον ο άραβας εργάτης εκδιώχθηκε - ή των φυσικών πόρων (πρώτων υλών) που βρίσκονται στην ισραηλινή επικράτεια, αλλά για τον ρόλο που ο σιωνισµός και το Εβραϊκό Κράτος έπαιξαν στην υπεράσπιση της ιµπεριαλιστικής τάξης απέναντι στην απειλή του αραβικού εθνικού απελευθερωτικού κινήµατος.
Ο οικονοµικός διαχωρισµός ανάµεσα στους δύο τοµείς της παλαιστινιακής κοινωνίας υπό την βρετανική διοίκηση διευκολύνθηκε από τον διαχωρισµό των πολιτικών και διοικητικών θεσµών. Το 1920, ο βρετανός Υψηλός Επίτροπος επιτρέπει τον σχηµατισµό µιας «Βουλής των Εκλεκτών» εκπροσώπου µόνο του εβραϊκού πληθυσµού και εκλεγµένης απ’ αυτόν αποκλειστικά. Το σιωνιστικό κίνηµα είχε επί πλέον και τους δικούς του θεσµούς για να αγοράσει τα κτήµατα (Εθνικό Εβραϊκό Ταµείο), για την εγκατάσταση των εβραίων (Keren Hayessod), για την «προστασία» τους (Hagana), ενώ ο άραβας εργάτης δεν µπορούσε να ενταχθεί στο λεγόµενο συνδικαλιστικό κίνηµα, στην Histadrout, καθώς και κανένα παιδί αράβων δεν µπορούσε να γραφτεί στα σχολεία που ίδρυσαν οι σιωνιστικοί θεσµοί.
Παρ’ όλο που και οι Άραβες είχαν τους δικούς τους θεσµούς, λαµβάνοντας υπόψη το υπαρκτό κοινωνικό σύστηµά τους και τον ρόλο των πατριών που επικρατούσαν, οι δικοί τους δεν µπορούσαν να συναγωνιστούν σε αποτελεσµατικότητα αυτούς που το σιωνιστικό κίνηµα διαµόρφωσε, αντιγράφοντας τους σύγχρονους θεσµούς της ευρωπαϊκής αστικής τάξης. Άρα, ο σιωνισµός ίδρυσε ένα Κράτος µε την πλήρη έννοια του όρου και µε όλες τις δοµές του, υπό την βρετανική κυριαρχία και µε την βοήθειά της. Αυτό το «ερχόμενο Κράτος» όπως το αποκαλούσαν οι σιωνιστές, δεν κατάφερε µόνο να σπείρει αυτό που θα γινόταν τελικά το Ισραηλινό Κράτος αλλά και να εξουδετερώσει κάθε δυνατότητα εθνικής πολιτικής έκφρασης των αυτοχθόνων.
Ένας από τους λόγους της ανικανότητας του παλαιστινιακού τοµέα να αντισταθεί στην ανάπτυξη του εβραϊκού, ήταν η ανικανότητα, και µάλιστα η άρνηση, της παλαιστινιακής αστικής τάξης να σχεδιάσει µια καπιταλιστική ανάπτυξη στην Παλαιστίνη. Ο δήµαρχος της Γιάφα έγραφε, στην δεκαετία του 40: «Η Παλαιστίνη είναι μια φτωχή χώρα που ποτέ δεν θα μπορέσει να βιομηχανοποιηθεί...δεν μπορεί να είναι ούτε ένα βιομηχανικό, ούτε ένα εμπορικό κέντρο, παρά μόνο να παραμείνει μια αγροτική χώρα».7
Αντίθετα µε το «πολιτικό» ρεύµα το οποίο, όπως είδαµε, έδινε µεγαλύτερη βάση στην διπλωµατική δράση µε σκοπό την απόκτηση κάποιας εύνοιας των µεγάλων δυνάµεων, οι Ruppin και Weizman, και µε ένα γενικότερο τρόπο το σιωνιστικό «εργατικό» κίνηµα επέµενε πάνω απ’ όλα στην αναγκαιότητα να αναπτυχθεί οικονοµικά και πολιτικά η εβραϊκή εγκατάσταση στην Παλαιστίνη και να ενισχυθεί αριθµητικά. Το τετελεσµένο γεγονός γι’ αυτούς, είναι η sine qua non προϋπόθεση της αναγνώρισης των µεγάλων δυνάµεων και γι’ αυτό το λόγο, παράλληλα µε την ενίσχυση του εβραϊκού τοµέα στην Παλαιστίνη, δεν παύουν να διεξάγουν µια έντονη διπλωµατική δραστηριότητα.
«Στρέμμα μετά το στρέμμα, μια κατσίκα κι ύστερα μιαν άλλη» αυτό είναι το σύνθημα του σιωνιστικού εργατικού κινήματος, το οποίο, συνειδητοποιώντας την θεμελιώδη σημασία της γης στο σχέδιο του για την δημιουργία μιας ανεξάρτητης πολιτικής και κοινωνικής εβραϊκής οντότητας, θα δώσει την προτεραιότητα στους αγρότες αποίκους - και μάλιστα στους χειρώνακτες εργάτες της υπαίθρου και των πόλεων, και όχι στους μικροαστούς της πόλης, οι οποίοι βρίσκονται συχνότερα στα μειοψηφικά ρεύματα του σιωνιστικού κινήματος. Αλλά πέραν απ’ αυτές τις διαφοροποιήσεις, το σιωνιστικό κίνημα παραμένει ενωμένο ως προς το βασικό του σκοπό: να προετοιµάσει την δηµιουργία ενός αποκλειστικά Εβραϊκού Κράτους από το οποίο θα είναι αποκλεισµένος κοινωνικά και φυσικά ο µεγαλύτερος δυνατός αριθµός των αυτοχθόνων.
Γ. Ο Σιωνισμός στην υπηρεσία του Βρετανικού ιμπεριαλισμού
Ανάµεσα στο τέλος του ∆ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου και στη δηµιουργία του κράτους του Ισραήλ ο Σιωνισµός έπαιξε ένα διπλό ρόλο στην πολιτική των αρχών της Βρετανικής εντολής:
α) ενεργός και µαχητικός υποστηρικτής της καταστολής του εθνικού αραβικού κινήµατος,
β) άλλοθι για τον αγγλικό ιµπεριαλισµό και αποδιοποµπαίος τράγος για την αγανάκτηση των παλαιστινιακών µαζών.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου, η πλειοψηφία του παγκόσµιου σιωνιστικού κινήµατος στράφηκε προς τον βρετανικό ιµπεριαλισµό που φαινόταν ότι θα αντικαθιστούσε την οθωµανική εξουσία, που κατέρρεε, σε όλη τη Μέση Ανατολή και ιδιαίτερα στην Παλαιστίνη. Η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε υποσχεθεί την υποστήριξη της στους άραβες ηγέτες που επιθυµούσαν τη δηµιουργία ενός ενιαίου Αραβικού Κράτους στη Μέση Ανατολή. Αλλά η υπόσχεση αυτή προδόθηκε σύντοµα µε τις µυστικές συµφωνίες ανάµεσα στη Γαλλία και στη Μεγάλη Βρεταννία (συµφωνία Σαικς - Πικώ) που µοίρασαν τη Μέση Ανατολή ανάµεσα σε αυτές τις δύο ιµπεριαλιστικές δυνάµεις. Παράλληλα ο λόρδος Μπάλφουρ παραχώρησε, στις 2 Νοεµβρίου 1917, στο λόρδο Ρότσχιλδ την περίφηµη διακήρυξη που έχει το όνοµα του και που εξασφάλιζε στους Εβραίους την υποστήριξη της Βρεταννιικής Αυτοκρατορίας για τη δηµιουργία µιάς «εβραϊκής εθνικής εστίας στην Παλαιστίνη».
Ο Βρετανικός ιµπεριαλισµός είχε υποσχεθεί πράγµατα και θαύµατα στους Αραβες για να έχει την υποστήριξη τους στον πόλεµο κατά της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας και στην εγκαθίδρυση της εξουσίας του στη Μέση Ανατολή. Αλλά υπεράσπισε καλύτερα τα συµφέροντά του µε την ευνοϊκή απάντηση στο αίτηµα των σιωνιστών για την απόκτηση της βάσης µιάς εβραϊκής εθνικής εστίας γιατί έτσι ύψωσε «ένα ευρωπαϊκό τείχος ενάντια στην Ασία», σύµφωνα µε τη διάσηµη φράση του Herzl, ή, σωστότερα, ένα φράγµα ενάντια στο αραβικό εθνικό κίνηµα. Ο λόρδος Melchet, διάσηµος άγγλος σιωνιστής ηγέτης, θα πει αργότερα: «Τα πλεονεκτήματα για τη Βρεταννική Αυτοκρατορία είναι προφανή. ∆εν πρόκειται για τίποτα λιγότερο από την υπεράσπιση της ∆ιώρυγας του Σουέζ, των αναγκαίων για την Αυτοκρατορία αεροδρομίων, του άκρου του πετρελαϊκού αγωγού της Χάιφα και του λιμανιού της Χάιφα, που είναι τόσο σημαντικά για τη στρατηγική μας στη Μέση Ανατολή Η υπεράσπιση των συμφερόντων της Αυτοκρατορίας θα εξασφαλισθεί καλύτερα με έναν ισχυρό ευρωπαϊκό πληθυσμό παρά με κάποιες στρατιωτικές μονάδες που μπορούμε άλλωστε να ελευθερώσουμε (για άλλα καθήκοντα).»
Αν µας επιτρέπεται να υποψιαστούµε ότι ο λόρδος Melchet ενδιαφερόταν υπερβολικά για τα συµφέροντα της Αυτοκρατορίας γιατί εκτός από σιωνιστής ηγέτης, ήταν και διακεκριµένο µέλος της αγγλικής άρχουσας τάξης, ας δούµε τι έλεγε ένας άλλος σιωνιστής ηγέτης, που είχε γεννηθεί και ανατραφεί στη Ρωσία. Το 1936 ο Menaíhem Ussishkin έγραφε στην Palestine Review: «Εάν η Παλαιστίνη είναι τελείως αραβική, αργά ή γρήγορα, οι Βρετανοί θα πρέπει να την εγκαταλείψουν, με τη βία...Η Παλαιστίνη με εβραϊκή πλειοψηφία θα είναι ένας σύμμαχος για τους Άγγλους». Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου από τον Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο µέχρι τη δηµιουργία του κράτους του Ισραήλ, οι σιωνιστές ηγέτες θα επιµένουν για τη νοµιµοφροσύνη τους απέναντι στο βρεταννικό ιµπεριαλισµό, ακόµη και στις περιόδους έντασης ανάµεσα στους Άγγλους και στους σιωνιστές.
Ο αγγλικός ιµπεριαλισµός διευκόλυνε, επίσης, πολύ την ανάπτυξη του σιωνιστικού καπιταλισµού στην Παλαιστίνη. Ελάχιστοι ήταν οι εβραίοι καπιταλιστές των ιµπεριαλιστικών µητροπόλεων που ήταν πρύθυµοι να επενδύσουν στην Παλαιστίνη. Πέρα από την κλωστουφαντουργία και κάποιους δευτερεύοντες κλάδους, µέχρι το ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, η σιωνιστική βιοµηχανία δεν ξεπέρασε το στάδιο της µικρής µανυφακτούρας. Κατά τον πόλεµο, η κατάσταση άλλαξε: οι δυσκολίες του να γίνει ο αναγκαίος εφοδιασµός των συµµαχικών στρατευµάτων στην Ανατολή από τη θάλασσα τους ανάγκασε να στραφούν προς την εγχώρια παραγωγή. Η βρεταννική εντολή, έχοντας συνειδητοποιήσει την τεχνολογική υπεροχή της εβραϊκής βιοµηχανίας στην Παλαιστίνη, θα στηριχθεί επάνω της και θα της επιτρέψει να αναπτυχθεί µε επιταχυνόµενο ρυθµό.
Η σοβαρή κρίση που θα προκαλέσει η κάµψη του βρετανικού ιµπεριαλισµού κατά το ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, θα βάλει ένα σοβαρό πρόβληµα στο σιωνισµό. Ήταν φανερό ότι η αγγλική αστική τάξη γρήγορα θα έχανε το κύριο µέρος της εξουσίας της στη Μέση Ανατολή. Ένας από τους στόχους των αντι-βρετανικών τροµοκρατικών ενεργειών κατά και µετά το ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο ήταν να τον απειλήσουν ότι, εάν δεν έκανε και άλλες παραχωρήσεις, ο σιωνισµός θα ευθυγραµµιζόταν µε τον αµερικάνικο ιµπεριαλισµό, που ήθελε να πάρει τη θέση της Μεγάλης Βρετανίας στη Μέση Ανατολή. Αυτό θα κάνει τελικά το σιωνιστικό κίνηµα - όχι χωρίς κάποιες έντονες συζητήσεις - και θα µπει στην υπηρεσία της Ουάσιγκτον µε τον ίδιο ενθουσιασµό που χαρακτήριζε την προηγούµενη συνεργασία του µε τη Βρεταννική Αυτοκρατορία.
Δ. Η Histadrout καταλύτης του σιωνιστικού εποικισμού και της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ
Αντίθετα από αυτό που πολλοί πιστεύουν, η Histadrout δεν είναι µια συνοµοσπονδία εργατικών συνδικάτων, µε την έννοια που το εννοούµε γενικά. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν µέσα στην Histadrout µερικά συνδικάτα, αλλά κανένα µέλος της Histadrout δεν ανήκει σε κάποιο από αυτά τα συνδικάτα αλλά κατευθείαν στην Histadrout, που εισπράττει τις συνδροµές και οργανώνει τα µέλη µέσω ενός τεράστιου µηχανισµού, τελείως ανεξάρτητου από τα συνδικάτα. Μέλος της Histadrout γίνεται οποιοσδήποτε είναι ασφαλισµένος στο Ταµείο Υγείας της Histadrout, την Koupat Holin, που καλύπτει το 80% των κατοίκων του Ισραήλ. Ενας διαχωρισµός της Koupat Holim και της Histadrout θα προκαλούσε µια κάθετη πτώση του δυναµικού της δεύτερης.
Πουθενά στον κόσµο δεν υπάρχει ένας οργανισµός που να µπορεί να συγκριθεί µε την Histadrout. Το θέµα δεν είναι η πολιτική γραµµή και η ιδεολογία της ηγεσίας της, αλλά η δοµή της και διάφοροι τοµείς της οικονοµικής και πολιτικής της δραστηριότητας που καλύπτουν σχεδόν όλους τους τοµείς της ζωής - ακόµη και το στρατιωτικό µέχρι τη δηµιουργία του Κράτους του Ισραήλ - µέσα στη σιωνιστική κοινωνία.Αν διαβάσουµε, για παράδειγµα, το βιβλίο που εξέδωσε η Histadrout για τα 30 χρόνια από την ίδρυση της, αυτό που εντυπωσιάζει δεν είναι η ρεφορµιστική και οπορτουνιστική ρητορική στην οποία µας έχουν συνηθίσει οι γραφειοκρατικές ηγεσίες των µεγάλων συνδικαλιστικών οµοσπονδιών, αλλά το γεγονός ότι σε 625 σελίδες, οι 254 είναι αφιερωµένες στις βιοµηχανικές, τραπεζικές και εµπορικές επιχειρήσεις της Histadrout, ενώ µόνο 75 σελίδες περιλαµβάνονται στο κεφάλαιο µε τίτλο «ο κλάδος των συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων», του οποίου µάλιστα ένα µεγάλο τµήµα ασχολείται µε τις χρηµατιστικές επιχειρήσεις της Histadrout. Η εικόνα που δίνει αυτός ο µεγάλος απολογισµός είναι ενός τεράστιου τραστ που διεισδύει σε όλους τους τοµείς της κοινωνίας για να αναπτύξει τις επιχειρήσεις του.
Είναι αδύνατον να καταλάβουµε τη φύση της Histadrout και τη θέση της στη σύγχρονη ισραηλινή κοινωνία χωρίς να αναλύσουµε:
1) τη δηµιουργία και τις ιδιαιτερότητες της εβραϊκής εργατικής τάξης στην Παλαιστίνη
2) τη δηµιουργία της Histadrout και τα διάφορα στάδια της ανάπτυξής της, παράλληλα µε την ανάπτυξη του σιωνιστικού εποικισµού.
Η ιστορική προέλευση της ισραηλινής εργατικής τάξης είναι διαφορετική τόσο από εκείνη της εργατικής τάξης στις ιµπεριαλιστικές µητροπόλεις όσο και από εκείνη της εργατικής τάξης στις αποικιοκρατούµενες χώρες. Επίσης δεν έχει τη συνέχεια της εβραικής εργατικής τάξης στην Ανατολική Ευρώπη. Αντίθετα µε τις αφελείς ουτοπίες του Μποροτσόφ και των οπαδών του ο σιωνισµός δεν κατάφερε να αποκτήσει κάποια επιρροή στους εβραίους εργάτες.
Ένας από τους βασικούς στόχους του σιωνιστικού κινήµατος θα είναι η δηµιουργία, από το μηδέν, μιάς εβραϊκής εργατικής τάξης στην Παλαιστίνη και η Histadrout θα είναι το εργαλείο για να πετύχει αυτή η προσπάθεια. Όπως ξεκάθαρα λέει η ιδρυτική διακήρυξη της Histadrout, αυτή θα αναλάβει «να διαμορφώσει, σαν αποτέλεσμα του εποικισμού, ένα νέο τύπο εβραίου εργαζόμενου», ή ακόµη «Η Γενική Συνομοσπονδία (στα εβραϊκά Histadrout) των Εβραίων Εργαζομένων της Παλαιστίνης ενώνει και οργανώνει στις γραμμές της όλους τους εργαζόμενους (εβραίους βέβαια) για να αντιμετωπίσουν όλα τα προβλήματα εμφύτευσης, οικονομικά και πολιτιστικά, της εργατικής τάξης στη χώρα, με στόχο τη δημιουργία της εβραϊκής κοινωνίας της εργασίας στην Παλαιστίνη. «(Από το ιδρυτικό πρόγραµµα της Histadrout, 1920, αναφέρεται στις κάρτες των µελών της, σελ. 3).
Εποµένως το «σιωνιστικό εργατικό κίνημα» είναι που ανέλαβε, από το 1928, το ιστορικό καθήκον της αστικής τάξης - που το βάρος της ήταν περιορισµένο - δηλαδή τη δηµιουργία της βάσης για έναν εβραϊκό καπιταλισµό και για µιά εβραϊκή εργατική τάξη στην Παλαιστίνη. Ο Μπεν Γκουριόν συνοψίζει το ζήτηµα πολύ ξεκάθαρα στα 1932: «Ο εβραϊκός λαός δεν θα μπορεί να συγκροτηθεί στην πατρίδα του και η χώρα δεν θα μπορεί να ανοικοδομηθεί παρά μόνο με μιά ισχυρή, αριθμητικά και ποιοτικά, εργατική τάξη. Αλλά η εργατική τάξη δεν θα δημιουργηθεί παρά μόνο με το λαό και την υλική και κοινωνική του υποστήριξη, και αυτό απαιτεί ένα σιωνιστικό κίνημα ισχυρό και εφοδιασμένο με ένα ξεκάθαρο και δίκαιο πρόγραμμα. Ένα τέτοιο κίνημα δεν θα μπορέσει να υπάρξει παρά μόνο αν το εργατικό κίνημα μετατραπεί σε ένα μαζικό λαϊκό κίνημα...Στο κίνημα μας η ταξική δράση και η εθνική δράση συνδέονται και αλληλοεξαρτούνται στενά.» (Μπεν Γκουριόν, Αποµνηµονεύµατα, σελ 548). Στα 1936, συνοψίζει πάλι το πρόβληµα : «Το ζήτημα δεν είναι μόνον η οργάνωση της εργατικής τάξης, αλλά η δημιουργία της, η διαμόρφωση της και το ρίζωμα της στην Παλαιστίνη.»
Ένα από τα προβλήµατα της σιωνιστικής ηγεσίας στην Παλαιστίνη στα χρόνια του 20, θα είναι η εξασφάλιση της αρχής της στα διάφορα κύµατα των µεταναστών, που συχνά θα είναι επιφυλακτικά απέναντι σε κάθε µορφή αρχής και συνδεδεµένα µε πολιτικές οργανώσεις και θεσµούς πολύ αυτόνοµα µεταξύ τους. Σ’ αυτή τη µάχη για την ανάδειξη µιάς κεντρικής εξουσίας, η Histadrout και ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της ∆αβίδ Μπεν Γκουριόν, θα παίξουν έναν κεντρικό ρόλο.
Ο Shabtai Tevet, ένας από τους καλύτερους σύγχρονους ειδικούς για το σιωνισµό, περίγραψε λεπτοµερειακά το ρόλο της Histadrout στη διαδικασία αυτή, σ’ ένα άρθρο που δηµοσίευσε στη Ha-arets στις 17 Απριλίου 1981 µε τίτλο «Η προέλευση του οικοδομήματος της αρχής.» Ανάµεσα σε άλλα γράφει: «Είναι σημαντικό να εξηγηθεί γιατί ο ∆αβίδ Μπεν Γκουριόν (που από το 1921 έως το 1935 ήταν Γενικός Γραμματέας της Histadrout, J.T.) είχε τόσο μεγάλη ανάγκη από μιά κεντρική αρχή. Αυτή ήταν αναγκαία για να ενισχυθεί ο σιωνισμός και ειδικότερα για την αισθητή αύξηση της μετανάστευσης και τη δημιουργία μιάς εβραϊκής πλειοψηφίας στην Παλαιστίνη. Για να αυξηθεί με μόνιμο τρόπο η μετανάστευση, έπρεπε να ενισχυθούν ουσιαστικά οι δυνατότητες ενσωμάτωσης των μεταναστών. Ο Μπεν Γκουριόν φοβόταν ότι σε περίοδο ανεργίας, οι διάφορες αυτόνομες αρχές θα αντιτίθονταν στη συνέχιση της μετανάστευσης ή θα προσπαθούσαν να την περιορίσουν...γι’ αυτό ο Μπεν Γκουριόν απαίτησε η Εκτελεστική Επιτροπή (της Histadrout J.T.) να έχει την εξουσία να επιβάλλει την αρχή της στα Εργατικά Συμβούλια (sic! της Histadrout J.T.), στις αγροτικές κοινότητες και όλους τους θεσμούς της Histadrout, πριν απ’ όλα στο ζήτημα αυτό. Απαίτησε μια κεντρική πολιτική για ό,τι είχε σχέση με τη μετανάστευση και την ενσωμάτωση...Κατά την περίοδο της ανεργίας απαίτησε η Εκτελεστική Επιτροπή να έχει την εξουσία να προσανατολίσει τους εργαζόμενους προς το χώρο εργασίας τους και να αποφασίζει για τις δυνατότητες ενσωμάτωσης της κάθε κοινότητας, αστικής και αγροτικής. ∆ιεκδίκησε ξεκάθαρα το δικαίωμα της επιβολής της δικτατορίας του σιωνισμού (οι υπογραµµίσεις είναι δικές µας J.T.)...
...(Αυτά τα δρακόντια μέτρα) του επέτρεψαν να επιβάλει την αρχή της Histadrout σαν βάση όπου θα βασιζόταν η αρχή της σιωνιστικής ηγεσίας στο σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού (της Παλαιστίνης). Γιαυτό η εργατική εξουσία που θεσμοθέτησε είναι αναμφίβολα η σταθερότερη βάση πάνω στην οποία θεμελιώθηκε και οικοδομήθηκε το Κράτος του Ισραήλ. Επομένως η Histadrout ήταν η πρώτη, η μεγαλύτερη και η ισχυρότερη κεντρική οργάνωση που απέκτησε αρχή μέσα στην εβραϊκή κοινότητα. Σαν πρόεδρος του Εβραϊκού Πρακτορείου (κεντρική πολιτική διοίκηση του σιωνιστικού κινήματος στην Παλαιστίνη, J.T.). Ο Μπεν Γκουριόν πέτυχε να οικοδομήσει επάνω στην αρχή της Histadrout τα θεμέλια της σιωνιστικής αρχής επάνω στο σύνολο του πληθυσμού ..».
Ο ρόλος της Histadrout στη διαµόρφωση του κεντρικού πολιτικού µηχανισµού του σιωνισµού επιβεβαιώνεται από την προσωπική βιογραφία του Μπεν Γκουριόν που, από Γενικός Γραµµατέας της Histadrout, έγινε πρόεδρος της Εβραϊκής Αποστολής. Έτσι έγινε και µε τη Hagana που από ένοπλη οργάνωση του A’ hdut Ha’ avola (το κόµµα του Μπεν Γκουριόν) έγινε η ένοπλη οργάνωση της Histadrout και στη συνέχεια της Εβραϊκής Αποστολής για να καταλήξει να γίνει ο στρατός του Κράτους του Ισραήλ.
Αντίθετα µε τις κλασσικές µορφές της αποικιοκρατίας, ο σιωνισµός δεν κατάστρεψε τις παλιότερες κοινωνικές δοµές, υποτάσσοντας τες στους καπιταλιστικούς νόµους του κέρδους, αλλά δηµιούργησε µια παράλληλη οικονοµική και κοινωνική δοµή, όπου οι Αραβες δεν είχαν θέση, ούτε σαν υπερ-εκµεταλλευόµενη εργατική δύναµη. Γι’ αυτό η εβραϊκή εργατική τάξη είναι όχι µόνο το αποτέλεσμα του σιωνιστικού εποικισµού αλλά παραµένει άρρηκτα δεμένη με αυτόν. Η ίδια η ύπαρξη του εβραίου εργαζόμενου, το υψηλό, σε σχέση με τους άραβες εργαζόμενους, βιοτικό του επίπεδο, δεν εξαρτώνται λιγότερο από τα μέλη των Κιμπούτζ, από την πρόοδο του σιωνισμού και την εξάλειψη της αραβικής εργασίας και παραγωγής. Εποµένως ο εβραίος εργάτης έχει µια διπλή φύση, απ’ τη µιά µη κατέχοντας µέσα παραγωγής είναι αναγκασµένος να πουλάει την εργατική του δύναµη άρα τον εκµεταλλεύεται η αστική «του» τάξη, από την άλλη αποτελεί τµήµα και εξαρτάται από τη διαδικασία του σιωνιστικού εποικισµού. Αυτή η διπλή φύση χαρακτηρίζει την εβραϊκή εργατική τάξη µέχρι σήµερα, όσο και αν αλλάζει ανάλογα µε την εξέλιξη του ισραηλινού καπιταλισµού και του σιωνιστικού κράτους.
Με την έννοια αυτή, η Histadrout δεν εκφράζει µόνο ορισµένα ιδιαίτερα αστικά συµφέροντα µέσα στο πλαίσιο του σιωνιστικού εποικισµού, αλλά επίσης και τα ιδιαίτερα συµφέροντα μιάς εργατικής τάξης που δεν έχει ξεκοπεί από το σιωνισμό.
Εποµένως ο οργανικός δεσµός που συνέδεσε τους εβραίους εργαζόµενους της Παλαιστίνης µε την Histadrout δεν ήταν καθόλου ιδεολογικός, αλλά προέκυψε από τις ανάγκες στοιχειώδους ύπαρξης µέσα στο πλαίσιο του σιωνιστικού εποικισµού. Αλλά ο διπλός ρόλος της Histadrout - δηµιουργός της εργατικής τάξης, ιδιοκτήτης επιχειρήσεων και εργοδότης απ’ τη µιά και οργανωτής της εργατικής τάξης απ’ την άλλη - την βάζει σε µιά αντιφατική θέση: απ’ τη µια πρέπει να υπερασπίσει τον εβραίο εργαζόµενο απέναντι στον «άραβα εχθρό» και να φροντίσει για τα προνόµια του και απ’ την άλλη να υπερασπίσει, όπως κάθε καπιταλιστική επιχείρηση, τα κέρδη της ενάντια στα συµφέροντα των εργαζόµενων, τους οποίους υποτίθεται ότι έχει αναλάβει να οργανώσει και να υπερασπίσει.
Γιατί δίπλα στο τµήµα συνδικαλιστικών υποθέσεων, που οργανώνει τους εργαζόµενους, η Histadrout περιλαµβάνει µιά σειρά άλλα τµήµατα που εκπροσωπούν και υπερασπίζουν άλλα κοινωνικά στρώµατα, µικροεπιχειρηµατίες, συνεταιρισµούς. Κιµπούτζ, αγρότες, ιδιοκτήτες γης κλπ. Αλλά η αντίφαση γίνεται ακόµη εµφανέστερη αν πάρουµε υπόψη µας µια τρίτη όψη του θεσµού αυτού: την Hevrat Ha-ovdim, µια απέραντη οικονοµική αυτοκρατορία που περιλαµβάνει τις µεγαλύτερες βιοµηχανικές επιχειρήσεις της χώρας, κατασκευαστικές εταιρίες, ασφαλιστικές εταιρίες, µία από τις µεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, που απασχολούν περισσότερο από το 1/4 του ενεργού πληθυσµού του Ισραήλ. Αυτή η οικονοµική αυτοκρατορία δεν έχει βέβαια τίποτα το σοσιαλιστικό, και η καπιταλιστική αποδοτικότητα που καθορίζει τις επιλογές της την υποχρεώνει να εκµεταλλεύεται τους εργάτες που, τυπικά, είναι οι ιδιοκτήτες.
Αν, ακόµη και σήµερα, η Histadrout είναι ο µεγαλύτερος εργοδότης και ο µεγαλύτερος παραγωγός της χώρας - µετά το κράτος - αυτό ίσχυε ακόµη περισσότερο κατά τις πρώτες φάσεις του σιωνιστικού εποικισµού, υπήρξε βασική κινητήρια δύναµη στη διαµόρφωση ενός σιωνιστικού καπιταλισµού. «Κανονικές» καπιταλιστικές επιχειρήσεις, που η δραστηριότητα τους θα καθοριζόταν µόνο από την αρχή της αποδοτικότητας, δεν θα πραγµατοποιούσαν ποτέ τα διάφορα σχέδια που επέτρεψαν τη δηµιουργία ενός αυτόνοµου εβραϊκού καπιταλιστικού τοµέα στην Παλαιστίνη, συµπεριλαµβανόµενης και της δηµιουργίας απασχόλησης για τους εβραίους εργάτες, σαφώς λιγότερο αποδοτικούς από τους άραβες εργάτες. Η ικανότητα της να ενοποιεί οργανικά την πρωταρχική συσσώρευση και την εργατική τάξη έκανε την Histadrout ασφαλιστική δικλείδα της δημιουργίας μιάς αυτόνομης εβραικής κοινωνίας στην Παλαιστίνη και εξηγεί τόσο την, µέχρι τις µέρες µας, οικονοµική και πολιτική ισχύ της Histadrout όσο και το ότι αποτελεί ένα σηµαντικό εµπόδιο για την εργατική τάξη, στον αγώνα της για ταξική ανεξαρτησία.
Αλλά αυτή η ενσωµάτωση της εργατικής τάξης στο σιωνιστικό εγχείρηµα, µέσω της Histadrout, δεν θα ήταν δυνατή αν αυτή η τελευταία θα έπρεπε να πραγµατοποιήσει τη συσσώρευση µέσω µιας υπερεκµετάλλευσης των εβραίων εργαζοµένων (η εκµετάλλευση των αράβων εργαζοµένων αποκλειόταν για λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω), Η χωρίς προηγούµενο εισροή κεφαλαίου - κυρίως εβραϊκού, πριν από τη δηµιουργία του Κράτους του Ισραήλ και από τις ιµπεριαλιστικές χώρες µετά το 1948 - επέτρεψε ταυτόχρονα τη δηµιουργία µιάς, σχετικά ανεπτυγµένης και σύγχρονης, βιοµηχανικής υποδοµής και ενός βιοτικού επιπέδουγια τα λαικά στρώµατα ασύγκριτα υψηλότερου από τον πραγµατικό πλούτο της χώρας (το ζήτηµα αυτό, θεµελιώδες για την κατανόηση της διαµόρφωσης της ισραηλινής κοινωνίας χρειάζεται µιά βαθειά µελέτη που ξεπερνάει τα όρια του κειµένου αυτού).
Κατά τη διάρκεια του ∆ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου, αλλά κύρια µετά τη δηµιουργία του Κράτους του Ισραήλ και ακόµη περισσότερο µετά τον πόλεµο του 1967, ο ιδιωτικός τοµέας κατέλαβε µιά όχι αµελητέα θέση µέσα στη σιωνιστική οικονοµία, και η Histadrout δηµιούργησε, µε διάφορους τρόπους, δεσµούς µε τον τοµέα αυτόν. Η ανάπτυξη του ισραηλινού καπιταλισµού και µιάς εργατικής τάξης θα επιταχύνουν την ταξική πάλη και εποµένως θα αδυνατίσουν τους οργανικούς δεσµούς ανάµεσα στην εργατική τάξη και στην Histadrout. Ωστόσο ο διπλός χαρακτήρας της εβραικής εργατικής τάξης δεν έχει εξαφανισθεί και δεν µπορεί να εξαφανισθεί ολοκληρωτικά παρά µόνον όταν ο σιωνισµός δεν θα µπορεί πιά να εξασφαλίσει, κύρια µέσω του ξένου κεφαλαίου, ένα βιοτικό επίπεδο και όρους διαβίωσης πολύ ανώτερους από εκείνους που υπάρχουν στον γειτονικό αραβικό κόσµο.
E. Η διανομή της Παλαιστίνης και η δημιουργία του Σιωνιστικού κράτους
Τα όρια του Εβραϊκού κράτους δεν καθορίστηκαν ποτέ ξεκάθαρα και ήταν πάντα το αντικείµενο µεγάλων συζητήσεων ανάµεσα στα διάφορα σιωνιστικά ρεύµατα. Μιλούσαν γενικά για το Erets Israel (Γη του Ισραήλ στην Παλαιστίνη). Ο λόγος του Μπεν Γκουριόν στη Σύσκεψη του Παγκόσµιου Συµβουλίου των Polalei Sion το 1938 και η αναφορά του στη Βασιλική Επιτροπή Ερευνας (Επιτροπή Πηλ) στα 1936-37 µας δίνουν µια ιδέα των πιό διαδεδοµένων αντιλήψεων µέσα στο σιωνιστικό κίνηµα.
«Συνηθίσαμε, μέχρι σήμερα, να βλέπουμε στα επίσημα έγγραφα μια αντίληψη περιορισμού και ιδιαιτερότητας για τα δικαιώματα μας. Είναι η πρώτη φορά που ακούμε από μιά αγγλική κυβερνητική επιτροπή ότι η υπόσχεση που δόθηκε στον εβραϊκό λαό συνεπαγόταν, αν και αυτό δε λεγόταν ξεκάθαρα, τη δυνατότητα του να είναι πλειοψηφία και να συγκροτήσει ένα ανεξάρτητο εβραϊκό κράτος, όχι μόνο σε ένα τμήμα της Παλαιστίνης αλλά στο σύνολο του Erets-Israel-Παλαιστίνη, Κράτος που τα σύνορα του δεν έχουν καθορισθεί και άλλαξαν πολλές φορές, αλλά που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι περιλαμβάνει την Υπεριορδανία, δηλαδή το τμήμα που δόθηκε στον εμίρη Αμπντουλλάχ, αλλά επίσης και το βόρειο τμήμα, πέρα από τον Γιαρμούκ, που σήμερα βρίσκεται υπό γαλλική εντολή...Αυτό το εβραϊκό κράτος που μας προτείνουν σήμερα, ακόμη και αν επιτρέπονται ευνοικές για εμάς αλλαγές, δεν είναι ο στόχος του σιωνισμού. Σε μιά τόσο περιορισμένη περιοχή, είναι αδύνατον να λυθεί το εβραϊκό ζήτημα. Μπορεί βέβαια να αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στην πορεία της δημιουργίας του μεγάλου σιωνισμού, που θα επιτρέψει τη γρήγορη διαμόρφωση στην περιοχή μιάς εβραϊκής δύναμης που θα μας οδηγήσει στον ιστορικό μας στόχο...Η ίδια η Επιτροπή δεν αγνοεί πόσο περιορισμένη είναι η περιοχή που μας προτείνει για το Εβραϊκό Κράτος, και ότι το σχέδιο μεταφοράς του αραβικού πληθυσμού - που θα υλοποιηθεί με την καλή διάθεση, ειδεμή με τη βία - μπορεί να επιτρέψει τη διεύρυνση του εβραϊκού εποικισμού...» (Αναφέρεται από τον Israel Sha’hak «Ο σιωνισμός απ’ το στόμα των ηγετών του» 1978, σελ. 40-41).
Αυτή η διακύρηξη επεκτατικών προθέσεων δεν είναι, απ’ τη µεριά του Μπεν Γκουριόν, µιά αφηρηµένη ρητορεία. Είναι αλήθεια ότι, τελικά, το σιωνιστικό κίνηµα «παραιτήθηκε» από την Υπεριορδανία - σε αντίθεση µε το Etsel του Μεναχέµ Μπέγκιν - λόγω πραγµατιστικών εκτιµήσεων και εσωτερικών και εξωτερικών ρεαλ-πολιτικών. Αυτή όµως η παραίτηση, όπως φαίνεται από το παραπάνω απόσπασµα που είναι 10 χρόνια αρχαιότερο από το σχέδιο διανοµής, αποτελούσε µόνο µια προσωρινή λύση. Το ζήτηµα ήταν να συγκεντρώσουν, στη συνέχεια, νέες δυνάµεις για να ολοκληρώσουν, σε ένα δεύτερο στάδιο, τους πραγµατικούς ιστορικούς στόχους του σιωνισµού. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε το 1967, και το Εβραϊκό Κράτος κατέλαβε το σύνολο της περιοχής που κάλυπτε η παλιά βρεταννική εντολή, τις περιοχές πέρα απ’ τον Γιαρµούκ (τα υψίπεδα του Γκολάν) και εκείνο που λείπει ακόµη (;) είναι η περιοχή του Νοτίου Λιβάνου.
Η σιωνιστική αποικιοκρατία δεν έγινε στο κενό, αλλά στη βάση ενός πολύ ακριβούς και συνεκτικού σχεδίου. Οπως, πολύ σωστά, γράφει ο Γιόν Ρότσχιλδ, «Η διανομή ήταν, σε μεγάλο βαθμό, η αναγνώριση των τετελεσμένων, στο βαθμό που υπήρχε ήδη στην Παλαιστίνη μιά ανεξάρτητη εβραική κοινότητα με μια ανεπτυγμένη εθνική συνείδηση και ένας δοκιμασμένος κρατικός μηχανισμός.» (Intercontinental Press, 29-10-73). Αυτό που χρειαζόταν, στο στάδιο αυτό, ήταν η αποµάκρυνση από τη χώρα του µεγαλύτερου δυνατού αριθµού Πάλαιστινίων, η εξουδετέρωση εκείνων που παρέµειναν και η προετοιµασία για νέες κατακτήσεις. Όλα αυτά σε πλήρη συµφωνία µε το σχέδιο που είχε ξεκάθαρα εκπονήσει ο Μπεν Γκουριόν, πριν από 10 χρόνια.
Οι σιωνιστές, επειδή δρούσαν σε ένα συγκεκριµένο διεθνές πλαίσιο, έπρεπε να διατηρήσουν ένα «ανθρωπιστικό» προσωπείο και να κρύψουν τα πραγµατικά τους σχέδια για διώξιµο των Αράβων από την Παλαιστίνη. Ωστόσο, ανάµεσα στο 1948 και στο 1949, το 80% του Παλαιστινιακού πληθυσµού απελάθηκε και η περιουσία του απαλλοτριώθηκε, ορισµένοι απελάθηκαν µε την πλήρη έννοια του όρου, άλλοι έφυγαν µετά από τροµοκρατικές ενέργειες της Hagana και του Etsel που είχαν στόχο ακριβώς τη δηµιουργία πανικού στον Παλαιστινιακό πληθυσµό, άλλοι εγκατέλειψαν την κατοικία τους µε σκοπό να ξαναγυρίσουν µετά το τέλος των συγκρούσεων, αφού νικήσει η µία από τις δύο πλευρές. ∆εν τους δόθηκε ποτέ αυτή η δυνατότητα από τον σιωνιστή νικητή.
Η παλαιστινιακή ηγεσία ενέργησε µε µιά εγκληµατική ανευθυνότητα. ∆εν προσπάθησε να πείσει τους Παλαιστίνιους να µείνουν και να αντιµετωπίσουν τις σιωνιστικές πιέσεις. Αυτό επέτρεψε τη δηµιουργία του µύθου ότι τάχα οι Παλαιστίνιοι εγκατέλειψαν µε τη θέληση τους τα σπίτια και την πατρίδα τους. Στο µύθο αυτόν πιστεύουν όχι µόνο ένα µεγάλο τµήµα της εβραϊκής νεολαίας, αλλά και αρκετά φιλελεύθερα και σοσιαλιστικά ρεύµατα.
Ας ακούσουµε την αλήθεια από το στόµα ενός από τους προβεβληµένους σιωνιστές ηγέτες, που επιβεβαιώνει σθεναρά ότι αυτά που λέει απηχούν τη γενική άποψη της σιωνιστικής ηγεσίας: «Μετά τον (∆εύτερο Παγκόσμιο) Πόλεμο το ζήτημα της Παλαιστίνης και το εβραϊκό ζήτημα θα βγουν έξω από το πλαίσιο της «ανάπτυξης». Μεταξύ μας, πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: ∆εν υπάρχει θέση για δύο λαούς. Καμμιά «ανάπτυξη» δε θα μας κατηγορήσει για το σκοπό μας, να είμαστε ένας ανεξάρτητος λαός σε μιά μικρή χώρα. Αν οι Αραβες την εγκαταλείψουν, θα έχουμε στη διάθεση μας μια μεγάλη χώρα, αν, αντίθετα, παραμείνουν, η χώρα θα μείνει μικρή και φτωχή. Όταν τελειώσει ο πόλεμος, με νίκη των Αγγλων και όταν οι λαοί συνεδριάσουν για να αποδώσουν δικαιοσύνη, ο λαός μας θα πρέπει να τους παρουσιάσει τις απαιτήσεις του και διεκδικήσεις του. Η μόνη λύση που θα προτείνουμε είναι η Παλαιστίνη, ή τουλάχιστον η ∆υτική Παλαιστίνη, εκκενωμένη από Αραβες. ∆εν υπάρχει περιθώριο για συμβιβασμούς! Η σιωνιστική δραστηριότητα που επικεντρώθηκε στην προετοιμασία και την εγκαθίδρυση των βάσεων του Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη ήταν χρήσιμη για την εποχή της, περιοριζόταν στην «αγορά γης», δεν μπορούσε να δώσει στο Ισραήλ ένα κράτος. Αυτό θα γίνει μιά κι έξω, σαν μια επιφοίτηση. Αυτή είναι η βάση της ιδέας του Μεσσία. Και δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα από τη μεταφορά των Αράβων στις γειτονικές χώρες, τη μεταφορά όλων, εκτός, ίσως, από εκείνων της Βηθλεέμ, της Ναζαρέτ και της παλιάς πόλης της Ιερουσαλήμ. ∆εν πρέπει να μείνει κανένα χωριό, καμιά φυλή. Η μεταφορά πρέπει να γίνει προς το Ιράκ, τη Συρία, ακόμη και την Υπεριορδανία. Για το σχέδιο αυτό θα βρούμε χρήματα, πολλά χρήματα. Μόνο μετά από αυτή τη μεταφορά, θα μπορέσουμε να ενσωματώσουμε εκατομμύρια αδελφών μας, και να βάλουμε τέλος στο εβραϊκό ζήτημα. ∆εν υπάρχει άλλος δρόμος.» (Y. Weitz, Ηµερολόγιο, αναφέρεται από τον Israel Shahak)
Το σιωνιστικό σχέδιο δε θα µπορούσε να έχει εκτεθεί πιο ξεκάθαρα, και αυτό 8 χρόνια πριν από την κατάληψη του µεγαλύτερου µέρους της Παλαιστίνης και την απέλαση της µεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσµού της. Το 1947, ζούσαν στην περιοχή που θα γινόταν το Κράτος του Ισραήλ, 800.000 Παλαιστίνιοι. Στις αρχές του 1949, δεν είχαν αποµείνει περισσότεροι από 133.000.
Η αναγκη για τους σιωνιστές να δυσφηµήσουν και να διώξουν τους Αραβες της Παλαιστίνης φαίνεται ξεκάθαρα και αναλυτικά στον Herzl, που παρουσιάζεται συχνά σαν φιλελεύθερος σιωνιστής. Στο Ηµερολόγιο του γράφει, ανάµεσα σε άλλα : «Πρέπει λίγο-λίγο να πάρουμε τα χωράφια από τους ιδιοκτήτες τους. Θα προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε διακριτικά τους φτωχούς πληθυσμούς στην άλλη πλευρά των συνόρων. Ό,τι κι αν γίνει στη χώρα μας, δεν θα τους εμποδίσουμε να έχουν ένα κάποιο επάγγελμα.» (T. Herzl, Εκλεκτά Εργα, τ.7, Βιβλίο 1, σελ 86).
Η άποψη ότι οι Βρετανοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Παλαιστίνη λόγω της ένοπλης δράσης των σιωνιστικών τροµοκρατικών οµάδων, βασίζεται σε ένα µύθο. Στην πραγµατικότητα, η βρετανική αποχώρηση ήταν αποτέλεσµα των βαθειών ανακατατάξεων στην παγκόσµια κατάσταση και των αλλαγών στους συσχετισµούς δύναµης ανάµεσα στις ιµπεριαλιστικές χώρες. Η Μεγάλη Βρετανία βγήκε εξαντληµένη από το ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο. Η αυτοκρατορία της κατέρρεε και ένα όλο και µεγαλύτερο τµήµα της περνάει στην ηγεµονία του αµερικάνικου ιµπεριαλισµού. Από τη διαδικασία αυτή δεν εξαιρείται, βέβαια, η Εγγύς Ανατολή: το πετρέλαιο, όπως και πολλά άλλα, θα γίνει προοδευτικά µονοπώλιο των αµερικάνικων τραστ. Οι Άγγλοι απαιτούν από την Ουάσιγκτον οικονοµική και στρατιωτική ενίσχυση για να συνεχίσουν να ελέγχουν την Παλαιστίνη, κάτι που, φυσικά, οι Αµερικανοί αρνούνται. ∆ε µένει πιά στην αγγλική διοίκηση και στρατό άλλη λύση από την αποχώρηση, και την παραµονή τους µόνο στην Υπεριορδανία, στην Αραβική Χερσόνησο και στη ∆ιώρυγα του Σουέζ, απ’ όπου θα διωχτούν λίγο αργότερα. Η άµεση βρετανική κυριαρχία στην Παλαιστίνη, θα αντικατασταθεί από την έµµεση κυριαρχία του αµερικάνικου ιµπεριαλισµού. Το «ανεξάρτητο» Εβραϊκό κράτος θα συνεχίσει να παίζει το ρόλο του χωροφύλακα των ιµπεριαλιστικών συµφερόντων που έπαιζαν προηγουµένως οι σιωνιστικοί θεσµοί.
Η ερωτική ιστορία µεταξύ του σιωνισµού και του Κρεµλίνου ανάµεσα στο 1947 και στο 1950, θα έχει πραγµατικές επιτώσεις στις διπλωµατικές και πολιτικές εξελίξεις που θα καταλήξουν στη δηµιουργία του Κράτους του Ισραήλ και θα είναι η αιτία µιάς βαθειάς συµπάθειας της σιωνιστικής «αριστεράς» για τη σταλινική ΕΣΣ∆. Αλλά θα είναι εφήµερη. Η απότοµη αντισιωνιστική και αντισηµιτική στροφή (δίκη των Εβραίων γιατρών στη Μόσχα, δολοφονία του Ραζκ στην Ουγγαρία, δίκη του Σλιάνσκυ στην Τσεχοσλοβακία) στις αρχές της δεκαετίας του 50, και η αρχή του ψυχρού πολέµου θα βάλουν τέλος στο ειδύλλιο σιωνισµού και σταλινισµού και απ’ τις δυό πλευρές. Ωστόσο η προσέγγιση αυτή, όσο και αν ήταν εφήµερη, θα έχει µια µακρά επίδραση στο µαζικό κίνηµα στην Αραβική Ανατολή. Η ψήφος του Γκροµύκο στον ΟΗΕ υπέρ της διανοµής, οι φανατικά υπέρ του σιωνισµού λόγοι του, η αναγνώριση του Εβραϊκού κράτους - πριν ακόµη και από την Ουάσιγκτον - και η αποστολή τσέχικων όπλων στις µονάδες της Hagana που οργάνωναν τη µαζική απέλαση των Αράβων από την Παλαιστίνη, θα επιτρέψουν στην αραβική αντίδραση να ξεκινήσει µια αποτελεσµατική αντικοµµουνιστική εκστρατεία, και να δώσει ένα θανατηφόρο χτύπηµα στα αραβικά κοµµουνιστικά κόµµατα. Παράλληλα, οι αντισηµητικές εκστρατείες στην ΕΣΣ∆ και στις λαϊκές δηµοκρατίες θα βάλουν αποφασιστικά τέλος στη συµπάθεια που αισθάνονταν πλατειά στρώµατα του εβραϊκού πληθυσµού της Παλαιστίνης για την ΕΣΣ∆, δηλαδή για κάποια όψη του κοµµουνισµού, µετά τη νίκη της Σοβιετικής Ένωσης ενάντια στο Ναζισµό.
Συνέπεια της εγκληµατικής πολιτικής του σταλινισµού δεν θα είναι µόνο η ευθυγράµµιση της σιωνιστικής ηγεσίας και της αραβικής αντίδρασης µε τις θέσεις και τα συµφέροντα του ιµπεριαλισµού. Στη µεγάλη πλειοψηφία των αραβικών και εβραϊκών µαζών θα κυριαρχήσει η αντικοµµουνιστική ιδεολογία και το µίσος για την ΕΣΣ∆, που, περισσότερο από 30 χρόνια από τότε, συνεχίζουν να επηρεάζουν τα αισθήµατα των λαϊκών στρωµάτων, τόσο στα Αραβικά κράτη όσο και στο σιωνιστικό.
_________________________________________________________________
Σημειώσεις
1 Shlomo Avineri, L’ idee sioniste dans ses diversites, (Η σιωνιστική ιδέα µε τις αντιφάσεις της), Am Oved, Tel Aviv, 1980, σελ. 105-106.
2 Encyclopedie des sciences sociales, (Εγκυκλοπαίδεια των κοινωνικών επιστηµών), Sifryat Poalim, τόµος 2, 1964, σελ. 201.
3 Shlomo Avineri, op. cit. σελ. 116
4 Α. Scholch. Aspects du developpement economique da la Palestine dans la deuxieme moitie du XIXs. Institut des Etudes Islamiques de l’
Univeriste de Essen, 1975.
5 CT. Y. T. Colton. La question juive et solution. 1932. Colton, θεωρητικός του Κοµµουνιστικού Κόµµατος της Παλαιστίνης, ο πρώτος που ανέπτυξε µε τρόπο εξαιρετικό την ανάλυση αυτού που ονόµασε «παράλληλη κοινωνία». Όπως µεγάλος αριθµός των ιδρυτών και των ιθυνόντων του ΚΚΠ, και ο ίδιος θα δολοφονηθεί την δεκαετία του 30 ως «τροτσκιστής».
6 Nathan Weinstock, Le sionisme contre Israel,Maspero, Paris, 1969, σελ.143.
7 La question palestinienne, Jaffa, 1937, στα αραβικά
(Επόμενο: ΙΙΙ. Ο σιωνισμός ανάμεσα στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και στον πόλεμο του Ιούνητου 1967)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου