Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2003

ΙΙΙ. Ο σιωνισμός ανάμεσα στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και στον πόλεμο του Ιούνη του 1967

(Προηγούμενο: ΙΙ. Στόχοι και κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές δομές της σιωνιστικής κοινωνίας πριν τη συγκρότηση του κράτους του Ισραήλ)

Α. Οι βάσεις ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ

Η εµπειρία έχει δείξει ότι πολλοί από τους αγωνιστές του εργατικού κινήµατος δεν αντιλαµβάνονται σωστά το χαρακτήρα του Κράτους του Ισραήλ, το οποίο είναι ταυτόχρονα αιτία και συνέπεια της διαµάχης που το φέρνει αντιµέτωπο µε τον γεωγραφικό του περίγυρο. Όπως λέει και ο πρώην πρόεδρος της Παγκόσµιας Σιωνιστικής Οργάνωσης: «ο φόβος των Αράβων συνοψίζεται σε ένα βασικό στοιχείο: το Ισραήλ θα μείνει για πάντα ένα ξένο σώμα στην περιοχή.»1 Αυτήν ακριβώς την ιδιαιτερότητα θα προσπαθήσουµε να αναλύσουµε σε αυτό το κεφάλαιο.

1) Το μεγάλο κύμα μετανάστευσης μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο

Η ύπαρξη του Ισραήλ είναι αποτέλεσµα µιας σειράς παραγόντων, ένας από τους σηµαντικότερους είναι η τραγική ιστορία των απανταχού Εβραίων. Αναζητώντας καταφύγιο, µακριά από διώξεις και σφαγές, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τα τροµερά πογκρόµ στη Βεσσαραβία και στην Ουκρανία, τους αντιεβραϊκούς νόµους στην Πολωνία και τις χιτλερικές σφαγές στη Γερµανία και σε όλη την Κεντρική Ευρώπη, εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι καταφεύγουν στην Παλαιστίνη. Αµέσως µετά το ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, η εβραϊκή µετανάστευση στην Παλαιστίνη γνωρίζει µια ουσιαστική αύξηση, καθώς η πλειοψηφία εκείνων που επέζησαν από τη χιτλερική θηριωδία δεν βρίσκουν άλλο µέρος για να ξαναρχίσουν τη ζωή τους. Ύστερα από τη δηµιουργία του κράτους του Ισραήλ, θα καταφθάσουν κύµατα Εβραίων µεταναστών από τις αραβικές χώρες, στους οποίους θα αφιερώσουµε παρακάτω ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο.

Από το 1947 έως το 1956, ο εβραϊκός πληθυσµός στην Παλαιστίνη τριπλασιάστηκε όχι όµως εξαιτίας µιας νέας έξαρσης της απήχησης των σιωνιστικών ιδεωδών στις εβραϊκές κοινότητες αλλά σαν άµεση συνέπεια της αντισηµιτικής καταστολής. Εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι βρέθηκαν χωρίς οικογένεια, χωρίς πατρίδα, χωρίς τίποτα. Ο σιωνισµός κατάφερε να πραγµατοποιήσει το στόχο του, τη δηµιουργία ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, εκμεταλλευόμενος μια κατάσταση χωρίς προηγούμενο: την καταστροφή των εβραϊκών κοινοτήτων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης από το πιο αιµατηρό κύµα αντισηµιτισµού των νεότερων χρόνων. Οι Εβραίοι µετανάστες, που δηµιούργησαν το κράτος του Ισραήλ, δεν ήταν πράκτορες της µιας ή της άλλης ιµπεριαλιστικής δύναµης αλλά παρίες διωγµένοι από µια παρακµασµένη ιµπεριαλιστική κοινωνία.

Αυτή είναι και η πρώτη διαφορά ανάµεσα στο σιωνιστικό εποικισµό και τον εποικισµό της Βόρειας Αφρικής ή της Ροδεσίας. Η δεύτερη διαφορά εντοπίζεται στο γεγονός ότι, όπως είδαµε, στόχος του εβραϊκού εποικισµού δεν ήταν η εκµετάλλευση του ντόπιου εργατικού δυναµικού, αλλά η πλήρης καταστροφή των προγενέστερων κοινωνικών δοµών, δηλαδή των όρων ύπαρξης, της παλαιστινιακής συνιστώσας του πληθυσµού µέσα στο κράτος του. Στόχος µας εδώ δεν είναι να διερευνήσουµε αν η µιά µορφή αποικιοκρατίας είναι πιο βάρβαρη από την άλλη, αλλά να ορίσουµε το πλαίσιο µιας συγκεκριµένης αντικειµενικής πραγµατικότητας: από τη µια η ύπαρξη εκατοντάδων χιλιάδων παλαιστίνιων προσφύγων, άµεσων θυµάτων του σιωνισµού, και από την άλλη η ύπαρξη ενός εβραϊκού προλεταριάτου που παράγει το µεγαλύτερο κοµµάτι της υπεραξίας που συσσωρεύει η σιωνιστική αστική τάξη. Πρόκειται για τους δυο βασικούς παράγοντες, προκειµένου να αντιληφθούµε τη δυναµική της ταξικής πάλης µέσα και ενάντια στο σιωνιστικό κράτος.

Εδώ βρίσκεται η τρίτη διαφορά ανάµεσα στις «κλασικές» αποικίες και στο σιωνιστικό κράτος: η σιωνιστική κοινωνία, παρόλο που πρόκειται για αποικία, έχει µια κοινωνική δοµή πολύ πιο κοντά σε εκείνη των αναπτυγµένων καπιταλιστικών κρατών παρά σε εκείνη των αποικιακών καθεστώτων και ταξικές σχέσεις σχεδόν ταυτόσημες με αυτές των παραδοσιακών καπιταλιστικών κρατών.

Η δηµιουργία του κράτους του Ισραήλ θα αλλάξει µια για πάντα τις σχέσεις ανάµεσα στο παγκόσµιο σιωνιστικό κίνηµα, τους Εβραίους και το εβραϊκό ζήτηµα από τη µια πλευρά και την εβραϊκή αποικία στην Παλαιστίνη από την άλλη. Αν, µέχρι το 1948, η δηµιουργία µιας εβραϊκής αποικίας στην Παλαιστίνη έπρεπε να εξυπηρετεί το εβραϊκό ζήτηµα σε όλο τον κόσµο σαν λύση στο εβραϊκό ζήτηµα, µόλις το κράτος αυτό δηµιουργήθηκε, στόχος του σιωνιστικού κινήµατος και των εβραϊκών κοινοτήτων έγινε η ασφάλεια του κράτους αυτού, η οικονοµική του ανάπτυξη και η εδαφική του επέκταση. Αν, αρχικά, οι σιωνιστικοί θεσµοί στην Παλαιστίνη ήταν µια συνιστώσα του παγκόσµιου σιωνιστικού κινήµατος, µε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το σιωνιστικό κίνηµα έγινε παράρτηµα του κράτους αυτού, µε σκοπό την υπεράσπιση και ενίσχυση του, πολιτικά και κυρίως οικονοµικά, και την κινητοποίηση των εβραϊκών κοινοτήτων σε όλο τον κόσµο στην υπηρεσία και υπό τις διαταγές του εβραϊκού κράτους (πράγµα που δε συµβαίνει χωρίς προβλήµατα).

2) Ο διωγμός των Παλαιστινίων Αράβων από την πατρίδα τους

Το επιχείρηµα ότι η Παλαιστίνη είναι ιστορική πατρίδα των Εβραίων είναι αποκύηµα φαντασίας και δεν έχει καµιά σχέση µε τα ιστορικά γεγονότα. Οι Εβραίοι που ζουν σήµερα στην Παλαιστίνη είναι ένα ξένο σώµα, που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό, από την αραβική ανατολή. Είναι σε πλήρη µεταξύ τους αρµονία, -άλλοτε ακούσια και άλλοτε προγραµµατισµένα- που το σιωνιστικό κίνηµα (και ιδιαίτερα η Hagana), η παλαιστινιακή αραβική αντίδραση (κυρίως οι κύκλοι γύρω από το µουφτή της Ιερουσαλήµ, Haj Amin el Husseini), και οι εντολοδόχοι βρετανικές αρχές έδιωξαν τους Αραβες της Παλαιστίνης από την πατρίδα τους. Το αποτέλεσµα του συνδιασµού των τριών αυτών παραγόντων θα είναι η µεταβίβαση της συντριπτικής πλειοψηφίας των περιουσιών, της γης και των σπιτιών των Παλαιστινίων στην κατοχή των Εβραίων και η ύπαρξη 700.000 µε 900.000 παλαιστίνιων προσφύγων στους καταυλισµούς των γειτονικών αραβικών χωρών και στη λωρίδα της Γάζας.

Οι αιµατηρές συγκρούσεις ανάµεσα σε Εβραίους και Αραβες δεν ξεκινούν µε τη διαίρεση. Παραδόξως, την εποχή του πολέµου του 1948, η ενεργή συµµετοχή της πλειοψηφίας των Παλαιστινίων στα πολιτικά γεγονότα είναι περιορισµένη. Οι Ισραηλίτες εκµεταλλευόµενοι τη µεγάλη σύγχυση και τον πανικό, που η αραβική αντίδραση και οι βρετανικές αρχές είχαν επίτηδες οξύνει, θα προκαλέσουν την έξοδο εκατοντάδων χιλιάδων Αράβων µε τη βία, τις δολοφονίες και την συστηµατική καταστροφή αραβικών χωριών. Τα «σοσιαλιστικά» Κιµπούτς έπαιξαν το ρόλο του προµαχώνα των επιχειρήσεων εκδίωξης των Αράβων, προκειµένου να οικειοποιηθούν οι Εβραίοι τα κτήµατα και τα περιβόλια τους. Όταν ένας εκπρόσωπος του Hachomer Hatsair στην Προσωρινή Knesseth διαµαρτυρήθηκε για τις επιχειρήσεις εκδίωξης, έλαβε την απάντηση ότι θα έπρεπε να ξεκινήσει απαγορεύοντας τέτοιες πράξεις στους συντρόφους του της Ανω Γαλιλαίας, οι οποίοι είχαν συµµετάσχει ευρέως σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις. Η ίδια η Palma’h, επίλεκτη οµάδα της Hagana, υπό την καθοδήγηση κυρίως της σιωνιστικής αριστεράς και των Κιµπουτιστών (Kiboutsnikim), θα οργανώσει την εκδίωξη των Παλαιστινίων στη Γαλιλαία και στο Neguev, ακόµη και τις σφαγές του αγροτικού πληθυσµού.

Ο σύµφυτος ρατσισµός του νέου κράτους θα γεννήσει τερατώδεις νόµους και αντιλήψεις: η πλειοψηφία του παλαιστινιακού πληθυσµού όχι µόνο θα εκδιωχθεί αλλά θα χάσει και τα πιο φυσικά και στοιχειώδη δικαιώµατά της από το «νόμο της επιστροφής» και το «νόμο περί εθνικότητας». Σύµφωνα µε τους νόµους αυτούς, ένας Παλαιστίνιος µπορεί να είναι «παρών-απών» (sic), δηλαδή να µένει στο Ισραήλ, να έχει την ισραηλινή υπηκοότητα αλλά να του αφαιρεθούν όλα του τα αγαθά, να διωχθεί από τη γη του και το χωριό του, γιατί βρισκόταν αλλού µια συγκεκριµένη µέρα του 1948. Πάντα βάσει των νόµων αυτών, ένας Αραβας, του οποίου η Παλαιστίνη ήταν πάντα η πατρίδα αυτού και των προγόνων του, δεν µπορεί να ελπίζει στην επιστροφή στη χώρα του παρά µόνο κάτω από πολύ ιδιαίτερες συνθήκες. Αντίθετα, όποιος έρχεται από την Αµερική, την Ινδία ή την Ιαπωνία, ακόµη και αν δεν έχει ξαναβρεθεί ποτέ στην Παλαιστίνη, ούτε ο ίδιος ούτε και οι πρόγονοί του- αλλά που µπορεί να αποδείξει ότι η µητέρα του είναι, ή τουλάχιστον υπήρξε, Εβραία, µπορεί, αν θέλει, να εγκατασταθεί άµεσα στο Ισραήλ και να λάβει την ισραηλινή υπηκοότητα. Με τέτοιους νόµους, ο ΟΗΕ είχε, για µιά φορά, δίκιο που καταδίκασε το σιωνιστικό κράτος σαν ρατσιστικό.

Ο Μπεν Γκουριόν, ιδρυτής του εβραϊκού κράτους και πρώτος πρωθυπουργός του, εξέφρασε ολοκάθαρα αυτό που οι σιωνιστές αντιλαµβάνονται µε τον όρο εβραϊκό κράτος: «το Ισραήλ δεν είναι μόνο ένα κράτος όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι εβραϊκή. Είναι το κράτος όλων των Εβραίων, όπου και αν βρίσκονται, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να εγκατασταθούν σε αυτό από το γεγονός και μόνο ότι είναι Εβραίοι. Το δικαίωμα αυτό έχει τις ρίζες του στην ιστορία που ποτέ δεν χώρισε το λαό από την πατρίδα του.»

Μια τέτοια παραχάραξη της ιστορίας είναι συχνή στα αντιδραστικά κινήµατα. Όλες οι σιωνιστικές οργανώσεις, ακόµα και οι αριστερές, αναφέρονται και χρησιµοποιούν την ιστορία για να δικαιολογήσουν τα εγκλήµατά του χθες και τις µελλοντικές κατακτήσεις τους.

Είναι σφάλµα να πιστεύει κανείς ότι µε τη δηµιουργία του κράτους του Ισραήλ ολοκληρώνεται ο ιστορικός ρόλος του σιωνισµού. Οι συνθήκες βεβαίως άλλαξαν, αλλά η φύση του εβραϊκού κράτους, τα χαρακτηριστικά και οι στόχοι του παραµένουν βασικά τα ίδια. Η πολιτική του µπορεί να είναι άλλοτε πιο µετριοπαθής άλλοτε πιο επιθετική - ανάλογα µε την αντικειµενική πραγµατικότητα- όµως το τέρας που δηµιούργησε ο σιωνισµός στην Αραβική Ανατολή δεν µπορεί να αλλάξει τη φύση της γιατί αλλιώς θα εξαφανιστεί. Το κράτος του Ισραήλ δεν είναι δυνατό να θέσει τέρµα στη διαρκή επιθετικότητα ενάντια στον παλαιστινιακό λαό για τον επιπλέον λόγο ότι δεν µπορεί να διακόψει τη συµµαχία του µε τα ιµπεριαλιστικά και αντιδραστικά καθεστώτα. Τα καθεστώτα αυτά είναι για το σιωνιστικό κράτος η ίδια η ουσία του, ο λόγος της ύπαρξής του. Από αυτό προκύπτει και ο διαρκής πόλεμος του εβραϊκού κράτους με τον παλαιστινιακό λαό από τη μία και με τον αραβικό κόσμο από την άλλη.

Για να τεθεί ένα τέλος σ’ αυτή τη διαµάχη, πρέπει να καλύπτονται δύο προυποθέσεις:

α) Πρέπει το Ισραήλ να σταµατήσει να υπάρχει σαν ξένο σώµα στην περιοχή της Αραβικής Ανατολής, να παραµένει συνδεδεµένο µε τους «Εβραίους του κόσμου» και να αρνείται να ενσωµατωθεί στην περιοχή όπου ανήκει, πράγµα που σηµαίνει βέβαια ότι πρέπει να τερµατίσει την πολιτική, στρατιωτική και οικονοµική του εξάρτηση, από τον ιµπεριαλισµό.

β) Θα πρέπει να επιτρέψει στους Παλαιστίνιους να απολαµβάνουν το σύνολο των δικαιωµάτων τους, και κυρίως – μαζί µε τους Εβραίους που ζουν εκεί - την επιλογή του πολιτικού συστήµατος που επιθυµούν στην πατρίδα τους .

Οι δυο αυτοί όροι σηµαίνουν το τέλος του σιωνισµού και του εβραικού κράτους.

3) Η εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό

«Το Ισραήλ θα πρέπει να είναι ένα είδος μαντρόσκυλου. ∆εν υπάρχει θέμα να ασκήσει ποτέ μια πολιτική επιθετική απέναντι στα αραβικά κράτη αν αυτό αντιτίθεται στις επιθυμίες της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας. Αντίθετα αν οι δυτικές δυνάμεις επιλέξουν κάποια φορά, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, να κλείσουν τα μάτια τους τότε κανείς δεν αμφιβάλλει ότι το Ισραήλ θα είναι ικανό να τιμωρήσει όπως πρέπει ένα ή περισσότερα από τα γειτονικά κράτη που η αγένεια τους απέναντι στη ∆ύση ξεπέρασε τα όρια που τους τέθηκαν.»2

Εδώ ο αρχισυντάκτης της πιο σοβαρής ισραηλινής εφηµερίδας, και κατά τα άλλα θεωρούµενος ως φιλελεύθερος, την παραµονή του εβραϊκού νέου έτους το 1951, προσδιορίζει ένα ολόκληρο πρόγραµµα. Ένα πρόγραµµα που τηρήθηκε κατά γράµµα, εκτός ίσως από την πρόσφατη «συγκράτηση» του σιωνιστικού κράτους καθώς οι δυτικές δυνάµεις απαιτούν µια λιγότερο επιθετική πολιτική.

Για το Ισραήλ είναι ζωτικής σηµασίας το να τεθεί υπό την υπηρεσία του ιµπεριαλισµού εναντίον της αραβικής επανάστασης. Η απουσία βάσης για µια ανεξάρτητη οικονοµία, ο ψυχρός ή θερµός πόλεµος µε τον αραβικό κόσµο, η ανάπτυξη του αραβικού αντι-ιµπεριαλιστικού κινήµατος σε µια περιοχή καίρια στρατιωτικά και οικονοµικά για τον ιµπεριαλισµό, το σαφώς ανώτερο βιωτικό επίπεδο στο σιωνιστικό κράτος σε σύγκριση µε εκείνο των αραβικών χωρών και η ύπαρξη πάνω από ενός εκατοµµυρίου προσφύγων, όλα αυτά είναι παράγοντες που αποκλείουν το Ισραήλ από τον αραβικό κόσµο και ωθούν το εβραϊκό κράτος να τεθεί στην υπηρεσία του ιµπεριαλισµού, σε ένα πόλεµο εναντίον των αραβικών απελευθερωτικών κινηµάτων. Όλα αυτά προκαλούν την αντίθεση του, στην ένωση του αραβικού κόσµου και την οικονοµική, πολιτική και κοινωνική χειραφέτηση του.

Η επίθεση των στρατευµάτων της Συρίας, της Αιγύπτου και της Ιορδανίας την εποµένη της δηµιουργίας του κράτους του Ισραήλ δεν ήταν σε καµία περίπτωση κάτι πρωτοφανές. Ήταν η συνέχιση της αραβικής αντίθεσης στην ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους έτσι όπως αποφασίστηκε από τη γενική συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών στις 29 Νοεµβρίου του 1947. Η αραβική επίθεση ήταν µια προοδευτική πράξη µε στόχο να εµποδίσει το σιωνιστικό έλεγχο της Παλαιστίνης, ακόµα και αν τα τότε καθεστώτα των αραβικών χωρών ήταν µισθοφόροι των Βρετανών, που επιθυµούσαν να ανακτήσουν µια παρουσία στην Παλαιστίνη µέσω των αραβικών κρατών. Αργότερα ο Νάσερ και το συριακό Μπαθ θα ξεσκεπάσουν τα σχέδια των αραβικών κυβερνήσεων της περιόδου 1947-1949. Αντικειμενικά όµως ο πόλεµος αυτός ήταν ένας δίκαιος πόλεµος.

Σε µια κατάσταση απόλυτης οικονοµικής και πολιτικής αποµόνωσης σε σχέση µε το περιβάλλον του, το Ισραήλ, πρέπει να στηριχθεί σε µια ή και περισσότερες ιµπεριαλιστικές δυνάµεις προκειµένου να αποκτήσει την απαραίτητη για την ύπαρξή του οικονοµική και στρατιωτική ενίσχυση, χωρίς την οποία το Εβραϊκό κράτος θα πάψει να υπάρχει. Οι προνοµιούχοι σύµµαχοι του Ισραήλ έχουν κατά καιρούς αλλάξει.

Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, το Ισραήλ θα βρεθεί πολύ κοντά στη Γαλλία (στρατιωτική υποστήριξη) και στην Οµοσπονδιακή ∆ηµοκρατία της Γερµανίας (οικονοµική αλλά και στρατιωτική βοήθεια). Στον πόλεµο της Αλγερίας, γαλλικά όπλα, κυρίως Mysteres και Mirages, θα εξοπλίσουν το σιωνιστικό στρατό, πάντα βέβαια µε τη χρηµατοδότηση της Ουάσιγκτον, µε την οποία η σιωνιστική κυβέρνηση έχει προνοµιακές σχέσεις από τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Ένα ακόµα παράδειγµα των ιδιαίτερων σχέσεων µεταξύ του κράτους του Ισραήλ και του ευρωπαϊκού ιµπεριαλισµού είναι η περίπτωση του Φραντς Γιόζεφ Στράους. Στη δεκαετία του 1950 ο Στράους προσκλήθηκε από τον Μπεν Γκουριόν και τον Πέρες σαν φιλοξενούµενος του κράτους του Ισραήλ, για να οργανώσει τις στρατιωτικές σχέσεις που θα ενίσχυαν από τη µια το στρατιωτικό δυναµικό του εβραϊκού κράτους, και από την άλλη θα επέτρεπαν τον επανεξοπλισµό της Οµοσπονδιακής Γερµανίας και την ανάπτυξη πυρηνικής βιοµηχανίας (ο ισραηλινός υπουργός Αµυνας και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου συνόδευσαν τον Strauss σε µια επίσκεψη στον ατοµικό σταθµό της Dimona στο Neguev).

Όµως ακόµα και αν δεν επιτρέπεται να αγνοήσουµε τη σηµασία της βοήθειας των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων µε το κράτος του Ισραήλ και τις σηµερινές προνοµιακές του σχέσεις µε τη Νότια Αφρική, σε τελική ανάλυση, ο µόνιµος, πραγµατικός κύριος και προµηθευτής πόρων και όπλων στο σιωνιστικό κράτος ήταν ο αµερικάνικος ιµπεριαλισµός, δεδοµένου του κυρίαρχου ρόλου του στην κυριαρχία στην Αραβική Ανατολή.

Β. Το εθνικό ζήτημα σο πλαίσιο του παλαιστινιακού προβλήματος

Οι A. Said και M. Machover γράφουν: «Είναι αλήθεια ότι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, οι Εβραίοι που σήμερα κατοικούν στο Ισραήλ, ήρθαν εδώ επηρρεασμένοι από το σιωνισμό και τους ηγέτες του, και -σαν κοινότητα- καταπίεσαν και συνεχίζουν να καταπιέζουν τους Παλαιστίνιους. Όμως δεν είναι δυνατό να αγνοήσει κανείς το προφανές γεγονός ότι δηλαδή αυτός ο πληθυσμός αποτελεί μια εθνική οντότητα (διαφορετική τόσο από τους Εβραίους σε άλλα μέρη του κόσμου όσο και από τους Αραβες της Παλαιστίνης) με τη γλώσσα και την οικονομική και πολιτιστική ζωή του»3

Η διατύπωση αυτή πρέπει να συµπληρωθεί από κάποιες διευκρινήσεις ώστε να είναι αποδεκτή. Ακόµα και αν δεχτούµε ότι σε µερικές δεκαετίες δηµιουργήθηκε ένα είδος κοινής κληρονοµιάς, που περιλαµβάνει τη γλώσσα, τον πολιτισµό και το οικονοµικό

σύστηµα, που ενώνει Εβραίους προερχόµενους από εντελώς διαφορετικές κουλτούρες, µόνο σε πολύ µικρό βαθµό καταφέρνει αυτή η «εβραϊκή κουλτούρα» να γεφυρώσει το τεράστιο χάσµα που χωρίζει το δυτικό πολιτισµό των Ashkenazim4 από εκείνο των Εβραίων της Ανατολής και της Βόρείας Αφρικής, που στη µεγάλη τους πλειοψηφία είναι αραβικός.

Θα πρέπει λοιπόν να χειριστεί κανείς µε σύνεση το θέµα αυτής της εβραιο-ισραηλινής «εθνικής οντότητας». Βρισκόµαστε µπροστά σε µια ανολοκλήρωτη διαδικασία και δεν µπορούµε να είµαστε βέβαιοι ότι αυτή η διαδικασία θα ολοκληρωθεί µε επιτυχία καθώς οι αντιφάσεις που τη χαρακτηρίζουν µπορούν να ανοίξουν άλλες δυναµικές.

Παρόλα αυτά, ύστερα από αυτή τη διευκρίνιση, µπορούµε να συνοµολογήσουµε µε τους Said και Machover ότι υπάρχει µια εβραιο-ισραηλινή εθνική οντότητα, συνειδητό προϊόν µιας πολιτικής «ένταξης των μεταναστών» (Mizoug Galouyot) που συνεχίζεται µέχρι τις µέρες µας. Όχι µόνο η γλώσσα, τα εδάφη και, ως ένα βαθµό, η κουλτούρα, αλλά κυρίως η συνείδηση ένταξης σε ένα σύνολο -αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν τον καθορισµό µιας εβραϊο-ισραηλινής εθνότητας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ερχόµαστε σε αντίθεση µε την προοπτική µιας «Παλαιστίνης λαϊκής και δημοκρατικής που θα αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα σε μουσουλμάνους, χριστιανούς και Εβραίους», άποψη που συµµερίζεται η πλειοψηφία των ρευµάτων της OLP. Το σύνθηµα αυτό δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη της εθνικής εβραϊκής εθνικής οντότητας στην Παλαιστίνη, αναγνωρίζει µόνο ένα θρησκευτικό ρεύµα ανάµεσα σε άλλα.

Από διεθνιστικής άποψης, κάθε προοδευτική λύση στο παλαιστινιακό ζήτηµα περνάει από την αναγνώριση του δικαιώµατος εθνικής αυτοδιάθεσης του αραβο-παλαιστινιακού λαού και του δικαιώµατος της επιστροφής στην πατρίδα τους και της ένταξης της τελευταίας σε ένα παναραβικό οµοσπονδιακό πλαίσιο. Σ’ αυτό το πλαίσιο τίθεται το εβραϊκό-ισραηλινό εθνικό ζήτηµα

Η αρχή της ισότητας είναι αναπόσπαστο στοιχείο κάθε επαναστατικής λύσης. Μια απελευθερωμένη από το σιωνιστικό έλεγχο Παλαιστίνη θα πρέπει να αναγνωρίζει την ισότητα μεταξύ Εβραίων και Αράβων, όχι μόνο σαν μεμονωμένα άτομα αλλά και σαν εθνικές οντότητες. Η Παλαιστίνη έγινε µια χώρα δύο εθνοτήτων και σαν τέτοια οφείλει να αναγνωρίζει το δικαίωμα της εβραϊκής μερίδας σε μια εθνική αυτονομία.

Οι ιδιαιτερότητες του εθνικού ζητήµατος στην Παλαιστίνη - είτε πρόκειται για εβραϊο-ισραηλινούς, είτε για αραβο-παλαιστινίους - δεν αντιµετωπίζονται µε γενικές θεωρίες και αφηρηµένες αρχές του τύπου «δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση». Με αυτή την έννοια η άποψη του Johnny Bunzl - που υποστηρίζει το δικαίωµα αυτό του εβραιο-ισραηλινού έθνους- ότι «παλιότερα, οι κλασικοί του μαρξισμού εξέφρασαν με ξεκάθαρο τρόπο ποια πρέπει να είναι η στρατηγική σε τέτοιες περιστάσεις»5, µας φαίνεται εσφαλµένη και επικίνδυνα απλουστευτική. Ο Λένιν ανέπτυξε το δικαίωµα αυτοδιάθεσης µόνο στην πολύ συγκεκριµένη και πολύ κοινή περίπτωση των καταπιεζόµενων από ξένη κυριαρχία λαών. Σε µια τέτοια συγκυρία, η διεκδίκηση του δικαιώµατος για αυτοδιάθεση είναι ένα αφυπνιστικό σύνθηµα για τις µάζες της καταπιεσµένης εθνότητας και συγχρόνως µια προοπτική που στοχεύει στην αποδυνάµωση του κατακτητή. Αφήνει στην κρίση του καταπιεσµένου λαού και µόνο σ’ αυτή, το δικαίωµα να αποφασίσει αν θέλει να εξακολουθεί να ζει σ’ ένα ενιαίο πλαίσιο συνύπαρξης ή αν, αντίθετα, προτιµά να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο εθνικό κράτος.

Αυτή είναι, µε όλες της τις ιδιαιτερότητες η κατάσταση του αραβο-παλαιστινιακού λαού, του οποίου το µισό βρίσκεται υπό ισραηλινή κυριαρχία ενώ το άλλο µισό είναι διασκορπισµένο σε διάφορα αραβικά κράτη. Το γεγονός αυτό προκαλεί την ιδιαιτερότητα του αιτήµατος για αυτοδιάθεση σε ό,τι αφορά τους Παλαιστίνιους. Το δικαίωµα αυτοδιάθεσης των Αραβο-Παλαιστινίων ταυτίζεται µε το δικαίωµα να αποφασίσουν για το αν προτιµούν να συνεχίσουν να ζουν σαν πρόσφυγες στα διάφορα αραβικά κράτη και να συστήσουν ένα ανεξάρτητο κράτος σε συγκεκριµένα κοµµάτια της Παλαιστίνης ή να ανακτήσουν το σύνολο της παλαιστινιακής πατρίδας προκειµένου να ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο κράτος. Η απόφαση ανήκει στον παλαιστινιακό λαό. Η ύπαρξη και οι ενέργειες της OLP δεν αφήνουν καµία αµφιβολία: ο παλαιστινιακός λαός διεκδικεί το δικαίωµα να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο κράτος στο σύνολο της ιστορικής πατρίδας του. Το γεγονός ότι ο εβραϊκός εποικισµός αποστέρησε τον παλαιστινιακό λαό από ένα κοµµάτι της γης του κάνει την εφαρµογή της λενινιστικής θεωρίας ακόµη πιο δύσκολη. Και αυτό γιατί δεν πρόκειται για ένα λαό που προσάρτησε σε δικό του έδαφος µια ξένη γη και ένα ξένο λαό, αλλά για ένα λαό που οικειοποιήθηκε ένα κοµµάτι προσαρτηµένης γης και εγκαταστάθηκε αποµακρύνοντας από αυτό τον ντόπιο πληθυσµό. Αυτή η ιδιαιτερότητα δε θα µπορούσε σε καµία περίπτωση να αφαιρέσει το δικαίωµα αυτοδιάθεσης από τον καταπιεσµένο λαό, πόσο µάλλον που η κατάσταση δεν µπορεί να θεωρηθεί στατική και η επεκτατική δυναµική του σιωνισµού περιορίζει διαρκώς τα εδάφη όπου οι Παλαιστίνιοι αποτελούν την πλειοψηφία. Αν θέλαµε να εφαρµόσουµε µηχανικά τις λενινιστικές αρχές, θα έπρεπε να µειώσουµε ακόµη περισσότερο, και ίσως να εξαλείψουµε εντελώς, το δικαίωµα αυτοδιάθεσης του παλαιστινιακού λαού.

Τι γίνεται όµως µε τα εθνικά δικαιώµατα των Εβραιο-Ισραηλινών; Η υπεράσπιση του δικαιώµατος αυτοδιάθεσης των Εβραίο-Ισραηλινών, στις σημερινές συνθήκες, θα ήταν αντιδραστική ή παράλογη. Αντιδραστική καθώς θα σήµαινε την αναγνώριση της νοµιµότητας του σιωνιστικού εποικισµού. Παράλογη στο µέτρο όπου µια τέτοια στήριξη θα φαινόταν σαν διεκδίκηση ενώ οι Εβραίοι είναι σε θέση όχι µόνο να πραγµατοποιήσουν την αυτοδιάθεσή τους αλλά και να αρνηθούν εκείνη των Παλαιστινίων.

«∆ε διαπραγματευόμαστε εδώ το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Εβραιο-Ισραηλινών στις σημερινές συνθήκες αλλά στην περίπτωση της σοσιαλιστικής επανάσταση...»7 Με άλλα λόγια, οι Machover και Said υπερασπίζονται το δικαίωµα αυτοδιάθεσης των Εβραιο-Ισραηλινών στην περίπτωση µόνο που ηττηθεί ο σιωνισµός και καταστραφεί το εβραϊκό κράτος. Προσθέτουν όµως: «το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Εβραιο-Ισραηλινών δε θα πρέπει να περιορίζει το δικαίωμα επιστροφής των Παλαιστινίων. Αλλά ακόμα και μετά την επιστροφή και εγκατάσταση των Παλαιστινίων στην Παλαιστίνη, θα υπάρχουν ακόμα εδάφη όπου οι Εβραίοι θα αποτελούν την πλειοψηφία. Σ’ αυτές τις περιοχές, θα έχουν δικαίωμα αυτοδιάθεσης.»8

Αν οι λέξεις έχουν κάποιο νόηµα, η αναγνώριση του δικαιώµατος για αυτοδιάθεση των Εβραίων αναπόφευκτα περιορίζει την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων τουλάχιστον σε ό,τι αφορά «τις περιοχές όπου οι Εβραίοι θα αποτελούν την πλειοψηφία.» Αυτό είτε θα ανάγκαζε εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους να ζήσουν σαν µειονότητα (εθνική;) σε ένα εβραϊκό κράτος (και µερικές χιλιάδες Εβραίους να ζουν σαν µειονότητα σ’ ένα αραβικό κράτος), είτε σε µετακινήσεις πληθυσµών σύµφωνα µε ένα συσχετισµό δυνάµεων που δηµιουργήθηκε στην περιοχή...από την προηγούµενη σιωνιστική επιθετικότητα.

Οι Machover και Said θεωρούν ότι η εγγύηση για το δικαίωµα αυτοδιάθεσης του εβραϊκού λαού θα διευκολύνει τη µετάβαση στην αντι-σιωνιστική πάλη. Τίποτα λιγότερο προφανές από αυτό: γιατίνα απαρνηθούν µια αυτοδιάθεση που ήδη απολαµβάνουν για την προοπτική µιάς αυτοδιάθεσης σε ένα µακρινό και ακαθόριστο µέλλον;

Οι Εβραίοι θα εγκαταλείψουν την ιδέα του εβραϊκού κράτους όταν το τίμημα που θα χρειάζεται να πληρώσουν για την ύπαρξη του θα είναι μεγαλύτερο από ό,τι πιστεύουν ότι κερδίζουν από αυτό και η εναλλακτική λύση που προτείνει το εθνικό παλαιστινιακό κίνημα δεν είναι χειρότερη από τη Massada.

Αυτό δε σηµαίνει ότι από σήμερα κιόλας δεν πρέπει να περιλαµβάνεται η αναγνώριση των εθνικών δικαιωµάτων των Εβραιο-Ισραηλινών στα προγράµµατα της αραβο-παλαιστινιακής επανάστασης. Αντίθετα, η απελευθέρωση του αραβο-ισραηλινού λαού απαιτεί µια προοδευτική και εποικοδοµητική στάση σε σχέση µε το εθνικό εβραιο-ισραηλινό ζήτηµα. ∆ιαφορετικά, η απελευθέρωση της Παλαιστίνης θα συνεχίσει υπό άλλη µορφή.

Αναφερθήκαµε εκτενώς στο ζήτηµα αυτό για δυο λόγους. Αρχικά γιατί πρέπει να εξουδετερώσουµε ορισµένους χειρισµούς, οι οποίοι χρησιµοποιώντας το σύνθηµα του δικαιώµατος αυτοδιάθεσης των Εβραίων, αποβλέπουν στη δικαιολόγηση της ύπαρξης του εβραϊκού κράτους επιβάλλοντας στους Παλαιστίνιους την παραίτηση από τα νόµιµα δικαιώµατα τους. Ο δεύτερος λόγος αφορά τους ίδιους τους Παλαιστίνιους. Πίσω από το σύνθηµα «απελευθέρωση της Παλαιστίνης» κρύβεται συχνά µια απλοϊκή ιδέα: η Παλαιστίνη ήταν αραβικό έδαφος, οι σιωνιστές έδιωξαν τους Παλαιστίνιους, οι Παλαιστίνιοι έρχονται να ανακτήσουν την πατρίδα τους, τη γη τους, τα χωριά τους. Όµως, αυτή η Παλαιστίνη δεν υπάρχει πια! Ανατράπηκε, καταστράφηκε, σβήστηκε από το σιωνισµό, ο οποίος δεν αρκέστηκε στην κατάκτηση της Παλαιστίνης αλλά δηµιούργησε πάνω στα ερείπια της προηγούµενης κοινωνίας, οικονοµίας και οικολογίας, µια κοινωνία εντελώς καινούργια.

Η απελευθέρωση της Παλαιστίνης θα πρέπει να είναι µια αναδόµηση της. Απαιτεί µια αγροτική επανάσταση, που θα επιτρέψει στους Παλαιστίνιους την ανάκτηση της γης τους, εφόσον το επιθυµούν, χωρίς να εγκαταλειφθεί η σηµερινή καλλιέργεια και οδηγηθούν οι σηµερινοί καλλιεργητές στην εξαθλίωση. Απαιτεί έναν ανθρώπινο και οικονοµικό σχεδιασµό που θα επιτρέπει στους πρόσφυγες να απελευθερωθούν κοινωνικά χωρίς να διώξουν εκατοµµύρια Εβραίους. Απαιτεί τέλος, την αντίληψη της απελευθερωµένης Παλαιστίνης σαν µία διπλο-εθνική ολότητα. Αυτό αποτελεί µέρος των δοµικών αλλαγών που επέφερε η αποικιοκρατία. Κάθε προσπάθεια να αγνοηθούν οι αλλαγές αυτές, θα ήταν όχι µόνο αντιδραστική αλλά και καταδικασµένη σε αποτυχία.

Γ. Οι ιδιαιτερότητες της ισραηλινής οικονομίας

Η εξέταση του ελλείµµατος του ισοζυγίου πληρωµών αρκεί για να κατανοήσουµε την ιδιαιτερότητα της ισραηλινής οικονοµίας. Το 1949, το εισόδηµα από τις εξαγωγές δεν κάλυπτε παρά µόνο το 11,62% των δαπανών για τα εισαγόµενα προϊόντα και υπηρεσίες. Το υπόλοιπο καλυπτόταν από εράνους στους κόλπους των εβραϊκών κοινοτήτων (Shnor) και από δωρεές και δάνεια της αµερικάνικης κυβέρνησης. Με την πάροδο των χρόνων το έλλειµµα µειώθηκε. Το 1957, οι εξαγωγές κάλυπταν ήδη το 32,59% των εισαγωγών και το 1965 το 51,29%9. Στην πραγµατικότητα οι αριθµοί αυτοί είναι κατώτεροι από την πραγµατικότητα γιατί δεν συµπεριλαµβάνουν ένα µέρος των εισαγωγών που προορίζονται για εξοπλισµούς.

Καµία χώρα δεν γνωρίζει, αναλογικά, ένα τέτοιο έλλειµµα στο ισοζύγιο πληρωµών καθώς και ένα τέτοιο εξωτερικό χρέος. Το 1972, σχεδόν το 20% του προϋπολογισµού προοριζόταν για την ετήσια αποπληρωµή του εξωτερικού χρέους, που, παρ’ όλα αυτά,

προέρχεται συχνά από δάνεια µε πολύ συµφέροντες όρους.

∆ώσαµε έµφαση στην ανάγκη ενός εξωτερικού κεφαλαίου για την δηµιουργία ενός εβραϊκού τοµέα από τη δεκαετία του 1920 και του 1930. Η ανάγκη αυτή αυξήθηκε µετά τη δηµιουργία του εβραϊκού κράτους. Χωρίς αυτή την, άνευ προηγουµένου στην ιστορία του καπιταλισµού, εισαγωγή κεφαλαίων, το Ισραήλ δε θα µπορούσε να ενσωµατώσει εκατοντάδες χιλιάδες εποίκων, να αναπτύξει σύγχρονες υποδοµές (λιµάνια, δρόµους, αεροπορικές και ναυτιλιακές εταιρείες), µια βιοµηχανία προηγµένης τεχνολογίας ικανής σε πολλούς τοµείς να ανταγωνιστεί τις βιοµηχανίες των πιο ανεπτυγµένων ιµπεριαλιστικών χωρών (εξοπλισµοί, ηλεκτρονικά συστήµατα, αεροναυπηγική), ένα σύστηµα εκπαίδευσης και υγείας από τα πιο ανεπτυγµένα του κόσµου. Η εισαγωγή κεφαλαίων δεν ήταν απαραίτητη µόνο για τις πρώτες επενδύσεις αλλά παραµένει η αναγκαία συνθήκη για τη βιωσιµότητα της ισραηλινής οικονοµίας και τη διατήρηση σε ένα σχετικά υψηλό επίπεδο της ισραηλινής κοινωνίας.

Κάποιοι αριθµοί αρκούν για να δείξουν το γεγονός αυτό: από το 1958 έως το 1968 το έλλειµµα του ισοζυγίου πληρωµών ήταν 7,5 δις δολάρια, δηλαδή περισσότερα από 2.900 δολάρια για κάθε εβραίο κάτοικο του Ισραήλ. Το 1979, το έλλειµµα αυτό ήταν 1,5 δις, το εξωτερικό χρέος ανερχόταν σε 19,2 δις δολάρια. Περισσότερο από το 68% αυτού του ελλείµµατος καλυπτόταν από μονόπλευρες µεταφορές κεφαλαίου. Σε διάστηµα 30 χρόνων µεταφέρθηκαν περίπου 17,5 δις δολάρια (περίπου 4,000 δολάρια ανά εβραίο κάτοικο), πράγµα που αντιστοιχεί περίπου στο σύνολο όλων των επενδύσεων µεταξύ 1948 και 1977 (N. Halevi και R. Klinov-Malul, (Η οικονομική ανάπτυξη του Ισραήλ, Ιερουσαλήµ, 1968).

Με άλλα λόγια, ο ισραηλινός καπιταλισµός δηµιουργήθηκε εκ του μηδενός. ∆εν έχει παρελθόν, ούτε ρίζες σε κάποιο προ-καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η πρωταρχική συσσώρευση έγινε σε µια βάση εισαγόµενου κεφαλαίου (αλλά όχι µε τη µορφή ξένων επενδύσεων) και σε ένα πολύ µικρό βαθµό από την απαλλοτρίωση αγαθών και εδαφών του διωγµένου παλαιστινιακού πληθυσµού. Ακόµα και σήµερα ο κύριος όγκος των επενδύσεων συνεχίζει να γίνεται όχι στη βάση της εκµετάλλευσης των φυσικών πόρων και της τοπικής εργατικής δύναµης αλλά επιδιώκοντας εισαγωγή κεφαλαίων υπό τη µορφή δωρεών και δανείων. Με αυτή την έννοια µιλάµε για µια «τεχνητή οικονοµία», µια οικονοµία επιδοτούµενη από τον ιµπεριαλισµό. Αυτή η µορφή σχέσης ανάµεσα στους ιµπεριαλισµούς και ένα νέο κράτος είναι άνευ προηγουµένου. Θυµίζει περισσότερο τη συντήρηση ενός στρατεύµατος, στόχος του οποίου είναι να υπερασπίσει συµφέροντα που είναι πραγµατικά και πολύ σηµαντικότερα από τα ποσά που ξοδεύονται για τη συντήρηση του.

Αυτό ακριβώς εξηγεί και το γιατί το µεγάλο µέρος αυτών των κεφαλαίων και των παραγωγικών δυνάµεων δε βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών αλλά σε κρατικούς οργανισµούς (συµπεριλαµβανοµένης της Histadrout). Το 1967, ο δηµόσιος τοµέας αντιπροσώπευε το 76% της ισραηλινής οικονοµίας. Από τότε, ο ιδιωτικός τοµέας ενισχύθηκε, αλλά εξαρτάται ακόµη από το δηµόσιο τοµέα και τις κυβερνητικές επιδοτήσεις. Η σιωνιστική αριστερά πάντα έβλεπε αυτή τη συλλογική ιδιοκτησία των µέσων παραγωγής σαν µιά απόδειξη του «ισραηλινού σοσιαλισμού». Ο αρχισυντάκτης του New Outlook και πρώην µέλος του της κεντρικής επιτροπής του Mapam έγραφε το 1958: «...μια μελέτη εύκολα θα αποδείκνυε ότι η πλειοψηφία των επιχειρήσεων βάσης βρίσκεται στα χέρια του δημόσιου τομέα... Κατά τη διάρκεια των 9 χρόνων ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ, η Ενωμένη Εβραϊκή Συνεισφορά που μαζί με το Ιδρυτικό Κεφάλαιο αποτελούν τον κεντρικό οικονομικό θεσμό του Παγκόσμιου Σιωνιστικού Οργανισμού, επένδυσαν περίπου 800 εκατομμύρια δολάρια στον εποικισμό, την ένταξη και στέγαση των εποίκων.»10

Η Εβραϊκή Συνεισφορά είναι ένας αµερικάνικος οργανισµός και το Ιδρυτικό Κεφάλαιο ο αντιπρόσωπός του στο Ισραήλ. Το «εθνικό κεφάλαιο», για το οποίο είναι τόσο περήφανοι οι αριστεροί σιωνιστές, προέρχεται από την Αµερική και εξαρτάται από το Λευκό Οίκο (οι δωρεές προς το Ισραήλ αφαιρούνται προς το παρόν από το φόρο εισοδήµατος, πράγµα που αποτελεί µια ειδική µορφή οικονοµικής ενίσχυσης από µέρους του αµερικάνικου ιµπεριαλισµού). Όπως έλεγε και ένας από του επικεφαλής του Ισραήλ σε µια εκλογική εκστρατεία, η οικονοµική βάση της ισραηλινής αγοράς βρίσκεται στις ΗΠΑ.

Η ύπαρξη κεφαλαίων που προέρχονται από το εξωτερικό και είναι στη διάθεση της ισραηλινής κυβέρνησης, εξηγεί όχι µόνο τις διαστάσεις της ανάπτυξης της οικονοµίας και της κοινωνίας του Ισραήλ, αλλά και τις παραµορφώσεις αυτών των τελευταίων όσον αφορά την καπιταλιστική ανταποδοτικότητα. Τίποτα δε θα δικαιολογούσε, από καπιταλιστικής απόψεως, τη δηµιουργία εργοστασίων στη Dimona και στο Bet-Shean, όπου η υποδοµή ήταν πολύ περιορισµένη και η εργασιακή παραγωγικότητα πολύ χαµηλή. Οι ανάγκες όµως του εβραϊκού εποικισµού απαιτούσαν την δηµιουργία απασχόλησης για τους νέους εποίκους. Για το λόγο αυτό, η κυβέρνηση ήταν έτοιµη να παραχωρήσει γενναίες επιδοτήσεις σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, ξένες και ισραηλινές, προκειµένου να τις πείσει να επενδύσουν. Οι επενδύσεις αυτές γίνονται χωρίς κανένα ρίσκο, καθώς το κράτος εγγυάται ένα κέρδος ή, σε περίπτωση αποτυχίας, την εξαγορά, σε µια «πολύ έντιµη» τιµή, των «ελλειµατικών» επιχειρήσεων. Οι τιµές των ισραηλινών εµπορευµάτων στην εσωτερική και τη διεθνή αγορά δεν έχουν καµία σχέση µε το πραγµατικό κόστος καθώς οι κυβερνητικές εισφορές - που προέρχονται από την εισαγωγή κεφαλαίων- επιτρέπουν τη δραστική µείωση της τιµής των εµπορευµάτων.

Ας πάρουµε για παράδειγµα τη γεωργία και πιο συγκεκριµένα τα Κιµπούτς. Η εντατική εκµετάλλευση της γης και η «γονιµοποίηση των ερήµων» πραγµατοποιήθηκε µε τη βοήθεια ενός συστήµατος τεχνητής ύδρευσης το κόστος του οποίου ανέρχεται σε δισεκατοµµύρια δολάρια. Με αυτό το κόστος δεν χρειάζεται το «εβραϊκό δαιμόνιο» προκειµένου να υδροδοτηθεί η Neguev·ακόµα και η αραβική έρηµος θα µπορούσε να καλυφθεί µε τα περιβόλια της Γιάφφα. Αλλωστε µακροπρόθεσµα, οι οικολογικές επιπτώσεις αυτής της εντατικής εκµετάλλευσης των υδάτινων και εδαφικών πόρων είναι καταστροφικές όχι µόνο για την Παλαιστίνη, αλλά και για το σύνολο των γόνιµων εδαφών. Πέρα όµως από τα οικολογικά ζητήµατα, αυτό που κυρίως µας απασχολεί εδώ δεν είναι η τιµή του πορτοκαλιού της Γιάφφα στην αγορά του Τελ Αβίβ ή των Βρυξελλών, αλλά το επίπεδο ζωής εκείνου που τα καλλιεργεί. Και τα δυο χρηµατοδοτούνται από την ισραηλινή κυβέρνηση, η οποία σε τελική ανάλυση είναι ο µεσάζοντας ανάµεσα στις ιµπεριαλιστικές κυβερνήσεις και σε όλες τις τάξεις της ισραηλινής κοινωνίας.

Το γεγονός ότι η ισραηλινή οικονοµία είναι πλήρως επιδοτούµενη έχει ποικίλες οικονοµικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Αρχικά, αναπτύσσεται µια παρασιτική νοοτροπία, τόσο στους κόλπους της αστικής τάξης όσο και στα λαικά στρώµατα. Μια νοοτροπία που εισάγει τη διαφθορά σαν αναπόσπαστο κοµµάτι του συστήµατος. Το γεγονός αυτό κάνει ουτοπική κάθε ελπίδα οικονοµικής ανεξαρτητοποίησης, αλλά αντίθετα συνδέει το γενικό βιοτικό επίπεδο - ακόµη και εκείνο της εργατικής τάξης - µε τον πολιτικό ρόλο του σιωνιστικού κράτους, ρόλο για τον οποίο χρηµατοδοτείται από τα ιµπεριαλιστικά κράτη. Τέλος, µειώνονται στο ελάχιστο οι παραγωγικές επενδύσεις ξένων κεφαλαίων (και προκαλείται διαφυγή ντόπιων κεφαλαίων, είτε στο εξωτερικό είτε σε κερδοσκοπίες ακινήτων και µετοχών). Καθώς, όπως έλεγε και ο παλιός πρόεδρος της Αµερικάνικης Σιωνιστικής Συνοµοσπονδίας λίγο καιρό µετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ: «Ο κύριος λόγος της σημερινής μου επίσκεψης στο Ισραήλ είναι να διαπιστώσω επιτόπου τις δυνατότητες επενδύσεων και να εξηγήσω στον ισραηλινό λαό και την κυβέρνησή του ποιες είναι οι κατάλληλες προϋποθέσεις εισροής αμερικάνικου χρήματος στο Ισραήλ. Γιατί πρέπει να γίνει κατανοητή η διαφορά ανάμεσα στη συμπάθεια για το Ισραήλ, που μεταφράζεται σε δωρεές, και στην πραγματική συμμετοχή στην οικοδόμηση της χώρας μέσω επενδύσεων. Πριν συμφωνήσει ένας αμερικανός πολίτης να επενδύσει σε μια ξένη χώρα, εξετάζει αν η οικονομική κατάσταση και οι κοινωνικές συθήκες εγγυώνται επαρκή διασφάλιση και κέρδος για την επένδυσή του.»

Σε ότι αφορά τη διασφάλιση των κεφαλαίων τους, οι αµερικανοί επενδυτές, εβραίοι και µη, µπορούν να είναι ήσυχοι. Σε ότι αφορά το κέρδος όµως, θα τους συνέφερε πολύ περισσότερο να επενδύσουν στις Φιλιππίνες ή στην Κορέα, όπου το χαµηλό βιοτικό επίπεδο των εργατών και οι ακραίες µορφές εκµετάλλευσης τους εγγυώνται πολύ υψηλότερα κέρδη από ότι στο Ισραήλ.

Όπως συµβαίνει στο πολιτικό επίπεδο, έτσι και η ισραηλινή οικονοµική ανεξαρτησία αποτελεί ουτοπία. Η οικονοµία του Ισραήλ πάντα ήταν και θα είναι επιδοτούµενη από τον ιµπεριαλισµό, µε αντάλλαγµα τις υπηρεσίες που του παρέχει. Την ηµέρα που ο καπιταλισµός δε θα θέλει ή δε θα µπορεί πια να πληρώνει, η ισραηλινή οικονοµία θα καταρρεύσει ελλείψει της συνεχούς οικονοµικής αιµοδοσίας που τη συντηρεί. Το βιοτικό επίπεδο θα υποβαθµιστεί ραγδαία και θα µοιάζει µε εκείνο των γειτονικών αραβικών χωρών, και όλο το «εβραϊκό δαιμόνιο» δε θα είναι σε θέση να εµποδίσει τους εβραίους εργάτες από το να απορρίψουν το σιωνισµό σαν µια άχρηστη ουτοπία.

_________________________________________________

Σημειώσεις :

(1) New Outlook, Ιούνιος - Αύγουστος 1959

(2) Gershon Shoken «Η πόρνη των λιμανιών» Haaretz 30/9/1951

(3) A. Said, M. Machover, «Ο Παλαιστινιακός Αγώνας και η Επανάσταση στην Εγγύς Ανατολή» Matspen No 49, Αύγουστος 1969

(4) Οι Ασκεναζίµ είναι οι Εβραίοι που προέρχονται από την Ανατολική Ευρώπη, οι Σεφαραντίµ είναι οι Εβραίοι που προέρχονται από τις αραβικές, µεσογειακές και Βαλκανικές χώρες.

(5) Johny Bunzl, «Η Παλαιστίνη και ο Λενινισμός», αδηµοσίευτο 1972

(6) Σκοπός µας δεν είναι να συζήτησουµε εδώ από τακτική άποψη για το ζήτηµα ενός Παλαιστινιακού κράτους στα κατεχόµενα εδάφη τον Ιούνιο 1967 ούτε για τη θέση µιάς τέτοιας προοπτικής στον Παλαιστινιακό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.

(7) A. Said & M. Machover «Η Αραβική Επανάσταση και το Εθνικό Ζήτημα στην Αραβική Ανατολή» Matspen No 65 ,Ιούνιος 1972

(8) Οµοίως

(9) Όλοι οι αριθµοί προέρχονται από το επίσηµο στατιστικό δελτίο και τις ετήσιες αναφορές της Τράπεζας του Ισραήλ.

(10) New Outlook, Ιανουάριος 1958

(Επόμενο: IV. Η θέση των Εβραίων της Ανατολής στο σιωνισμό και στο κράτος του Ισραήλ)