Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2002

Απόφαση της Διεθνούς Εκτελεστικής Επιτροπής της Τέταρτης Διεθνούς -Νοέμβρης 2000

(Προηγούμενο: Οι συμφωνίες της Ουάσιγκτον)

Το αιματηρό φθινόπωρο που ξέσπασε με την πρόκληση του στρατηγού Αριέλ Σαρόν, που ήταν και επόπτης των μακελειών στη Σάμπρα και Σατίλα στο Λίβανο το 1982, με τη συνοδεία που του παραχώρησε ο στρατηγός Εχούντ Μπαράκ, ο «εργατικός»πρωθυπουργός του ισραηλινού κράτους, που περισσότερο από ποτέ κυριαρχείται από το στρατό, αποτελεί ήδη ένα από τα σκληρότερα γεγονότα στη μακριά ιστορία της εγκληματικής βίας που το σιωνιστικό καθεστώς διαπράττει στον παλαιστινιακό λαό.

Όλος ο κόσμος είδε πάλι σε ποιο βαθμό το κήρυγμα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα των λαών στην πραγματικότητα υποτάσσεται στα συμφέροντά τους σχετικά με την παγκόσμια κυριαρχία: εντατικοί βομβαρδισμοί και δολοφονικά εμπάργκο ενάντια στο Ιράκ και τη Σερβία, «κράτη κακοποιών» αλλά και απαράμιλλα επίπεδα στρατιωτικής βοήθειας και φιλικές συμβουλές για το Ισραήλ, μέλος-κλειδί του στρατηγικού μηχανισμού της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας στη μεγαλύτερη περιοχή παραγωγής πετρελαίου παγκοσμίως και η οριστική άρνηση των εθνικών δικαιωμάτων τόσο των Παλαιστινίων όσο και των Κοσοβάρων.

Η πρόκληση του Σαρόν ήταν ωστόσο μόνο η σταγόνα νερού που έκανε το ποτήρι, ήδη γεμάτο μέχρι το χείλος από καιρό, να ξεχειλίσει. Κλόνισε τη διαδικασία που άνοιξε με τις συμφωνίες του Όσλο και την υπογραφή τους στην Ουάσιγκτον στη χλόη του Λευκού Οίκου το Σεπτέμβρη 1993. Είναι η συνέπεια της υπερσυσσώρευσης των απογοητεύσεων στο πέρασμα των 7 χρόνων έκτοτε, κατά τη διάρκεια των οποίων η οικονομική και πολιτική θέση του παλαιστινιακού λαού χειροτέρευσε.

Υπογράφοντας αυτές τις συμφωνίες, ο στρατηγός Ράμπιν προσέφερε στους Παλαιστίνιους μια απατηλή συμφωνία. Θα μπορούσε να αρχίσει την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από τα εσωτερικά των περιοχών στα από το 1967κατεχόμενα εδάφη, μια αποχώρηση που οι ανώτατοι αξιωματικοί του ισραηλινού στρατού είχαν απαιτήσει από την Ιντιφάντα του1988 και είχε σαν κίνητρο την ανησυχία σχετικά με το ηθικό του στρατού τους καιμε τις συνέπειες, αν ο στρατός έχανε την ικανότητά του να εκπληρώνει τα καθήκοντά του δηλαδή την καταπίεση της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας όπως και να είναι γενικά προετοιμασμένος σε ένα αραβικό περιβάλλον.

Πέρα από αυτήν την αναδιάρθρωση ο Ράμπιν δεν προσέφερε καμία παραχώρηση που να ήταν κατάλληλη να ικανοποιήσει τις βασικές απαιτήσεις των Παλαιστινίων: διάλυση των σιωνιστικών εποικισμών στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας, αποχώρηση ολόκληρου του ισραηλινού στρατού από τα από το1967 κατεχόμενα εδάφη, εγκατάσταση ενός παλαιστινιακού κράτους στο σύνολο αυτών των εδαφών συμπεριλαμβανομένης της ανατολικής Ιερουσαλήμ και η επιστροφή των προσφύγων του 1948 και 1967 στην Παλαιστίνη.

Η συμφωνία κράτησε ανοιχτό μόνο το ενδεχόμενο να γίνει δεκτή μια σε μεγάλο βαθμό διαμελισμένη και διαστρεβλωμένη εκδοχή των παλαιστινιακών επιδιώξεων κάτω από το ρητό όρο ότι η Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ) με πρόεδρο το Γιασέρ Αραφάτ εκπλήρωνε τις δικές της υποχρεώσεις της συμφωνίας δείχνοντας ότι θα ήταν σε θέση να υποτάξει τον πληθυσμό της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας αποτελεσματικά και σε μόνιμη βάση.

Αυτό το απατηλό σύμφωνο οδήγησε πολύ γρήγορα σε μια βασική αντίφαση: μια σιωνιστική κυβέρνηση μετά την άλλη, αυτές των Ράμπιν, Πέρες, Νετανυάχου και Μπαράκ παραχώρησαν στους Παλαιστίνιους μόνο μερικές από τις υποσχέσεις του Όσλο, σταδιακά και όλο και αργότερα, απαιτώντας κάθε φορά η ΠΑ να αυξήσει την πληρεξούσια καταπίεση ως προϋπόθεση για το ακόλουθο στάδιο. Η νοοτροπία τους που ήταν καθηλωμένη στην «ασφάλεια»,η σωβινιστική αλαζονεία τους και η ρατσιστική περιφροσύνη τους απέναντι στους Παλαιστίνιους είχαν ως αποτέλεσμα ότι η κύρια μέριμνά τους ήταν να υποθάλπτουν την πιο αντιδραστική και ακραία τάση της ισραηλινής κοινής γνώμης. Εντωμεταξύ ακολουθούσαν μια πολιτική της ανάπτυξης των σιωνιστικών αποικιών και του στρατιωτικού και οικονομικού διαμελισμού των παλαιστινιακών εδαφών, γεγονός που ταπείνωσε τον πληθυσμό αυτών των εδαφών με ακραίο τρόπο και τον ώθησε να εξεγερθεί.

Κάτω απ‘ αυτές τις συνθήκες ήταν εντελώς προβλέψιμο ότι η ΠΑ, αντιμέτωπη με την απόγνωση των κατοίκων της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, θα δυσκολευόταν πολύ να βάλει φίμωτρο σε ολόκληρη την παλαιστινιακή κοινωνία παρ‘ όλες τις προσπάθειές της να το κάνει. Εξάλλου ο Αραφάτ και οι συνεργάτες του ήταν πολύ λιγότερο διατεθειμένοι να ωθήσουν την καταπίεση στα άκρα δεδομένου του ότι αφενός ήξεραν ότι χάνοντας όλη την υπόληψή τους στον πληθυσμό τους και επίσης σε ένα τμήμα των στρατευμάτων τους, εξασθένιζαν τον εαυτόν τους σε σχέση με το Ισραήλ, ενώ αφετέρου οι ίδιοι αισθάνονται σε αυξανόμενο βαθμό ότι εξαπατήθηκαν.

Αυτό το όλο και πιο ολοφάνερο αδιέξοδο σηματοδότησε την πρόσφατη έκρηξη και το αιματηρό φθινόπωρο, που ακόμα συνεχίζεται, ως συνέπειά της. Αυτά τα γεγονότα αποδεικνύουν με τον πιο τρανό τρόπο την πλήρη χρεοκοπία της στρατηγικής επιλογής της ηγεσίας του Αραφάτ που συνίστατο στο ότι βασιζόταν στην καλή θέληση του σιωνιστικού κράτους και στη λεγόμενη διαιτησία της Ουάσιγκτον, μια επιλογή που είχε σα στόχο να πάρει ένα μπαντουστάν στα εδάφη του 1967. Η όλο και πιο ολοφάνερη χρεοκοπία αυτής της στρατηγικής ευνόησε μόνο την άνοδο του ισλαμικού φονταμενταλισμού μέσα στον παλαιστινιακό πληθυσμό.

Ο Μπαράκ που προσπαθεί να κερδίσει τη συμμετοχή του Αριέλ Σαρόν σε μια κυβέρνηση της σιωνιστικής ενότητας, δηλώνει σήμερα την πρόθεσή του να πραγματοποιήσει το αρχικό σχέδιο της ηγεσίας του ισραηλινού στρατού όπως είχε προγραμματισθεί το 1988: Να αποχωρήσει μονομερώς ο ισραηλινός στρατός από τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας με έναν τρόπο που να σταθεροποιήσει το στρατηγικό έλεγχο πάνω σε αυτά τα εδάφη και των εξωτερικών συνόρων τους για να κρατηθούν οι περικυκλωμένες περιοχές του παλαιστινιακού πληθυσμού κάτω από πολιορκία διαρκείας και να περιορισθούν στην κατάσταση τεράστιων αυτοδιοικούμενων στρατοπέδων συγκέντρωσης, που απειλούνται συνεχώς από ασφυξία, όποτε το Ισραήλ αποφασίσει να σφίξει τον αποκλεισμό τους.

Η πρώτη διαφορά ανάμεσα σε αυτήν την προοπτική και την ισραηλινή ερμηνεία των συμφωνιών του Όσλο θα ήταν η απουσία μιας άμεσης συνεργασίας ανάμεσα στην παλαιστινιακή ηγεσία και τη σιωνιστική κυβέρνηση και μια περιφρονητική αδιαφορία της ισραηλινής πλευράς, όσον αφορά την εσωτερική διοίκηση των παλαιστινιακών εδαφών. Σε μια τέτοια κατάσταση η μόνη προοδευτική πολιτική, που προσφέρεται στον παλαιστινιακό λαό, θα ήταν να αναπτύξει εκ νέου τις μορφές της αυτοοργάνωσης που σηματοδότησαν τις αρχές της Ιντιφάντα αντί για την κατασταλτική και πολύ διεφθαρμένη διοίκηση που εγκαταστάθηκε στο πλαίσιο των συμφωνιών του Όσλο.

Ο ίδιος ο παλαιστινιακός πληθυσμός της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας δε διαθέτει τα μέσα για να απελευθερωθεί από τον ισραηλινό ζυγό. Ο συσχετισμός δυνάμεων είναι συντριπτικά δυσμενής. Μπορεί να ελπίσει κανείς να τον αλλάξει μόνο αν θα βρει την υποστήριξη στα αποφασιστικά ζητήματα, η οποία μέχρι στιγμής έλειπε οδυνηρά:

- στην πίεση του λαϊκού κινήματος αλληλεγγύης στις αραβικές κυβερνήσεις, για να τις εξαναγκάσει να δώσουν στους Παλαιστίνιους τη διπλωματική υποστήριξη και οικονομική βοήθεια που είναι απαραίτητα γι‘ αυτούς

- στην πίεση του διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης για την αναγνώριση των Παλαιστινίων να έχουν το δικό τους κράτος, για επείγουσα διεθνή βοήθεια, να εμποδίσει το ισραηλινό κράτος να ακολουθήσει μια πολιτική στραγγαλισμού των παλαιστινιακών εδαφών και να κοπεί όλη η στρατιωτική και σχετική βοήθεια για το Ισραήλ. Ένας από τους όρους για ένα αποτελεσματικό κίνημα αλληλεγγύης με τον παλαιστινιακό λαό είναι να απορριφθούν δυναμικά όλες οι εκδηλώσεις του αντισημιτισμού.

Μέσα στο ίδιο το κράτος Ισραήλ, όπου το ξέσπασμα της βίας, τα θύματα της οποίας ήταν οι Παλαιστίνιοι που κατέχουν μια δεύτερης κατηγορίας ισραηλινή υπηκοότητα, αποδείχθηκε σε τι βάθη η ισραηλινή κοινωνία θα μπορούσε να ριχθεί. Υπάρχει ελπίδα ότι αυτή η τρομερή προοπτική θα μπορούσε να παροτρύνει ένα μεγάλο αριθμό Ισραηλινών να κινητοποιηθούν για να εξαναγκάσουν την κυβέρνησή τους να σταματήσει να κρατάει τους Παλαιστίνιους σε κατάσταση πείνας και να αναγνωρίσει το δικαίωμά τους για ένα ανεξάρτητο κράτος στο σύνολο των εδαφών, που βρίσκονται από το 1967 κάτω από κατοχή, ως απαραίτητο στοιχείο στο δρόμο μιας δίκαιης διευθέτησης πάνω στην αρχή των ίσων δικαιωμάτων και των δύο λαών, Αράβων και Εβραίων, χωρίς την οποία αυτή η περιοχή του κόσμου δε θα είχε άλλη μελλοντική προοπτική παρά δολοφονική βία και διαρκή αστάθεια.

(Συνέχεια: Ισραηλινή οικονομία-Είναι εδώ η Αργεντινή;)