Σάββατο 1 Ιουλίου 2006

Η Αγκάθα στη Βροχή

Άρθρο του Uri Avnery από την ιστοσελίδα http://zope.gush-shalom.org
1 Ιούλη 2006
Πρόλογος και μετάφραση: Τάκης Γέρος
Τις μέρες αυτές ο ισραηλινός στρατός έχει κλιμακώσει τις επιχειρήσεις του, που φέρουν το κωδικό όνομα «Καλοκαιρινές Βροχές», στη Λωρίδα της Γάζας. Στο πρώτο από τα δύο άρθρα που παρατίθενται εδώ ο Ούρι Αβνέρι (γνωστός δημοσιογράφος, ακτιβιστής και πρώην βουλευτής στην ισραηλινό Κνέσσετ) ασκεί κριτική στην ισραηλινή κυβέρνηση αλλά και κάνει ενδιαφέροντες παραλληλισμούς με την πολιτική που είχε ακολουθήσει παλιότερα η βρετανική αποικιοκρατική διοίκηση απέναντι στις εβραϊκές κοινότητες που ζούσαν στην Παλαιστίνη. Το άρθρο δημοσιεύτηκε την 1η Ιουλίου στην ιστοσελίδα του Gush Shalom («Στρατόπεδο της Ειρήνης»), www.gush-shalom.org, της ισραηλινής πολιτικής κίνησης που ο ίδιος έχει ιδρύσει.
Η επικέντρωση όμως των μέσων ενημέρωσης στην πολεμική διάσταση της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης έχει αφήσει στην αφάνεια ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, αυτό που αφορά στη στάση της ισραηλινής κοινωνίας απέναντι στην επανακατάληψη της Γάζας και την ισραηλινή κατοχή εν γένει. Είναι γεγονός ότι ακόμη και μια εγκληματική επίθεση όπως ήταν ο βομβαδισμός και η καταστροφή του ηλεκτροδοτικού και υδρευτικού δικτύου της Γάζας, που έχει πλήξει άμεσα το μεγαλύτερο μέρος του άμαχου πληθυσμού της, δεν έχει προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις από τους ισραηλινούς πολίτες. Οι εκκλήσεις των ολιγάριθμων αριστερών ισραηλινών κινήσεων - όπως είναι το Gush Shalom, για παράδειγμα – για την πραγματοποίηση ενεργειών που να αμφισβητούν τις πολιτικές της κυβέρνησής τους δεν βρίσκουν ανταπόκριση, ενώ οι διαδηλώσεις που οργανώνουν δεν καταφέρνουν να συγκεντρώσουν περισσότερες από δύο ή τρεις, στην καλύτερη περίπτωση, εκατοντάδες άτομα – ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται εδώ και χρόνια. Το επιχείρημα ότι σε περιόδους έντασης ο πληθυσμός συσπειρώνεται γύρω από την «κοινότητα» ή το «έθνος» του σίγουρα δεν επαρκεί σαν εξήγηση. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τις ογκώδεις διαδηλώσεις των εβραίων Ισραηλινών τη δεκαετία του 1980 εναντίον της πολιτικής της χώρας τους στον Λίβανο.
«Το Ισραήλ έχει κηρύξει πόλεμο στον Παλαιστινιακό λαό! Ο Παλαιστινιακός λαός θα απαντήσει με τον τρόπο του! Η Παλαιστινιακή εξέγερση θα συνεχιστεί! Οι Παλαιστίνιοι μαχητές παραμένουν ακλόνητοι στην υπηρεσία του έθνους! Κάτω η Ναζιστική-Σιωνιστική κατοχή! Έξω οι μιαροί άπιστοι από τα Άγια Χώματα! Κατεστραμένη Ράφα – θα σε κτίσουμε από την αρχή! Ζήτω η Παλαιστινιακή επανάσταση! Ζήτω το Παλαιστινιακό Κράτος!
Μήπως πρόκειται για κάποιο φυλλάδιο της Χαμάς από την προηγούμενη εβδομάδα; Όχι ακριβώς. Με τις απαραίτητες τροποποιήσεις, το φυλλάδιο αυτό είχε δημοσιευθεί στις 2 Ιουλίου του 1946 – σχεδόν πριν από 60 χρόνια – από τη Χαγκάνα, μετά τα γεγονότα του «Μαύρου Σαββάτου».[1]
Τότε, έπειτα από μια τολμηρή ενέργεια των κομμάντος του Πάλμαχ (οι «δυνάμεις κρούσης» της Χανάγκα), που είχαν ανατινάξει μια σειρά από γέφυρες, η βρετανική διοίκηση της Παλαιστίνης αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο το οποίο είχε προετοιμάσει με κάθε ακρίβεια. Το κωδικό του όνομα ήταν «Αγκάθα». Στις 29 Ιουνίου του 1946, 17 χιλιάδες Βρετανοί στρατιώτες σάρωσαν όλες τις εβραϊκές πόλεις και τα κιμπούτς προκειμένου να κατασχέσουν όπλα και έγγραφα και να συλλάβουν τους αρχηγούς της εβραϊκής κοινότητας. Η βρετανική κυβέρνηση επιβεβαίωσε την αποφασιστικότητά της να εξαλείψει την τρομοκρατία. Στην Ιερουσαλήμ οι στρατιώτες κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία της Εβραϊκής Αντιπροσωπείας, της ντε φάκτο κυβέρνησης του εβραϊκού «κράτους εν κράτει», και κατέσχεσαν πολλά έγγραφα που καταδείκνυαν με σαφήνεια τις στενές σχέσεις της με τα «κεντρικά γραφεία των τρομοκρατών» - της συλλογικής διοίκησης της Χαγκάνα, του Ιργκούν και της Ομάδας Στερν, που όλες τους συνεργάζονταν στενά την εποχή εκείνη.
Οι στρατιώτες εισέβαλαν στα σπίτια των πολιτικών ηγετών της εβραϊκής κοινότητας και συνέλαβαν τους περισσότερους «υπουργούς» της Εβραϊκής Αντιπροσωπείας. Οι ηγέτες της κρατήθηκαν στο Λατρούν. Εντούτοις, οι διοικητές των παράνομων οργανώσεων αποφάσισαν να συνεχίσουν τον αγώνα, προκειμένου να αποδείξουν στους Βρετανούς ότι η σύλληψη των ηγετών τους δεν θα τους έκανε να σιωπήσουν. Το «Μαύρο Σάββατο» υπήρξε ένα κομβικό σημείο στην πάλη ενάντια στους Βρετανούς. Μέσα σε έναν χρόνο οι τελευταίοι αποφάσισαν να φύγουν από τη χώρα.
Η ομοιότητα ανάμεσα στη Βρετανική «Αγκάθα» και τις Ισραηλινές «Καλοκαιρινές Βροχές» είναι εντυπωσιακή. Δείχνει ότι οποιαδήποτε κατοχή είναι καταδικασμένη να επαναλαμβάνει τις ενέργειες των προκατόχων της, ακόμη και αν αυτές έχουν αποδειχθεί άκαρπες. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι κατακτητές είναι ανόητοι, αλλά ότι η ίδια η λογική της κατοχής τούς υποχρεώνει να προβαίνουν σε ανόητες ενέργειες.
Ο στόχος της τωρινής επιχείρησης υποτίθεται ότι είναι η απελευθέρωση του στρατιώτη Γκιλάντ Σαλίτ, ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος από Παλαιστίνιους παρανόμους (που ανήκουν σε διάφορες οργανώσεις), σε μια επιχείρηση που ακόμη και ένας Ισραηλινός στρατιωτικός εμπειρογνώμονας αποκάλεσε «τολμηρή ενέργεια από κομάντος».
Αν ο στρατός μας διατηρούσε όντως το υψηλό επίπεδό του, θα είχε αντικαταστήσει αμέσως όλους τους διοικητές που ήταν υπεύθυνοι για αυτή την πανωλεθρία. Πριν από 50 χρόνια κάτι τέτοιο θα είχε συμβεί. Αλλά τώρα έχουμε έναν διαφορετικό στρατό. Κανείς δεν αντικαταστάθηκε. Οι αποτυχημένοι διοικητές απλά αποκάλεσαν την επίθεση «τρομοκρατική ενέργεια», τους μαχητές «τρομοκράτες» και τον συλληφθέντα στρατιώτη «απαχθέντα».
Η ενέργεια αυτή αποδεικνύει προφανώς ένα παλαιό στρατιωτικό ρητό: Για κάθε αμυντικό μέσο μπορεί να βρεθεί ένα επιθετικό μέσο, και αντιστρόφως. Ο φράκτης «ασφαλείας» που περικυκλώνει τη Λωρίδα της Γάζας από όλες τις πλευρές της (εκτός της θάλασσας), και το είδος του οποίου οικοδομείται τώρα στο εσωτερικό της Δυτικής Όχθης, μπορεί να σταματήσει τους κλέφτες και εκείνους που αναζητούν εργασία στο Ισραήλ αλλά όχι και αποφασισμένους μαχητές, οι οποίοι πάντοτε θα ανακαλύπτουν τρόπους για να τον διασχίσουν, περνώντας είτε από πάνω είτε κάτω από αυτόν.
Ο «απαχθείς» στρατιώτης χρησίμευσε σαν πρόσχημα για μια επιχείρηση που πρέπει να είχε προετοιμασθεί πριν από πολύ καιρό. Στο Ισραήλ αλλά και διεθνώς, είπανε στον κόσμο ότι ο σκοπός της είναι η απελευθέρωση του στρατιώτη, όμως στην πράξη η επιχείρηση αυτή έχει βάλει την ζωή του σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Αν οι στρατιώτες πλησιάσουν στο σημείο όπου τον έχουν κρυμμένο, αυτός μπορεί να σκοτωθεί από τα διασταυρούμενα πυρά – όπως συνέβη πριν από χρόνια με τον στρατιώτη Νάχσον Ουόκσμαν, που είχε συλληφθεί από τη Χαμάς. Ο τελευταίος είχε σκοτωθεί τότε στην ανταλλαγή πυρών ανάμεσα σε στρατιώτες και Παλαιστίνιους. Ο Ουόκσμαν πιθανά θα ήταν ζωντανός σήμερα αν, αντί για κάτι τέτοιο, είχε πραγματοποιηθεί μια ανταλλαγή αιχμαλώτων.
Η σχέση ανάμεσα στον «απαχθέντα στρατιώτη» και την στρατιωτική επιχείρηση υφίσταται μόνο στη σφαίρα της προπαγάνδας. Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο πρόσχημα: Ότι ο στόχος της είναι να τεθεί ένα τέρμα στην εκτόξευση των αυτοσχέδιων πυραύλων Κασσάμ στην πόλη του Σντερότ.
Είναι αλήθεια ότι η κατάσταση αυτή είναι αφόρητη για τους κατοίκους του Σντερότ. Οι Κασσάμ, ένα απλό και φθηνό όπλο, προκαλούν περισσότερο πανικό παρά πραγματική ζημιά, όπως συνέβαινε και με τους γερμανικούς πυραύλους V που έπεφταν στο Λονδίνο στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Οι πύραυλοι αυτοί τρομοκρατούν τον κόσμο, αυτός είναι ο στόχος τους. Η επιδίωξή τους είναι να σπάσουν τον καταστροφικό αποκλεισμό της Γάζας τον οποίο συντηρεί η ισραηλινή κυβέρνηση από την εποχή της «αποχώρησης» της. Μέχρι σήμερα ο στρατός δεν έχει βρει κάποιο τρόπο να σταματήσει τους πυραύλους αυτούς.
Οι Κασσάμ όμως δεν αποτελούν την πραγματική αιτία της επιχείρησης «Καλοκαιρινές Βροχές». Ο χαρακτήρας της δείχνει ότι αυτή έχει ένα ευρύτερο στόχο: Να αφανίσει την εκλεγείσα παλαιστινιακή κυβέρνηση (την «Κυβέρνηση της Χαμάς», σύμφωνα με την ισραηλινή προπαγάνδα) και να γονατίσει τον παλαιστινιακό πληθυσμό. Αυτό υποτίθεται ότι θα επιτρέψει στην ισραηλινή κυβέρνηση να πραγματοποιήσει το «Σχέδιο Σύγκλισης», προσαρτώντας μεγάλα κομμάτια της Δυτικής Όχθης στο Ισραήλ και εμποδίζοντας την ίδρυση ενός βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους.
Πρόκειται για έναν σαφή στόχο, τον οποίο η επιχείρηση σχεδιάζει να επιτύχει με απλά μέσα: Δηλαδή, γονατίζοντας τον παλαιστινιακό πληθυσμό μέσω της εξόντωσης της ηγεσίας του, της καταστροφή των υποδομών του και της διακοπής του εφοδιασμού του με τρόφιμα, φάρμακα, ηλεκτρικό, νερό και υγειονομικές υπηρεσίες – για να μην αναφέρουμε εδώ και την αφανισμό της δυνατότητας του να βρει δουλειά. Το μήνυμα προς τους Παλαιστίνιους είναι το εξής: Αν θέλετε να θέσετε τέρμα στα βάσανα σας, τότε να ρίξετε την κυβέρνηση που εκλέξατε.
Μπορούν όμως να επιτύχουν όλα αυτά; Η επιτυχία της βρετανικής επιχείρησης «Αγκάθα» έφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Όπως συνέβη με όλες τις αποτυχίες του στρατού τα προηγούμενα χρόνια, στη μάχη του Κάραμε το 1968, στο Αιγυπτιακό πέρασμα του Σουέζ κατά την έναρξη του πολέμου του Γιόμ Κιππούρ, αλλά και στις δύο Ιντιφάντες, η αιτία τους βρίσκεται στην απύθμενη περιφρόνηση που τρέφουν οι διοικητές του στρατού για τους Άραβες εν γένει και τους Παλαιστίνιους ειδικότερα. Η Σιν Μπετ [οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες] έρχεται σε επαφή με τους Παλαιστίνιους όταν αυτοί είναι ήδη κρατούμενοι, έτοιμοι να ομολογήσουν οτιδήποτε υπό το βάρος των βασανιστηρίων, ή όταν έχουν μετατραπεί σε ποταπούς συνεργάτες των Ισραηλινών, έτοιμοι να ξεπουλήσουν τα ξαδέλφια τους για ναρκωτικά ή για λεφτά. Οι διοικητές της κατοχής δεν μπορούν να φανταστούν ότι είναι δυνατόν οι Παλαιστίνιοι να αντιδρούν όπως κάθε άλλος λαός, όπως – προς Θεού! – έχουμε κάνει και εμείς σε μια παρόμοια περίπτωση. Τι συμβαίνει λοιπόν; Γίνεται να μοιάζουν με εμάς αυτοί οι αξιοθρήνητοι Άραβες;
Είναι αλήθεια ότι οι Βρετανοί ποτέ δεν συμπεριφέρθηκαν απέναντί μας όπως φερόμαστε τώρα εμείς στους Παλαιστίνιους. Από την άλλη πλευρά όμως, η ικανότητα των Παλαιστίνιων να αντέχουν την καταπίεση είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την δική μας. Βασίζεται στην οικογενειακή δομή που συντηρεί την ύπαρξη μιας αποτελεσματικής αλληλοβοήθειας και στην εμπειρία που έχουν αποκτήσει ζώντας για πολλά χρόνια μέσα στην ανέχεια.
Το «Μαύρο Σάββατο» η εβραϊκή κοινότητα στάθηκε ενωμένη δίπλα στην πολιορκημένη ηγεσία της. Η δεξιά και αριστερή αντιπολίτευση συσπειρώθηκε γύρω από τον Μπεν Γκουριόν (που βρισκόταν τότε στο εξωτερικό) και τον Σάρετ (που ήταν φυλακισμένος στο Λατρούν). Η εμπειρία δείχνει ότι όλοι οι λαοί συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο όταν ένας ξένος εχθρός επιτίθεται στην ηγεσία τους. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι η Χαμάς θα βγει περισσότερο δυναμωμένη μετά τη δοκιμασία αυτή. Οι συλλήψεις αποδεικνύουν στους Παλαιστίνιους ότι η ηγεσία τους είναι μια μαχητική και άξια εμπιστοσύνης ηγεσία, που δεν έχει διαφθαρεί από τις ανέσεις της εξουσίας – σε αντίθεση με τους προκατόχους τους, ορισμένοι από τους οποίους είχαν μολυνθεί από την διαφθορά.
Το πρόσχημα για την επιχείρηση αυτή – η απελευθέρωση του συλληφθέντα στρατιώτη – δεν θα επιτύχει τίποτα άλλο παρά την σκλήρυνση της στάσης των Παλαιστίνιων. Δεν υπάρχει πιο σημαντικό ζήτημα για αυτούς από την απελευθέρωση των Παλαιστίνιων κρατουμένων – ένα θέμα που αφορά 10,000 εκτεταμένες παλαιστινιακές οικογένειες, που βρίσκονται σε κάθε πόλη, γειτονιά και χωριό. Οι οικογένειες αυτές είναι διατεθειμένες να αντέξουν τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσουν την απελευθέρωση των συγγενών τους.
Το δεύτερο θύμα της στρατιωτικής επιχείρησης είναι το «Σχέδιο Σύγκλισης», που έχει καταντήσει μια γελοιότητα. Στα μάτια του απλού Ισραηλινού, όλα αυτά φαίνονται ως εξής: Φύγαμε από τη Γάζα και τώρα ξαναγυρίζουμε εκεί. Ξηλώσαμε τους εποικισμούς από εκεί και σε ανταπόδοση έχουμε τώρα τους Κασσάμ να πέφτουν στο Σντερότ. Όπως απέτυχε ο Σαρόν, έτσι θα αποτύχει ακόμη περισσότερο και ο Όλμερτ.
Όλα αυτά είναι αλήθεια, όχι όμως για τους προφανείς λόγους. Η αποχώρηση από τη Γάζα δεν μας έχει προσφέρει ασφάλεια διότι πραγματοποιήθηκε δίχως να έχει προϋπάρξει διάλογος ή συμφωνία με τους Παλαιστίνιους. Δεν μας έχει φέρει κοντύτερα στην ειρήνη διότι συνοδεύτηκε με μια ανοιχτή πρόθεση να προσαρτηθούν μεγάλα κομμάτια της Δυτικής Όχθης. Επιπλέον - κάτι που είναι εξίσου σημαντικό -, όντως φύγαμε εξ ολοκλήρου από τη Γάζα αλλά την έχουμε αποκλείσει και την έχουμε αποκόψει από τον κόσμο. Όλα αυτά ισχύουν ακόμη περισσότερο σε σχέση με τη «Σύγκλιση» του Όλμερτ. Οι «Καλοκαιρινές Βροχές» ίσως να την έχουν σβήσει ήδη από τον χάρτη.
[1] ΣτΜ. Η Χαγκάνα, όπως το Ιργκούν και η Ομάδα Στερν που αναφέρονται λίγο παρακάτω στο κείμενο, ήταν σιωνιστικές ένοπλες ομάδες οι οποίες δρούσαν στην Παλαιστίνη τις δεκαετίες του 1930 και 1940 ενάντια στη διοίκηση της βρετανικής αποικιοκρατίας.