Πέμπτη 23 Μαρτίου 2006

Η δύναμη της άρνησης

Άρθρο του Jeff Halper 23 Μάρτη 2006 / Πρόλογος και μετάφραση: Τάκης Γέρος
Με αφορμή την εντυπωσιακή νίκη της Χαμάς στις Παλαιστινιακές εκλογές διεξάγεται πρόσφατα μια συζήτηση μέσα από τις σελίδες του διεθνούς τύπου σχετικά με τις πολιτικές τάσεις της παλαιστινιακής κοινωνίας. Στα πλαίσια αυτής, οι πολιτικά συντηρητικοί σχολιαστές αντιμετωπίζουν την εκλογική επιτυχία της Χαμάς σαν μια ακόμα απόδειξη του εντεινόμενου φανατισμού των Παλαιστινίων. Από την άλλη πλευρά, εκείνοι που ταυτίζονται - με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικό βαθμό - με την παλαιστινιακή πλευρά, την ερμηνεύουν σαν απόρριψη της πολιτικής που έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα η Φάταχ. Η επιτυχία της Χαμάς φαίνεται να έχει προκαλέσει επίσης μια διεθνή ανησυχία αναφορικά με τη δυνατότητα του να συνεχιστούν οι λεγόμενες «ειρηνευτικές συνομιλίες και διαπραγματεύσεις». Στο κείμενο που ακολουθεί ο Jeff Halper προσπαθεί να εμπλουτίσει τη δεύτερη από τις παραπάνω προσεγγίσεις, τονίζοντας τον πραγματιστικό χαρακτήρα της επιλογής αυτής των Παλαιστινίων. Ο Halper είναι Ισραηλινός ανθρωπολόγος και ακτιβιστής, συντονιστής της οργάνωσης ΙCAHD (Ισραηλινή Επιτροπή Ενάντια στην Κατεδάφιση Σπιτιών). Ο αναγνώστης μπορεί να βρει ενδιαφέροντα κείμενα αλλά και πληροφορίες για την ΙCAHD (οι δράσεις της οποίας εκτείνονται σε πολύ περισσότερες πτυχές της Ισραηλινής κατοχής από αυτές για τις οποίες η ονομασία της οργάνωσης προιδεάζει) στην ιστοσελίδα της, www.icahd.org. Εκεί περιέχονται επίσης διασυνδέσεις με ιστοσελίδες άλλων Ισραηλινών, αλλά και Παλαιστινιακών, οργανώσεων που κινούνται σε παρόμοιο ιδεολογικό χώρο και αντιτίθενται ενεργά στην Ισραηλινή κατοχή.
Τώρα που η Χαμάς ορκίζεται σαν κυβέρνηση της Παλαιστινιακής Αρχής, μπορούμε να θέσουμε το ακόλουθο ερώτημα: Τι είναι εκείνο που έκανε τον πιο εκκοσμικευμένο από τους αραβικούς λαούς, και ο οποίος μάλιστα έχει ελάχιστο παρελθόν θρησκευτικού φονταμενταλισμού, να ψηφίσει τη Χαμάς; Η διαμαρτυρία και μόνο ενάντια στην αναποτελεσματικότητα της Φάταχ σε ότι αφορά τις διαπραγματεύσεις και την εσωτερική διαφθορά δεν επαρκεί σαν εξήγηση. Την ίδια στιγμή που οι Παλαιστίνιοι προειδοποιούν τη Χαμάς ότι η ψήφος τους δεν συνιστά ταυτόχρονα και εντολή για να επιβληθεί μια Ιρανικού τύπου θεοκρατία στην Παλαιστίνη, εκείνοι επέλεξαν τη μοναδική δυνατότητα που απομένει σε έναν αδύναμο λαό όταν όλες οι άλλες δίοδοι αποκατάστασης του έχουν κλείσει, τη μη-συνεργασία.
Ο Γκάντι το έχει θέσει με τον καλύτερο τρόπο: «Πώς μπορεί να με υποχρεώσει κάποιος να αποδεχθώ τη σκλαβιά; Απλά αρνούμαι να υπακούσω στις διαταγές του αφέντη. Αυτός μπορεί να με βασανίσει, να τσακίσει τα κόκκαλά μου σε μικρά κομματάκια, ακόμη και να με σκοτώσει. Αλλά τότε θα έχει μόνο το νεκρό σώμα μου, όχι την υπακοή μου. Γι’ αυτό, εν τέλει, ο νικητής είμαι εγώ και όχι εκείνος, αφού θα έχει αποτύχει να με υποχρεώσει να κάνω αυτό που ήθελε. Η μη-συνεργασία δεν στρέφεται ενάντια...στους Κυβερνήτες, αλλά ενάντια στο σύστημα που εκείνοι διοικούν. Οι ρίζες της μη-συνεργασίας δεν βρίσκονται στο μίσος αλλά στη δικαιοσύνη».
Η μη-συνεργασία, πιθανά το ισχυρότερο μέσο της μη-βίαιας αντίστασης, αναδύεται μέσα σε καταστάσεις στις οποίες οι καταπιεζόμενοι δεν έχουν άλλες διόδους προκειμένου να αποκτήσουν την ελευθερία και τα δικαιώματά τους. Αφού είναι η διεθνής κοινότητα, οι Ηνωμένες Πολειτείες, το Ισραήλ και, σίγουρα, η Φάταχ που έχουν αποκλείσει όλες τις διόδους αποκατάστασης των Παλαιστινίων, είναι αυτοί που «ευθύνονται» και για την άνοδο της Χαμάς. Σε αυτούς απευθύνεται λοιπόν το μήνυμα που έστειλε το Παλαιστινιακό εκλογικό σώμα: «Να πάτε όλοι στον διάολο».
Στον διάολο λοιπόν η διεθνής κοινότητα που παραμέρισε τις παλαιστινιακές εκκλήσεις στο διεθνές δίκαιο και τις συμβάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Μόνο η Τέταρτη Σύμβαση της Γενεύης να είχε εφαρμοστεί, το Ισραήλ δεν θα είχε καν μπορέσει να οικοδομήσει την Κατοχή. Το διεθνές δίκαιο ορίζει την κατοχή ως μια προσωρινή στρατιωτική κατάσταση που μπορεί να περατωθεί μόνο μέσω διαπραγματεύσεων. Για τον λόγο αυτόν απαγορεύεται σε μια Δύναμη Κατοχής, όπως είναι το Ισραήλ, να προβεί σε οποιαδήποτε μονομερή δραστηριότητα που να μονιμοποιεί τον έλεγχο που εκείνη ασκεί. Εκτός από τις στρατιωτικές της βάσεις, οποιαδήποτε πτυχή της Ισραηλινής Κατοχής είναι ολοφάνερα παράνομη: Οι οικισμοί και η κατασκευή ενός μαζικού συστήματος λεωφόρων προοριζόμενων μόνο για τους Ισραηλινούς, και οι οποίες ενώνουν τους οικισμούς της Δυτικής Όχθης με το ίδιο το Ισραήλ. Η επέκταση του Ισραηλινού νομικού και πολεοδομικού συστήματος μέσα στις κατεχόμενες Παλαιστινιακές περιοχές. Η διαρπαγή του νερού των παλαιστινίων καθώς και άλλων φυσικών τους πόρων προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από το Ισραήλ. Οι κατεδαφίσεις σπιτιών και η απαλλοτρίωση παλαιστινιακών εδαφών. Η σκόπιμη εξαθλίωση του ντόπιου πληθυσμού. Οι στρατιωτικές επιθέσεις εναντίον άμαχων πολιτών – είναι μερικές μόνο από αυτές. Ακόμη και όταν η κατασκευή του Ισραηλινού «Διαχωριστικού Τείχους» κρίθηκε παράνομη από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, και η απόφασή του τελευταίου επικυρώθηκε από το Κοινοβούλιο, τίποτα δεν έγινε προκειμένου να τη σταματήσει.
Στον διάολο και οι Ηνωμένες Πολιτείες που απέκλεισαν τις διαπραγματεύσεις σαν μια δίοδο αποκατάστασης των παλαιστινιακών δικαιωμάτων και έδωσαν την δυνατότητα στο Ισραήλ να καταστήσει μόνιμη την Κατοχή. Στην απαρχή της «ειρηνευτικής διαδικασίας» του Όσλο, και με προτροπή του Ισραήλ, οι ΗΠΑ επαναπροσδιόρισαν τις παλαιστινιακές περιοχές από «κατεχόμενες» σε «διαφιλονικούμενες», αφαιρώντας έτσι το διεθνές δίκαιο σαν βάση των διαπραγματεύσεων και τραβώντας το χαλί κάτω από τα πόδια των Παλαιστινίων. Αν είχε υπάρξει σεβασμός προς το διεθνές δίκαιο, η Κατοχή θα είχε καταρεύσει υπό το βάρος του ίδιου του παράνομου χαρακτήρα της. Αλλά από τη στιγμή που η ισχύς έγινε η μοναδική βάση των διαπραγματεύσεων, το Ισραήλ μπόρεσε με ευκολία να συντρίψει τους Παλαιστίνιους. Μέχρι σήμερα, οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τις διαπραγματεύσεις. Με τους Αμερικανούς να υποστηρίζουν τις μονομερείς κινήσεις του Ισραήλ, με το βέτο των ΗΠΑ να ουδετεροποιεί τα Ηνωμένα Έθνη σαν μια αποτελεσματική οδό αποκατάστασης, αλλά και με την παθητική στάση που τηρούν οι Ευρωπαίοι, οι Παλαιστίνιοι έχουν καταστήσει έρμαια των περιστάσεων.
Στον διάολο και το Ισραήλ που απέκλεισε ακόμη και τη δυνατότητα ενός βιώσιμου Παλαιστινιακού κράτους με το να επεκτείνεται μέσα στις Παλαιστινιακές περιοχές. Ο κόσμος αγνόησε την «γενναιόδωρη προσφορά» των Παλαιστινίων προς το Ισραήλ: Αναγνώριση του Ισραήλ εως τα σύνορα του 1967, σε ανταπόδοση για ένα Παλαιστινιακό κράτος μέσα στα Κατεχόμενα Εδάφη. Με άλλα λόγια, ένα Ισραήλ στο 78% της ιστορικής Παλαιστίνης, με τους Παλαιστίνιους – που σήμερα αποτελούν την πλειονότητα στη χώρα – να αποδέχονται ένα κράτος στο 22% των εδαφών. Το Ισραήλ τώρα ετοιμάζεται, με την υποστήριξη των Αμερικανών και τη διεθνή συνενοχή, να καταστήσει μόνιμη την Κατοχή και να περιορίσει τους Παλαιστινίους σε ένα κράτος-φυλακή, κουτσουρεμένο σε πέντε «καντόνια», που όλα τους θα βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Ισραήλ. Χωρίς σύνορα, χωρίς ελευθερία διακίνησης, χωρίς νερό, χωρίς βιώσιμη οικονομία, χωρίς την Ιερουσαλήμ, χωρίς τη δυνατότητα να προσφέρει ένα ελπιδοφόρο μέλλον στους τραυματισμένους, κακοποιημένους, απαίδευτους, ανειδίκευτους και εξαθλιωμένους νέους της Παλαιστίνης.
Στο διάολο και η Φάταχ, η οποία, εκτός του ότι επέτρεψε τη διαφθορά, δεν επιδίωξε δυναμικά να πραγματώσει το στόχο της εθνικής αυτοδιάθεσης. Η Παλαιστινιακή Αρχή διεκπεραίωνε τις υποθέσεις της αποκομμένη από τον λαό, αμελώντας την παροχή υλικής και ηθικής υποστήριξης στα θύματα των Ισραηλινών επιθέσεων και την πολιτική των κατεδαφίσεων των σπιτιών. Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι δεν ψήφισαν τη Χαμάς (μόνο 44% από αυτούς την ψήφισαν), οπότε η πόρτα δεν ήταν πραγματικά κλειστή για τη Φάταχ, που, όπως φαίνεται να ελπίζουν οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι, θα πάρει το μάθημά της από την αποτυχία της αυτή.
Στην πραγματικότητα, η ψήφος για τη Χαμάς δεν ήταν καθόλου ένα κλείσιμο της πόρτας, αλλά μια ορθολογική, σκόπιμη και δυναμική δήλωση μη-συνεργασίας σε μια διαδικασία που δεν οδηγεί παρά μόνο στον εγκλεισμό των Παλαιστινίων. Η Χαμάς, αν μη τι άλλο, αντιπροσωπεύει την ακλόνητη στάση, σουμούντ στα αραβικά, δηλαδή την άρνηση κάποιου να υποκύψει. Η σύγκρουση αυτή είναι παραείναι αποσταθεροποιητική για ολόκληρο το παγκόσμιο σύστημα για να την αφήσετε να σιγοκαίει, λένε οι Παλαιστίνιοι. Μπορείτε να μας επιβάλετε ένα σύστημα απαρχάιντ, να ρίχνετε σε εμάς το φταίξιμο για την βία την στιγμή που αγνοείτε την Ισραηλινή Κρατική Τρομοκρατία, μπορείτε να προωθείτε τις πολιτικές της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας ή τις ιδέες της «σύγκρουσης των πολιτισμών», αλλά εμείς οι Παλαιστίνιοι δεν θα υποκύψουμε. Δεν θα συνεργαστούμε. Δεν θα παίξουμε το στημένο παιχνίδι σας. Στο τέλος, και παρόλη την ισχύ σας, εσείς θα έλθετε σε εμάς επιδιώκοντας ειρήνη. Και τότε θα είμαστε έτοιμοι για μια ειρήνη που θα σέβεται τα δίκαι όλων των λαών της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων των Ισραηλινών. Δεν θα μας νικήσετε όμως.
Σαν ένας Ισραηλινός εβραίος που βλέπει πώς η Κατοχή έχει διαβρώσει τις ηθικές βάσεις της κοινωνίας μου και, στην πραγματικότητα, ολόκληρου του λαού μου, αλλά και σαν ένας κάτοικος του Ισραήλ και της Παλαιστίνης που γνωρίζει πως η μοίρα του είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με εκείνη των Παλαιστινίων, παρακαλώ αυτό το τέλος να έλθει σύντομα και όχι στο απόμακρο μέλλον. Σαν μέλος της κοινωνίας των πολιτών, έχω συνείδηση του ότι οι Παλαιστίνιοι έχουν έναν μόνο πιστό σύμμαχο: εμάς, τον λαό. Οι κυβερνήσεις δεν πρόκειται να επιδιώξουν ειρήνη και δικαιοσύνη αν εμείς δεν τους προτρέψουμε να το πράξουν. Εάν οι Παλαιστίνιοι παραμένουν ακλόνητοι και αντιστέκονται, είναι καθήκον μας να υποστηρίξουμε ενεργά τον αγώνα τους για ελευθερία και δικαιοσύνη. Σε διαφορετική περίπτωση, ας πάμε κι εμείς στον διάολο.