Πέμπτη 6 Απριλίου 2006

Σύγκλιση σε βολικά σύνορα

Άρθρο της Amira Hass στην ισραηλινή εφημερίδα Haaretz, 6 Απρίλη 2006
Αγγλικό κείμενο Πρόλογος και μετάφραση: Τάκης Γέρος
Τις μέρες αυτές τα Ισραηλινά μέσα ενημέρωσης κυριαρχούνται από ατέρμονες συζητήσεις σχετικά με το σχέδιο μερικής και μονομερούς αποχώρησης από τη Δυτική Όχθη, που αποτέλεσε την κεντρική πλατφόρμα με την οποία συμμετείχε και κέρδισε τις πρόσφατες εκλογές το κόμμα Καντίμα του Εχούντ Ολμέρτ. Η ιδέα αυτή, που εμφανίζεται με το ευφάνταστο όνομα «Σχέδιο Σύγκλισης», παρουσιάζεται σαν μια γενναιόδωρη παραχώρηση του Ισραήλ και σαν τελική λύση στη διένεξη με τους Παλαιστινίους, αφού περιλαμβάνει την οριστική οριοθέτηση των Ισραηλινο-Παλαιστινιακών συνόρων. Ταυτόχρονα όμως το «Σχέδιο Σύγκλισης» - που το Καντίμα υπόσχεται να υλοποιήσει μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια - προκαλεί πολλαπλές αντιδράσεις μέσα στην ίδια την ισραηλινή κοινωνία, όχι μόνο από τους ίδιους τους εποίκους αλλά και από όλους εκείνους που αντιτίθενται στην παραμικρή παραχώρηση εδάφους προς την παλαιστινιακή πλευρά. Στο παρακάτω άρθρο (που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Haaretz στις 6/4/06) η γνωστή Ισραηλινή δημοσιογράφος Amira Hass αμφισβητεί την βιωσιμότητα της παραπάνω «λύσης» αλλά και τον ευρύτατα διαδεδομένο μύθο σχετικά με τα ιδεολογικά κίνητρα των εποίκων της Δυτικής Όχθης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Hass είναι η πρώτη και η μοναδική εβραία Ισραηλινή δημοσιογράφος μεγάλου μέσου ενημέρωσης που ζει και εργάζεται για περισσότερα από δέκα χρόνια στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Στην ελληνική γλώσσα κυκλοφορεί η σημαντική συλλογή άρθρων της υπό τον τίτλο «Ανταπόκριση από τη Ραμάλα» (Εκδόσεις Αιώρα, 2005).
Προκειμένου να παρουσιαστεί το «Σχέδιο Σύγκλισης» στο Δυτικό κόσμο σαν μια γιγαντιαία παραχώρηση που αξίζει επαίνων, οι διαστάσεις της εβραϊκής υποστήριξης προς το «όραμα της Μείζονος Γης του Ισραήλ» οφείλουν να διογκωθούν. Αν όμως το Μείζον Ισραήλ αποτελούσε πραγματικά υψηλή προτεραιότητα για τους εβραίους πολίτες του Ισραήλ, τότε οι έποικοι της Κοιλάδας του Ιορδάνη δεν θα ήταν λιγότεροι από 10.000 έποικοι όπως είναι σήμερα. Δεκάδες χιλιάδες θα επείγονταν να επεκτείνουν το Μαάλε Εφράιμ και τους αγροτικούς οικισμούς, έτσι που τα φώτα του ανατολικού τμήματος της Μείζονος Γης θα έλαμπαν και θα τρεμόπαιζαν όπως τα φώτα του δυτικού τμήματος του Ιορδανικού βασιλείου.
Το Ισραήλ εξασφάλισε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του Όσλο, καθώς και στα χρόνια που είχαν προηγηθεί, ότι η τεράστια αυτή περιοχή θα παραμείνει κλειστή απέναντι στην προοπτική αξιοποίησης από τους Παλαιστίνιους και πλήρως ανοιχτή στην αξιοποίησή της από τους Ισραηλινούς. Οι σχετικά δύσκολες συνθήκες ζωής που επικρατούν εκεί (ζέστη και απόσταση από το κέντρο της χώρας) δεν θα είχαν αποτρέψει τη μεγάλη μάζα του ισραηλινού πληθυσμού. Αν κάθε σβώλος χώματος της Μείζονος Γης του Ισραήλ ασκούσε πραγματικά τέτοια φλογερή συναισθηματική έλξη στους εβραίους πολίτες του Ισραήλ, τότε αυτοί δεν θα χρειάζονταν οικονομικά κίνητρα προκειμένου να ζήσουν στις περιοχές που κατακτήθηκαν το 1967. Θα είχαν πάει να εγκατασταθούν στις πιο απομακρυσμένες βουνοκορφές και δεν θα είχαν αρκεστεί σε οικισμούς που απέχουν «πέντε λεπτά από το Κφαρ Σαβά [Ισραηλινή περιοχή κοντά στο Τελ Αβίβ]». Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα υπήρχε καν η ανάγκη να διαφημιστούν με ελκυστικό τρόπο οι βίλες που προορίζονται για μια μόνο οικογένεια που μπορεί να κατέχει το δικό της κομμάτι γης. Αντιθέτως, αυτοί θα είχαν ενθαρρύνει το κράτος και τους εργολάβους να κτίσουν πολυκατοικίες με διαμερίσματα. Οι εβραίοι έποικοι δεν θα ήταν τότε 420.000 (συμπεριλαμβανομένων αυτών της κατεχόμενης Ανατολικής Ιερουσαλήμ) αλλά μάλλον 2 εκατομμύρια.
Εκείνο που προσέλκυσε τους εβραίους Ισραηλινούς – και έθεσε εκτός νόμου, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, περίπου μισό εκατομμύριο εποίκους – δεν ήταν οι σβώλοι από το χώμα της άγιας γης, αλλά η άνετη ζωή που τους έταξε η Ισραηλινή στρατιωτική υπεροχή, η ευρύχωρη φθηνή κατοικία και οι ανεπτυγμένες υποδομές. Τα παραπάνω ήταν αυτά ακριβώς τα κίνητρα και οι επιχορηγήσεις τις οποίες δεν απέσπασαν στο εσωτερικό του κυρίαρχου κράτους. Η σύγκλιση, επομένως, αποτελεί το σύνορο που χαράσσεται από την επιθυμία του μέσου ισραηλινού εβραίου για την άνεση και τη βολή του.
Το τελευταίο θα αποτελούσε μια φυσική επιθυμία αν δεν απέβαινε εις βάρος των Παλαιστινίων, σαν ατόμων και σαν λαού. Εντούτοις, ο μέσος Ισραηλινός, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν είναι έποικοι, δεν σκοτίζεται για τέτοια ασήμαντα ζητήματα όπως είναι το διεθνές δίκαιο, οι θεμελιώδεις ηθικές αρχές ή η ευημερία και η άνεση των Παλαιστινίων. Εξάλλου, είναι αυτά ακριβώς τα συγκροτήματα των εποικισμών, καθώς και η περιοχή ανάμεσα στο διαχωριστικό τείχος και την Πράσινη Γραμμή, που διαμελίζουν τη Δυτική Όχθη, αρπάζουν το νερό και τους γόνιμους καλλιεργήσιμους φυσικούς πόρους της, διαχωρίζουν τις παλαιστινιακές κοινότητες και εμποδίζουν ολόκληρη την φυσική γεωγραφική και δημογραφική γειτνίαση. Οι περιοχές αυτές – και δεν έχει σημασία αν η σύγκλιση αφορά στο 28% ή «μόνο» στο 13.5% της Δυτικής Όχθης – έχουν προκαλέσει και θα συνεχίσουν να προκαλούν μη αναστρέψιμη ζημιά στην παλαιστινιακή κοινωνία και στους Παλαιστίνιους σαν άτομα. Αυτά όμως δεν απασχολούν τον μέσο Ισραηλινό αλλά ούτε και τους εκπροσώπους του μέσα στο Καντιμά, τους Εργατικούς, ή το Κόμμα των Συνταξιούχων. Η πραγματικότητα αυτή ξεγλιστά από τη συνείδηση και θάβεται, όπως ακριβώς συνέβη και με εκατοντάδες παλαιστινιακά χωριά, τα ονόματα των οποίων δεν εμφανίζονται καν στις πινακίδες των αυτοκινητόδρομων που χρησιμοποιούν οι έποικοι.
Η ασφάλεια είναι ένα σημαντικό στοιχείο προκειμένου κάποιος να απολαμβάνει μια καλή ζωή. Εκείνοι που επιθυμούν την ευμάρεια εις βάρος άλλων μάλλον πρέπει να πιστεύουν ότι η σύγκλιση θα τους αποφέρει προσωπική ασφάλεια. Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι οι κάτοικοι των εποικιστικών συγκροτημάτων θα συνεχίσουν να αισθάνονται άνεση και ασφάλεια πίσω από τα διάφορα είδη συρματοπλέγματος, το τσιμεντένιο τείχος και τις σιδερόφρακτες θύρες, αδιαφορώντας για το ρόλο τους στη ληστεία αυτή. Αλλά οι αφανείς Παλαιστίνιοι και βλέπουν και αισθάνονται. Στο εσωτερικό του Ισραήλ πιστεύουν ότι οι Παλαιστίνιοι θα αποδεχθούν τη ληστεία και τις εγγενείς διακρίσεις εις βάρος τους εξαιτίας της συνήθειας, της αδυναμίας των τελευταίων σε διεθνές επίπεδο ή της στρατιωτικής ισχύος του Ισραήλ.
Αυτό όμως είναι μια αυταπάτη, παρόμοια με την αυταπάτη που κυριάρχησε την εποχή του Όσλο, ότι δηλαδή οι Παλαιστίνιοι θα αποδέχονταν την επέκταση των οικισμών, την αποκοπή από τη γη τους και τους δρακόντειους περιορισμούς στις μετακινήσεις τους. Η έκρηξη που επήλθε στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 2000 προκλήθηκε από τη βίαια σύγκρουση ανάμεσα στις διεθνείς υποσχέσεις για ειρήνη και στην πραγματικότητα της κατοχής και της αποικιοποίησης. Το «σχέδιο σύγκλισης», το οποίο καθιστά συμπαγή τη βία της κατοχής μέσα σε πυκνοκατοικημένες παλαιστινιακές περιοχές, θα φέρει στο προσκήνιο και θα επιτείνει τρεις μορφές οργής από την πλευρά των Παλαιστινίων: Την εθνική οργή, εξαιτίας της υπονόμευσης του παλαιστινιακού σχεδίου για κράτος, ανάπτυξη και ανεξαρτησία. Την οικονομική οργή των εκατοντάδων χιλιάδων Παλαιστινίων που έχασαν τη γη τους, την περιουσία τους και τα προς το ζην από τους εβραίους, οι οποίοι ευημερούν στην άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος. Τέλος, τη θρησκευτική οργή εκείνων που καταφεύγουν στο Κοράνι και στον Αλλάχ για να βρουν εξηγήσεις οι οποίες να επιβεβαιώνουν ότι «τέτοιοι άνθρωποι είναι οι εβραίοι».
Οι υπέρμαχοι της σύγκλισης καθώς και οι αρχιτέκτονές της αυταπατώνται αν νομίζουν ότι όλες αυτές οι μορφές οργής δεν θα ξεσπάσουν ή ότι θα είναι πάντοτε σε θέση να τις καταπνίγουν. Είναι δύσκολο αλήθεια να προβλέψει κανείς πότε και πώς θα ξεσπάσει η οργή, αλλά αργά ή γρήγορα αυτή θα επιστρέψει για να διακόψει απότομα τα όνειρα της άνεσης και της βολής σε βάρος ενός άλλου έθνους.