Δευτέρα 20 Μαρτίου 2006

Η διαφοροποιημένη Κατοχή

Σχέδιο ομιλίας του Shir Hever σε εκδήλωση του Συλλόγου Αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό Λαό «Ιντιφάντα» 20 Μάρτη 2006

Η κύρια αντίφαση που ταλανίζει το σιωνιστικό κίνημα στην αναζήτησή του για γη και εξουσία είναι το θέμα στο οποίο θα επικεντρωθώ σήμερα.
Πρόκειται για την αντίφαση ανάμεσα σε δύο επιθυμίες, την επιθυμία για απόκτηση γης που να είναι στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό «καθαρά εβραϊκή», και την εκκαθάρισή της από μη Εβραίους, ενώ παράλληλα πρόκειται για την επιθυμία απόκτησης όσο το δυνατό περισσότερης γης, τη στιγμή όμως που οι τωρινοί κάτοικοι αυτής της γης δεν είναι Εβραίοι αλλά Παλαιστίνιοι.
Κατά την έναρξη της κατοχής το 1967, οι περισσότεροι Ισραηλινοί προτιμούσαν να έχουν περισσότερη γη, ακόμα και αν αυτό σήμαινε να υπάρχουν ορισμένοι Παλαιστίνιοι μέσα στο Ισραήλ. Σήμερα, η κατάσταση έχει αντιστραφεί και οι περισσότεροι σιωνιστές είναι πρόθυμοι να κάνουν εδαφικούς συμβιβασμούς προκειμένου να εξασφαλίσουν την «εθνική καθαρότητα της γης που ελέγχουν.
Η κατοχή της Παλαιστίνης διαρκεί ήδη 38 χρόνια και 9 μήνες. Σήμερα, το 2006, η κατοχή είναι ριζικά διαφορετική από ότι ήταν το 1967.
Ένα από τα πράγματα που οι άνθρωποι γενικά δεν γνωρίσουν για την κατοχή είναι ότι ποτέ δεν υπήρξε οργανωμένη και σχεδιασμένη με τάξη. Αντί για την εφαρμογή κυβερνητικών αποφάσεων, η κατοχή σχηματοποιήθηκε από αναρίθμητες αποφάσεις στρατιωτών, αξιωματούχων και πολιτικών. Αν και όλοι αυτοί που λάμβαναν τις αποφάσεις ένιωθαν ότι υπηρετούσαν τη σιωνιστική υπόθεση και είχαν μια ξεκάθαρη ατζέντα στο μυαλό τους, δημιούργησαν επίσης πολλές αντικρουόμενες πραγματικότητες.
Από τη μια πλευρά, οι αξιωματούχοι προσπάθησαν να κρατήσουν τους Παλαιστίνιους στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό διαχωρισμένους από τους Ισραηλινούς, αλλά την ίδια στιγμή έδωσαν την άδεια σε ορισμένους Παλαιστίνιους να δουλέψουν μέσα στο Ισραήλ έτσι ώστε το εισόδημά τους να βοηθήσει στη συντήρηση παλαιστινιακού πληθυσμού με τρόπο τέτοιο ώστε το Ισραήλ να μην χρειάζεται να πληρώνει γι’ αυτούς. Από την άλλη πλευρά, οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες να εμποδίσουν τους Παλαιστίνιους να αναπτύξουν μια ανεξάρτητη οικονομία, ενώ την ίδια στιγμή επέμεναν σε κοινή δασμολογική διαχείριση που ενσωμάτωνε την παλαιστινιακή οικονομία μέσα στην ισραηλινή οικονομία.
Τη δεκαετία του 1990 οι Ισραηλινοί πίστεψαν ότι επιτέλους βρήκαν τη λύση για την εσωτερική τους αντίφαση. Η διαδικασία του Όσλο, ξεκίνησε το 1993, υποσχόταν ειρήνη αλλά πρόσφερε την οικονομική, στρατιωτική και κοινωνική υποταγή των Παλαιστινίων στο Ισραήλ. Το Ισραήλ ήθελε να κάνει τον κόσμο να αποδεχτεί την κατοχή, και γενικά το πέτυχε -οι ΗΠΑ και η Ευρώπη έδωσαν στο Ισραήλ πολλά χρήματα ως επιβράβευση για τη συμφωνία του να συμμετάσχει στη διαδικασία του Όσλο. Το Ισραήλ χρησιμοποίησε αυτά τα χρήματα για να εισάγει σχεδόν ένα εκατομμύριο εβραίους μετανάστες από την πρώην Σοβιετική Ένωση, με σκοπό να διασφαλίσει την εβραϊκή πλειοψηφία στη γη της Παλαιστίνης. Αλλά παρά τις προσπάθειες αυτές, το 2005, το Ισραήλ τελικά παραδέχτηκε ότι οι Εβραίοι στην πραγματικότητα αποτελούν μειοψηφία στην Παλαιστίνη και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που επέλεξε να αποχωρήσει από τη Γάζα.
Το Ισραήλ επίσης ήθελε οι Παλαιστίνιοι υπό την ηγεσία του Γιάσερ Αραφάτ, να αναλάβουν οι ίδιοι τις ευθύνες της κατοχής. Σε αυτό δεν συμφώνησαν οι Παλαιστίνιοι, αρνήθηκαν να αστυνομεύουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους για λογαριασμό του Ισραήλ
Το Ισραήλ επίσης περίμενε και είχε την απαίτηση οι Παλαιστίνιοι να τηρήσουν τις δικές τους υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη συμφωνία, ενώ οι εσωτερικές πολιτικές διαφωνίες μέσα στο Ισραήλ χρησιμοποιούνταν διαρκώς ως άλλοθι για το γεγονός ότι το ίδιο το Ισραήλ απέτυχε να τηρήσει τις συμφωνίες.
Η διαδικασία του Όσλο κατέρρευσε με τη δεύτερη Ιντιφάντα το 2001. Με την κατάρρευση αυτή απέτυχε επίσης η επιδίωξη του Ισραήλ να έχει και την πίτα ολάκερη και το σκύλο χορτάτο, να έχει και ολόκληρη την Παλαιστίνη και να διατηρεί μια εβραϊκή πλειοψηφία
Σήμερα βλέπουμε μια σημαντική εξέλιξη - η Ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε να αναλάβει τον έλεγχο της κατοχής. Αντί να αφήνει κάθε στρατιωτικό διοικητή, έποικο ή κατώτερο αξιωματούχο να παίρνει πολιτικές αποφάσεις, γίνεται τώρα προσπάθεια να υπάρξει οργανωμένη και δεσμευμένη από κανόνες πολιτική για τον τρόπο με τον οποίο το Ισραήλ ελέγχει και διατηρεί τα κατεχόμενα εδάφη, τι επιτρέπει και τι δεν επιτρέπει.
Αλλά αυτή η νέα κυβερνητική συγκεντροποίηση δεν κάνει δυστυχώς την κατάσταση των Παλαιστινίων καθόλου καλύτερη. Οι σημερινοί σιωνιστές ηγέτες, με πρώτο ανάμεσά τους τον Εχούντ Ολμέρτ, ο οποίος σχεδόν σίγουρα θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός, αποφάσισε να επεκτείνει το Τείχος και να το μετακινήσει περεταίρω ανατολικά, να ενεργοποιήσει μια σειρά από ρατσιστικούς νόμους ώστε να στερήσει από τους Παλαιστίνιους τη δυνατότητα να αποκτήσουν την ισραηλινή υπηκοότητα, το δικαίωμα να απαιτούν αποζημιώσεις από το Ισραήλ και τα δικαιώματά τους πάνω στην ίδια τους τη γη. Σχεδιάζουν να ανακηρύξουν «οριστικά σύνορα» και ουσιαστικά να προσαρτήσουν μεγάλα τμήματα της Δυτικής Όχθης, χωρίς καμία διαπραγμάτευση, χωρίς να αποζημιωθούν οι Παλαιστίνιοι και χωρίς καμία πρόβλεψη για την ανθρωπιστική κατάσταση που ένας τέτοιος διαχωρισμός θα δημιουργήσει. Οι Παλαιστίνιοι θα ζουν σε τουλάχιστον τρία ξεχωριστά καντόνια, περικυκλωμένοι από το Τείχος από όλες τις πλευρές, με περιορισμό κινήσεων και χωρίς δυνατότητα να πραγματοποιούν ακόμη και απλά καθημερινά πράγματα.
Πιστεύω ότι το σχέδιο αυτό, αν και υποστηρίζεται από τους περισσότερους Ισραηλινούς, δεν θα πετύχει. Οι Παλαιστίνιοι τώρα επιβιώνουν με τις ανθρωπιστικές δωρεές και τη βοήθεια, αλλά οι δωρητές -ειδικά οι Ευρωπαίοι- δεν θα συμφωνήσουν να συνεχίσουν να πληρώνουν για πάντα αφήνοντας το Ισραήλ να μην αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του. Ο Παλαιστινιακός αγώνας για ανεξαρτησία και ελευθερία θα συνεχιστεί και το Ισραήλ δεν θα μπορέσει ποτέ να υποστηρίξει ότι «έλυσε» το πρόβλημά του μέχρις ότου να υπάρξει μια πραγματικά δίκαιη λύση.