Δευτέρα 15 Μαρτίου 2004

Δύο Κράτη: Πολύ λίγο , πολύ αργά

Το άρθρο είναι κάπως παλαιότερο (Al-Ahram Weekly, 15 Mαρτίου 2004), όμως παρά την αναφορά του σε μια προγενέστερη συγκυρία, η επιχειρηματολογία του εξακολουθεί – δυστυχώς, θα έλεγε κανείς - να παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη. Ο συγγραφέας του είναι ο Haim Bresheeth, Ισραηλινός εβραίος ακαδημαϊκός που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου.
Πρόλογος και μετάφραση: Τάκης Γέρος
Πρόσφατα ο διάσημος ακτιβιστής και φημισμένος γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκι, ένας από τις πιο ηθικές προσωπικότητες στη βόρεια Αμερική, έγραψε σχετικά με το Ισραηλινό Τείχος και την άχαρη σκοπιμότητά του («Το Τείχος σαν Όπλο», New York Times, 23 Φεβρουαρίου 2004). Στο πλαίσιο της λεπτομερούς αποδόμησης των ψευδεπίγραφων και ανειλικρινών επιχειρημάτων που χρησιμοποιεί το Ισραήλ, απευθύνει έκκληση για την αναβίωση της σχεδόν πια ξεχασμένης λύσης των «δύο κρατών για δύο λαούς», ενώ αναφορικά με το Τείχος - σε περίπτωση που αισθάνεται κανείς ότι αυτό είναι αναγκαίο – απαιτεί η οικοδόμησή του να γίνει πάνω σε ισραηλινό έδαφος. Μολονότι δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με τον Τσόμσκι στο ότι η άθλια οικοδόμηση αυτού του μεγαλύτερου τείχους-γκέτο εν εξελίξει δεν θα έπρεπε ποτέ να έχει ποτέ πάνω σε παλαιστινιακό έδαφος, εντούτοις η όλη επιχειρηματολογία του είναι προβληματική.
Αν είχε υλοποιηθεί η λύση των δύο κρατών, με τη μορφή της ισραηλινής αποχώρησης στην Πράσινη Γραμμή που ίσχυε πριν από τον πόλεμο του 1967, θα άφηνε στους Παλαιστίνιους το 22% της ίδιας τους της χώρας. Για τον Παλαιστινιακό πληθυσμό, που είναι πάνω κάτω ίσος σε μέγεθος με τον Ισραηλινό εβραϊκό πληθυσμό, το να αποδεχθεί μετά από έναν αιώνα βασάνων την απώλεια των τεσσάρων πέμπτων της χώρας του από ξένους εποίκους - οι οποίοι «επέστρεψαν έπειτα από δύο χιλιετηρίδες» - δεν αποτελεί μια εύκολα αποδεκτή λύση.
Τα εδαφικά δεδομένα κάνουν κάτι τέτοιο ακόμη πιο δύσκολο. Το Ισραήλ θα είχε αποκτήσει εδαφική συνοχή, ενώ η Παλαιστίνη θα είχε χωριστεί σε δύο τμήματα - και οι δρόμοι που θα συνέδεεαν τα δύο αυτά τμήματα θα βρίσκονταν υπό ισραηλινό έλεγχο. Όλο το πολύτιμο κεφάλαιο της μικρής αυτής χώρας (οι πηγές του νερού, η ακτογραμμή, η καλλιεργήσιμη γη) θα βρισκόταν στα χέρια των Ισραηλινών. Το Ισραήλ διαθέτει τον τέταρτο ισχυρότερο στρατό στον κόσμο, μια τεχνολογικά αναπτυγμένη οικονομία που ανήκει στον Πρώτο Κόσμο, καθώς και την αμέριστη υποστήριξη της ισχυρότερης αυτοκρατορίας στον πλανήτη σε ο,τιδήποτε και αν αποφασίσει να πράξει. Και όλα αυτά μετά από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες απάνθρωπης και παράνομης κατοχής, στη διάρκεια της οποίας έκανε ότι μπορούσε προκειμένου να σπάσει το ηθικό και να καταστρέψει την καθημερινή ζωή των περισσότερων Παλαιστινίων.
Ίσως να ήταν η ανισορροπία της ισχύος που οδήγησε την παλαιστινιακή ηγεσία να αποδεχθεί την ανισότητα που περιείχαν οι ειρηνευτικές συμφωνίες του Όσλο και να κινηθεί προς μια επίλυση της σύγκρουσης μέσω διαπραγματέυσεων. Για κάποιο διάστημα κάτι τέτοιο έμοιαζε να είναι εφικτό – ο κύριος Ράμπιν είχε υποδηλώσει ότι οι εποικισμοί στα κατεχόμενα εδάφη θα έπρεπε να αποσυρθούν σαν μέρος μιας συνολικής ειρηνευτικής ρύθμισης που θα περιλάμβανε τη Συρία και τον Λίβανο.
Οι έποικοι ποτέ δεν επρόκειτο να αποδεχθούν κάτι τέτοιο. Ο κύριος Σαρόν, ο ιδρυτικός πατέρας της επιχείρησης των εποικισμών – μιας γιγαντιαίας επιχείρησης απόσπασης πόρων, προτεραιοτήτων και προσπαθειών που αποσκοπούσαν να καταστήσουν ανέφικτη κάθε πολιτική λύση – στάθηκε στο πλάι τους ενώ ο κύριος Ράμπιν δολοφονήθηκε διότι προσπάθησε να πει το προφανές: Ότι το Ισραήλ πρέπει να εκκενώσει όλα τα εδάφη που πάρθηκαν με τη βία, έτσι ώστε να αφήσει στους Παλαιστίνιους το ένα πέμπτο της χώρας τους. Αυτό ήταν το τίμημα της ειρήνης. Οι περισσότεροι από εμάς θα ισχυρίζονταν ότι εκείνοι που κλήθηκαν να πληρώσουν τον λογαριασμό για την ειρηνευτική διαδικασία ήταν οι Παλαιστίνιοι – δηλαδή να παραδώσουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας τους προκειμένου να τους επιτραπεί να έχουν την δική τους κυβέρνηση σε μια μικρή γωνιά της.
Ακόμη όμως κι αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί. Ο κύριος Ράμπιν ποτέ δεν έφθασε στο σημείο να βγάλει τους εποίκους από τα στρατιωτικοποιημένα παράνομα φυλάκιά τους. Τον πυροβόλησαν εν μέσω μιας ισραηλινής διαδήλωσης υπέρ της ειρήνης. Μετά την άθλια αυτή δολοφονία ενός ανθρώπου, μιας ιδέας και τόσων ελπίδων κανένας από τους ηγέτες που τον διαδέχθηκαν δεν ήταν πρόθυμος να προχωρήσει τόσο μακρυά όσο εκείνος.
Κανείς όμως δεν αποδέχεται εκείνο που αποτελούσε την λογική του Όσλο: Ότι το Ισραήλ πρέπει να εκκενώσει όλους τους επικοισμούς – από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο – συμπεριλαμβανομένων των περιοχών εκείνων της Ιερουσαλήμ που είχαν προσαρτηθεί με μονομερή και παράνομο τρόπο. Αυτή ήταν ουσία του ζητήματος για τους περισσότερους Παλαιστίνιους. Οι περισσσότεροι άνθρωποι που βρίσκονταν απέξω μπορούσαν με πολλή ευκολία να αντιληφθούν τη λογική και τη δικαιοσύνη μιας τέτοιας λύσης. Αλλά άνθρωποι όπως ο Πέρες, ο Μπάρακ, και τώρα ο Σαρόν αρνούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Χρόνια αναμονής έχουν ήδη περάσει, στη διάρκεια των οποίων οι Παλαιστίνιοι έλπιζαν ότι οι υποσχέσεις που τους είχαν δοθεί θα τηρούντο – εκείνες οι ασθενικές, εξευτελιστικές και ελάχιστες υποσχέσεις.
Εντούτοις, η ισραηλινή κοινωνία δεν ήταν έτοιμη, και ακόμη δεν είναι, να αντικρύσει την απλή πραγματικότητα που έχει δημιουργήσει μέσω της στρατιωτικής κατοχής και έτσι αρνείται να προχωρήσει ακόμη και σε εκείνες τις μικρές προσαρμογές που θα δημιουργούσαν τις κατάλληλες συνθήκες για να επιτευχθεί η ειρήνη. Μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι το Όσλο ποτέ δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει, αφού πρόσφερε στους Παλαιστίνιους ελάχιστα προκειμένου εκείνοι να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Αυτό μπορεί να αληθεύει, όμως για κάποιο διάστημα προσφέρθηκε στο Ισραήλ η ειλικρινής δυνατότητα για μια ειρηνική συνύπαρξη. Παρόλα αυτά, το Ισραήλ απέτυχε να υλοποιήσει αυτή την ιστορική ευκαιρία. Αρνήθηκε επίμονα να προχωρήσει σε κάποιον διακανονισμό. Αντίθετα, επέλεξε να προσκολληθεί σε μια συνεχή, απάνθρωπη κατοχή και σε ένα καθεστώς τρόμου και εκφοβισμού.
Αν το Ισραήλ ήταν πρόθυμο να αποδεχθεί το Όσλο και ότι αυτό συνεπαγόταν, τότε η ανάγκη να κτιστεί το πελώριο αυτό τείχος δεν θα είχε καν προκύψει. Σε τέτοια περίπτωση, θα είχαν σωθεί οι ζωές πολλών ανθρώπων και από τις δύο πλευρές, πιθανά και οι ζωές ανθρώπων που βρίσκονταν κάπου αλλού.
Ως Ισραηλινός και ως γιός επιζώντων του Ολοκαυτώματος, δεν μου είναι εύκολο να υποστηρίζω κάτι τέτοιο. Θα ήθελα να ήμουν σε θέση να υποστηρίξω μια ισραηλινή-εβραϊκή οντότητα – όχι βέβαια μια σιωνιστική, στρατικοποιημένη οντότητα αλλά μια δημοκρατική, αυτόνομη πολιτική και πολιτισμική οντότητα που θα βρισκόταν πλάι σε μια παρόμοια παλαιστινιακή οντότητα. Όμως μετά από τέσσερις δεκαετίες στρατιωτικού νόμου και μετά από την βεβήλωση όλων των πολιτικών, ανθρωπίνων, πολιτειακών, ιδιοκτησιακών και άλλων δικαιωμάτων από το κατοχικό καθεστώς, οι περισσότεροι σώφρονες άνθρωποι θα συμφωνήσουν ότι δεν δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί αυτή η αναχρονιστική, βίαια, ανήθικη και αναποτελεσματική μορφή κυριαρχίας ενός λαού πάνω σε κάποιον άλλον. Αν τουλάχιστον είχε λειτουργήσει για τους καταπιεστές τότε κάποιοι μπορεί και να την δικαιολογούσαν.
Δεν έχει όμως λειτουργήσει, δεν μπορεί να λειτουργήσει και δεν θα λειτουργήσει προς όφελος καμίας από τις δύο πλευρές. Η Δύση μπόρεσε γρήγορα να το διαπιστώσει αυτό στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής, της Κύπρου, της Βόρειας Ιρλανδίας, του Κοσσόβου, του Κουβέιτ και σε μια σειρά από άλλες ζώνες σύγκρουσης. Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την στρατιωτική κατοχή. Η κυριαρχία μέσω της ισχύος ποτέ δεν θα κάνει τους νικημένους να αποδεχθούν τους καταπιεστές. Οι πολιτικές λύσεις που επιβάλλονται από τον ισχυρό πάνω στον ανίσχυρο είναι λανθασμένες – όχι μόνο ηθικά αλλά και διότι υπονομεύουν την κυριαρχία του νόμου σε άλλους τομείς.
Την πραγματικότητα αυτή, αν και είναι ολοφάνερη, δεν συνεχίζει να την αρνείται μόνο το Ισραήλ αλλά και οι πανίσχυρες δυνάμεις της νέας παγκόσμιας τάξης. Η άρνηση αυτή έχει κουρνιάσει πια. Η απομάκρυνση της ελπίδας για μια λογική λύση μέσω διαπραγματεύσεων αφήνει το έδαφος ανοιχτό στους εξτρεμιστές και σε όλους εκείνους που, έχοντας χάσει όλες τις άλλες διόδους και μη διαθέτοντας άλλο τρόπο για να αλλάξουν την πραγματικότητα, αισθάνονται ότι η αυτοκτονία είναι το μόνο μέσο που διαθέτουν για να επηρεάσουν την ιστορία. Αυτό καθαυτό συνιστά κατηγορία εναντίον της διεθνούς πολιτικής τάξης. Το να οδηγείς ένα έθνος στη γωνία μπορεί να περιγραφεί τουλάχιστον σαν εγκληματική μυωπία. Αυτό ακριβώς όμως έχει συμβεί, αφού το παλαιστινιακό αίτημα για μια φυσική δικαιοσύνη έχει αγνοηθεί ολότελα για περισσότερα από πενήντα χρόνια.
Αυτό επίσης έχει συμβεί από τον Οκτώβριο του 2000 και μετά, όταν ο κύριος Σαρόν, ο αρχιτέκτονας και συγγραφέας των πιο απεχθών εγκλημάτων της ισραηλινής επιθετικότητας – από τη σφαγή της Κίμπια, τη σφαγή της Σάμπρα και Σατίλα μέχρι τον τρόμο της Ιντιφάντα του αλ-Άκσα – έχει καταφέρει με προσεκτική και λεπτομερή εργασία δεκαετιών να κάνει αδύνατη την υλοποίηση της λύσης των δύο κρατών. Το Τείχος, μια κατασκευή που θα δημιουργήσει 16 γκέτο, που όμοιά τους ο κόσμος δεν έχει ξαναδεί - ούτε ακόμα και κατά τη διάρκεια των φρικαλεοτήτων που διαπράχθησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – είναι η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Θα επιτύχει ακριβώς εκείνο για το οποίο σχεδιάστηκε: Την καταστροφή της δυνατότητας να επιστρέψουμε στα σύνορα του 1967.
Οπότε τι θα πρέπει να κάνουν οι Παλαιστίνιοι; Τι πρέπει να πράξει η διεθνής κοινότητα; Θα πρέπει να υποφέρουμε από την απειλή, την παρανομία και τις φρικαλεότητες του καθεστώτος Σαρόν σαν να επρόκειτο για φυσικές καταστροφές; Πρέπει η διεθνής κοινότητα, τα Ηνωμένα Έθνη, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες) απλά να αποδέχονται ο,τιδήποτε κάνει ο Σαρόν, ενώ ποτέ δεν θα είχαν κάνει κάτι τέτοιο αν τέτοιες φρικαλεότητες διαπράττονταν από τον Μιλόσεβιτς, τον Σαντάμ, ή τον Ίντι Αμίν; Αν ήταν δυνατόν και αναγκαίο για την διεθνή κοινότητα να επέμβει στην Κύπρο, γιατί όχι και στην Παλαιστίνη;
Το λάθος που κάνει ο Τσόμσκι είναι να υποθέτει ότι υφίσταται ακόμη η λύση των δύο κρατών. Αυτή όμως δεν είναι εφικτή πια. Ο Σαρόν έχει εξασφαλίσει ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί. Πολλοί Παλαιστίνιοι επιστρέφουν τώρα σε ένα προηγούμενο στάδιο της πολιτικής διαδρομής τους και επιχειρηματολογίας, ένα στάδιο που στηριζόταν σε ουσιαστικότερες αρχές: Δηλαδή στη λύση που είχε προτείνει η Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης σχετικά με τη δημιουργία ενός κοσμικού, δημοκρατικού, και ενιαίου κράτους στο σύνολο της Παλαιστίνης. Ένα κράτος που θα εξασφαλίζει ίσα δικαιώματα και στους εβραίους και στους άραβες. Αποτελεί ειρωνία το ότι με την αδυναμία τους να παραμερίσουν την τσουκνίδα που θα τους επέτρεπε να διατηρήσουν ένα ξεχωριστό ισραηλινό κράτος στα σύνορα του 1967, οι ισραηλινοί ηγέτες έχουν προκαλέσει μια αλλαγή στον τρόπο που σκέφτονται οι Παλαιστίνιοι: «Αφού δεν μπορούμε να ζήσουμε σαν ελεύθεροι άνθρωποι στο 22% της χώρας μας, ή ακόμη και στο 10%, ίσως πρέπει να επιστρέψουμε στον αγώνα μας για να απελευθερώσουμε ολόκληρη την χώρα, έτσι ώστε και οι δύο λαοί να ζήσουν ειρηνικά και σαν ίσοι».
Αυτό που υποστηρίζει ο Τσόμσκι είναι πολύ λίγο και είναι ήδη πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Όχι όμως επειδή οι Παλαιστίνιοι απέρριψαν τη λύση αυτή, αλλά επειδή την απέρριψε το Ισραήλ. Οι Παλαιστίνιοι δεν είναι είναι γαλοπούλες, ούτε θα ψηφίσουν για τα Χριστούγεννα, όμως η ιδέα ότι θα υποχρεωθούν να ζήσουν μέσα σε 16 γκέτο είναι γελοία. Αλλά παρόμοια είναι και η ιδέα ότι το Ισραήλ θα επιστρέψει εκούσια στα σύνορα του 1967. Η διεθνής κοινότητα έχει την πλήρη ευθύνη για την αδυναμία της να δράσει όταν μπορούσε.
Μολονότι δεν είναι σαφές το πότε θα μπορέσει να υλοποιηθεί μια τέτοια προωθημένη λύση, φαίνεται ότι αυτή είναι η μοναδική που έχει απομείνει, αφού το Ισραήλ έχει εξασφαλίσει ότι κάθε άλλη λύση δεν έχει ούτε ελάχιστη πιθανότητα επιτυχίας. Το ερώτημα λοιπόν φαίνεται να είναι το ακόλουθο: Πρέπει να έχουμε αιματοκύλισμα, σφαγές και εθνική εκκαθάριση προτού μπορέσει να συμβεί κάτι τέτοιο;