Πρόλογος και Μετάφραση: Τάκης Γέρος
Στο παρακάτω κείμενο ένας έφεδρος Ισραηλινός, o Oded Naaman, εκθέτει μέσα από μια προσωπική αφήγηση τους λόγους για τους οποίους αρνήθηκε να παρουσιαστεί στην πρόσφατη επιστράτευση που διέταξε η ηγεσία του ισραηλινού στρατού. Το κείμενο αυτό δεν μοιάζει με τις περισσότερες αναλύσεις που παρουσιάζονται αυτές τις μέρες από τις σελίδες της εφημερίδας. Ο συντάκτης του δεν ανήκει στην ισραηλινή «άκρα αριστερά», όπως περιφρονητικά ονομάζονται οι ολιγάριθμοι ακτιβιστές και διανοούμενοι που εναντιώνονται στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη βάση μιας συνολικότερης πολιτικής ανάλυσης σχετικά με τις ισραηλινο-αμερικανικές επιδιώξεις για την αναδιαμόρφωση της Μέσης Ανατολής. Ίσως όμως για αυτόν ακριβώς τον λόγο η αφήγηση του Νααμάν να παρουσιάζει ενδιαφέρον, αφού καταδεικνύει το πώς η έντονα μιλιταριστική λογική που διέπει την ισραηλινή κοινωνία και η κενή πολεμική ρητορεία της πολιτικο-στρατιωτικής ηγεσίας της οδηγούν κάποιον στην απόφαση του να μην συμμετάσχει στον καταστροφικό αυτό πόλεμο – χωρίς όμως μια τέτοια στάση να είναι απαλλαγμένη από διλήμματα και εσωτερικές συγκρούσεις αλλά και χωρίς να αντιπροσωπεύει ένα ευρύτερο ρεύμα αντίστασης απέναντι στις πολεμικές επιχειρήσεις που διεξάγει το Ισραήλ. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο ένθετο της εφημερίδας Haaretz (Παρασκευή, 4 Αυγούστου).
Στο παρακάτω κείμενο ένας έφεδρος Ισραηλινός, o Oded Naaman, εκθέτει μέσα από μια προσωπική αφήγηση τους λόγους για τους οποίους αρνήθηκε να παρουσιαστεί στην πρόσφατη επιστράτευση που διέταξε η ηγεσία του ισραηλινού στρατού. Το κείμενο αυτό δεν μοιάζει με τις περισσότερες αναλύσεις που παρουσιάζονται αυτές τις μέρες από τις σελίδες της εφημερίδας. Ο συντάκτης του δεν ανήκει στην ισραηλινή «άκρα αριστερά», όπως περιφρονητικά ονομάζονται οι ολιγάριθμοι ακτιβιστές και διανοούμενοι που εναντιώνονται στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη βάση μιας συνολικότερης πολιτικής ανάλυσης σχετικά με τις ισραηλινο-αμερικανικές επιδιώξεις για την αναδιαμόρφωση της Μέσης Ανατολής. Ίσως όμως για αυτόν ακριβώς τον λόγο η αφήγηση του Νααμάν να παρουσιάζει ενδιαφέρον, αφού καταδεικνύει το πώς η έντονα μιλιταριστική λογική που διέπει την ισραηλινή κοινωνία και η κενή πολεμική ρητορεία της πολιτικο-στρατιωτικής ηγεσίας της οδηγούν κάποιον στην απόφαση του να μην συμμετάσχει στον καταστροφικό αυτό πόλεμο – χωρίς όμως μια τέτοια στάση να είναι απαλλαγμένη από διλήμματα και εσωτερικές συγκρούσεις αλλά και χωρίς να αντιπροσωπεύει ένα ευρύτερο ρεύμα αντίστασης απέναντι στις πολεμικές επιχειρήσεις που διεξάγει το Ισραήλ. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο ένθετο της εφημερίδας Haaretz (Παρασκευή, 4 Αυγούστου).
Οι ισραηλινοί μηχανισμοί είναι τέτοιοι που αν δεν παρουσιαστώ για επιστράτευση, χάνω την «ισραηλινή» φωνή μου, βγαίνω εκτός των ορίων της ιστορίας «μας», γίνομαι ένας «προδότης».
ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ. Την προηγούμενη εβδομάδα «το έσκασα» και επιπλέον – όπως θα πουν πολλοί από τους αναγνώστες του άρθρου αυτού – «έγινα προδότης». Έχω βάλει τις δύο παραπάνω φράσεις μέσα σε εισαγωγικά προκειμένου να φανώ ειρωνικός, συνειδητοποιημένος και όχι μελοδραματικός, όμως τις περισσότερες φορές που σκεφτόμουν αυτές τις λέξεις δεν τις έβαζα σε εισαγωγικά - και ήταν οπωσδήποτε μελοδραματικές.
Πριν από τρία χρόνια συμπλήρωσα τη θητεία μου στις Ισραηλινές Δυνάμεις Άμυνας [η επίσημη ονομασία του ισραηλινού στρατού]. Μετά από μια εβδομάδα νοίκιασα ένα διαμέρισμα και ξεκίνησα να σπουδάζω φιλοσοφία στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Στο πανεπιστήμιο γνώρισα την Ταμάρ. Εδώ και ένα χρόνο και τέσσερις μήνες είμαστε μαζί, ενώ πριν από τέσσερις μήνες μετακομίσαμε μαζί σε ένα μικρό διαμέρισμα στη γειτονιά του Ναχλαότ. Στη διάρκεια του περασμένου χρόνου αποφάσισα ότι θα προσπαθήσω να συνεχίσω τις σπουδές μου στις Ηνωμένες Πολιτείες και έτσι όλους τους προηγούμενους μήνες ήμουν απασχολημένος με την εξοντωτική διαδικασία εισαγωγής στο πανεπιστήμιο.
Ο τωρινός πόλεμος ξέσπασε στο μέσο της περιόδου των πανεπιστημιακών εξετάσεων. Πριν ακόμα ξεκινήσουν οι μάχες στον βορρά – όταν η προσοχή όλων ήταν στραμμένη στους αυτοσχέδιους πυραύλους Κασσάμ που εκτοξεύονταν από τη Γάζα και στους ισραηλινούς βομβαδισμούς που ακολούθησαν σαν αντίδραση – τα νεύρα μου είχαν αρχίσει να τεντώνουν. Ήταν σαφές για μένα ότι κανείς εδώ δεν αντιμετωπίζει τον βομβαδισμό ενός άμαχου πληθυσμού σαν το αντίτιμο που πληρώνουμε για την ασφάλεια των κατοίκων του Σντερότ – (φυσικά, η απάντηση στην ερώτηση «ήταν όντως ευεργετικές για την ασφάλεια των κατοίκων του Σντερότ οι ισραηλινές οβίδες που έπεσαν στη Λωρίδα της Γάζας;» είναι αμφιλεγόμενη). Ο δημόσιος διάλογος στο Ισραήλ δεν αντιμετωπίζει ποτέ την ζημιά που προκαλούμε σε αθώους ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι Ισραηλινοί σαν μια πράξη που θα μπορούσε να προκαλέσει πόνο στους ίδιους τους Ισραηλινούς – είτε άμεσα είτε ανεξάρτητα από τις συνέπειές της – αλλά πάντοτε σαν κάτι που είναι πιθανό να επηρεάσει αρνητικά την εικόνα των Ισραηλινών. Σαν να πρέπει να αποφεύγουμε να κάνουμε κακό σε αθώους ανθρώπους μόνο και μόνο για λόγους αβρότητας.
Μετά την αιχμαλωσία του δεκανέα Γκιλάντ Σαλίτ και την είσοδο των μονάδων του ισραηλινού στρατού στη Λωρίδα της Γάζας, κατάλαβα πια ότι ήταν μάταιο ακόμη και το να ονειρεύεται κανείς ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια λογική λύση σ’ αυτό το χάος. Για μια ακόμη φορά ο δημόσιος διάλογος δεν έθεσε τα αναγκαία ερωτήματα. Για παράδειγμα, παρά τη θερμή αντιμετώπιση των στρατιωτών «που μας προστατεύουν», και παρά την ταύτιση με την εικόνα του Σαλίτ, όπως αυτή απεικονιζόταν στα μέσα ενημέρωσης, αλλά και την προσπάθεια «να τον σώσουμε», το ερώτημα που δεν τέθηκε ήταν το πώς οι ενέργειες που επρόκειτο να πραγματοποιήσουν στη Γάζα οι στρατιώτες θα επηρέαζαν προσωπικά τους ίδιους τους στρατιώτες αυτούς, «τα παιδιά μας». Οι νεαροί άνδρες που εισέβαλαν στη Γάζα δεν είναι οι στρατιώτες «που αγαπούμε», όπως δεν «αγαπούμε» στην πραγματικότητα ούτε τον ίδιο τον Σαλίτ. Μας αρέσει να περηφανευόμαστε για αυτούς, μας αρέσει να φανταζόμαστε ότι είμαστε σαν αυτούς, μας αρέσει να τους φωτογραφίζουμε, μας αρέσει να βρισκόμαστε δίπλα τους. Εντέλει, μας αρέσει να τους εκμεταλλευόμαστε για το καλό της αυτοεικόνας μας, ακόμη και αν αυτό καταστρέφει τη ζωή τους.
Η ανάφλεξη στο μέτωπο του βορρά ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τις απόψεις μου. Τριγυρισμένος από σκέψεις όπως αυτές που περιέγραψα παραπάνω, σήκωσα το τηλέφωνο την Παρασκευή, 21 Ιουλίου, στις επτά το βράδυ. Ήταν ο Γιάϊρ, ένας φίλος από τον στρατό που επίσης υπηρετεί μαζί μου στους εφέδρους. Μου είπε ότι ήταν μαζί με τον φίλο μας τον Γιουβάλ και ότι κυκλοφορούσε η φήμη ότι την Κυριακή επρόκειτο να λάβουμε ένα Τζαβ 8 (την κλήτευση για επιστράτευση).
Αν και δεν υπήρχε κανένας λόγος για να εκπλαγώ – είχε ήδη γίνει γνωστό ότι ο ισραηλινός στρατός κινητοποιούσε ακόμη δύο μεραρχίες του βορρά και το εφεδρικό μου τάγμα ανήκει σε μια από αυτές – νόμισα ότι ο Γιάϊρ αστειευόταν. Γέλασα με αυτό. Όταν αντιλήφθηκα ότι μιλούσε σοβαρά, ξαναγέλασα. Δεν ξέρω γιατί. Σκέφθηκα ότι όλα αυτά ήταν παρανοϊκά, ότι εκείνο που φοβόμουν πιο πολύ απ’ όλα είχε συμβεί.
Κάποιοι φίλοι μας είχαν έλθει για δείπνο και, περιέργως, κανείς δεν αναφέρθηκε στον πόλεμο. Στο τέλος της βραδυάς παρατήρησα πόσο ευχάριστο ήταν το γεγονός ότι περάσαμε όλο το βράδυ χωρίς να χρειαστεί να ξεστομίσω τις απόψεις μου για την κατάσταση αυτή.
Εκείνη τη νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Η Ταμάρ μου ζήτησε να μην πάω. Ο φόβος ήταν αβάστακτος, διότι ένιωθα ότι δεν υπήρχε νόημα σε όλα αυτά, ενώ συνήθως νιώθω ότι οι πράξεις μου έχουν κάποιο νόημα. Αυτή τη φορά όμως τη θέση του είχε πάρει η αποξένωση και η δυσπιστία απέναντι στον ισραηλινό στρατό και την ηγεσία του που αποφασίζει και διατάζει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Σκέφθηκα ότι δεν θα έπρεπε να πάω, όμως δεν πίστευα πραγματικά ότι δεν θα πάω.
Το πρωί σκέφθηκα και πάλι ότι δεν έπρεπε να πάω, αλλά αυτή τη φορά άρχισα να παίρνω στα σοβαρά τη σκέψη αυτή. Τηλεφώνησα στον πατέρα μου και του είπα για την κλήτευση και την απόφασή μου, όπως και για τις συνέπειές της – ένα ποινικό μητρώο και την φυλάκισή μου. Κατόπιν, τηλεφώνησα στη μητέρα μου και το είπα και σε εκείνη. Ο αδελφός της, ο θείος μου, έτυχε να βρίσκεται εκεί για επίσκεψη. Πήρε το τηλέφωνο και με ρώτησε αν είχα όντως αποφασίσει να μην πάω. Ναι, του είπα, η απόφασή μου ήταν οριστική. Μου εξήγησε τότε ότι αφότου έφευγε από το σπίτι της μητέρας μου θα πήγαινε στο αεροδρόμιο, επρόκειτο να ταξιδεύσει στο Άμστερνταμ για διακοπές. Μου πρότεινε να πάω μαζί του.
Απέρριψα αμέσως την ιδέα αυτή: «Αποκλείεται. Τι σχέση έχει αυτό με ότι συμβαίνει εδώ πέρα; Τώρα ξαφνικά θα πάω στο Άμστερνταμ;” Ο θείος μου όμως συνέχισε: «Σκέψου το καλύτερα. Με δεδομένη την απόφασή σου να αρνηθείς την διαταγή επιστράτευσης, ο μοναδικός τρόπος να μην παραβείς τον νόμο είναι να βρίσκεσαι στο εξωτερικό όταν σου έρθει η κλήτευση». Προσφέρθηκε μάλιστα να μου αγοράσει το εισητήριο. Αφότου ζύγισα για κανένα εικοσάλεπτο τα λόγια του, πήρα την απόφασή μου. Το έσκασα.
Είχα αναπνεύσει με ανακούφιση όταν η αστυνομικός σφράγισε το διαβατήριό μου στον Έλεγχο Διαβατηρίων. Έμεινα έκπληκτος όμως όταν απάντησα στο τηλέφωνο, στις 11.10 το βράδυ του Σαββάτου (ώρα Άμστερνταμ), μισή ώρα μόνο αφότου είχαμε προσγειωθεί. Κάποιος Λιράν μου είπε ότι σύμφωνα με την Διαταγή Επείγουσας Επιστράτευσης των Ισραηλινών Δυνάμεων Άμυνας, θα έπρεπε να παρουσιαστώ στις 9.00 π.μ. το επόμενο πρωί.
«Βρίσκομαι στο Σίπχολ, στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ», του απάντησα, μη πιστεύοντας και εγώ ο ίδιος το γεγονός ότι του έλεγα την αλήθεια.
«Τότε πώς και απαντάς στο τηλέφωνο;», ήταν η ανόητη ερώτηση του Λιράν - προφανώς διότι κατάλαβε από τη φωνή μου ότι ούτε κι εγώ δεν μπορούσα να πιστέψω ότι έλεγα την αλήθεια.
«Έχω μαζί μου το τηλέφωνο. Μιλάς σοβαρά;». Ήμουν σίγουρος ότι ήταν και πάλι ο Γιάϊρ.
«Φυσικά και σοβαρολογώ. Βρίσκεσαι καθοδόν για να επιστρέψεις στο Ισραήλ;»
«Όχι, μόλις έφθασα εδώ πριν από μισή ώρα».
«Διάλεξες πραγματικά τη κατάλληλη στιγμή για να ταξιδεύσεις», με επέπληξε ο Λιράν στο όνομα του λαού του Ισραήλ.
«Άκουσε...», πήγα να του πω, νιώθοντας ντροπή απέναντι στον ισραηλινό λαό.
«Καλώς, σου εύχομαι ένα ευχάριστο ταξίδι», είπε ο Λιράν με έκδηλο σαρκασμό.
Σώθηκα.
«Τότε πώς και απαντάς στο τηλέφωνο;», ήταν η ανόητη ερώτηση του Λιράν - προφανώς διότι κατάλαβε από τη φωνή μου ότι ούτε κι εγώ δεν μπορούσα να πιστέψω ότι έλεγα την αλήθεια.
«Έχω μαζί μου το τηλέφωνο. Μιλάς σοβαρά;». Ήμουν σίγουρος ότι ήταν και πάλι ο Γιάϊρ.
«Φυσικά και σοβαρολογώ. Βρίσκεσαι καθοδόν για να επιστρέψεις στο Ισραήλ;»
«Όχι, μόλις έφθασα εδώ πριν από μισή ώρα».
«Διάλεξες πραγματικά τη κατάλληλη στιγμή για να ταξιδεύσεις», με επέπληξε ο Λιράν στο όνομα του λαού του Ισραήλ.
«Άκουσε...», πήγα να του πω, νιώθοντας ντροπή απέναντι στον ισραηλινό λαό.
«Καλώς, σου εύχομαι ένα ευχάριστο ταξίδι», είπε ο Λιράν με έκδηλο σαρκασμό.
Σώθηκα.
Μισώ τα δράματα. Αν και παλιότερα μου άρεσε, όπως σε όλα τα παιδιά, να φαντάζομαι τον εαυτό μου να πραγματοποιεί επικίνδυνα πράγματα που ανεβάζουν την αδρεναλίνη, σήμερα μου αρέσει το συναίσθημα της βαρετής ασφάλειας. Μου αρέσει να αξιολογώ τις καταστάσεις χωρίς να πιέζομαι από τον χρόνο. Εξάλλου, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλοι μας θα βιώσουμε κάποια δράματα στη ζωή μας. Οπότε, γιατί να συσσωρεύουμε και άλλα; Δεν αρκεί που πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον θάνατο ενός κοντινού μας προσώπου; Ποιός είναι ο λόγος να είμαστε τόσο επιθετικοί σχετικά με την ανάγκη της αυτοθυσίας;
Γνωρίζω το γιατί. Διότι μερικές φορές χρειάζεται η αυτοθυσία. Κάποιες φορές πρέπει να πολεμάμε και να μην μεταθέτουμε το βάρος σε κάποιον άλλον. Δεν μπορώ όμως να πιστέψω όλους εκείνους που λαμβάνουν τις αποφάσεις όταν λένε ότι αυτή την φορά είναι αναγκαίο να πολεμήσουμε. Ότι οι απώλειες που απαιτεί ο πόλεμος αυτός είναι πραγματικά αναγκαίες. Πιστεύω ότι δεν νομιμοποιείται κάποιος να ζητά από τους πολίτες της χώρας να θυσιάσουν τη ζωή τους χωρίς να τους παράσχει πειστικά επιχειρήματα. Σλόγκαν όπως είναι «η αποτρεπτική δύναμη» και «ο εξευτελισμός των Ισραηλινών Δυνάμεων Άμυνας» δεν μπορούν να γίνουν δεκτά σαν ακαταμάχητα επιχειρήματα. Στην πραγματικότητα αυτά δεν συνιστούν επιχειρήματα αλλά πατριωτική αγωνιστικότητα.
Η ιδέα του να χτυπάς κάποιον έτσι ώστε εκείνος να μάθει να σε φοβάται ακούγεται σαν το σύμπτωμα ενός παιδιού το οποίο χρειάζεται βοήθεια προκειμένου να αντιμετωπίσει μαθησιακές δυσκολίες ή μια προβληματική κατάσταση στο σπίτι του. Και σίγουρα δεν θα συμμετείχα στον στρατό που θα συγκροτούσε το παιδί αυτό για να πραγματοποιήσει το ένδοξο όραμά του.
Οι ισραηλινοί μηχανισμοί όμως είναι δομημένοι με τέτοιον τρόπο ώστε από τη στιγμή που δεν θα παρουσιαστώ για την επιστράτευση αυτοθυσίας – και ανεξάρτητα από τους λόγους που μπορεί να έχω – να χάνω την «ισραηλινή» φωνή μου, να βγαίνω εκτός των ορίων της ιστορίας «μας», να γίνομαι ένας «προδότης». Έτσι, από τη σκοπιά της «αυτοθυσίας», το έχω σκάσει και πιθανά να έχω γίνει και προδότης. Από την σκοπιά όμως εκείνου που απλά θέλει να τελειώσει τις εξετάσεις του – χωρίς να πεθάνει για τον πληγωμένο εγωισμό των στρατιωτικών – «το έσκασα» και «έγινα προδότης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.