Δευτέρα 14 Αυγούστου 2006

Βαδίζοντας με διαφορετικό ρυθμό

Άρθρο της δημοσιογράφου Lily Galilli
στην ισραηλινή εφημερίδα Haaretz, 14 Αυγούστου 2006
(Ο πρωτότυπος τίτλος του άρθρου είναι: "Vynye Nyet! Harb La!",
δηλαδή"Όχι στον πόλεμο!" γραμμένο στα ρώσικα και τα αραβικά)

Αγγλικό κείμενο / Πρόλογος και μετάφραση: Τάκης Γέρος
Είναι αλήθεια ότι στον πρόσφατο πόλεμο του Λιβάνου η συντριπτική πλειονότητα των εβραίων Ισραηλινών συντάχθηκε με την ισραηλινή κυβέρνηση, τουλάχιστον σε ότι αφορούσε την θέλησή της να συντρίψει την Χεζμπολλάχ και να επιβεβαιώσει την παρουσία της στον Λίβανο. Οι εσωτερικές αντιδράσεις στην φιλοπόλεμη διάθεση που είχε κατακλύσει το Ισραήλ ήταν σποραδικές και σχετικά ασήμαντες από την άποψη του αριθμού των συμμετεχόντων και της ευρύτερης απήχησης που είχαν. Παρόλα αυτά, η αντίσταση στην επιθετική Ισραηλινή πολιτική παρουσίασε για πρώτη φορά ορισμένα νέα χαρακτηριστικά τα οποία αφορούσαν σε μερίδες του πληθυσμού που μέχρι σήμερα είτε ήταν πολιτικά αδρανείς (όπως οι Άραβες που ζουν μέσα στο Ισραήλ) είτε θεωρούνταν ακραία συντηρητικές (όπως οι εβραίοι Ισραηλινοί που έχουν μεταναστεύσει από τη Ρωσία, «οι Ρώσοι», όπως αποκαλούνται από τους υπόλοιπους Ισραηλινούς). Στο κείμενο που ακολουθεί (από την Χααρέτζ, 14/8/2006) η δημοσιογράφος Λίλυ Γκαλίλι παρουσιάζει κάποιες από τις νέες πολιτικές συμμαχίες και ταυτίσεις που εμφανίστηκαν. Στην περίπτωση αυτή, η σημασία τους ίσως να έγκειται όχι τόσο στον αριθμό εκείνων που συμμετείχαν στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις όσο στις νέες οπτικές που έχουν ανοίξει οι συμμαχίες αυτές, οι οποίες συνέδεσαν τον αγώνα ενάντια στον πόλεμο με ευρύτερες φεμινιστικές και ταξικές διεκδικήσεις.
Δύο γυναίκες, μια από την αραβική κοινότητα του Ισραήλ και μια Ρωσίδα μετανάστρια, βρίσκονται στην κέντρο των διαδηλώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς ενάντια στον πόλεμο, οι οποίες κάποτε καθοδηγούνταν κυρίως από εβραίους Ασκενάζι άνδρες.
Τη νύχτα που τη συνάντησα η Χουλούντ Μπαντάουι δραπέτευε από τον τρόμο του πολέμου στο Θέατρο Χακαουάτι της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. Φαίνεται όμως ότι η τάση για φυγή δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε. Η Μπαντάουι παρακολουθούσε την λιβανέζικη ταινία «Ο Χαρταετός», που την έχει σκηνοθετήσει μια φίλη της αδελφής της. Η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής Λιβανέζας που ερωτεύεται ένα Ισραηλινό Δρούζο στρατιώτη στη διάρκεια του πρώτου Λιβανικού πολέμου. Την ώρα που κορυφωνόταν η πλοκή της ταινίας άρχισαν να κτυπάνε τα κινητά τηλέφωνα και μαθεύτηκε ότι το βράδυ της Κυριακής είχαν ρίξει πυραύλους Κατιούσα στη Χάιφα. Η Μπαντάουι, που είχε ζήσει για κάμποσα χρόνια στη Χάιφα, έσπευσε να βγει από το θέατρο για να παρακολουθήσει τα νέα. Στα ρεπορτάζ της τηλεόρασης αναγνώρισε τα παλιά γραφεία της εφημερίδας αλ-Ιττιχάντ, της έκδοσης του κόμματος Χαντάς. Ανάμεσα στα ερείπια που είχαν απομείνει από τις ρίψεις, η Μπαντάουι, που είναι μέλος του Χαντάς, διέκρινε τα γραφεία κάποιων φίλων της και αμέσως μετά άρχισε τα τηλεφωνήματα.
Την ίδια στιγμή η Τζάνα Καπάροβα, που ως νέα σιωνίστρια ακτιβίστρια είχε μεταναστεύσει πριν από 11 χρόνια από την Ουκρανία, επιδιδόταν κι εκείνη σε ατελείωτα τηλεφωνήματα σε γνωστούς και συναδέλφους στη Χάιφα. Οι πύραυλοι δεν έπεσαν πολύ μακρυά από το διαμέρισμα της γειτονιάς Χαντάρ το οποίο μοιράζεται με την Αμπίρ Κούπτι – την εκπρόσωπο τύπου του Μουσάουα, του Κέντρου για τα Πολιτικά Δικαιώματα των Αράβων – και στην καρδιά των κατοικημένων περιοχών όπου μένουν πολλοί από τους άραβες και εβραίους συναδέλφους της στην ασυνήθιστη αυτή πολιτική της διαδρομή.
Την επόμενη μέρα συναντηθήκαμε στο μέρος εκείνο που, με κάποια δόση τρυφερότητας, συνηθίζουν να αποκαλούν «φουσκάλα του Τελ Αβίβ». Τις τελευταίες δύο εβδομάδες οι δύο γυναίκες καθοδηγούσαν από τη φουσκάλα αυτή το κύριο μέρος των αντιπολεμικών διαμαρτυριών εκ μέρους της Συμμαχίας Γυναικών για την Ειρήνη, καθώς και της οργάνωσης Τααγιούς. Η μια από την αραβική κοινότητα του Ισραήλ και η άλλη Ρωσίδα. Με βάση την ισραηλινή εμπειρία, πρόκειται για μια ακόμη από τις ιδιορρυθμίες του πολέμου.
Η Μπαντάουι, που είναι τριάντα χρονών, έχει πίσω της μια μακρόχρονη ιστορία πολιτικών αγώνων: Υπήρξε η μαχητική αρχηγός της Εθνικής Ένωσης των Ισραηλινών Αράβων Φοιτητών. Σήμερα εργάζεται σαν ερευνήτρια στην Ισραηλινή Οργάνωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η ιστορία της Καπάροβα, μιας εικοσιπεντάχρονης φοιτήτριας ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Χάιφα, απέχει πολύ από την εκπλήρωση του σιωνιστικού ονείρου της Εβραϊκής Εταιρείας – παρά την μετανάστευσή της στο Ισραήλ σαν μέρος του προγράμματος Ναάλε και παρά τα πέντε χρόνια που εργάστηκε στην Εταιρεία.
Στη διάρκεια των πέντε αυτών χρόνων πίστευε ότι «η αριστερά αρχίζει και τελειώνει με το Μέρετζ», όπως είπε. Τότε ήταν που ανακάλυψε εκείνο που σήμερα περιγράφει σαν το ψέμα και την αλαζονεία πάνω στην οποία έχει κτιστεί η χώρα όπου είχε ονειρευτεί να μεταναστεύσει. Το ψέμα και την αλαζονεία που όχι μόνο γεννά πρωτόγονους άνδρες αλλά και συγκαλύπτει την δυνατότητα κρίσης μιας ολόκληρης χώρας. Έτσι οδηγήθηκε στην ριζοσπαστική αριστερά, που της πρόσφερε μια πολιτική και κοινωνική οικογένεια.
Διαδηλώνοντας σε τρεις γλώσσες
Αναμφίβολα το συναίσθημα της περιθωριοποίησης μέσα σε μια κοινωνία που βλέπει τους Άραβες σαν εχθρούς και τους Ρώσους μετανάστες σαν μια διάφανη οντότητα έχει συντείνει στην ενδυνάμωση της αλληλεγγύης ανάμεσα στις δύο ομάδες. «Η αστυνομία βλέπει την Χουλούντ σαν μια φυσική απειλή», λέει με ένα πικρό χαμόγελο η Καπάροβα. «Μέσα στις ίδιες ακριβώς περιστάσεις, οι αστυνομικοί αρνούνται να με αντιμετωπίσουν σαν απειλή». Εξάλλου, συμμερίζονται κι εκείνοι το στερεότυπο ότι μεταξύ των Ρώσων δεν υπάρχουν αριστεροί. Η Χουλούντ θα αντιπροσωπεύει πάντοτε έναν κίνδυνο, ενώ εγώ δεν αποτελώ κίνδυνο. Η Χουλούντ είναι η δημογραφική ωρολογιακή βόμβα, εγώ είμαι η δημογραφική ελπίδα. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς αντιμετώπιση που βλέπει τις μήτρες μας σαν εργαλεία του κράτους. Εμείς όμως δεν πρόκειται να τους προσφέρουμε αυτή την ευχαρίστηση».
Κατά τη διάρκεια του πολέμου τον προηγούμενο μήνα, ηγήθηκαν των αριστερών διαδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν σε τρεις γλώσσες – εβραϊκά, αραβικά και ρωσικά. Αν έκρινε κανείς από τον αριθμό των κλήσεων στα τρία κινητά τηλέφωνα της Μπαντάουι θα σκεφτόταν ότι η αντίσταση στον πόλεμο αποτέλεσε τη νέα συναίνεση. Αν πάλι έκρινε κανείς από τον αριθμό των συνομιλιών που είχε η Καπάροβα με τους πολιτικούς της συντρόφους στα ρωσικά, θα πίστευε ότι το ένα εκατομμύριο Ρώσων της χώρας είχαν μεταβάλει τον πολιτικό τους προσανατολισμό.
Αυτό προφανώς δεν είναι αλήθεια, χωρίς αμφιβολία όμως κάτι καινούριο και διαφορετικό συμβαίνει τώρα. Πολλά έχουν ειπωθεί για την μοναδικότητα των διαστάσεων αυτού του πολέμου. Το γεγονός ότι δύο γυναίκες – μια από τους Ισραηλινούς Άραβες και μια μετανάστρια από την Σοβιετική Ένωση – βρίσκονται στην αιχμή των διαδηλώσεων αποτελεί σίγουρα μέρος της μοναδικότητας αυτής. Όλα τώρα είναι διαφορετικά: Στο παρελθόν οι περισσότερες ενέργειες διαμαρτυρίας στο Ισραήλ, ακόμη και αυτές της ριζοσπαστικής αριστεράς, στηρίζονταν στους εβραίους Ασκενάζι άνδρες.(*) Όχι όμως αυτή τη φορά. Η διαμαρτυρία απέναντι στον πόλεμο αυτό καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από γυναίκες. Και δεν πρόκειται για την μοναδική διαφορά.
Στο παρελθόν οι Ισραηλινοί άραβες πολίτες απέφευγαν εν μέσω πολέμου να έρχονται στο Τελ Αβίβ για διαδηλώσεις. Το πολύ να περιορίζονταν σε μια συμβολική εκπροσώπηση στα τελευταία στάδια της διαμαρτυρίας. Επίσης, οι διαδηλώσεις τους ενάντια στην κατοχή πραγματοποιούνταν συνήθως σε αραβικές πόλεις. Όχι πια. Αυτή τη φορά οι Άραβες ήταν ισότιμοι εταίροι στις αριστερές διαδηλώσεις του Τελ Αβίβ από το ξεκίνημα του πολέμου. Οι χιλιάδες Κατιούσα που έπεφταν πάνω και σε εκείνους παραμέρισαν τις παλιές τους αναστολές. Δεν θεωρούν ότι πρόκειται για έναν ακόμα εβραϊκό πόλεμο, αλλά για έναν πόλεμο των πολιτών, στον οποίο έχουν ισότιμο δικαίωμα να εκφράσουν δημόσια την άποψή τους. Η Μπαντάουι λέει ότι σκόπιμα μεταφέρουν την φωνή τους στο Τελ Αβίβ, το οποίο θεωρούν σαν την πρωτεύουσα του Ισραήλ.
Μια διαφορετικού τύπου αλλαγή λαμβάνει χώρα και στο πεδίο των Ρωσόφωνων. Η κοινότητα των Ρωσοφώνων θεωρείτο από παλιά ότι αποτελούσε τον σκληρό πυρήνα της Ισραηλινής δεξιάς. Η στρατολόγηση έστω και μιας χούφτας από αυτούς στις αριστερές σιωνιστικές διαδηλώσεις αντιμετωπιζόταν σαν μεγάλο επίτευγμα. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει μια μικρή αλλά προεξέχουσα και συνεχής παρουσία Ρωσοφώνων στις διαδηλώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς. Οι άραβες μαθαίνουν να φωνάζουν το σύνθημα «Βάυνι Νιέτ» (Όχι στον Πόλεμο), ενώ οι Ρώσοι και οι εβραιόφωνοι φωνάζουν ρυθμικά «Σαλάμ Νά’αμ, Χαρμπ Λα» (Ναι στην Ειρήνη, Όχι στον Πόλεμο). Μπορεί με ασφάλεια να υποθέσει κανείς ότι οι δεσμοί αυτοί θα παραμείνουν για πολύ καιρό αφότου σιγήσουν οι ήχοι του πολέμου.
Ένας ανδρικός πόλεμος
Για τη Μπαντάουι και την Καπάροβα, όλα αυτά φαίνονται να είναι απολύτως φυσιολογικά. Πρώτα από όλα, ο ρόλος των γυναικών σ’ αυτή την διαμαρτυρία είναι προφανής για αυτές. «Όλες οι διαστάσεις αυτού του πολέμου συνδέουν στενά τους φεμινιστικούς, κοινωνικούς, οικολογικούς και ταξικούς αγώνες με την συνεχιζόμενη πάλη ενάντια στην κατοχή», μου λένε. «Για τις γυναίκες η σύνδεση αυτή προκύπτει με έναν τρόπο φυσικό. Η παλαιά αριστερά, ακόμη και το Γκους Σαλόμ, δεν κατάφεραν να συνενώσουν τους αγώνες αυτούς. Εμείς το έχουμε καταφέρει. Τα κοινωνικά και πολιτικά δίκτυα των γυναικών είναι ισχυρότερα επίσης. Ως γυναίκες και σύζυγοι, παράγουμε μια εναλλακτική φεμινιστική φωνή προκειμένου να εναντιωθούμε στην ανδρική πολεμική φωνή.
«Πρόκειται για έναν πόλεμο ανδρών που μάχονται για την τιμή τους, για την τιμή του ισραηλινού στρατού και για την τιμή της Χεζμπολλάχ», λέει η Καπάροβα. «Οι γυναίκες εμπλέκονται λιγότερο στην υπόθεση της τιμής». Οι Ρωσίδες γνωρίζουν ενστικτωδώς ότι οι πόλεμοι αποτελούν τα παιχνίδια των ανδρών. Είναι τέτοια η κοινωνία που μεγαλώσαμε που για εμάς αυτό είναι προφανές». Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που η ομάδα των Ρωσίδων της ριζοσπαστικής αριστεράς αυξήθηκε σημαντικά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα από τρεις σε διακόσιες ακτιβίστριες οι οποίες ασχολούνται τώρα με τις πολιτικές διαμαρτυρίας.
Η Καπάροβα λέει ότι ακόμη και ο πατέρας της, που τώρα βρίσκεται στο Ισραήλ για επίσκεψη, και ο οποίος ουσιαστικά δεν είναι πολιτικοποιημένος, μπορεί να «διακρίνει το ψέμα» όταν παρακολουθεί το ισραηλινο-ρωσικό κανάλι. Λέει ότι ακόμη και εκείνος έθεσε το ζήτημα του πώς είναι δυνατόν η ζωή ενός Ισραηλινού στρατιώτη να αξίζει όσο η ζωή δέκα Ισραηλινών και εκατό Λιβανέζων πολιτών. «Ενστικτωδώς αισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά», λέει. Όμως οι Ρώσοι που ζουν εδώ έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου».
«Εδώ πέρα η ύπαρξη ενός ανθρώπου είναι σημαντική μόνο στο βαθμό που φοράει μια στολή», υποστηρίζει η Μπαντάουι. «Για εμάς ο αγώνας αυτός γίνεται τώρα για την αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο Ισραήλ. Όλων των ανθρώπων. Οι γυναίκες της αραβικής κοινότητας κατέχουν την ίδια κοινωνικο-οικονομική βάση με τις Ρωσίδες και τις Ισραηλινές που κατάγονται από την μέση ανατολή. Κανείς από τους γονείς μας δεν θα έχει φαί στο τραπέζι του μετά τον πόλεμο. Όταν η Τζάνα μιλάει στα ρωσικά και εγώ στα αραβικά από την εξέδρα της διαδήλωσης, αυτό αποτελεί από μόνο του ένα πολιτικό μήνυμα. Με αυτό λέμε στον αραβικό κόσμο ότι το αξίωμα που προωθούν το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες, δηλαδή ότι οι άραβες και οι εβραίοι δεν μπορούν να ζήσουν μαζί, είναι ένα ψέμα».
Εκφράζουν με μεγάλη ευκολία την ατελείωτη κριτική τους ενάντια στο Ισραήλ αλλά είναι πολύ δυσκολότερο να καταφέρεις να τους αποσπάσεις κάποια δήλωση εναντίον της Χεζμπολλάχ. «Είναι προφανές ότι εμείς, σαν φεμινίστριες, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε μια θρησκευτική φονταμενταλιστική οργάνωση», λένε και οι δυό τους. «Από την άλλη πλευρά, δεν θέλουμε να εκμεταλλευτούν και να χειραγωγήσουν πολιτικά την δήλωσή μας αυτή. Εξάλλου, το Ισραήλ παρείχε στη Χεζμπολλάχ αρκετούς λόγους για να του επιτεθεί. Ο αγώνας μας επίσης γίνεται για την δική μας κοινωνία, σε μια προσπάθεια να αποτρέψουμε τον πόλεμο που πλησιάζει στην περιοχή και ο οποίος θα μας βλάψει όλους».
Η Μπαντάουι λέει ότι πρόκειται επίσης για το ξεκίνημα της επούλωσης του μεγάλου ρήγματος που είχε δημιουργηθεί μετά τα γεγονότα του 2000, όταν είχε γίνει πια σχεδόν αδύνατον να βρεθούν άραβες εταίροι για τις πολιτικές διαμαρτυρίες. «Η εποχή κατά την οποία θα αποδεχόμασταν οποιουσδήποτε εβραίους εταίρους, με οποιοδήποτε κόστος, ανήκει στο παρελθόν», λέει. «Τώρα η συνεργασία είναι πραγματική, μαζί με εβραίους ακτιβιστές που πληρώνουν ένα τίμημα για την συμμετοχή τους στις διαδηλώσεις στο Μπιλίν ενάντια στο Τείχος, για την άρνησή τους να υπηρετήσουν στον στρατό, για τις ενέργειές τους στα στρατιωτικά μπλόκα. Η συνεργασία μας είναι μοιραία, αλλά διαφέρει από εκείνη του παρελθόντος. Οι διαδηλώσεις αυτές συνιστούν το ξεπέρασμα της ρήξης που επήλθε τον Οκτώβριο του 2000. Μια αραβο-ισραηλινή ισότιμη συνεργασία».
Μόνο μια περιοχή παραμένει εκτός του κοινού τους εδάφους: Οι συνειρμοί. Όταν η Μπαντάουι μιλά για τα κακά που προκαλεί το Διαχωριστικό Τείχος, το προσωπικό της φορτίο την οδηγεί πίσω στο 1948. Η Καπάροβα συμφωνεί με κάθε λέξη της Μπαντάουι, αλλά από την δική της εβραϊκή πολιτισμική συλλογικότητα αναδύεται ένας διαφορετικός συνειρμός. «Δεν θέλω τους Γερμανούς να μας φυλάνε στο γκέτο που φτιάξαμε για τον εαυτό μας με τα διαχωριστικά τείχη και τις νεκρές ζώνες ασφαλείας», λέει με αποφασιστικότητα. Διαμέσου μιας τραγικής σιωνιστικής διαδρομής, το Ισραήλ οδηγείται από μόνο του στην τελική του διάλυση». Μπορεί αυτά να μην είναι τα λόγια που συνοδεύουν το φως των λαμπάδων κατά την Ημέρα της Ανεξαρτησίας, αλλά αποτελούν την μοναδική στιγμή κατά την οποία οι δύο στενές φίλες διαχωρίζουν τις απόψεις τους.
(*)ΣτΜ. Πρόκειται για τον βασικό διαχωρισμό που διαπερνά όλες τις όψεις της ισραηλινής κοινωνίας. Στο Ισραήλ, οι εβραίοι που κατάγονται από χώρες της βόρειας Ευρώπης ονομάζονται «Ασκενάζι», ενώ εκείνοι που κατάγονται από τη μέση ανατολή και τη βόρεια αφρική ονομάζονται «Μιζραχί». Ο όρος «Σεφαρδίτες» («Σεφάρντι» στα εβραϊκά), ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός στην Ελλάδα, είναι ταυτόσημος με τον όρο «Μιζραχί», σήμερα ωστόσο δεν χρησιμοποιείται ευρέως από τους Ισραηλινούς. Οι όροι αυτοί δεν σηματοδοτούν μόνο πολύ διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες αλλά και ένα, συχνά τεράστιο, κοινωνικό χάσμα, αφού οι πολιτικο-οικομικές ελίτ του Ισραήλ κυριαρχούνται από τους Ασκενάζι ενώ τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα από Μιζραχί εβραίους – πράγμα που έχει σαν συνέπεια οι Μιζραχί να αντιμετωπίζονται σαν υποδεέστεροι και σε πολιτισμικό επίπεδο, σύμφωνα με τους όρους της κυρίαρχης ιδεολογίας. Σ’ ότι αφορά τον πολιτικό τους προσανατολισμό, οι Μιζραχί αποτελούσαν πάντοτε την δεξαμενή των ψηφοφόρων της ισραηλινής δεξιάς ενώ οι Ασκενάζι πρωτοστατούσαν μέσα στο Εργατικό Κόμμα.