Τρίτη 20 Ιουνίου 2006

Το Ισραηλινό Λόμπι και η πολιτική των ΗΠΑ

Ο John Mearsheimer είναι καθηγητής της έδρας Wendell Harrison των Πολιτικών Επιστημών στο Σικάγο και συγγραφέας του "Τhe Tragedy of GreatPower Politics".
Ο Stephen Walt είναι καθηγητής της έδρας Robert και Renee Belfer τωνΔιεθνών Σχέσεων στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης Kennedy του Χάρβαρντ και κοσμήτορας της ίδιας Σχολής. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το"Taming American Power: The Global Response to US Primacy".
Πηγή: http://www.lrb.co.uk / Μετάφραση: Περιοδικό "Άρδην", Μάης-Ιούνης 2006

Εδώ και αρκετές δεκαετίες, κυρίως μετά τον πόλεμο των έξι ημερών του1967, το κέντρο βάρους της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή έχει μετατεθεί στη σχέση της με το Ισραήλ. Ο συνδυασμός αταλάντευτης υποστήριξης στο Ισραήλ και της σχετιζόμενης προσπάθειας «εξάπλωσης της δημοκρατίας» σε όλη την περιοχή έχει ξεσηκώσει την αραβική και ισλαμική κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα να θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο την αμερικάνικη ασφάλεια αλλά και την ασφάλεια του υπόλοιπου κόσμου.

Αυτή η κατάσταση δεν έχει προηγούμενο στην αμερικάνικη πολιτική ιστορία. Γιατί οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να βάλουν σε δεύτερη μοίρα την ασφάλεια, τη δική τους και πολλών από τους συμμάχους τους, μόνο και μόνο για να προωθήσουν τα συμφέροντα ενός άλλου κράτους; Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο δεσμός ανάμεσα στις δύο χώρες είναι βασισμένος σε κοινά στρατηγικά συμφέροντα ή σε ηθικές αναγκαιότητες, αλλά κανένα από τα δύο δεν μπορεί να εξηγήσει το αξιοπρόσεχτο επίπεδο υλικής και διπλωματικής υποστήριξης που προσφέρουν οι ΗΠΑ. Αντιθέτως, ο πυρήνας της αμερικάνικης πολιτικής στην περιοχή διαμορφώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην εσωτερική πολιτική σκηνή, και κυρίως από τις δραστηριότητες του ισραηλινού λόμπι. Και άλλες ομάδες ειδικών συμφε­ρόντων έχουν καταφέρει να επηρεάσουν την εξωτερική πολιτική, αλλά κανένα λόμπι δεν έχει καταφέρει να την εκτρέψει τόσο μακριά από αυτό που επιτάσσει το εθνικό συμφέρον, ενώ παράλληλα πείθει τους Αμερικάνους ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ είναι κατά βάση ίδια με αυτά μιας άλλης χώρας, σε αυτήν την περίπτωση του Ισραήλ.

Από τον πόλεμο του Οκτωβρίου του 1973, η Ουάσιγκτον έχει προσφέρει στο Ισραήλ ένα επίπεδο υποστήριξης που επισκιάζει οτιδήποτε έχει προσφερθεί σε άλλο κράτος. Το Ισραήλ είναι ο μεγαλύτερος αποδέκτης άμεσης ετήσιας οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας από το 1976, και, συνολικά, ο μεγαλύτερος αποδέκτης από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, αγγίζοντας το ποσό των $140 δις (σε δολάρια του 2004). Το Ισραήλ παίρνει σχεδόν $3 δις σε άμεση βοήθεια κάθε χρόνο, πάνω κάτω το ένα πέμπτο δηλαδή του προϋπολογισμού εξωτερικής βοήθειας, που μεταφράζεται περίπου σε $500 το χρόνο για κάθε Ισραηλινό. Αυτή η γενναιοδωρία είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή αν αναλογιστούμε ότι το Ισραήλ είναι πλέον μια πλούσια βιομηχανική χώρα με ένα κατά κεφαλήν εισόδημα ανάλογο με αυτό της Νοτίου Κορέας ή της Ισπανίας.

Άλλοι παραλήπτες παίρνουν τα χρήματα σε τετράμηνες δόσεις, αλλά το Ισραήλ παραλαμβάνει ολόκληρο το ποσό που του αναλογεί στην αρχή κάθε οικονομικού έτους και έτσι μπορεί να κερδίζει τόκους από αυτό. Οι περισσότεροι παραλήπτες βοήθειας για στρατιωτικούς σκοπούς είναι υποχρεωμένοι να ξοδεύουν όλο το ποσό στις Η.Π.Α, αλλά το Ισραήλ μπορεί να χρησιμοποιεί περίπου το 25% του ποσού που του αναλογεί για να επιδοτεί τη δική του αμυντική βιομηχανία. Είναι ο μόνος παραλήπτης που δεν είναι υποχρεωμένος να δίνει λογαριασμό για το πώς ξοδεύεται η βοήθεια, πράγμα που καθιστά αδύνατο το να αποτραπεί η χρήση των χρημάτων για σκοπούς στους οποίους αντιτίθενται οι ΗΠΑ, όπως π.χ το κτίσιμο οικισμών στη Δυτική Όχθη.

Επιπλέον, οι ΗΠΑ έχουν προσφέρει στο Ισραήλ περίπου $3 δις για να αναπτύξει οπλικά συστήματα, καθώς και πρόσβαση σε κορυφαία όπλα όπως τα ελικόπτερα Μπλακχόκ και τα F16.Τέλος, οι ΗΠΑ δίνουν στο Ισραήλ πρόσβαση σε πληροφορίες που αρνούνται στους νατοϊκούς τους συμμάχους και κάνουν πως δε βλέπουν ότι το Ισραήλ έχει αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Η Ουάσιγκτον επίσης προσφέρει στο Ισραήλ συστηματική διπλωματική υποστήριξη.

Από το 1982, οι ΗΠΑ έκαναν χρήση του βέτο σε 32 αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, επικριτικές προς το Ισραήλ, περισσότερες φορές δηλαδή από το συνολικό αριθμό των βέτο που έχουν ασκήσει όλα τα άλλα μέλη του Συμβουλίου. Εμποδίζουν τις προσπάθειες των αραβικών κρατών να βάλουν το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ στην ατζέντα του ΙΑΕΑ. Οι ΗΠΑ έρχονται να σώσουν το Ισραήλ όταν γίνεται πόλεμος και πάντα υποστηρίζουν την πλευρά του Ισραήλ όταν διαπραγματεύεται την ειρήνη.

Η κυβέρνηση Νίξον το προστάτευσε από την απειλή σοβιετικής εισβολής και το εφοδίαζε κατά την διάρκεια του Πολέμου του Οκτωβρίου. Η Ουάσιγκτον ενεπλάκη ενεργά στις συνομιλίες που έβαλαν τέλος σε αυτόν τον πόλεμο, όπως επίσης και στη «βήμα με βήμα» διαδικασία που ακολούθησε, όπως ακριβώς έπαιξε κεντρικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν και ακολούθησαν τη Συμφωνία του Όσλο το 1993.

Σε κάθε περίπτωση, υπήρχε περιστασιακή διαφωνία με Ισραηλινούς αξιωματούχους, αλλά οι ΗΠΑ συστηματικά υποστήριζαν τη θέση των Ισραηλινών. Ένας Αμερικάνος που είχε λάβει μέρος στο Καμπ Ντέιβιντ το 2000 είπε: “Υπερβολικά συχνά, λειτουργούμε... ως ο δικηγόρος του Ισραήλ” . Τέλος, η φιλοδοξία της κυβέρνησης Μπους να μεταμορφώσει τη Μέση Ανατολή αποσκοπεί, τουλάχιστον εν μέρει, στη βελτίωση της στρατηγικής θέσης του Ισραήλ.

Θα μπορούσαμε να καταλάβουμε αυτή την υπερβολική γενναιοδωρία εάν το Ισραήλ ήταν ζωτικό στρατηγικό στοιχείο ή εάν επρόκειτο για μια ηθική υπόθεση την οποία οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν παρά να υποστηρίζουν. Αλλά κανένας από τους παραπάνω λόγους δεν είναι πειστικός. Θα μπορούσαμε να επιχειρηματολογήσουμε ότι το Ισραήλ ήταν σημαντικό στην περίοδο του ψυχρού πολέμου. Υπηρετώντας ως πληρεξούσιος της Αμερικής μετά το 1967,βοήθησε στον περιορισμό της σοβιετικής επέκτασης στην περιοχή και κατάφερε ταπεινωτικές νίκες σε πελάτες των Σοβιετικών όπως η Αίγυπτος και η Συρία. Περιστασιακά, βοήθησε άλλους συμμάχους των Αμερικάνων(όπως ο βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν) και η στρατιωτική του δύναμη ανάγκασε την Μόσχα να ξοδέψει περισσότερα για την υποστήριξη των δικών της συμμάχων. Επιπλέον, προσέφερε χρήσιμες πληροφορίες για τις δυνατότητες των Σοβιετικών.

Η υποστήριξη του Ισραήλ όμως δεν ήταν φτηνή υπόθεση και, επιπλέον, έκανε τις σχέσεις της Αμερικής με τον αραβικό κόσμο πιο περίπλοκες. Για παράδειγμα, η απόφαση να δοθούν $2,2 δις σε έκτακτη στρατιωτική βοήθεια κατά τη διάρκεια του πολέμου του Οκτωβρίου πυροδότησε το πετρελαϊκό εμπάργκο του ΟΠΕΚ, το οποίο προκάλεσε σημαντική ζημιά στις οικονομίες της Δύσης. Παρ’ όλα αυτά, οι στρατιωτικές δυνάμεις του Ισραήλ δεν ήταν σε θέση να προστατεύσουν τα αμερικάνικα συμφέροντα στην περιοχή. Οι ΗΠΑ δε μπορούσαν, για παράδειγμα, να βασιστούν στο Ισραήλ όταν η ιρανική επανάσταση το 1979 επέτεινε τις ανησυχίες για την ασφάλεια της προμήθειας πετρελαίου και γι αυτό χρειάστηκε να δημιουργήσουν τη δική τους Δύναμη Ταχείας Επέμβασης.

Ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου αποκάλυψε το μεγάλο στρατηγικό βάρος που έχει αποκτήσει το Ισραήλ. Οι ΗΠΑ δε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ισραηλινές βάσεις χωρίς να διακινδυνεύσουν την ενότητα της συμμαχίας κατά του Ιράκ, και έπρεπε να χρησιμοποιήσουν πόρους (π.χ συστοιχίες πυραύλων Patriot) για να εμποδίσουν το Ισραήλ να προβεί σε οποιαδήποτε πράξη που θα επηρέαζε τη συμμαχία κατά του Σαντάμ Χουσεϊν. Η ιστορία επαναλήφθηκε το 2003: ενώ το Ισραήλ ανυπομονούσε να δει τις ΗΠΑ να επιτίθενται στο Ιράκ, ο Μπους δε μπορούσε να του ζητήσει τη βοήθειά του χωρίς να προκαλέσει την αντίδραση των Αράβων. Γι αυτό το Ισραήλ έμεινε στο περιθώριο για άλλη μια φορά.

Με αφετηρία την δεκαετία του 1990 και ακόμα περισσότερο μετά την 11ηΣεπτεμβρίου, η αμερικανική υποστήριξη συχνά αιτιολογείται με τον ισχυρισμό ότι και τα δύο κράτη απειλούνται από τρομοκρατικές ομάδες που προέρχονται από τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, και από κράτη παρίες που υποστηρίζουν αυτές τις ομάδες, αναζητώντας όπλα μαζικής καταστροφής. Αυτό καταλήγει να ερμηνεύεται ως εάν η Ουάσιγκτον να πρέπει όχι μόνο να δώσει ελευθερία κινήσεων στην αντιμετώπιση των Παλαιστινίων από το Ισραήλ, χωρίς να το πιέζει να κάνει υποχωρήσεις μέχρι να φυλακιστούν ή να εξοντωθούν όλοι οι Παλαιστίνιοι τρομοκράτες, αλλά και ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να καταδιώκουν χώρες όπως η Συρία και το Ιράν.

Το Ισραήλ αντιμετωπίζεται έτσι ως βασικός σύμμαχος στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, γιατί οι εχθροί του είναι και εχθροί της Αμερικής. Στην πραγματικότητα, το Ισραήλ είναι ένα βάρος στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και στη γενικότερη προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα κράτη παρίες. Η «τρομοκρατία» δεν είναι ένας αυτόνομος αντίπαλος, αλλά μία τακτική που χρησιμοποιείται από ένα εκτεταμένο δίκτυο πολιτικών ομάδων. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις που απειλούν το Ισραήλ δεν απειλούν τις ΗΠΑ, εκτός από τις περιπτώσεις που αυτές παρεμβαίνουν εναντίον τους (όπως π.χ. στο Λίβανο το 1982). Επιπλέον, η παλαιστινιακή τρομοκρατία δεν είναι σποραδική βία κατευθυνόμενη κατά του Ισραήλ ή της «Δύσης», αλλά κυρίως η απάντηση στην μακροχρόνια προσπάθεια του Ισραήλ να αποικίσει τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας.

Κατά βάση όμως, το να ισχυριστούμε ότι το Ισραήλ και οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ενωμένες μία κοινή τρομοκρατική απειλή αντιστρέφει τη σχέση αιτίου και αποτελέσματος: το πρόβλημα της τρομοκρατίας που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την πολύ στενή συμμαχία με το Ισραήλ, και όχι το αντίθετο. Η υποστήριξη του Ισραήλ δεν είναι η μόνη αιτία της αντιαμερικανικής τρομοκρατίας, αλλά είναι πολύ σημαντική, και κάνει τη νίκη στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας πιο δύσκολη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί ηγέτες της Αλ Κάιντα, συμπεριλαμβανομένου και του Οσάμα Μπιν Λάντεν, έχουν ως κίνητρό τους την ισραηλινή παρουσία στην Ιερουσαλήμ και την απελπιστική θέση των Παλαιστινίων.

Η χωρίς όρους υποστήριξη στο Ισραήλ διευκολύνει τους εξτρεμιστές στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν λαϊκή υποστήριξη και να προσελκύσουν οπαδούς. Όσο για τα λεγόμενα κράτη παρίες στη Μέση Ανατολή, δεν αποτελούν τόσο μεγάλη απειλή στα ζωτικά συμφέροντα της Αμερικής, παρά μόνο στον βαθμό που απειλούν το Ισραήλ. Ακόμη και αν αυτά τα κράτη αποκτήσουν πυρηνικά όπλα –που είναι φυσικά ανεπιθύμητο– ούτε η Αμερική ούτε το Ισραήλ θα μπορούσαν να εκβιαστούν, διότι ο εκβιαστής δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει την απειλή του χωρίς να υποστεί συντριπτικά αντίποινα. Ο κίνδυνος να περάσουν πυρηνικά στα χέρια τρομοκρατών είναι το ίδιο μακρινός, γιατί ένα κράτος παρίας δε θα μπορούσε να είναι σίγουρο ότι αυτή η μεταφορά δεν θα εντοπιστεί ή ότι δεν θα κατηγορηθεί και δεν θα τιμωρηθεί στη συνέχεια. Η σχέση με το Ισραήλ στην πραγματικότητα δυσκολεύει τις ΗΠΑ να διαπραγματευθούν με αυτά τα κράτη. Το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ είναι ένας από τους λόγους που κάποιοι γείτονές του θέλουν πυρηνικά όπλα, και το να τους απειλούμε με καθεστωτικές αλλαγές, απλά ενισχύει αυτή τους την επιθυμία.

Ένας τελευταίος λόγος αμφισβήτησης της στρατηγικής αξίας του Ισραήλ είναι ότι δεν συμπεριφέρεται ως πιστός σύμμαχος. Ισραηλινοί αξιωματούχοι συχνά δείχνουν αδιαφορία σε αμερικανικά αιτήματα και υπαναχωρούν στις υποσχέσεις τους (όπως οι υποσχέσεις να σταματήσουν να χτίζουν οικισμούς και να αποφύγουν τις στοχοποιημένες δολοφονίες Παλαιστίνιων ηγετών.) Το Ισραήλ έχει προσφέρει ευαίσθητη στρατιωτική τεχνολογία σε πιθανούς ανταγωνιστές όπως η Κίνα, κάτι που ο γενικός επιθεωρητής του ΥΠΕΞ ονόμασε «μια συστηματική και αυξανόμενη τάση μη εγκεκριμένης μεταβίβασης [τεχνολογίας]». Σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, το Ισραήλ επίσης «επιδίδεται στις πιο επιθετικές κατασκοπευτικές επιχειρήσεις εναντίον των ΗΠΑ από οποιονδήποτε άλλο σύμμαχο».

Εκτός από την περίπτωση του Τζόναθαν Πόλαρντ, που έδωσε στο Ισραήλ μεγάλες ποσότητες απόρρητου υλικού στις αρχές του 1980 (το οποίο λέγεται ότι πέρασε στους Σοβιετικούς σε αντάλλαγμα για περισσότερες άδειες εξόδου στους Σοβιετικούς Εβραίους),μια νέα διαμάχη φούντωσε το 2004 όταν αποκαλύφθηκε ότι ένας βασικός αξιωματούχος του Πενταγώνου, ονομαζόμενος Λάρυ Φράνκλιν, είχε δώσει απόρρητες πληροφορίες σε Ισραηλινό διπλωμάτη. Το Ισραήλ δεν είναι ημόνη χώρα που κατασκοπεύει τις ΗΠΑ, αλλά η προθυμία του να κατασκοπεύει τον κυριότερό του πάτρωνα κάνει ακόμα πιο αμφίβολη τη στρατηγική του αξία.

Η στρατηγική αξία του Ισραήλ δεν είναι το μοναδικό θέμα. Οι υποστηρικτές του τονίζουν ότι του αξίζει απεριόριστη υποστήριξη γιατί είναι αδύναμο και περιβάλλεται από εχθρούς, γιατί είναι μία δημοκρατία και γιατί ο εβραϊκός λαός έχει υποφέρει από εγκλήματα εις βάρος του στο παρελθόν και γι αυτό αξίζει ειδικής μεταχείρισης. Επίσης λέγεται ότι η συμπεριφορά του Ισραήλ είναι ηθικά ανώτερη από εκείνη των αντιπάλων του. Αν εξεταστούν εμπεριστατωμένα, κανένα από αυτά ταε πιχειρήματα δεν πείθει. Υπάρχει πράγματι ένας σοβαρός ηθικός λόγος για την στήριξη της ύπαρξης του Ισραήλ, αλλά αυτή δεν κινδυνεύει. Αντικειμενικά ιδωμένη, η συμπεριφορά του, είτε τώρα είτε στο παρελθόν δεν προσφέρει καμιά ηθική βάση για την προνομιακή του μεταχείριση σε σχέση με τους Παλαιστίνιους.