Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2006

Η Αριστερά και η Τζιχάντ

Άρθρο του Fred Halliday,Ιρλανδού συγγραφέα και ακαδημαϊκού με ειδικότητα στις διεθνείς σχέσεις και τα ζητήματα της Μ.Ανατολής
8 Σεπτέμβρη 2006 Πηγή: http://www.opendemocracy.net

Η 5η επέτειος της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ τονίζει ένα ζήτημα που είναι σήμερα κυρίαρχο αλλά τυγχάνει ελάχιστης ιστορικά τεκμηριωμένης κριτικής ανάλυσης: τη σχέση ανάμεσα στις ένοπλες ισλαμικές οργανώσεις και την αριστερά.
Είναι φανερό ότι οι επιθέσεις και άλλες πριν και μετά εναντίον των ΗΠΑ και των συμμαχικών τους δυνάμεων ανά τον κόσμο, αποθησαύρισαν για τις υπαίτιες ισλαμικές οργανώσεις υπολογίσιμη συμπαράσταση πολύ πέρα από τον Μουσουλμανικό κόσμο, μεταξύ άλλων από εκείνους που από ένα ποικίλο ιδεολογικό φάσμα εκπορευόμενοι αντιμάχονται την επίδειξη δύναμης της υπερδύναμης. Είναι ωστόσο εντυπωσιακό ότι –πέρα από τέτοιες συχνά ενστικτώδεις αντιδράσεις- διαφαίνονται σημάδια για έναν πολύ πιο αναπτυγμένο και πολιτικά αρθρωμένο συμβιβασμό σε πολλά μέρη του κόσμου μεταξύ Ισλαμισμού και πολιτικών δυνάμεων και οργανώσεων της αριστεράς.
Οι τελευταίες φαίνεται να θεωρούν τη σύνδεση μεταξύ Αλ-Κάιντα, Μουσουλμανικής Αδελφότητας, Χεζμπολάχ, Χαμάς και (όχι λιγότερο) του ιρανού προέδρου Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ ως μια απλοποιημένη νέα μορφή διεθνούς αντί-ιμπεριαλισμού που ταιριάζει με –ίσως και ολοκληρώνει- το δικό τους ιστορικό πλαίσιο. Αυτό το φερόμενο συνδυασμένο κίνημα μπορεί να φαίνεται στα μάτια τέτοιων αριστερών οργανώσεων και ιδεολογικών ρευμάτων ότι παρεμποδίζεται από μια «ψευδή συνείδηση», αλλά δεν υποχωρούν στην παρορμητική «αντικειμενική» υποστήριξη ή έστω ανεκτικότητα απέναντί τους.
Η τάση είναι αδιαμφισβήτητη. Γι’ αυτό ο ηγέτης της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες πετάει στην Τεχεράνη για να αγκαλιάσει τον ιρανό πρόεδρο. Ο δήμαρχος του Λονδίνου Κεν Λίβνγκστον και ο Τζορτζ Γκάλογουεϊ, μέλος του βρετανικού κοινοβουλίου, χαιρετίζουν την επίσκεψη στην πόλη του αιγύπτιου κληρικού (και προσωπικότητα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας) Γιουσούφ Αλ-Καραντάουι. Πολλά μέλη σεχταριστικών αριστερών οργανώσεων (και πέρα από αυτούς) που διαδήλωσαν εναντίον του πολέμου στο Ιράκ δεν έδειξαν κανέναν ενδοιασμό για τη συμμαχία τους με ριζοσπαστικές μουσουλμανικές οργανώσεις, κάτι που έκτοτε μεταλλάχτηκε από τακτική συνεργασία σε κάτι πολύ πιο εξελιγμένο. Είναι συναρπαστικό να βλέπει κανείς στις δημοσιεύσεις των αριστερών οργανώσεων και σχολιαστών, για παράδειγμα, το πώς η ιστορία ξαναγράφεται και η γλώσσα του πολιτικού διαλόγου προσαρμόζεται ώστε να περιληφθεί αυτή η νέα σχέση.
Η πιο πρόσφατη επίδειξη αυτής της τάσης έγινε φανερή κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Λίβανο τον Ιούλιο-Αύγουστο 2006. Ο ένοπλος της χώρας των Βάσκων που είδα να ανεμίζει μια κίτρινη σημαία της Χεζμπολάχ στην εμπροσθοφυλακή της πορείας είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου ενός πολύ ευρύτερου φαινομένου. Στο Λονδίνο οι διαδηλωτές ενάντια στον πόλεμο είδαν πολλά πλακάτ που έγραφαν «είμαστε όλοι Χεζμπολάχ τώρα» και η κάλυψη του κινήματος στον αριστερό τύπο έγινε σε αξιοπρόσεκτα μη επικριτικό τόνο.
Όλα αυτά –τουλάχιστον για εκείνους που διαθέτουν ιστορική συνείδηση, πολιτική σκέψη ή έστω καλή μνήμη- είναι τουλάχιστον ενοχλητικά. Αυτό συμβαίνει επειδή η συνέπεια είναι η ενδυνάμωση του πιο επιβλαβούς και ανακριβούς πολιτικού ισχυρισμού, που δεν δημιουργήθηκε από την αριστερά αλλά από την ιμπεριαλιστική δεξιά. Είναι επίσης αυτός ο ισχυρισμός που υπερτονίζει ο αμερικανόπνευστος «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» και οι πολιτικές που επιβλήθηκαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου: επιγραμματικά, ο ισχυρισμός ότι ο Ισλαμισμός είναι ένα κίνημα που στοχεύει εναντίον της «δύσης». Αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί κλασικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο μία μισή αλήθεια μπορεί να γίνει πιο επικίνδυνη από ένα απερίφραστο ψέμα. Γιατί αν και είναι αλήθεια ότι ο Ισλαμισμός στις διαφορετικές πολιτικές και βίαιες εκφάνσεις του είναι πράγματι εναντίον των ΗΠΑ, το να περιοριστεί κανείς εκεί αποκλείει ένα πιο βαθύ, πιο σημαντικό ζήτημα: ότι πολύ πριν η Μουσουλμανική Αδελφότητα, οι μαχητές της τζιχάντ και άλλοι ένοπλοι ισλαμιστές επιτεθούν στον «ιμπεριαλισμό», επιτίθονταν και σκότωναν την αριστερά και ενεργούσαν στην Ασία και την Αφρική ως συνεργοί της δύσης.
Μια βασανισμένη ιστορία
Η σύγχρονη σχέση της αριστεράς με τον ένοπλο ισλαμισμό χρονολογείται από την τέλεση της Μπολσεβίκικης επανάστασης. Τότε η σοβιετική ηγεσία προωθούσε ένα «αντί-ιμπεριαλιστικό» κίνημα στην Ασία εναντίον των αποικιακών αυτοκρατοριών της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας, και θεωρούσε πράγματι τους ένοπλους μουσουλμάνους ως τακτικούς της συμμάχους. Για παράδειγμα, στο δεύτερο συνέδριο της Κομιντέρν το 1920, οι Σοβιετικοί έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την ισλαμική οργάνωση που είχε ηγέτη τον Ταν Μάλακα στην Ινδονησία. Μετά τη σύνοδο, πολλοί απεσταλμένοι στρατοπέδευσαν στην Αζερική πρωτεύουσα του Μπακού για ένα «Συνέδριο των Λαών της Ανατολής». Αυτή η σύνοδος που διεξήχθη σε μια περίτεχνη αίθουσα όπερας, έγινε διάσημη για τις πύρινες εκκλήσεις προς τις καταπιεζόμενες μάζες της Ασίας και περιλάμβανε επίσης εκκλήσεις της ηγεσίας των Μπολσεβίκων, πολλοί εκ των οποίων Αρμένιοι ή Εβραίοι, για μια τζιχάντ εναντίον των Βρετανών.
Ένα τμήμα φιλμ χωρίς ήχο που ανακαλύφθηκε πρόσφατα από τον ιρανό ιστορικό Τουράτζ Αταμπακί δείχνει τους ομιλητές να απευθύνονται ενθουσιωδώς προς το κοινό που στη συνέχεια σηκώνεται και πυροβολεί στον αέρα, αναγκάζοντας τους ομιλητές στην εξέδρα να τρέξουν για κάλυψη. Ένας από εκείνους που συμμετείχαν στη σύνοδο του Μπακού ήταν ο αμερικανός Τζον Ριντ, συγγραφέας της κλασικής καταγραφής της επανάστασης των Μπολσεβίκων, «Οι δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο». (Στο ταξίδι της επιστροφής από το Αζερμπαϊτζάν πέθανε αφού προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό από ένα πεπόνι που αγόρασε στο δρόμο).
Για δεκαετίες αργότερα, η σοβιετική θέση για το Ισλάμ ήταν ότι, αν όχι εγγενώς προοδευτικό, ήταν τουλάχιστον επιδεκτικό σοσιαλιστικής ερμηνείας. Σε επισκέψεις μου τη δεκαετία του 1980 στα δύο τότε κομμουνιστικά μουσουλμανικά κράτη -τα δύο εξίσου ξεχασμένα σήμερα- τη «Δημοκρατία του Αφγανιστάν» και τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης», μπόρεσα να εξετάσω τον τρόπο με τον οποίο τα σχολικά βιβλία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που διδάσκονταν από κοσμικούς δασκάλους και όχι κληρικούς, διαχειρίζονταν το Ισλάμ ως μια μορφή πρώιμου σοσιαλισμού.
Ένας στίχος του Κορανίου που έλεγε ότι «το νερό, το γρασίδι και η φωτιά είναι κοινά για όλους τους ανθρώπους» μεθερμηνεύτηκε ως μια πρώιμη, νομαδική μορφή συλλογικών μέσων παραγωγής. Ενώ οι μουσουλμανικές έννοιες ijma' (συναίνεση), zakat (φιλανθρωπική δωρεά) και 'adala (δικαιοσύνη) μεθερμηνεύτηκαν σύμφωνα με τη γραμμή του «μη καπιταλιστικού» δρόμου. Η Τζιχάντ ήταν ξεκάθαρα μια μορφή αντί-ιμπεριαλιστικού αγώνα. Μία συναφής ευθυγράμμιση της ισλαμικής παράδοσης και του σύγχρονου κρατικού σοσιαλισμού λειτουργούσε και στις έξι μουσουλμανικές δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης.
Τέτοιες μορφές συνάφειας κατά το τελευταίο μέρος του 20ού αιώνα επιτεύχθηκαν με μια πολύ πιο ξεκάθαρη ευθυγράμμιση των ισλαμικών ομάδων: εναντίον του κομμουνισμού, του σοσιαλισμού, του φιλελευθερισμού και όλων όσα εκπροσωπούσαν, χωρίς κανένα σεβασμό για τα δικαιώματα των γυναικών. Στην ουσία ο Ισλαμισμός –η οργανωμένη πολιτική τάση, που χρωστάει τη σύγχρονη προέλευσή της στην ίδρυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο το 1928, που θέλει να λύσει σύγχρονα πολιτικά προβλήματα με αναφορά στα μουσουλμανικά κείμενα- θεώρησε το σοσιαλισμό σε όλες τις μορφές του ως ένα ακόμη κεφάλι της δυτικής κοσμικής Λερναίας Ύδρας. Έπρεπε να αντιμετωπιστεί όλο και πιο σκληρά επειδή ασκούσε τόσο μεγάλη επίδραση στον αραβικό κόσμο, στο Ιράν και σε άλλες μουσουλμανικές χώρες.
Κατά παρόμοιο τρόπο με τους άλλους εχθρούς της αριστεράς (όπως τα ευρωπαϊκά φασιστικά κινήματα) οι Ισλαμιστές διδάχθηκαν και δανείστηκαν πολλά από τους κοσμικούς εχθρούς τους: ύφος αντί-ιμπεριαλιστικής ρητορικής, συστήματα κοινωνικής μεταρρύθμισης, την οργάνωση του συγκεντρωτικού κόμματος (χτυπητό παράδειγμα του οποίου είναι η Χεζμπολάχ στον Λίβανο, ένα σιτικό αντίγραφο σε μια εθνικιστική, οργανωτική και στρατιωτική μορφή του Βιετναμέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος). Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε στη σύγχρονη κριτική της παγκοσμιοποίησης και του «πολιτισμικού ιμπεριαλισμού».
Οι σφοδρές αποκηρύξεις του «φιλελευθερισμού» από τον Αγιατολάχ Χομεϊνί και τους οπαδούς του είναι πιστή αντιγραφή από σταλινικό εγχειρίδιο. Τα μηνύματα του Οσάμα μπιν Λάντεν, γεμάτα από κλάδους του Κορανίου (καλλιγραφία) και με τη φόρμα αραβικής ποίησης, περιέχουν ένα ευθύ, σύγχρονο, ριζοσπαστικό πολιτικό μήνυμα: τα εδάφη μας είναι κατεχόμενα από τον ιμπεριαλισμό, οι ηγέτες μας προδίδουν τα συμφέροντά μας, η δύση κλέβει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές μας, είμαστε τα θύματα των διπλών μέτρων και σταθμών.
Η εχθρότητα του Ισλαμισμού εναντίον των αριστερών κινημάτων, και η χρήση των Ισλαμιστών κατά τον ψυχρό πόλεμο στον πόλεμο εναντίον του κομμουνισμού και της αριστεράς, χρήζουν προσεκτικής μελέτης. Προπομπός ήταν ο Ισπανικός εμφύλιος όταν ο Φρανθίσκο Φράνκο στρατολόγησε δεκάδες χιλιάδες μαροκινούς μισθοφόρους για να πολεμήσουν εναντίον της Ισπανικής δημοκρατίας, στη βάση ότι ο Καθολικισμός και το Ισλάμ είχαν ένα κοινό εχθρό στο πρόσωπο του κομμουνισμού. Μετά το 1945 αυτή η τάση έγινε πιο διάχυτη. Στην Αίγυπτο, μέχρι την επανάσταση του 1952, τα κομμουνιστικά και ισλαμικά κινήματα συχνά συγκρούονταν βίαια. Στην δεκαετία του 1960 η επιθυμία της Σαουδικής Αραβίας να εναντιωθεί στην Αίγυπτο του Νάσερ και στη σοβιετική επιρροή στη Μέση Ανατολή την οδήγησαν να προωθήσει την Παγκόσμια Ισλαμική Λίγκα ως αντισοσιαλιστική συμμαχία χρηματοδοτημένη από το Ριάντ και με την υποστήριξη της Ουάσινγκτον. Ο βασιλιάς Φεϊζάλ της Σαουδικής Αραβίας λέγεται ότι συχνά ανέφερε ότι θεωρεί τον κομμουνισμό ως τμήμα μιας παγκόσμιας εβραϊκής συνωμοσίας και ζητούσε από τους οπαδούς του να του αντιταχθούν. Στο Μαρόκο ο ηγέτης του σοσιαλιστικού κόμματος Ομάν μπιν Τζαλούν δολοφονήθηκε το 1975 από ισλαμιστές ενόπλους. Ένας καμβάς σύγκρουσης
Υπάρχουν περαιτέρω συγκλονιστικές περιπτώσεις στήριξης του Ισλαμισμού εναντίον της αριστεράς: Τουρκία, Ισραήλ/Παλαιστίνη, Αίγυπτος και Αλγερία μεταξύ αυτών.
Στην Τουρκία τη δεκαετία του 1970 μια ασταθής κυβέρνηση περιστοιχισμένη από προκλήσεις ένοπλων αριστερών ομάδων ενθάρρυνε τόσο τις δυνάμεις της εθνικιστικής δεξιάς (οι «Γκρίζοι Λύκοι») όσο και τους Ισλαμιστές και έδειξε ανοχή στις δολοφονίες αριστερών διανοούμενων. Στην Παλαιστίνη οι ισραηλινές αρχές με στόχο να μειώσουν την επιρροή της Φατάχ στη Δυτική Όχθη στα τέλη της δεκαετίας του 1970, έδωσαν άδεια για εκπαιδευτικές, φιλανθρωπικές και άλλες οργανώσεις (συνδεμένες σε μεγάλο βαθμό με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα) με τρόπους που βοήθησαν να γεννηθεί η Χαμάς το 1978. Το Ισραήλ επομένως δεν δημιούργησε τη Χαμάς, αλλά διευκόλυνε τη γρήγορη ανάπτυξή της. Στην Αλγερία επίσης, οι οργανώσεις μέσα στο κυβερνών εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα (FLN) είχαν συμμαχία με την περιθωριακή ισλαμική ομάδα Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας, τα γαλλικά αρχικά της οποίας FIS οδήγησαν στην παρατήρηση ότι είναι οι γιοι (fils στα γαλλικά) του FLN.
Στην Αίγυπτο από το θάνατο του Νάσερ το 1970 και μετά, τα καθεστώτα του Ανουάρ Σαντάτ και του Χόσνι Μουμπάρακ ενθάρρυναν ενεργά τον εξισλαμισμό της κοινωνίας, εν μέρει εναντίον των ένοπλων ισλαμικών ομάδων αλλά επίσης και για να αντιμετωπίσουν την επιρροή της σοσιαλιστικής αριστεράς. Αυτό ήταν ένα σχέδιο στο οποίο πολλοί πρώην κοσμικοί αιγύπτιοι διανοούμενοι συγκατένευσαν, σε ένα συχνά θεατρινίστικο ασπασμό του Ισλάμ, της παράδοσης και του πολιτισμικού εθνικισμού.
Η τάση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της τη δεκαετία του 1990 με μια εκστρατεία φίμωσης αριστερών και ανεξάρτητων φιλελεύθερων φωνών: ο συγγραφέας Φαράγκ Φούντα που είχε ζητήσει τον εκσυγχρονισμό του Ισλάμ δολοφονήθηκε το 1992, ο Νακίμπ Μαχφούζ βραβευμένος με Νόμπελ συγγραφέας δέχθηκε επίθεση με μαχαίρι και παρά λίγο να χάσει τη ζωή του το 1994 (υποτίθεται για την ανοιχτή και ευέλικτη στάση του απέναντι στη θρησκεία στις νουβέλες του Καΐρου), ο συγγραφέας και φιλόσοφος Νάσερ Αμπού Ζαΐντ που τόλμησε να εφαρμόσει στο Κοράνι και σε άλλα κλασικά ισλαμικά κείμενα τις τεχνικές της ιστορικής και λογοτεχνικής κριτικής που εφαρμόζεται και αλλού στον κόσμο δέχτηκε απειλές εναντίον της ζωής του πριν σταλεί στην εξορία το 1995.
Υπήρξαν και χειρότερες αντιπαραθέσεις μεταξύ ισλαμισμού και σοσιαλιστικής ή κοσμικής φιλελεύθερης αντίληψης. Το Εθνικό Ισλαμικό Μέτωπο στο Σουδάν, μια συνωμοτική οργάνωση που σαφώς βασίστηκε στις λενινιστικές μορφές οργάνωσης, ανέλαβε την εξουσία το 1989 και προχώρησε στη σύλληψη, το βασανισμό και τη δολοφονία μελών του κομμουνιστικού κόμματος, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια φιλοξενούσε τον Οσάμα μπιν Λάντεν στο Χαρτούμ.
Στην Υεμένη μετά τη μερική ενοποίηση του στρατιωτικού βορρά και του σοσιαλιστικού νότου τον Μάιο του 1990, το καθεστώς επέτρεψε στους δολοφόνους του ισλαμικού κινήματος να σκοτώσουν δεκάδες μέλη του σοσιαλιστικού κόμματος και διοικητές του στρατού. Αυτή η διαδικασία επιτάχυνε το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου του 1994 κατά τον οποίο ένοπλες ισλαμικές ομάδες συνδεμένες ιδεολογικά και πολιτικά με τον μπιν Λάντεν (ιδιαίτερα ο στρατός Abyan) πάλεψαν δίπλα-δίπλα με τον τακτικό στρατό του βορρά για να τσακίσουν τον σοσιαλιστικό νότο. Αυτό ήταν απόηχος του πολέμου στην επαρχία Ντοφάρ στο γειτονικό αραβικό κράτος του Ομάν τη δεκαετία του 1970 όταν η αντικομουνιστική κυβέρνηση δημοσίευσε προπαγάνδα των βρετανό-διοικούμενων σωμάτων κατασκοπείας αποκηρύσσοντας τους αριστερούς επαναστάτες επειδή επέτρεπαν στους άντρες να έχουν μία μόνο γυναίκα και τους υπόσχονταν να έχουν τέσσερις αν έρχονταν με τη μεριά της κυβέρνησης. Η πολιτική του αίματος
Ο ιστορικός κύκλος της εχθρότητας άγγιξε ακόμη πιο υψηλές κορυφές σε δύο άλλες χώρες, όπου η αντικομουνιστική και δεξιά τοποθέτηση των Ισλαμιστών έγινε ολοφάνερη. Η πρώτη, ελάχιστα μελετημένη στο πλαίσιο του Ισλαμισμού, ήταν η συντριβή της αριστεράς στην Ινδονησία το 1965. Εκεί το ανεξάρτητο και «αντί-ιμπεριαλιστικό» καθεστώς του προέδρου Σουκάρνο υποστηρίχθηκε από το κομμουνιστικό κόμμα (PKI), το μεγαλύτερο στη μη κομμουνιστική Ασία.
Μετά τη σύγκρουση μέσα στον ίδιο το στρατό, ένα δεξιό πραξικόπημα με την υποστήριξη των ΗΠΑ άρπαξε την εξουσία και προχώρησε στη συντριβή της αριστεράς. Ειδικά στην αγροτική Ιάβα, η νέα εξουσία υποστηρίχθηκε ενθουσιωδώς από τους ισλαμιστές, υπό την ηγεσία της ομάδας του Ναχντάτ ουλ-Ισλάμ. Μια συμμαχία μεταξύ αντικομουνιστών του στρατού και ισλαμιστών ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στο αχαλίνωτο όργιο της σφαγής που πήρε τις ζωές ενός εκατομμυρίου ανθρώπων. Η συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν ανυπολόγιστες, τόσο για την ίδια την Ινδονησία όσο και για την ισορροπία δυνάμεων στη νοτιοανατολική Ασία σε μια ιστορική στιγμή που επρόκειτο να κλιμακωθεί ο αγώνας στο Βιετνάμ.
Η δεύτερη χώρα, το Αφγανιστάν, είχε επίσης αποτελέσματα εξαιρετικής σημασίας για τον ψυχρό πόλεμο συνολικά. Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής κατοχής τη δεκαετία του 1980, οι φανατικές ισλαμικές ομάδες, χρηματοδοτούμενες από τη CIA, το Πακιστάν και τους Σαουδάραβες για να ρίξουν την κομμουνιστική κυβέρνηση στην Καμπούλ, σκότωναν γυναίκες δασκάλες, βομβάρδιζαν σχολεία και ανάγκαζαν τις γυναίκες να επιστρέψουν στο σπίτι στις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους.
Τέτοιοι εχθροί έκαναν τον πρώτο ηγέτη του κομμουνιστικού Αφγανιστάν, Νουρ Μοχάμεντ Τάρακι, να αναφερθεί στην αντιπολίτευση ως ikhwan i shayatin («η σατανική αδελφότητα», παίζοντας με τη «Μουσουλμανική Αδελφότητα»). Ο ίδιος ο μπιν Λάντεν, τόσο την περίοδο του ’80 όσο και μετά το 1996 στο Αφγανιστάν, έπαιξε πολύ ενεργό ρόλο στην καταπολέμηση των Αφγανών κομμουνιστών, αλλά και στη δολοφονία σιιτών που ήταν, κατά τη σεχταριστική άποψη των Σαουδαράβων φονταμενταλιστών, συναφείς με τους κομμουνιστές. Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής για τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, και συνολικά για τον κόσμο ολόκληρο, έγιναν φανερές από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Χρειάστηκε να συμβούν τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 για να διεισδύσουν στην παγκόσμια συνείδηση.
Η αλήθεια και το ψέμα
Αυτή η μελαγχολική ιστορία πρέπει να συμπληρωθεί με το τι πραγματικά συμβαίνει σε χώρες, ή τμήματα χωρών, όπου οι ισλαμιστές έχουν επιρροή και κερδίζουν έδαφος. Η αντιδραστική (η λέξη χρησιμοποιείται εσκεμμένα) φύση μεγάλου μέρους του προγράμματός τους για τις γυναίκες, την ελευθερία του λόγου, τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και άλλων μειονοτήτων είναι προφανής.
Υπάρχει επίσης μια σύλληψη αντί-εβραϊκής προκατάληψης που διαπνέεται από ρατσισμό και θρησκευτικό σκοταδισμό. Μόνο λίγοι στη δύση σημείωσαν αυτό που πολλοί στον ισλαμικό κόσμο κατάλαβαν μονομιάς, ότι ένας από τους πιο καταστροφικούς πυραύλους που εξαπολύθηκαν από τη Χεζμπολάχ στο Ισραήλ έφερε την ονομασία «Khaibar», όχι μια αγαθή αναφορά στο πέρασμα μεταξύ Αφγανιστάν και Πακιστάν, αλλά η ονομασία μιας νικηφόρας μάχης εναντίον των Εβραίων από τον Προφήτη Μοχάμεντ τον 7ο αιώνα. Στο σημείο αυτό έχει νόημα να θυμηθούμε τη ρήση του γερμανού σοσιαλιστή Μπέμπελ ότι ο αντισημιτισμός είναι «ο σοσιαλισμός των ηλιθίων». Πόσοι στην αριστερά είναι ανεκτικοί, αν όχι ενεργά συνεργοί, σε αυτή την ανοησία σήμερα είναι μια δύσκολη ερώτηση.
Η συνήθεια να κατηγοριοποιούνται οι ριζοσπαστικές ισλαμικές ομάδες και η ιδεολογία τους ως «φασιστικές» είναι τόσο άχρηστη όσο και απρόσεκτη, από τη στιγμή που οι πολλές διαφορές με το ευρωπαϊκό μοντέλο καθιστούν τη σύγκριση περιττή. Δεν χρειάζονται σλόγκαν για να γίνει κατανοητό ότι το ισλαμικό πρόγραμμα, η ιδεολογία και ιστορία του είναι διαμετρικά αντίθετα με την αριστερά, δηλαδή την αριστερά που υπήρχε με βάση τις αρχές που θεμελιώθηκαν και προήλθαν από τον κλασικό σοσιαλισμό, τον Διαφωτισμό, τις αρχές του 1798 και του 1848 και τις γενεές εμπειριών. Οι σύγχρονες ενσαρκώσεις αυτής της αριστεράς δεν έχουν ανάγκη από τις «ψευδείς συνειδήσεις» που οδηγούν πολλούς λεγόμενους αριστερούς στα χέρια των μαχητών της τζιχάντ.