Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2004

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ «ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ-ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ ΛΕΥΤΕΡΗ ΑΡΑΒΙΚΗ»

Εδώ, σ’ αυτό το κείμενο, υπάρχει η περιγραφή της πτήσης TWA-840, η οποία στην ιστορία του αγώνα για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης είναι γνωστή σαν «Λαϊκό Μέτωπο-Παλαιστίνη λεύτερη Αραβική». Η Λέιλα Χάλεντ αφηγήθηκε αυτήν τη ιστορία που δημοσιεύθηκε στους «Κυριακάτικους Τάϊμς» στις 13 του Σεπτέμβρη 1970.
Δεν ήταν κάτι το τρομερό για μένα, που μπόρεσα και είδα την ιδιαίτερη πατρίδα μου πάλι μόνο όταν έκανα την αεροπειρατεία; Αλλά, να τη η Χάιφα, μακριά στα αριστερά, ακριβώς δίπλα από το κεφάλι του πιλότου. Την έβλεπα καθώς καθόμουν πίσω του, κοιτάζοντας έξω από τα παράθυρα της καμπίνας. Και καθώς κατεβήκαμε στα 12.000 πόδια και πλησιάσαμε το αεροδρόμιο της Λύδας , παρουσιάστηκε μπροστά μας ολόκληρη η αγαπημένη ακτή της πατρίδας μου, της κατεχόμενης Παλαιστίνης, που μερικοί σήμερα ονομάζουν «Ισραήλ».
Όλα είχαν αρχίσει δυο μέρες νωρίτερα στη Ρώμη. Για μένα αυτή ήταν η πρώτη επίσκεψη μου στην Ευρώπη. Το βράδυ, καθώς περπατούσα στην πόλη αναρωτιόμουν αν οι Ιταλοί θα με άφηναν την επόμενη φορά να ξανάρθω. Θεώρησα το εισιτήριο μου και ήμουν σε όλα έτοιμη για την επόμενη πτήση στην Αθήνα. Εκείνο το βράδυ θυμάμαι, δεν μπόρεσα να φάω και θα ήταν 3 το πρωί, όταν κατάφερα να κοιμηθώ. Όταν ξύπνησα δεν είχα όρεξη ούτε για πρωινό. Το πρωί – ήταν 19 Αυγούστου 1969- έπρεπε να κάνω μερικά ψώνια σε ένα πολύ ακριβό μαγαζί. Αγόρασα μεγάλα γυαλιά ηλίου, μια μεγάλη δερμάτινη κρεμαστή τσάντα και ένα καπέλο με πλατύ μπορ που μόνο, στοίχισε 15.000 λιρέτες. Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, γιατί όλα αυτά αποτελούσαν μέρος της μεταμφίεσης μου – έπρεπε να φαίνομαι σαν κάποια που ταξιδεύει πρώτη θέση. Γύρισα στο ξενοδοχείο και ντύθηκα. Δεν με ενδιέφεραν τα ρούχα, αλλά μου φαίνεται πως ήταν σπατάλη χρημάτων να πάρω μαζί μου πολλά ρούχα, εφόσον θα τινάζαμε το αεροπλάνο μετά την προσγείωση. Έτσι πήρα μαζί μου όσο το δυνατόν λιγότερα. Έβαλα δυο φορέματα στην τσάντα μου και φόρεσα δυο κοστούμια, το ένα πάνω στο άλλο. Το από κάτω ήταν δανεικό και ήθελα να το επιστρέψω και το από πάνω ήταν πολύ μοντέρνο, άσπρο βαμβακερό ύφασμα, χωρίς μανίκια.
Η πτήση 840 είχε καθυστέρηση και έτσι αναγκαστήκαμε να περιμένουμε μισή ώρα επί πλέον στην αίθουσα αναμονής. Διέκρινα εύκολα τον νεαρό άνδρα, που ήταν το άλλος μέλος της αντάρτικης ομάδας «Τσε Γκεβάρα». Δεν τον ήξερα, αλλά είχα δει την φωτογραφία του. Πέρα από το μυστικό σήμα αναγνώρισης, δεν δώσαμε σημασία ο ένας στον άλλον. Κατά την διάρκεια αυτής της καθυστέρησης, συνέβηκαν δύο περιστατικά που με ανησύχησαν. Πρόσεξα μία Αμερικανίδα με τέσσερα νεαρά παιδιά, που φαίνονταν πολύ ευτυχισμένα και ανυπόμονα για το ταξίδι τους. Τότε σκέφτηκα ότι κάτι τρομερό θα μπορούσε να τους συμβεί εάν κάτι πήγαινε στραβά. Μου αρέσουν τα παιδιά και θα’ θελα να πως στην κυρία να μην ταξιδεύσει με αυτήν την πτήση. Όμως σκέφτηκα τα δικά μας παιδιά στην Παλαιστίνη που δεν είχαν τίποτα στην ζωή και ένοιωσα περισσότερο δυνατή και πιο γενναία. Το δεύτερο περιστατικό συνέβη μέσα στο λεωφορείο, πηγαίνοντας στο αεροπλάνο. Ένας άνδρας κάθισε δίπλα μου και με ρωτούσε από πού ήμουν και τον άφησα να πιστεύει ότι ήμουν από την Βολιβία. Μου είπε ότι αυτός ήταν Έλληνας που επέστρεφε στην Αθήνα, αφού έμεινε 15 χρόνια στο Σικάγο και ότι η χήρα μητέρα του τον περίμενε στο αεροδρόμιο. Αυτό ήταν ένα άλλο σοκ για μένα. Το ένοιωσα αυτό, γιατί εμείς οι Παλαιστίνιοι ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει να είσαι μακριά από την πατρίδα σου και ξέρουμε πόσες χήρες μητέρες περιμένουν. Αυτός συνέχισε να μιλάει, αλλά δεν άκουσα τα υπόλοιπα από όσα είπε.
Ο σύντροφος μου και εγώ ήμασταν στην πρώτη θέση, γιατί αυτό το τμήμα είναι πιο κοντά στην καμπίνα του πιλότου. Υπήρχαν μόνο 5 επιβάτες στην πρώτη θέση και τα 3 μέλη του προσωπικού της καμπίνας, τα οποία μας περιποιήθηκαν πάρα πολύ, πράγμα που εμείς δεν το θέλαμε. Λίγο μετά την απογείωση ήμασταν καθισμένοι στην πρώτη σειρά, πιο κοντά στην πόρτα της καμπίνας. Και οι δυο μας αρνηθήκαμε το γεύμα, γιατί δεν θέλαμε να έχουμε δίσκους στην ποδιά μας ου να μας εμποδίζουν. Αλλά όταν είδαμε ότι η αεροσυνοδός απόρησε από αυτό και για να μη κινήσουμε υποψίες, παρήγγειλα εγώ ένα καφέ και ο σύντροφός μου μια μπύρα. Ζήτησε επίσης και ένα χάπι, γιατί είπε ότι αισθανόταν αδιάθετος.
Δεν απαλλαχτήκαμε όμως από το πλήρωμα έτσι εύκολα. Λίγο αργότερα, αντί για γεύμα μας έφεραν ένα κυλιόμενο τραπέζι με φρούτα και κέικ και το τοποθέτησαν μπροστά μας, μπλοκάροντας τελείως το δρόμο προς την πόρτα της καμπίνας. Είχαμε σχέδιο να καταλάβουμε το αεροπλάνο 30 ακριβώς λεπτά μετά την απογείωση. Δεν θέλαμε όμως να ζητήσουμε από την αεροσυνοδό να πάρει το τραπέζι, γιατί αυτό θα φαινόταν ύποπτο. Τελικά και ενώ τα λεπτά φαινόταν αιώνες, η αεροσυνοδός πήρε το τραπέζι και ένας επιβάτης που χρησιμοποιούσε τη θέση δίπλα ακριβώς από την πόρτα της καμπίνας, απομακρύνθηκε. Ο δρόμος ήταν καθαρός και μπορούσαμε να μπούμε στην καμπίνα, χωρίς να τρομάξει κανείς-και αυτό ήταν που θέλαμε, γιατί οι τρομαγμένοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν ανόητα πράγματα.
Ζήτησα μια κουβέρτα και η αεροσυνοδός την τακτοποίησε γύρω μου. Ο σύντροφός μου, μου έριξε μια παράξενη ματιά, διερωτώμενος μήπως άρχισα να φοβάμαι. Για να τον βεβαιώσω, έβγαλα το βαλιτσάκι της προσωπικής μου τουαλέτας και χτένισα τα μαλλιά μου. Κοίταξα το ρολόι μου και του έδειξα τα 5 δάκτυλά μου, κάνοντας το σήμα ότι σε 5 λεπτά θα ενεργούσαμε-είχα την ευθύνη της επιχείρησης. Κάτω από την κουβέρτα-να γιατί την ήθελα- έβγαλα ένα πιστόλι από την τσάντα μου και το έκρυψα στο πάνω μέρος του παντελονιού μου. Μετά έβγαλα μια χειροβομβίδα και της αφαίρεσα την περόνη ασφαλείας.
Ακριβώς τότε ήταν όλα έτοιμα, μία από τις αεροσυνοδούς μεταφέροντας ένα δίσκο, βγήκε από την πόρτα της καμπίνας, την άνοιξε προς τα έξω και την κρατούσε ανοιχτή με των αγκώνα της. Αρπάξαμε αυτήν την ευκαιρία. Ο σύντροφός μου, κρατώντας το πιστόλι του και την χειροβομβίδα, όρμησε προς την αεροσυνοδό και πέρασε από την πόρτα. Όταν η αεροσυνοδός είδε τα όπλα ούρλιαξε»αχ, μη» και πέταξε τον δίσκο κάτω-αυτή ήταν και η μόνη βίαιη κίνηση που κάναμε στο αεροπλάνο σ’ όλη την διαδρομή.
Καθώς πηγαίναμε προς τον θάλαμο του πιλότου, ο σύντροφος μου φώναξε: «Μην κινείστε. Τώρα πρέπει να υπακούσετε στις διαταγές του καινούριου πιλότου». Καθώς μιλούσε, άκουσα τον πιλότο να λέει στο μικρόφωνο του: «Δυο οπλισμένοι άντρες μπήκαν στην καμπίνα μας. Έγινε αεροπειρατεία».
Ο ρόλος μου στην κατάληψη ήταν να στέκω φοβίζοντας το πλήρωμα του αεροπλάνου και να ελέγχω τους επιβάτες με το πιστόλι μου και την χειροβομβίδα. Όταν τελείωσε η κατάληψη του αεροπλάνου, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς την έκπληξη του πιλότου, όταν πήγα στην καμπίνα και του ανακοίνωσα ότι «εγώ είμαι ο νέος πιλότος».
«Εγώ είμαι ο νέος πιλότος» είπα και του έδωσα την περόνη ασφαλείας της χειροβομβίδας μου. «Είναι έτοιμη η χειροβομβίδα τώρα. Εάν δεν ακούσεις τις διαταγές μου θα την χρησιμοποιήσω και το αεροπλάνο θα ανατιναχθεί στον αέρα».
«Τι θέλεις;» ρώτησε ο πιλότος.
«Προχώρησε προς το αεροδρόμιο της Λύδας».
«Της Λύδας;» ρώτησε ο δεύτερος πιλότος «δεν πάμε στην Αθήνα;»
«Δεν καταλαβαίνεις αγγλικά;» του είπα αυστηρά.
Καθίσαμε δυο θέσεις ακριβώς πίσω από τον πιλότο. Η χειροβομβίδα πάντα βρισκόταν στο αριστερό μου χέρι. Ο σύντροφός μου απομάκρυνε τη δική του, αλλά κρατούσε το πιστόλι του. Ζήτησα από τον πιλότο να μου δώσει τον ασύρματο, αλλά ήταν τόσο ταραγμένος που προσπάθησε να βάλει τα ακουστικά πάνω από το καπέλο μου. Μετά προσπάθησα να επικοινωνήσω με το αεροδρόμιο της Ρώμης, αλλά δεν μπόρεσα. Έπειτα γύρισα στον μηχανικό και τον ρώτησα:
«Για πόσες ώρες έχεις καύσιμα;»Γνώριζα την απάντηση γιατί το είχα διαβάσει στον μετρητή. Ήμουν σίγουρη όμως ότι θα μου έλεγε ψέματα. «Για δυο ώρες» απάντησε.
«Ψεύτη, ξέρω ότι έχεις για 3 ½ ώρες. Φαίνεται στον μετρητή. Γιατί μου λες ψέματα; Την άλλη φορά που θα σε ρωτήσω κάτι και θα μου πεις ψέματα, θα σε σκοτώσω αμέσως».
«Γιατί είσαι τόσο θυμωμένη;»
«Γιατί δεν μου αρέσουν οι ψεύτες» απάντησα. Δεν ήμουν όμως πραγματικά θυμωμένη. Ήθελα μόνο να τους τρομάξω λίγο για να υπακούσουν στις εντολές μου. Ο μηχανικός πτήσης δεν ξαναμίλησε μετά σ’ όλη την πτήση.
Η ώρα ήταν 15:20.
Τα ρολόγια, οι διακόπτες υψομέτρων σε μια καμπίνα αεροπλάνου, μπορεί να φαίνονταν μπερδεμένα, αλλά είχα εξασκηθεί και ήξερα τι έδειχναν αυτά τα ρολόγια. Κατείχα μια γενική γνώση του Μπόινγκ 707. Αφού έβαλα το πλήρωμα στη θέση του, το επόμενο πράγμα που είχα να κάνω ήταν να ενημερώσω τους επιβάτες για το γεγονός που συνέβηκε. Το μήνυμα μας προς αυτούς ήταν το εξής:
«Κυρίες και κύριοι, Προσοχή! Παρακαλώ, δέστε τις ζώνες σας. Σας μιλά ο καινούριος πιλότος. Η ένωση των ανταρτών «Τσε Γκεβάρα» του «Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» που πήρε τον έλεγχο αυτής της πτήσης, ζητά όλοι οι επιβάτες να υπακούσουν στις παρακάτω οδηγίες:
1. Παραμείνατε καθισμένοι και ήρεμοι
2. Για την δική σας ασφάλεια, βάλτε τα χέρια σας πίσω στο κεφάλι σας
3. Μην κάνετε καμία κίνηση που να έβαζε σε κίνδυνο την ζωή των άλλων επιβατών στο αεροπλάνο
4. Θα λάβουμε υπ’ όψιν μας όλες τις απαιτήσεις, μέσα στα όρια ασφαλείας του σχεδίου μας.
Κυρίες και κύριοι, ανάμεσα σας επρόκειτο να παραβρίσκεται ένας επιβάτης υπεύθυνος για τον θάνατο και την δυστυχία πολλών Παλαιστινίων ανδρών, γυναικών και παιδιών. Γι’ αυτό κάναμε αυτή την επιχείρηση και με σκοπό να οδηγήσουμε αυτόν τον δολοφόνο σε ένα Επαναστατικό Παλαιστινιακό δικαστήριο. Οι υπόλοιποι θα είσαστε επισκέπτες του ηρωικού Παλαιστινιακού λαού, στην άλλοτε φιλόξενη και φιλική χώρα, την Παλαιστίνη. Σε καθένα από σας, άσχετα από την θρησκεία του ή την εθνικότητας του, εγγυούμαστε την ελευθερία του να πάει οπουδήποτε θέλει, μόλις η επιχείρηση τελειώσει.
Κυρίες και κύριοι, ο προορισμός μας είναι η Παλαιστίνη. Σας ευχαριστώ για την συνεργασίας σας. Καλό ταξίδι».
Το πρόσωπο που μας ενδιέφερε ήταν ο στρατηγός Ράμπιν (πρώην αρχηγός επιτελείου), που ξέραμε ότι θα ταξίδευε με αυτή την πτήση. Αλλά φαίνεται άλλαξε σχέδια την τελευταία στιγμή. Υποθέτω ότι οι διακεκριμένοι Ισραηλινοί το βρίσκουν πιο ασφαλές να ταξιδεύουν με άλλες αεροπορικές γραμμές παρά με την Ισραηλινή EL-AL. Ύστερα από αυτό, ανακοίνωσα το μήνυμα μου προς όλα τα αεροδρόμια:
«Το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης», σας πληροφορεί ότι η ένωση ανταρτών «Τσε Γκεβάρα» ελέγχει πλήρως το αεροπλάνο Μπόινγκ της TWA, πτήση 840 στη νέα πορεία του, από την Ρώμε για το αεροδρόμιο της Λύδας στην κατεχόμενη Αραβική Παλαιστίνη. Η αρχηγός Σάντια Αμπού Γαζάλα, που ελέγχει αυτό το αεροπλάνο και ο σύντροφός της, παρακαλούν όλους εκείνους που ενδιαφέρονται να επικοινωνήσουν μαζί μας, να χρησιμοποιούν το παρακάτω σήμα κλήσης: Λαϊκό Μέτωπο- Λεύτερη Αραβική Παλαιστίνη. Και κάνουμε σαφές σ’ όλους ότι εάν το παραπάνω σήμα δεν χρησιμοποιείται στην επικοινωνία σας με το αεροπλάνο, δεν θα απαντάμε. Ευχαριστώ».
Η Σάντια Αμπού Γαζάλα ήταν το κωδικό όνομά μου. Η Σάντια ήταν μια αγωνίστρια της Αντίστασης, μέλος του Λαϊκού Μετώπου. Σκοτώθηκε τον Οκτώβρη το 1968, σε ηλικία 21 ετών.
Μετά έδωσα τον νέο χάρτη πορείας στον πιλότο. Δεν θα ακολουθούσαμε την συνηθισμένη πορεία πάνω από την Αθήνα και Λευκωσία. Πήγαμε κατευθείαν πάνω από τις ελληνικές ακτές, έπειτα νοτιότερα πάνω από το Ηράκλειο της Κρήτης και ανατολικά της Λύδας. Πετούσαμε σχεδόν όλο πάνω από θάλασσα και σε ύψος 33.000 πόδια.
Όταν ο πιλότος προχωρούσε σύμφωνα με την νέα πορεία, πρόσεξα ότι γύρισε προς τα αριστερά για να πάει νότιο-δυτικά. Μπορεί να προσπαθούσε να μας πάει στην Αμερικάνικη αεροπορική βάση, κοντά στην Τρίπολη στη Λιβύη. Αλλά κοίταξα την πυξίδα και τον διέταξα να γυρίσει πίσω στην αρχική πορεία.
Μετά από 15’, ο σύντροφός μου, μου θύμισε ότι οι επιβάτες έχουν ακόμη τα χέρια τους επάνω στο κεφάλι τους. Κοίταξα τους επιβάτες και πράγματι έτσι ήταν. Ζήτησα συγνώμη που τους κούρασα και είπα στην αεροσυνοδό να τους σερβίρει ότι ήθελαν να φάνε και να πιουν.
Κατά τα’ άλλα, κατά την διάρκεια της πτήσης, δεν είχαμε επαφή με τους επιβάτες ή το πλήρωμα. Εμείς προσπαθήσαμε να πλησιάσουμε φιλικά τα τρία μέλη του πληρώματος, αλλά δεν ήμασταν τυχεροί. Τους ζητήσαμε να μας πουν εάν θέλουν τίποτα να φάνε ή να πιούν, αλλά αρνήθηκαν. Τους προσφέραμε τα τσιγάρα μας, αλλά αρνήθηκαν επίσης. Αυτοί δεν ρώτησαν τίποτα για μας. Μερικές στιγμές ο πιλότος γύριζε προς τα πίσω, με κοιτούσε και κουνούσε το κεφάλι του σαν να μη πίστευε αυτά που συνέβαιναν. Η μόνη ανθρώπινη επαφή ήταν τη στιγμή που ο δεύτερος πιλότος, σαν ένα μικρό παιδί στο σχολείο με ρώτησε εάν μπορούσε να πάει στην τουαλέτα.
Ο πιλότος ανήσυχα κοιτούσε την χειροβομβίδα που κρατούσα στο αριστερό μου χέρι και μάλιστα τόσο ανήσυχα που για να τον καθησυχάσω, έθεσα το χέρι μου στην πλάτη του και χτύπησα τον αριστερό του ώμο με την χειροβομβίδα: «Άκουσε, είμαι συνηθισμένη σ’ αυτά τα πράγματα. Μη φοβάσαι». Και αμέσως κούνησα στα χέρια μου την χειροβομβίδα για να του δείξω πόσο ακριβώς γνώριζα τη λειτουργία της, αλλά αμφιβάλω εάν καθησύχασε.
Ώρα 15:55. Η πυξίδα δείχνει 140 μοίρες.
Υπήρχαν μακρινά χρονικά διαστήματα ήσυχα, κατά τη διάρκεια αυτής της βαρυσήμαντης πορείας, που διακόπτονταν μόνο από τα μηνύματα που εκφωνούσα στις χώρες πάνω από τις οποίες πετούσαμε-Ιταλία, Ελλάδα, Αίγυπτο, λίβανο και Συρία. Αυτά τα μηνύματα εξηγούσαν τον αγώνα μας και κάναμε έκκληση για υποστήριξη στον δίκαιο αγώνα του Παλαιστινιακού λαού και τελειώνανε με τις λέξεις «κάτω ο διεθνής ιμπεριαλισμός και ο σιωνισμός. Θα νικήσουμε». Ο δεύτερος πιλότος με κοιτούσε θυμωμένα κάθε στιγμή που αναφερόμουν στην Αμερική. Επίσης μίλησα στους επιβάτες για να τους εξηγήσω τον αγώνα μας. «κάναμε την αεροπειρατεία αυτού του αεροπλάνου, διότι θέλουμε να χτυπήσουμε τη ρίζα που τροφοδοτεί το Ισραήλ. Μην πηγαίνετε στο Ισραήλ, απομονώστε αυτό το «κράτος». Η αντίσταση ενάντια στη σιωνιστική κατοχή γίνεται και μέσα στη «χώρα» και σ’ όλους τους δρόμους που οδηγούν σ’ αυτή. Πέστε το αυτό και στους φίλους σας. Εμείς θέλουμε να γυρίσουμε στη χώρα μας, την Παλαιστίνη, και μπορούμε να ζήσουμε μαζί με τους Εβραίους, όπως ζούσαμε μ’ αυτούς και προηγούμενα. Ο αγώνας μας είναι δίκαιος και όλοι οι λαοί του κόσμου πρέπει να μας υποστηρίξουμε». Επίσης προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε τα πράγματα στο πλήρωμα, αλλά αυτοί ήταν αρνητικοί ακροατές.
Ώρα 16:19. Η πυξίδα δείχνει 112 μοίρες.
Η ανταλλαγή των μηνυμάτων που είχα με το αεροδρόμιο του Κάϊρου, ήταν διασκεδαστική. Αυτοί έδειξαν έκπληξη όταν μια φωνή γυναίκας τους είπε τι είχε συμβεί και που πηγαίναμε. Εγώ πρώτα είχα να τους πω ότι δεν μπορούσα να απαντήσω έως ότου αυτοί χρησιμοποιήσουν το δικό μας σήμα. Τότε μια ξεψυχισμένη φωνή ήρθε από το Κάιρο και είπε:» Εσύ, Λαϊκό, εσύ Μέτωπο, εσύ Λεύτερο, εσύ Αραβικό, εσύ Παλαιστινιακό! Τι δουλεία έχεις στο Ισραήλ;» και εγώ απάντησα «Μάλιστα, εμείς πηγαίνουμε στο Ισραήλ για να απελευθερώσουμε την Παλαιστίνη».
Αργότερα τα πράγματα έγιναν σοβαρά, καθώς αρχίσαμε να προσεγγίζουμε το αεροδρόμιο της Λύδας. Βέβαια δεν είχαμε την πρόθεση να προσγειωθούμε-τέτοια πιθανότητα δεν μας απασχολούσε. Αλλά θέλαμε να πετάξουμε πάνω από την πόλη μας και να δείξουμε ότι μπορούμε να το κάνουμε. «Κατέβα στο ένα-δύο-μηδέν» είπα στον πιλότο και ο δεύτερος πιλότος με διέκοψε. «Εσύ εννοείς στα δώδεκα χιλιάδες πόδια». «Εσύ εννοείς τι εγώ λέω», του απάντησα και έκανα μια χειρονομία με το αριστερό μου χέρι και τα μάτια του πιλότου ακολούθησαν όπως πάντα, την χειροβομβίδα. «Εμείς θέλουμε να κάνουμε μια εκδρομή πάνω από την χώρα μας», είπα.
Περιττό να πούμε ότι οι συνομιλίες μου με το αεροδρόμιο της Λύδας δεν ήταν φιλικές. Ο ελεγκτής του πύργου ήταν πολύ νευριασμένος και φώναζε θυμωμένα όλη την ώρα. Έχοντας διακοπή με το μήκος του αεροδρομίου της Λύδας, εγώ πρώτα διάβασα στα Αραβικά ένα μήνυμα για τον λαό μας στα κατεχόμενα εδάφη. Προσπάθησα μετά να επικοινωνήσω με τον πύργο ελέγχου στα Αραβικά, αλλά δεν μπορούσαν να απαντήσουν. «TWA 840», αυτοί εξακολουθούσαν να καλούν. Έτσι αναγκάστηκα να απαντήσω: «Σκασμός! Σας ομιλεί το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Εμείς δεν θα απαντήσουμε, εκτός εάν εσείς χρησιμοποιήσετε το σήμα μας. Εμείς ερχόμαστε κάτω. Εμείς προσγειωνόμαστε. Δώστε μας ελεύθερο διάδρομο».
Εγώ είπα αυτός ακριβώς για να τους τρομοκρατήσω, διότι δεν νομίζω ότι οι Ισραηλινοί θέλουν να μας καλωσορίσουν. Τα λόγια μου, φαίνεται να είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα, διότι ο πύργος ελέγχου της Λύδας φώναξε: «Μην κατεβαίνετε, μην κατεβαίνετε ή άλλως θα στείλουμε αεροπλάνα Μιράζ να σας ρίξουμε κάτω» και εγώ τους απάντησα:
«Εδώ στην καρδιά μου υπάρχει η ελεύθερη Αραβική Παλαιστίνη. Τι μπορείτε εσείς να κάνετε σ’ αυτή; Εγώ δεν ενδιαφέρομαι για την ζωή μου. Αυτή είναι η χώρα μου. Εγώ θέλω να πεθάνω για την χώρα μου. Αλλά εσείς θα είσαστε υπεύθυνοι για την ζωή του πληρώματος και των επιβατών». Σε λίγο όμως οι απειλές έγιναν αισθητές καθώς Μιράζ σηκώθηκαν από το έδαφος και ήρθαν μπροστά μας. Εμείς συνεχίζαμε να κατεβαίνουμε, αλλά ο πιλότος είπε σε μένα:
«Εμείς δεν μπορούμε να κατέβουμε περισσότερο. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος με αυτά τα Μιράζ μπροστά μας». Αυτό προφανώς σημαίνει ότι το Ισραήλ προσπαθεί να μας διώξει από την χώρα μας. Ο δεύτερος πιλότος ζήτησε να μιλήσει με το αεροδρόμιο της Λύδας. Αυτός του εξήγησε: «Εμείς πρέπει να ακολουθήσουμε τις οδηγίες της και να προσγειωθούμε ή άλλως το αεροπλάνο θα ανατιναχθεί. Ελευθερώστε το διάδρομο και μην εξακολουθείτε να καλείτε TWA 840. Σας ομιλεί το Λαϊκό Μέτωπο». Ίσως λόγω των δικών του λέξεων, τα Μιράζ απομακρύνθηκαν λίγο, αν και αυτά παρέμειναν μαζί μας και εμείς κατεβήκαμε στα 12.000 πόδια. Τότε κάναμε τρεις μεγάλους κύκλους πάνω από το αεροδρόμιο της Λύδας και από το Τελ Αβίβ. Βρισκόμασταν επτά λεπτά πάνω από το Τελ Αβίβ, αρκετά για το σχέδιο μας. Το Τελικό μου μήνυμα στο αεροδρόμιο της Λύδας, ακριβώς για να εξακολουθήσουν να ανησυχούν ήταν: «Γεια σας, γεια σας για τώρα, αλλά θα επιστρέψουμε»!
Ώρα 17:12. Η πυξίδα δείχνει 359 μοίρες.
Έδωσα στον πιλότο την προγραμματισμένη κατεύθυνση για πορεία προς βορρά και είπα να ανέβουμε, διότι χρησιμοποιήσαμε πολλά καύσιμα στα 12.000 πόδια. Του είπα συγκεκριμένα να ανέβουμε στα 25.000 πόδια. Σε πολύ λίγα λεπτά φάνηκε η Χάιφα μπροστά μας-η κορυφή του δρόμου Κάρμελ, το λιμάνι της και κάτω δεξιά οι πετρελαιοπηγές και το εργοστάσιο τσιμέντου.
«Αυτή είναι η πόλη μου», είπα στο πλήρωμα.
Από χάρτες είχα μια επιφανειακή ιδέα της περιοχής στην οποία βρισκόταν το σπίτι μου, αλλά προτού την καλοκοιτάξω, η πόλη γλίστρησε μακριά κάτω από τα πόδια μας πολύ γρήγορα. Αυτή όμως η ματιά έφερε στο νου μου τραγικές παιδικές αναμνήσεις, που συνδέουν εμένα προσωπικά με το σπίτι μου στην Παλαιστίνη. Γεννήθηκα τον Απρίλη του 1944, έτσι ήμουν 4 χρονών όταν η μάνα μου, μαζί με τα οκτώ παιδιά της, άφηνε την Χάιφα τον Μάρτη του 1948. Θυμάμαι ότι το σπίτι μου είχε μια σκάλα και κάτω από αυτήν είδα με τα μάτια μου μια μέρα να πεθαίνει ένας άνδρας, που ήταν γεμάτος αίματα. Η μάνα μας, μας είπε ότι ήταν και αυτός ένας από τα θύματα της εγκληματικής θηριωδίας των σιωνιστών, ένας αγωνιστής που υπερασπιζόταν την πατρίδα μας.
Ο πατέρας μου έλειπε συνέχεια από το σπίτι, πολεμώντας μαζί με τους άλλους Άραβες αγωνιστές. Όταν ήρθε στο σπίτι μας, μια βδομάδα προτού φύγουμε και βρήκε την μάνα μου να έχει μαζεμένα τα πράγματα, έτοιμοι να φύγουμε, αμέσως μας είπε ότι δεν πρόκειται να φύγουμε από την πατρίδα μας. Αλλά οι οδομαχίες μεγάλωναν, οι περισσότεροι από τις άλλες γυναίκες και τα παιδιά είχαν φύγει, οι Σιωνιστές προχωρούσαν. Πάρα πολλές φορές αργότερα, ρωτούσαμε τη μάνας μας γιατί φύγαμε και αυτή μας έλεγε ότι μας ανάγκασαν. Θυμάμαι ότι την ημέρα που φύγαμε, το πρώτο ταξί που ήρθε να μας πάρει χτυπήθηκε και πήρε φωτιά και ακόμη θυμάμαι ότι οι πυροβολισμοί ήταν πολύ κοντά μας, όταν μπαίναμε στο δεύτερο ταξί. Φύγαμε πολύ βιαστικά και με πολύ λίγα πράγματα μαζί μας.
Έτσι έγινε η οικογένεια μας «πρόσφυγες». Αλλά κανένας Παλαιστίνιος δεν είναι στην πραγματικότητα «πρόσφυγας». Μας έχουν εκτοπίσει από την πατρίδα μας, μας έχουν διώξει. Εάν ήμασταν πρόσφυγες και είχαμε βρει καταφύγιο έξω από την πατρίδα μας, δεν θα θέλαμε να επιστρέψουμε σε ότι είχαμε αφήσει. Γιατί δεν φύγαμε με την θέληση μας, αλλά μας έδιωξαν σύμφωνα με ένα εσκεμμένο σιωνιστικό σχέδιο. Εμείς όμως θέλουμε να ξαναγυρίσουμε, παρόλο που αυτοί δεν μας το επιτρέπουν. Αυτή η αποφασιστικότητα κάνει εμάς τους Παλαιστίνιους μοναδικούς ανάμεσα στους «πρόσφυγες» όλου του κόσμου.
Καθώς το αεροπλάνο διέσχισε τα σύνορα Ισραήλ-Λιβάνου, ο βοηθός πιλότου, κοιτάζοντας με κάπως ανήσυχα, ρώτησε «Πηγαίνουμε στη Βηρυτό»; «Δεν είναι δουλειά σου», του είπα. «Δεν μας έμειναν πολλά καύσιμα ξέρεις», απάντησε. «Το ξέρω, όμως ξέρω και καλό κολύμπι, εάν συμβεί κάτι».
Και εγώ όμως ανησυχούσα για τα καύσιμα, αλλά ήμουν πάρα πολύ απορροφημένη στις σκέψεις μου, καθώς πετούσαμε πάνω από τον όμορφο γαλάζιο κόλπο, που απλωνόταν μπροστά μας στη Ρας-Νακούρα. Ακριβώς απέναντι από την Ρας-Νακούρα, βρίσκεται η Λιβανική Τύρος, στην οποία ζούμε από τότε που μας έδιωξαν από την Παλαιστίνη. Η μητέρα μου ποτέ δεν θα φανταζόταν ότι μια κόρη της πετούσε εκείνη τη στιγμή ψηλά, πάνω από το κεφάλι της. Την επισκέφτηκα το τελευταίο βράδυ που ήμουν στο Λίβανο και της είπα ότι θα πήγαινα σπίτι για το βραδινό φαγητό. Ήξερα ότι θα ανησυχούσε αλλά έπρεπε να κρατήσω αυτό το εγχείρημα μυστικό. Άφησα επίσης και το αποχαιρετιστήριο γράμμα να της το δώσουν, σε περίπτωση που κάτι θα συνέβαινε.
Η Τύρος τότε που πήγαμε εμείς δεν είχε σινεμά, αλλά και να είχε, εμείς δεν είχαμε λεφτά να πάμε. Μακριά στα δεξιά, κοντά σ’ αυτόν τον υπέροχο κόλπο βρίσκεται κάτι που μοιάζει με πόλη, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά άσπρες σκηνές που αποτελούν ένα στρατόπεδο 9.000 Παλαιστινίων «προσφύγων». Είκοσι χρόνια τώρα, τέτοια στρατόπεδα είναι η νέα πατρίδα του λαού μας.
Όταν φτάσαμε στην Τύρο, ήμασταν μια οικογένεια απόρων και μείναμε άποροι δέκα χρόνια. Στη Χάιφα, ο πατέρας μου δεν ήταν πλούσιος αλλά είχαμε μια λογικά άνετη ζωή. Ήταν έμπορος υφασμάτων και είχε και ένα μικρό καφενείο. Βέβαια τα ‘χασε όλα, αλλά εκείνο που ήταν πραγματικό δυσάρεστο είναι ότι, όπως και πολλοί άλλοι, δεν μπόρεσε να πάρει τίποτα από τα λίγα χρήματα που είχε στην Τράπεζα, αν και ήταν Βρετανική.
Τόσο μεγάλη σύγχυση επεκράτησε όταν οι σιωνιστές κατέλαβαν τη Παλαιστίνη, ώστε για μερικούς μήνες δεν είχαμε καμία είδηση από τον πατέρα μου και όλοι νομίζαμε ότι σκοτώθηκε. Μετά μάθαμε ότι βρισκόταν στην Αίγυπτο. Και αυτό όμως ήταν ένα γεγονός πολύ συνηθισμένο στους Παλαιστίνιους. Πολλές οικογένειες δεν γνώριζαν που βρίσκονται οι δικοί τους, για πολύ χρονικό διάστημα, αν σκοτώθηκαν ή αν ζουν. Εκείνο όμως που είναι πολύ σημαντικό και αποτελούσε χαρακτηριστικό πολλών οικογενειών ήταν η ψυχική και σωματική κατάπτωση, η μεγάλη στενοχώρια για την σκλαβωμένη πατρίδα, το κατεστραμμένο σπίτι, τη χαμένη δουλειά τους. Και αυτό ήταν που κλόνισε την υγεία του πατέρα μου. Πέθανε το 1966. Ευτυχώς η καταγωγή της μάνας μου είναι από την Τύρο και έτσι το πρώτο χρόνο ζούσαμε με ένα θείο της. Έπειτα μετακομίσαμε σε ένα σπίτι με 2 δωμάτια, όπου ζήσαμε τα επόμενα 16 χρόνια, αλλά τώρα ήμασταν 14 άτομα μέσα στην οικογένεια. Στριμωγμένοι δεν θα πει τίποτα, πάντως όμως ήμασταν πιο καλά από άλλους πατριώτες μας που ζουν σε σκηνές. Με τις χειμωνιάτικες θύελλες, τα παιδιά δεν ερχόντουσαν σχολείο γιατί τους είχε πάρει ο αέρας τη σκηνή. Μια φορά θυμάμαι, ο μικρός αδερφός μου μιας φίλης μου πνίγηκε από μια πλημμύρα που ξέσπασε στο στρατόπεδο. Για μας το μοναδικό χρηματικό εισόδημα ήταν μια μηνιαία πληρωμή 100 Λιβανέζικων λιρών 9περίπου 30 δολάρια) από ένα θείο της μητέρας μου, που δεν έφτανε όμως για 14 άτομα.
Αργότερα γραφτήκαμε σαν «πρόσφυγες» στα Ηνωμένα Έθνη. Παίρναμε τρόφιμα με το δελτίο από το UNRWA . Αλλά το UNRWA –το ίδιο το λέει- δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα περισσότερο από μια απλή συντήρηση του οργανισμού.
Αλλά την πείνα μπορεί κανείς να μάθει να την υποφέρει. Αυτό όμως που είναι ανυπόφορο είναι η ταπείνωση να στέκεσαι στην ουρά με τα κατσαρόλια, να πάρεις το δελτίο σου σαν να παίρνεις «μπαξίσι». Είχαμε γίνει ζητιάνοι, ακριβώς ζητιάνοι, με το πιάτο στα χέρια μας, με τη διαφορά ότι την ελεημοσύνη ερχόταν από τα Ηνωμένα Έθνη και όχι από άτομα. Σε φωτογραφίες του UNRWA κατά την διάρκεια της διανομής, θα δεις ελάχιστους ενήλικους. Δεν αντέχουν να πάνε και στέλνουν τα παιδιά τους, όπως κάναμε και εμείς. Αργότερα, όταν οι αδερφές μου άρχισαν να δουλεύουν το 1957, το UNRWA μας έκοψε το δελτίο και τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα για μας, αλλά πάντως νιώσαμε πιο ευτυχισμένοι, γιατί νιώθαμε λιγότερο εξαρτημένοι.
Το καλύτερο όμως που έκανε το UNRWA για τους Παλαιστίνιους είναι ότι μας παρείχε παιδεία. Μου άρεσε το σχολείο πάρα πολύ και σ’ όλους μας άρεσε, γιατί ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσαμε να δείξουμε ότι είμαστε ανθρώπινες υπάρξεις και όχι ένας «αριθμός» στο δελτίο τροφίμων.
Εγώ προσπάθησα να σπουδάσω. Τελείωσα το κολέγιο και με υποτροφία τουUNRWA σχεδίαζα να σπουδάσω φαρμακοποιός στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού, που είναι ένα καλό επάγγελμα για ένα κορίτσι. Η υποτροφία όμως δεν ήταν αρκετή να καλύψει όλα τα έξοδα της συντήρησης μου στη Βηρυτό και η οικογένεια μου δεν μπορούσε να με βοηθήσει. Έτσι έμεινα μόνο ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο, αργότερα όμως αναγκάστηκα να φύγω και αυτό ήταν για μένα μις μεγάλη απογοήτευση.
Έπιασα δουλειά σαν καθηγήτρια Αγγλικών στο Κουβέιτ και δούλεψα 6 χρόνια. Δεν μου άρεσε να διδάσκω, αλλά έπρεπε να αρχίζω να βγάζω το ψωμί μου για να βοηθήσω την οικογένεια μου. Ένας από τα αδέρφια μου πήρε το πτυχίο του μηχανικού και δουλεύει στο Άμπου Δάμπι, στον Αραβικό Κόλπο και ένας άλλος αδερφός μου δουλεύει σε μια τράπεζα στο Άμπου Δάμπι. Με τις δικές μας εισφορές, η οικογένεια μας ζει πιο άνετα. Μάλιστα μπορούμε να παρέχουμε τα μέσα για να στείλουμε μια από τις αδελφές μας στο Πανεπιστήμιο, αλλά αυτή όμως ενδιαφέρεται να αγωνιστεί μέσα από τις γραμμές της Παλαιστινιακής Αντίστασης. Τώρα εγώ και ένας αδερφός μου είμαστε επαγγελματίες Παλαιστίνιοι Φενταγίν.
Πολλοί Λιβανέζοι φίλοι μας, ρωτούν την μάνα μου «Αλήθεια, θέλεις να γυρίσεις πίσω στην Χάιφα έπειτα από τόσα χρόνια;» και η μάνα μου απαντάει: «Ναι, θα πήγαινα αύριο. Είναι αλήθεια ότι περάσαμε δύσκολες μέρες εδώ, αλλά τώρα τα πράγματα είναι πιο εύκολα για μας. Έχουμε ένα ευχάριστο σπίτι, αρκετή τροφή και αρκετά καλά οικονομικά για την μόρωση των παιδιών. Τι παραπάνω έχει μια Λιβανέζα; Εξάλλου ο Λίβανος δεν είναι μια ξένη χώρα, είναι Αραβική χώρα. Ο Λίβανος είναι η πατρίδα μου, αλλά δεν είναι ο τόπος μου. Ο τόπος μου είναι η Χάιφα».
Και οι φίλοι μου με ρωτούν εάν θέλω να γυρίσω στη χώρα που ελάχιστα γνωρίζω, αφού άφησα την Παλαιστίνη όταν ήμουν μικρή. Και η απάντηση μου είναι: «Ναι, γιατί κι εγώ έμαθα ότι ενώ δεν είμαι ποτέ ξένη σε μια Αραβική χώρα, ποτέ δεν θα νιώθω σαν το σπίτι μου».
Έμαθα ότι ήμουν κάτι που το έλεγαν «πρόσφυγας» όταν ήμουν 7 χρονών. Τότε μάλωσα με ένα γειτονόπουλο γιατί μου είχε πει «είσαι πρόσφυγας και γι’ αυτό μην μου φωνάζεις εμένα».
Πως θα μπορούσα να ξεφύγω και να μάθω για το Παλαιστινιακό πρόβλημα; Οι γονείς μου συνέχεις μιλούσαν για την προηγούμενη ζωή τους στην Χάιφα, οι φίλοι μου καθημερινά ζούσαν στις αφύσικες συνθήκες του στρατόπεδο και μαθαίναμε για την Παλαιστίνη στο σχολείο. Περισσότερο έμαθα όταν. 16 χρονών, έγινα μέλος του Αραβικού Εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και από τότε μπήκα ενεργά στον αγώνα για μια λεύτερη Παλαιστίνη μέσα σε ένα αδέσμευτο, σοσιαλιστικό Αραβικό κόσμο. Οι μεγαλύτεροι αδερφοί και αδελφές μου είχαν μπει σ’ αυτή την οργάνωση πριν από μένα. Σχεδιάζαμε, ονειρευόμασταν και συζητάγαμε μαζί. Πολλές φορές επισκέφτηκα στη Δυτική όχθη ότι απέμεινε από την Παλαιστίνη και ταξίδεψα παντού για να γνωρίσω την χώρα μου.
Ώρα 17:25. Η πυξίδα δείχνει 070 μοίρες.
Χρειάστηκε να γίνουν τα γεγονότα του Ιούνη του 1967 και να συμβεί η απώλεια ολόκληρης της Παλαιστίνης μαζί με το ξεσπίτωμα 300.000 Παλαιστινίων για να αποφασίσω ότι έπρεπε να κάνω κάτι πιο θετικό για την Απελευθέρωση της πατρίδας μου. Και αυτό αποτελεί και τη μεγάλη ήττα των ισραηλινών , πολύ μεγαλύτερης σημασίας από τη δική μας στρατιωτική ήττα. Έφεραν μια ολόκληρη γενιά Παλαιστινίων στον αγώνα και τους έκαναν να πιστέψουν μόνο στον ένοπλο αγώνα ενάντια στο Ισραήλ. Έτσι, με αυτή τη ιδεολογία στρατολογήθηκα στο Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Πέρσι το καλοκαίρι έκανα ανώτατη αντάρτικη εκπαίδευση με το Λαϊκό Μέτωπο και μετά με διάλεξαν και με εκπαίδευσαν για αυτή την αποστολή.
Ώρα 17:28. Η πυξίδα δείχνει 118 μοίρες.
Τα ισραηλινά Μιράζ μας ακολούθησαν μέχρι τα Λίβανο-συριακά σύνορα. Μίλησα στον καινούριο πύργο έλεγχου της Δαμασκού και τους είπα ότι θα προσγειωνόμασταν εκεί-δεν ζήτησα άδεια. Απάντησε ότι μπορούσαμε να προσγειωθούμε εκεί, στον δεξιό διάδρομο, αλλά του είπα ότι θα προσγειωνόμασταν στον κοντινό αριστερό διάδρομο, γιατί είχαμε πολύ λίγα καύσιμα. Είπα στο πλήρωμα να βγάλουν αμέσως τους επιβάτες από ην έξοδο κίνδυνου μόλις το αεροπλάνο θα προσγειωνόταν, γιατί θα ξαναπετούσαμε πάλι. Ζήτησα από τον πιλότο να κλείσει τις μηχανές αμέσως μόλις ακουμπούσαμε κάτω, διαφορετικά θα τρέχαμε πάνω στο έδαφος μέχρι το κτίριο του αεροδρομίου.
«Δεν μπορώ να το κάνω», είπε.
«Τότε μπορώ εγώ», απάντησα.
Επίσης του είπα να μεταχειρισθεί τα φρένα πολύ αργά, διαφορετικά μπορούσα να πέσω και η χειροβομβίδα που κρατούσα να εκραγεί. Πράγματι ο πιλότος έκανε μια καλή προσγείωση.
Ώρα 17:35. Προσγείωση στη Δαμασκό.
Αμέσως μόλις σταμάτησε το αεροπλάνο, κοίταξα προς τους επιβάτες και τους φώναξα:
«Αμέσως, όλοι έξω».
Το πλήρωμα αναστατώθηκε και όρμησε έξω. Ήταν με τα πουκάμισα και ο σύντροφός μου τους φώναξε: «Πάρτε τα σακάκια σας». Αλλά αυτοί δεν σταμάτησαν. Εγώ επίσης τους φώναξα «Σας ευχαριστούμε για την συνεργασία».
Σε δυο λεπτά το αεροπλάνο ήταν σχεδόν άδειο. Είδα μόνο τα τελευταία 4-5 άτομα που έβγαιναν από την έξοδο κινδύνου και τους φώναξα: «Αργά, πηγαίνετε αργά». Αλλά δεν ήξεραν ποια είμαι και δεν με άκουσαν. Κοίταξα όλο το αεροπλάνο για να βεβαιωθώ ότι ήταν άδειο. Ο σύντροφός μου τότε τοποθέτησε την χειροβομβίδα του στον θαλαμίσκο του πιλότου. Όρμησε έξω και στάθηκε μαζί μου, κοντά στην έξοδο κινδύνου ενώ εγώ πέταγα 2 χειροβομβίδες στο διαμέρισμα της πρώτης θέσης. Μόλις τις πετάξαμε, γλιστρήσαμε κάτω από την έξοδο κινδύνου, τρέξαμε είκοσι μέτρα και περιμέναμε την έκρηξη. Τίποτα όμως δεν συνέβηκε. Ήταν μια φοβερή στιγμή να σκέφτεσαι ότι η δουλειά θα γινόταν μισή. Τότε ο σύντροφός μου όρμησε μέσα στο αεροπλάνο να ξανά τοποθετήσει τα εκρηκτικά. Έτρεξα πίσω του στο αεροπλάνο. Μετά από ένα ατελείωτο λεπτό, γλιστρήσαμε πάλι έξω και ξανά τρέξαμε άλλη μια φορά. Δυο λεπτά αργότερα ένας δυνατός κρότος ακούστηκε και η μύτη του αεροπλάνου θρυμματίστηκε. Ο σύντροφός μου πυροβόλησε τα φτερά του αεροπλάνου για να πάρει φωτιά η βενζίνη, αλλά ήταν τόσο λίγη ώστε δεν ανεφλέγησαν.
Έτσι όλα τελείωσαν. Ένοιωθα ανακουφισμένη, χαλαρωμένη και χαρούμενη που κανείς δεν έπαθε τίποτα.
Περπατούσαμε προς το κτίριο του αεροδρομίου, όταν ένα λεωφορείο ήρθε και μάζεψε τους επιβάτες και εμάς. Μείναμε στο λεωφορείο μισή ώρα, ενώ οι Σύριοι άδειαζαν το κτίριο του αεροδρομίου. Πρόσεξα τον φίλο μου τον Έλληνα και του είπα:
«Ο σύντροφός μου και εγώ κάναμε αυτήν την αεροπειρατεία». Ξέσπασε σε δάκρυα και για να τον παρηγορήσω του είπα ότι θα ζητούσα από τις Συριακές αρχές να τηλεγραφήσουν στη μητέρα του για να μην ανησυχεί άδικα. Προσφέραμε τσιγάρα και γλυκά στα παιδιά που τα πήραν ζητωκραυγάζοντας.
Τον καιρό που περιμέναμε, μίλησα ξανά στους επιβάτες για να τους εξηγήσω γιατί κάναμε την αεροπειρατεία: «Μπορεί να σκέφτεστε ότι είμαστε εγκληματίες, αλλά δεν είμαστε. Είμαστε αγωνιστές της ελευθερίας. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός εφοδιάζει το «Ισραήλ» με αεροπλάνα Φάντομς και βόμβες ναπάλμ και εμείς πρέπει να αντισταθούμε σ’ αυτό, όχι μόνο για το όφελος του δικού μας λαού αλλά για τα συμφέροντα των λαών όλου του κόσμου. Μας έδιωξαν πριν από είκοσι χρόνια και το 1967 το «Ισραήλ» ολοκλήρωσε την καταστροφή της πατρίδας μας. Πολεμάμε να ξανακερδίσουμε την ελευθερία μας, την πατρίδας μας και τα σπίτια μας. Πείτε σ’ όλους τους φίλους σας να μην έρχονται στο Ισραήλ σαν τουρίστες. Δεν είμαστε ενάντια στους Εβραίους, αλλά μόνο ενάντια στον σιωνισμό».
Όταν σταμάτησα να μιλάω, μια κυρία μου είπε ότι ήταν από την Καλιφόρνια και με ρώτησε εάν έμαθα τα Αγγλικά μου στην Αμερική ή στην Αγγλία. «Στην πατρίδα μου», είπα. Δεν είμαστε τόσο αγράμματοι όσο θέλουν οι Σιωνιστές να μας παρουσιάσουν.
Θα ήθελα να δω τον πιλότο, να τον ρωτήσω αν είχαμε κάνει καλή δουλειά κατά την πτήση, να συζητήσω μαζί του για την Παλαιστίνη και να τον καλέσω να μας επισκεφθεί στην Ιορδανία. Αλλά δεν επιτρεπόταν. Είδα μόνο έναν από τους υπαλλήλους και μου είπε ότι μια κυρία χτύπησε καθώς έβγαινε από το αεροπλάνο. Του ζήτησα να της πει συγνώμη εκ μέρους μου.
Μια ερώτηση μένει: Θα χρειαστεί να ξαναπάρω αεροπλάνο για να δω την πόλη μου πάλι;


Βηρυτός, 1971

<<Πίσω                                                                          Συνέχεια>>