Μετά την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης το 1948, που έμεινε γνωστή ως Νάκμπα, κυριάρχησε το θέμα των προσφύγων –«χωρίς ελπίδα, αβοήθητοι και χωρίς σπίτια».
Όμως, όπως εξηγεί ο Σλίμαν Μανσούρ, μετά τον ένοπλο αγώνα της δεκαετίας του 1960, «η παλαιστινιακή τέχνη έγινε περήφανη». «Η γυναίκα της Παλαιστίνης, με το όμορφο φόρεμά της, τα μαλλιά της να ανεμίζουν και ο μακρύς λαιμός της: η γυναίκα είναι το σύμβολο της επανάστασης», λέει.
Η Ιερουσαλήμ σύντομα έγινε σύμβολο της Παλαιστίνης και ο Μανσούρ είναι ίσως πιο γνωστός για τον πίνακα ενός ηλικιωμένου που κουβαλάει στην πλάτη του την Παλιά Πόλη, με τον Θόλο του Βράχου σαν στέμμα. «Η βασική ιδέα πίσω από την δουλειά μας ήταν να προάγουμε και να δείξουμε ότι υπάρχει παλαιστινιακός λαός, παλαιστινιακή ταυτότητα και πολιτισμός».
Καλλιτέχνες σαν τον Μανσούρ δεν επέλεξαν να είναι πολιτικοί, απλά ανταποκρίνονται στο περιβάλλον τους, πρόσθεσε. Ο Μανσούρ και οι συνάδελφοι του στον Συνασπισμό Παλαιστίνιων Καλλιτεχνών εκτύπωσαν την δουλειά τους σε αφίσες για να φτάσουν σε όσους περισσότερους μπορούν. Η δουλειά τους ήταν ευρέως επιτυχημένη. «Μπορείς να βρεις αφίσες παλαιστινιακής τέχνης σε κάθε σπίτι».
«Αυτή η ξαφνική φήμη έκανε επίσης τις ισραηλινές αρχές να μάθουν την ύπαρξή μας. Κατέσχεσαν μερικά έργα. Μέχρι και σήμερα, δεν ξέρουμε τι έχουν απογίνει».Το Ισραήλ άρχισε να λογοκρίνει τους Παλαιστίνιους καλλιτέχνες και απαγόρεψε τα χρώματα κόκκινο, λευκό, μαύρο και πράσινο-τα χρώματα της παλαιστινιακής σημαίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, την περίοδο της 1ης Ιντιφάντα, οι καλλιτέχνες άρχισαν να δουλεύουν με φυσικά υλικά, τηρώντας το μποϋκοτάζ των ισραηλινών προϊόντων. «Αντί να ζωγραφίσω ένα τοπίο, θα χρησιμοποιήσω το χώμα για να ζωγραφίσω», θυμάται ο Μανσούρ.
Κάποτε ο Μανσούρ συμμετείχε σε μια πρωτοβουλία που προσπαθούσε να αλλάξει την κοινή γνώμη του Ισραήλ μέσα από την τέχνη, με το σύνθημα να τερματίσει η κατοχή. «Φτάσαμε στο συμπέρασμα ότι δεν δουλεύει…γι’ αυτό σταματήσαμε».