Η πρόσφατη προσπάθεια να αναβιώσουν οι ειρηνευτικές συνομιλίες ανάμεσα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, δεν σημαίνει πως υπάρχει πιθανότητα να βγουν πιο ουσιώδη αποτελέσματα από εκείνα που βγήκαν στις προηγούμενες προσπάθειες. Είμαστε πια στα 20 χρόνια μετά την Συμφωνία του Όσλο που υπογράφτηκε ανάμεσα στο Ισραήλ και την PLO.
Η Συμφωνία του Όσλο ήταν διττό γεγονός. Υπήρχε η Διακήρυξη Αρχών (DoP) που υπογράφτηκαν σε τελετή στον Λευκό Οίκο στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 και υπήρχε η λιγότερο εορταστική συμφωνία «Όσλο ΙΙ» που υπογράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 1995 στην Αίγυπτο, και τόνιζε την εφαρμογή της Διακήρυξης Αρχών του 1993, σύμφωνα με την ισραηλινή ερμηνεία της.
Η ερμηνεία του Ισραήλ ήταν πως η Συμφωνία του Όσλο ήταν απλώς μια διεθνή και παλαιστινιακή έγκριση της στρατηγικής που είχαν διατυπώσει οι Ισραηλινοί το 1967. Μετά τον πόλεμο του 1967, όλες οι διαδοχικές ισραηλινές κυβερνήσεις ήταν αποφασισμένες να κρατήσουν τη Δυτική Όχθη ως τμήμα του Ισραήλ. Γι’ αυτούς ήταν η καρδιά της αρχαίας πατρίδας αλλά αποτελούσε και στρατηγική πολιτική που θα απέτρεπε τη διχοτόμηση ενός κράτος σε δύο, που πιθανά να προέκυπτε με το ξέσπασμα ενός νέου πολέμου.
Την ίδια ώρα, η ισραηλινή πολιτική ελίτ δεν επιθυμούσε να δώσει ιθαγένεια στους ανθρώπους που ζούσαν εκεί αλλά δεν σκέφτηκαν και σοβαρά την απέλαση τους. Ήθελαν να κρατήσουν την περιοχή, αλλά όχι τον λαό. Η πρώτη παλαιστινιακή εξέγερση ωστόσο, απέδειξε το κόστος της κατοχής, οδηγώντας τη διεθνή κοινότητα να απαιτήσει από το Ισραήλ να ξεκαθαρίσει τα σχέδια του για τη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη. Για το Ισραήλ, το Όσλο ήταν αυτό το ξεκαθάρισμα.
Η Συμφωνία του Όσλο, για τους Ισραηλινούς, δεν ήταν ένα ειρηνευτικό σχέδιο. Ήταν η λύση για το παράδοξο που χρόνια βασάνιζε το Ισραήλ, του να θέλει τον φυσικό χώρο χωρίς τους ανθρώπους του. Αυτή ήταν και η δύσκολη θέση του σιωνισμού από την πρώτη μέρα της σύλληψης του: πώς να έχει την γη χωρίς τους ιθαγενείς, σε έναν κόσμο που δεν δεχόταν πια την αποικιοκρατία και την εθνοκάθαρση.
Η Συμφωνία του Όσλο ΙΙ έδινε τις απαντήσεις: η πορεία της ειρήνης θα ξεκινούσε ενώ θα δημιουργούνταν γεγονότα που θα οδηγούσαν στον περιορισμό του γηγενή πληθυσμού σε μικρές περιοχές, ενώ οι υπόλοιπες θα προσαρτούνταν από το Ισραήλ.
Με τη Συμφωνία του Όσλο ΙΙ, η Δυτική Όχθη χωρίστηκε σε τρεις περιοχές. Μόνο η μία από αυτές, ο Τομέας Α, όπου οι Παλαιστίνιοι διέμεναν σε πολυπληθείς περιοχές, δεν ελεγχόταν άμεσα από το Ισραήλ. Ήταν μία μη ομογενοποιημένη περιοχή που αποτελούσε περίπου το 3% της Δυτικής Όχθης το 1995 και έφτασε στο 18% το 2011. Οι Ισραηλινοί έδωσαν στη περιοχή την αυτονομία της και δημιούργησαν την Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή για να την διοικεί. Οι άλλες δύο περιοχές, οι τομείς Γ και Β, διοικούνταν από το Ισραήλ, η μεν πρώτη απευθείας, η δε δεύτερη θεωρητικά από κοινού, αλλά επί του πρακτέου επίσης απευθείας.
Το Όσλο είχε σκοπό να επιτρέψει στους Ισραηλινούς να διαιωνίσουν τον διαχωρισμό και να έχουν τον έλεγχο για μια πολύ μεγάλη περίοδο. Η δεύτερη παλαιστινιακή εξέγερση το 2001 έδειξε πως οι Παλαιστίνιοι δεν είχαν την διάθεση να το δεχτούν. Η απάντηση του Ισραήλ ήταν να βρει ένα ακόμα Όσλο, που ίσως μπορούμε να το ονομάσουμε Όσλο ΙΙΙ, που θα τους έδινε για ακόμα μία φορά την διεθνή και παλαιστινιακή έγκριση για τον τρόπο που θέλουν να διοικούν τα κατεχόμενα εδάφη. Δηλαδή του να δίνουν περιορισμένη αυτονομία σε πυκνοκατοικημένες παλαιστινιακές περιοχές και να υπάρχει πλήρης ισραηλινός έλεγχος στις υπόλοιπες. Αυτό θα εξυπηρετούσε ως μια μόνιμη λύση κι στις περιοχές που δόθηκε αυτονομία τελικά θα χαρακτηρίζονταν ως «κράτος».
Όμως κάτι άλλαξε στη θεώρηση του Ισραήλ για το Όσλο από το 2000. Οι πολιτικές δυνάμεις πριν το 2000 ήταν –πιστεύω- ειλικρινείς στην προσφορά τους να αποτελέσει ο Τομέα Γ της Δυτικής Όχθης και η Γάζα κράτος για τους Παλαιστίνιους. Η πολιτική ελίτ που ανέλαβε σε αυτόν τον αιώνα, ωστόσο, παρόλο που δείχνει να συζητά τα δύο κράτη, έχει καθιερώσει, χωρίς να το λέει δημόσια, ένα ισραηλινό κράτος στο οποίο οι Παλαιστίνιοι της Δυτικής Όχθης θα βρίσκονται στην ίδια δευτερεύουσα θέση όπως εκείνοι που μένουν εντός του Ισραήλ. Επίσης βρήκαν μια σπέσιαλ λύση για τη Λωρίδα: την γκετοποίηση της.
Η επιθυμία να διατηρηθεί το παρόν status quo ως μια μόνιμη πραγματικότητα έγινε η απόλυτη ισραηλινή στρατηγική με την άνοδο του Αριέλ Σαρόν στην εξουσία στις αρχές του αιώνα. Ο μόνος δισταγμός που είχε ήταν σχετικά με το μέλλον της Γάζας. Μόλις βρήκε την φόρμουλα της γκετοποίησης της, αντί του απευθείας έλεγχου, ένοιωσε ότι δεν χρειάζεται να αλλάξει και αλλού την πραγματικότητα με δραματικό τρόπο.
Η στρατηγική βασιζόταν στην εκτίμηση πως μακροπρόθεσμα, η διεθνής κοινότητα θα έδινε στο Ισραήλ, αν κι όχι νόμιμα αλλά τουλάχιστον δείχνοντας επιείκεια, τον έλεγχο της Δυτικής Όχθης. Οι Ισραηλινοί πολιτικοί γνωρίζουν πως αυτή η στρατηγική έχει απομονώσει το Ισραήλ στη παγκόσμια κοινή γνώμη, μετατρέποντας το σε ένα κράτος παρία στα μάτια των πολιτισμένων κοινωνικών ομάδων σε όλο τον κόσμο. Όμως την ίδια ώρα, νοιώθουν ανακούφιση με το γεγονός ότι η παγκόσμια άποψη έχει πού μικρή επιρροή στις πολιτικές των δυτικών κυβερνήσεων και τους συμμάχους τους.
Οποιαδήποτε ελπίδα αναβίωσης των αρχικών ιδεών που οδήγησαν τους Παλαιστίνιους να υποστηρίξουν την Συμφωνία του Όσλο το 1993, έσβησε με την κυβέρνηση του Εχούντ Ολμέρ το 2007, όταν έθαψε για πολλούς λόγους και σκοπιμότητες την Συμφωνία του Όσλο και τη λύση των δύο κρατών.
Η στρατηγική ορίστηκε από τον Ολμέρ «μονομερής». Ο λόγος ύπαρξης αυτής της πολιτικής ήταν πως δεν θα υπήρχε ειρήνη στο άμεσο μέλλον και έτσι το Ισραήλ θα μπορεί να αποφασίσει μονομερώς την μοίρα της Δυτικής Όχθης. Οι διπλωματικές προσπάθειες αυτόν τον αιώνα έκαναν πολύ λίγα για να αποτρέψουν την εφαρμογή αυτής της πολιτικής.
Από την σημερινή πλεονεκτική θέση, η στρατηγική διαφαίνεται ολοκάθαρα. Η Δυτική Όχθη είναι χωρισμένη στα δύο: στην εβραϊκή και την παλαιστινιακή. Οι εβραϊκές περιοχές καλύπτουν λίγο πολύ τον τομέα Γ του Όσλο όπου το Ισραήλ έχει τον πλήρη έλεγχο, αλλά και εδάφη του τομέα Β όπου η Παλαιστινιακή Αρχή και το Ισραήλ έχουν από κοινού τον έλεγχο. Μαζί καλύπτουν περίπου τη μισή Δυτική Όχθη.
Το Ισραήλ δεν έχει ακόμα προσαρτήσει επίσημα τα «εβραϊκά» εδάφη, αλλά θα το κάνει στο μέλλον. Προς το παρόν, η ταυτότητα των εδαφών καθορίζεται από την μαζική εβραϊκή παρουσία σε συνδυασμό με την υφέρπουσα εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων γηγενών σε αυτές τις περιοχές ή οδηγώντας τους να μείνουν σε περιορισμένους θύλακες εντός του «εβραϊκού» χώρου. Εν τω μεταξύ, ο «παλαιστινιακός» χώρος στον τομέα Α ελέγχεται από την ΠΑ και το Ισραήλ μπορεί να εισέλθει όποτε θελήσει με τους μυστικούς πράκτορες, τις ειδικές δυνάμεις κι αν χρειαστεί με μαζικές ένοπλες δυνάμεις, όποτε κριθεί απαραίτητο.
Για τους επικεφαλείς χάραξης πολιτικής ανάμεσα στους Ισραηλινούς πολιτικούς και στρατιωτικούς, δεν πρόκειται για μια προσωρινή κατάσταση αλλά για τρόπο ζωής που μπορεί να διατηρηθεί για πολύ μεγάλο διάστημα. Συμπληρώνεται με αρκετά μέτρα που είναι υψίστης σημασίας για όσους εμπλέκονται στον αγώνα ενάντια στην κατοχή. Το πρώτο είναι τα οικονομικά: η ισραηλινή κυβέρνηση εξακολουθεί να τροφοδοτεί με τεράστια χρηματικά ποσά τις αποικίες με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε αστικά καταλύματα με όλες τις μοντέρνες υποδομές μιας νέας μητρόπολης. Τα χρήματα χρησιμοποιούνται κυρίως για νέες οικοδομές μέσα στις υπάρχουσες αποικίες αλλά και για να επεκταθούν στην γύρω περιοχή με τέτοιο τρόπο που να αποτελούν σταθερό χαρακτηριστικό γνώρισμα στο τοπίο.
Το δεύτερο μέτρο είναι η συνεχιζόμενη από-αραβοποίηση της «Μεγάλης Ιερουσαλήμ». Περισσότεροι από 250.000 Παλαιστίνιοι ξεριζώθηκαν από μια περιοχή που καλύπτει το ένα τρίτο της Δυτικής Όχθης. Αυτό επιτεύχθηκε με την κατεδάφιση σπιτιών, τις πολιτικές συλλήψεις και κυρίως με την απαγόρευση να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ άνθρωποι που έκαναν το λάθος να φύγουν από κει.
Το τρίτο μέτρο είναι το δίκτυο τειχών. Το πιο ορατό χαρακτηριστικό είναι το διάσημο Τείχος του Απαρτχάιντ που διχοτόμησε τη Δυτική Όχθη με τέτοιο τρόπο που διέλυσε την εδαφική ακεραιότητα ενός οποιουδήποτε μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους. Το δίκτυο επίσης περιλαμβάνει μικρότερους φράχτες και τοίχοι που περιορίζουν τα παλαιστινιακά χωριά και πόλεις με τέτοιο τρόπο που δεν επιτρέπεται καμία χωρική ανάπτυξη πέρα από την περίμετρο στην οποία ζουν τώρα οι άνθρωποι. Το 2013, αυτό είναι το κράτος του Ισραήλ: μια σιωνιστική δημοκρατία που επεκτείνεται από τη Μεσόγειο μέχρι τον ποταμό Ιορδάνη, με σχεδόν ισάριθμο αριθμό Παλαιστινίων και Εβραίων. Η δημογραφική αλήθεια μέχρι τώρα θέτει σε κίνδυνο την ταυτότητα του κράτους ως εβραϊκού ή το καθεστώς της αστικής δημοκρατίας.
Στο Ισραήλ δεν υπάρχει κανένα πολιτικό κόμμα μεγάλης σημασίας που να θέλει να αλλάξει αυτή την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει κανένα πραγματικό σχέδιο της Δύσης να σταματήσει την ισχυροποίηση αυτού του ενός κράτους, πόσο μάλλον να προσφέρει μια σοβαρή βιώσιμη εναλλακτική. Παράγοντες όπως η κατάτμηση της παλαιστινιακής πλευράς, η διάλυση των κρατών του αραβικού έθνους γύρω από το Ισραήλ και η συνεχιζόμενη άνευ όρων υποστήριξη της Αμερικής, χρησιμοποιούνται ως μαξιλάρι που προστατεύει το ισραηλινό εβραϊκό κοινό από οποιαδήποτε πιθανή απειλή του νέου, μεγάλου, ρατσιστικού αλλά οικονομικά βιώσιμου κράτους.
Το ηθικό βάρος του νέου γεωπολιτικού διευρυμένου κράτους του Ισραήλ έχει διαβρωθεί σημαντικά με την πετυχημένη εκστρατεία BDS που ξεκίνησε πριν λίγα χρόνια. Οι πράξεις του ίδιου του Ισραήλ έχουν βοηθήσει στην περαιτέρω από-νομιμοποίηση του κράτους στα μάτια της παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών.
Η μάχη της Δύσης ενάντια στο απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής μας δείχνει πως η διεθνής απόρριψη ενάντια στη νομιμοποίηση ενός καθεστώτος είναι μια διαδικασία από τα κάτω προς τα πάνω και αυτό μπορεί να γίνει και τώρα με το νέο, διευρυμένο κράτος του Ισραήλ. Ο ρόλος των φίλων της Παλαιστίνης σε όλο τον κόσμο δεν έχει αλλάξει και πρέπει να συνεχίζουν με την ίδια δέσμευση και σθένος να πιέζουν της κυβερνήσεις τους να επιβάλλουν κυρώσεις στο νέο καθεστώς για τις εγκληματικές πολιτικές του.
Η στρατηγική για τον λαό εντός δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα. Όσο πιο γρήγορα καταλάβουν πως δεν μπορούν να αγωνίζονται πλέον για μια ανεξάρτητη Παλαιστίνης μέσα στον «παλαιστινιακό χώρο», τόσο το καλύτερο. Αντιθέτως θα μπορούσαν να επικεντρωθούν στο να φτιάξουν ένα ενιαίο παλαιστινιακό μέτωπο και να καταρτίσουν ένα στρατηγικό πλάνο, μαζί με τους προοδευτικούς Ισραηλινούς για μια καθεστωτική αλλαγή μέσα στο νέος κράτος που δημιουργήθηκε το 2001. Είναι επιτακτική ανάγκη να βρεθεί μια νέα στρατηγική που θα επαναπροσδιορίσει τη σχέση ανάμεσα στους Εβραίους και τους Παλαιστίνιους στη γη της Παλαιστίνης και του Ισραήλ.
Το μόνο λογικό καθεστώς γι’ αυτό, φαίνεται πως είναι ένα δημοκρατικό κράτος για όλους. Αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε η καταιγίδα των ισραηλινών συνόρων θα ξεσπάσει με μεγαλύτερη δύναμη από ότι σήμερα. Παντού στον αραβικό κόσμο, λαοί και κινήματα ψάχνουν να βρουν τρόπους να αλλάξουν καθεστώτα και καταπιεστικές πολιτικές πραγματικότητες-σίγουρα αυτό θα γίνει και στο νέο Ισραήλ. Αν όχι σήμερα, τότε αύριο. Οι Ισραηλινοί μπορεί να μένουν στο καλύτερο κατάστρωμα του Τιτανικού, το πλοίο ωστόσο βουλιάζει.