«Αχ να ’τανε ο ουρανός αληθινός»
(μου λέει κάποιος που περνά ανάμεσα από δυο οβίδες)
Μαχμούντ Νταρουίς
Διανοούμενοι και σχολιαστές, προοδευτικοί και φιλελεύθεροι, του χώρου της «ευθύνης», διαμαρτύρονται συχνά ότι η υποστήριξη της καθ’ ημάς Αριστεράς στον αγώνα των Παλαιστινίων για αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία είναι εργαλειακή και μονομερής: αποσιωπά το κακό που προκαλείται στο Ισραήλ, υποβαθμίζει τη σημασία άλλων σημαντικών περιφερειακών διενέξεων. Διερωτώνται: Πώς γίνεται να βγαίνουν στους δρόμους όταν πέφτουν βόμβες στη Γάζα και όχι όταν σκοτώνονται γυναικόπαιδα στο Ισραήλ; Γιατί η πορεία του Πολυτεχνείου πορεύθηκε μόνο στην ισραηλινή πρεσβεία και δεν πέρασε και από την πρεσβεία της Συρίας;
Ορισμένοι θέτουν αυτή τη «μονομέρεια» της Αριστεράς, τονίζοντας την ανάγκη διεύρυνσης του αριστερού διεθνισμού και αλληλεγγύης. Όχι μόνο θεμιτό, αλλά και επιτακτικό. Οι περισσότεροι, όμως, την ανάγουν σε μια ιδιότυπη ιδεολογική πρόσμιξη στοιχείων εθνολαϊκισμού, αντιαμερικανισμού και αντισημιτισμού. Τέλος, δεν λείπουν και οι θεωρίες συνωμοσίας, πασπαλισμένες με ισχυρές δόσεις ψυχροπολεμικής ρητορείας, προερχόμενες μάλιστα από πολιτικούς χώρους που δηλώνουν εραστές του Ορθού Λόγου. Μια τελευταία τέτοια θεωρία θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ να χρησιμοποιεί αντιρατσιστικές οργανώσεις για να προωθήσει ένα μέτωπο με τους ισλαμοφασίστες της Ανατολής ενάντια στις ανοικτές κοινωνίες της Δύσης (Τάκης Μίχας στο protagon: http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=18989).
Το τελευταίο παράδειγμα θα παρέμενε ένα ανάξιο λόγου αποκύημα της φαντασίας, εάν δεν ήταν ενδεικτικό μιας ευρύτερης τάσης αναβίωσης της ψυχροπολεμικής λογικής στον εν Ελλάδι «μεταρρυθμιστικό» λόγο. Το πρόβλημα με τέτοιες προσεγγίσεις είναι ότι παραμένουν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, προσκολλημένες στις «χρυσές εποχές» του μεταδιπολικού κόσμου, τότε που όλοι έπιναν στην υγειά του τέλους της Ιστορίας και επιχειρούσαν να προσδεθούν στο άρμα των ΗΠΑ.
Πόσο στερεοτυπική όμως και υποκριτική είναι η στάση της Αριστεράς; Πόσο επιλεκτική η ευαισθησία της; Το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί με μια σειρά (ρητορικών) ερωτημάτων: Μπορεί να εξισωθεί ο αγώνας ενός λαού, μιας φασματικής οντότητας χωρίς κρατικοεθνική κυριαρχία, με την οργανωμένη και συστηματική βία ενός κράτους που επιτηρεί και τιμωρεί κατά το δοκούν; Μπορεί να αμφισβητηθεί η θεμελιώδης επιρροή της διένεξης σε Ισραήλ και Παλαιστίνη για το παρόν και μέλλον του αραβικού κόσμου; Μπορεί, τέλος, να λησμονηθεί η ιστορική ευθύνη των ευρωπαϊκών λαών στα γεγονότα που συνέβαλαν στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και τους μετέπειτα πολέμους;
Η απαίτηση για εξίσωση των πρακτικών του Ισραήλ με αυτές των Παλαιστινίων, και του Παλαιστινιακού με άλλες περιφερειακές διαμάχες έχει τουλάχιστον δύο συνέπειες. Πρώτον, αβαντάρει την πολύμορφη ισραηλινή προπαγάνδα, η οποία αρθρώνεται γύρω από ένα λεξιλόγιο που συνδυάζει τις κορυφαίες στιγμές των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων» της δεκαετίας του 1990 και τις πρόσφατες του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία: χτυπήματα «χειρουργικής ακρίβειας», αποφασιστικότητα για την εξόντωση «τρομοκρατών», λύπη για τις «παράπλευρες απώλειες». Δεύτερον, οι κήρυκες της νέας πολιτικής ορθότητας παγιδεύονται στον επαρχιωτισμό που υποτίθεται ότι καταδικάζουν, όταν αγνοούν την ευρύτερη διεθνή συζήτηση στους κόλπους της Αριστεράς αλλά και τμημάτων του φιλελεύθερου χώρου. Αναλύσεις σαν αυτές του ειδικού απεσταλμένου του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες Richard Falk (www.aljazeera.com, 18.11.2012), εάν εκστομίζονταν από Έλληνες, θα καταγγέλλονταν ότι φλερτάρουν με ισλαμοφασιστικές λογικές ενώ παλαιότερες αγορεύσεις όπως του Sir Gerald Kaufman θα θεωρούνταν ένδειξη της μακράς αντισημιτικής παράδοσης της ελληνικής πολιτικής και κοινωνίας. (http://www.youtube.com/watch?v=qMGuYjt6CP8).
Το πιο σημαντικό, ίσως, είναι ότι οι φωνές του Ορθού Λόγου δεν μοιάζουν να συγκινούνται από τη σχετικοποίηση της ίδιας της αξίας της ανθρώπινης ζωής, στην οποία φαίνεται να εδράζεται το δόγμα ασφαλείας του Ισραήλ. Αγνοούν τις συνεχείς αναφορές εκπροσώπων της ισραηλινής κυβέρνησης στη «δυσαναλογία» των ρυθμών αύξησης του πληθυσμού στα παλαιστινιακά εδάφη. Δεν θεωρούν άξιο λόγου ότι ο ισραηλινός στρατός είναι σε θέση να καθορίσει ακόμη και την απαιτούμενη ημερήσια κατανάλωση θερμίδων στη Γάζα (2.779 ανά κάτοικο, όπως γράφει ο Seumas Milne, ΤheGuardian, http://www.guardian.co.uk/commentisfree/2012/nov/20/palestinians-have-right-defend-themselves).Η ευρυμάθειά τους, τέλος, εξαντλείται στην απροθυμία τους να αναλογιστούν τις ολέθριες συνέπειες των πρακτικών βιοπολιτικού ελέγχου στα παλαιστινιακά εδάφη.
Μπορούμε να εντοπίσουμε δύο κύριες ερμηνείες για την τελευταία επίθεση στη Γάζα. Η πρώτη αναφέρεται στην προεκλογική περίοδο και την απόπειρα της κυβέρνησης Νετανιάχου να εκμεταλλευτεί το δίπολο ασφάλεια-φόβος, συστοιχίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της ισραηλινής κοινωνίας κάτω από τον «σιδερένιο θόλο» της πολιτικής της. Η δεύτερη αναφέρεται στην ευρύτερη διεθνή συγκυρία, αντιμετωπίζοντας την κίνηση του Ισραήλ σαν μια μορφή προληπτικής δοκιμής τόσο της αντίδρασης των ΗΠΑ όσο και των αντανακλαστικών του αραβικού κόσμου, ιδιαίτερα της Αιγύπτου μετά την Αραβική Άνοιξη.
H συμβολική επίσκεψη του Αιγύπτιου πρωθυπουργού στη Γάζα τροφοδότησε πολλές αναλύσεις σχετικά με τον ρόλο του Παλαιστινιακού σε μια δημοκρατικότερη Μέση Ανατολή. Εξίσου σημαντική ήταν η μετάβαση στη Γάζα τετρακοσίων ακτιβιστών, εκπροσώπων αιγυπτιακών κομμάτων και πολιτικών κινήσεων, που μετέφεραν, μαζί με είδη πρώτης ανάγκης, τη βούληση του αιγυπτιακού λαού για έμπρακτη υποστήριξη των Παλαιστινίων.
Όπως δείχνει και το ότι η Αίγυπτος πέτυχε την κατάπαυση του πυρός, το μέλλον του Παλαιστινιακού, γενικότερα, συνδέεται με τη δυνατότητα ανάδυσης ενός ριζοσπαστικού δημοκρατικού κινήματος στη Μέση Ανατολή, που θα θέσει το ζήτημα της παλαιστινιακής αυτοδιάθεσης με διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι καθεστώτα τύπου Ιράν και Συρίας. Σε μια τέτοια προοπτική, η ελληνική Αριστερά και οι απανταχού προοδευτικοί καλούνται να συσφίξουν τους δεσμούς τους τόσο με τους φορείς του εκδημοκρατισμού στον αραβικό κόσμο όσο και με τις ετερόδοξες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη.
Δεν χρειαζόμαστε εξισωτικές λογικές, μια άδικη πολιτική ίσων αποστάσεων, αλλά έμπρακτη αλληλεγγύη στις δυνάμεις εκείνες που πλήττονται διπλά, τόσο από την «εξωτερική» σύγκρουση, όσο και από τις εσωτερικές δυνάμεις καταστολής, είτε αυτές βρίσκονται στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη είτε στο Ισραήλ.
Ο Γιώργος Γιαννακόπουλος είναι υποψήφιος δρ Ιστορίας, Queen Mary University of London