Οι ισραηλινές μυστικές
υπηρεσίες χρειάστηκαν περισσότερο από είκοσι χρόνια και πολλές προσπάθειες
δολοφονίας προτού καταφέρουν να χτυπήσουν τον στρατιωτικό εγκέφαλο της PLO Khalil al-Wazir. Στην 24η επέτειο από τον θάνατο του, το Al-Akhbar θυμάται την
ιστορία του.
Όταν ο Khalil al-Wazir (Abu Jihad) ξεκίνησε την
προσπάθεια του στις αρχές τις δεκαετίας του ‘50, οι ισραηλινές μυστικές
υπηρεσίες δεν είχαν ιδέα για την ύπαρξη του. Εκείνη την περίοδο ήταν ο εικοστός
κάτι αρχηγός της Παλαιστινιακής Ταξιαρχίας al-Haq
στη Γάζα. Η οικογένεια του είχε εκτοπιστεί από τη Ράμλα το 1948.
Τότε, η ισραηλινή ασφάλεια δεν πίστευε ότι οι
Παλαιστίνιοι ήταν ικανοί να οργανώσουν ένα αντιστασιακό κίνημα. Οι επιχειρήσεις
των φενταγίν (οι Παλαιστίνιοι αντάρτες μαχητές) θεωρούνταν ότι ενορχηστρώνονταν
από την Αίγυπτο.
Το Τελ Αβίβ χρειάστηκε περίπου 10 χρόνια για να
αρχίσει να γνωρίζει τον al-Wazir, ο οποίος θα έπαιζε πρωταγωνιστικό
ρόλο στην ίδρυση του πρώτου και μεγαλύτερου παλαιστινιακού εθνικού
απελευθερωτικού κινήματος. Επιπλέον θα συλλάβει την ιδέα του «ένοπλου αγώνα» ως
τον μοναδικό τρόπο για να απελευθερωθεί η Παλαιστίνη.
Τα πρώτα νέα για τον Abu Jihad έφτασαν στο Ισραήλ το
1964 μέσω της μυστικής ομάδας της Μοσάντ «Οδυσσέας», που αποστολή της ήταν να
κατασκοπεύει τις παλαιστινιακές προσφυγικές κοινότητες στις αραβικές χώρες. Οι
κατάσκοποι ανέφεραν την δημιουργία του παλαιστινιακού εθνικού απελευθερωτικού
κινήματος υπό την καθοδήγηση του Yasser Arafat και του al-Wazir και χτύπησε το
καμπανάκι στις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες.
Σύμφωνα με την ισραηλινή εφημερίδα Yediot Aharonot – η οποία συνθέτει τα κομμάτια της
ιστορίας της δολοφονίας του Abu Jihad,
βασιζόμενη σε δημόσιες και απόρρητες πηγές- η Μοσάντ δημιούργησε μια μυστική
ομάδα το 1965. Πρωταρχικός σκοπός της ήταν
να ερευνήσει μεθόδους για να αντιμετωπίσει την «παλαιστινιακή
τρομοκρατία» και να εγκρίνει δολοφονίες. Αμέσως πρότεινε δύο βασικούς στόχους:
τον Abu Ammar
(Arafat) και τον Abu Jihad.
Η πρώτη δολοφονική προσπάθεια έγινε στη Δαμασκό,
αλλά η σχεδιασμένη έκρηξη βόμβας στο αυτοκίνητο, δεν εκτελέστηκε σωστά. Η
επιχείρηση διεξήχθη από έναν πράκτορα της Μονάδας 504 της στρατιωτικής μυστικής
υπηρεσίας, υπεύθυνης για την στρατολόγηση και την εκπαίδευση επιχειρησιακών
παραγόντων.
Ο ρόλος του Abu Jihad.στη προώθηση του ένοπλου αγώνα ενάντια στο Ισραήλ, έγινε
φανερός, ειδικά την περίοδο που ακολούθησε τη Νάκσα (την ήττα των αραβικών
στρατευμάτων το 1967). Το 1970, η ισραηλινή πρωθυπουργός Golda Meir αντεπιτέθηκε εκδίδοντας
του «Κόκκινη Κάρτα», δηλαδή άμεση εντολή δολοφονίας.
Οι μυστικές ισραηλινές υπηρεσίες ήταν άκαμπτες
στο να εκδικηθούν τον Abu Jihad
και να κλείσουν τον φάκελο του. Το 1975, η ισραηλινή αεροπορία χτύπησε ένα
κτήριο στη Βηρυτό, βασιζόμενη σε πληροφορίες για μια συνάντηση της Φατάχ που θα
γινόταν εκεί. Εκτός τον Abu Jihad,
υποτίθεται ότι θα παραβρίσκονταν οι αρχηγοί της Φατάχ Arafat, Faruq Qaddumi και Mahmoud Abbas. Η επιχείρηση Ben Hur απέτυχε να βρει τον στόχο
και ενθάρρυνε την κλιμάκωση των επιθέσεων στο Ισραήλ, υπό τον συντονισμό του Abu Jihad, που ήταν τώρα ο
αναπληρωτής διοικητής της παλαιστινιακής επανάστασης.
Στις 11 Μαρτίου 1978, οργάνωσε την επιχείρηση Kamal Adwan (πήρε το όνομα της από
έναν αρχηγό της Φατάχ που δολοφονήθηκε στη Βηρυτό το 1973), η οποία διεξήχθη
από την ομάδα Deir Yassin
υπό την καθοδήγηση του Dalal Mughrabi.Η
επιχείρηση είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 35 Ισραηλινών και τον τραυματισμό
δεκάδων ακόμα. Προκάλεσε ένα κύμα σοκ μέσα στο Ισραήλ, ειδικά όταν ακολούθησε η
δήλωση του Abu Jihad
ότι η επιχείρηση «αποδεικνύει την ικανότητα της επανάστασης να φτάσει στο
Ισραήλ και να διεξάγει επιχειρήσεις όπου επιθυμεί».
Μετά την ισραηλινή επέμβαση στον Λίβανο και την
εγκατάσταση της PLO
στην Τυνησία, ο Abu Jihad
προσπάθησε να αντιστρέψει την οπισθοδρόμηση του ένοπλου αγώνα. Επισκέφτηκε αρκετές
αραβικές χώρες, εκθέτοντας τον εαυτό του σε τρεις δολοφονικές προσπάθειες,
σύμφωνα με τις ισραηλινές αναφορές.
Από την μεριά του, ο Abu Jihad σχεδίαζε μια
«πρωτοφανής» επιχείρηση που θα ενίσχυε την θέση της PLO και θα επέβαλλε νέους όρους στην
μάχη με τους ισραηλινούς. Είκοσι μαχητές της αντίστασης υποτίθεται ότι θα
έφταναν στη Γιάφα με λαστιχένιες λέμβους, θα έκαναν πειρατεία σε ένα λεωφορείο
και θα το οδηγούσαν στο Υπουργείο Αμύνης στο Τελ Αβίβ και θα επιτίθεντο στην
είσοδο, γνωστή ως Πύλη της Νίκης. Όμως το ισραηλινό ναυτικό έπιασε το πλοίο
τους και το βύθισε στις 20 Απριλίου 1985.
Ο Abu Jihad
δεν δίστασε και συνέχισε να πιέζει σχεδιάζοντας μια άλλη μεγάλη επιχείρηση. Το
1988 διάλεξε την Ντιμόνα, την τοποθεσία του ισραηλινού πυρηνικού αντιδραστήρα. Στις
7 Μαρτίου, τρεις Παλαιστίνιοι κομάντος αιχμαλώτισαν ένα λεωφορείο που μετέφερε
εργάτες από τις πυρηνικές εγκαταστάσεις. Οι μαχητές σκοτώθηκαν μαζί με τρεις
από τους εργάτες σε ανταλλαγή πυρών με τον ισραηλινό στρατό.
Η Μοσάντ έστρεψε όλες τις δυνάμεις της στην
καταδίωξη του Abu Jihad,
που εκείνη τη στιγμή ήταν ο νούμερο ένα καταζητούμενος στο Ισραήλ. Ο τότε
Υπουργός Αμύνης Yitzhak Rabin,
διέταξε την διεξαγωγή μιας απευθείας επιχείρησης που δεν θα κατέφευγε σε
κατευθυνόμενους στόχους, όπως θα γινόταν σε μια αεροεπιδρομή. Ήθελε να στείλει
το μήνυμα στο παλαιστινιακό κίνημα ότι το Ισραήλ μπορούσε να βρει τους εχθρούς
του στα σπίτια τους.
Η Μοσάντ παρακολουθούσε το σπίτι του al-Wazir στην Τυνησία, 4χμ από την παραλία.
Άρχισε να σχεδιάζει την δολοφονική επίθεση κι έστειλε μια ομάδα από την Sayeret Matkal (την μονάδα
αναγνώρισης) στις ακτές της Τυνησίας. Επρόκειτο να επαναληφθεί το ίδιο σενάριο
που είχε χρησιμοποιηθεί με επιτυχία 15 χρόνια πριν, ενάντια τριών Παλαιστινίων
αρχηγών στη Βηρυτό (γνωστή ως επιχείρηση Verdun).
Στις 13 Απριλίου 1988, τα σχεδόν 25 χρόνια
κυνηγητού του al-Wazir, θα τελείωναν. Οι
πράκτορες της Μοσάντ έφτασαν στην Τυνησία με λιβανέζικα διαβατήρια και
χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα νοίκιασε αυτοκίνητα για να μεταφέρουν την
δολοφονική ομάδα από την παραλία στο σπίτι-στόχο, το οποίο παρακολουθούταν
στενά από την δεύτερη ομάδα.
Εν τω μεταξύ, πλοιάρια του ισραηλινού ναυτικού
που μετέφεραν τους δολοφόνους, περίμεναν στη θάλασσα. Το βράδυ, μια ομάδα από
26 ισραηλινούς κομάντος έφτασαν στην παραλία και πήραν τα νοικιασμένα
αυτοκίνητα με κατεύθυνση στο σπίτι του al-Wazir.
Μετά από 23 χρόνια, κατάφεραν να τον δολοφονήσουν. Την επόμενη μέρα, ο
ισραηλινός πρωθυπουργός Yitzhak Shamir
ρωτήθηκε για την ανάμειξη του Ισραήλ στην δολοφονία. Απάντησε με βλοσυρό ύφος
ότι «έμαθα γι’ αυτό από το ραδιόφωνο».
Από την Ράμλα στο Γιαμούρκ
του Omar
Nashabe
Ο Khalil al-Wazir γεννήθηκε το 1935 στη Ράμλα και
εκδιώχθηκε από την Παλαιστίνη μαζί με την οικογένεια του το 1948. Σπούδασε στο
πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας και μετακόμισε στην Σαουδική Αραβία. Αργότερα
πήγε στο Κουβέιτ όπου γνώρισε τον Yasser Arafat και τον ακολούθησε στην δημιουργία του κινήματος της
Φατάχ. Φεύγοντας από το Κουβέιτ το 1963, ίδρυσε το πρώτο γραφείο της Φατάχ στην
Αλγερία όπου του επιτράπηκε να φτιάξει την πρώτη παλαιστινιακή, στρατιωτική
κατασκήνωση.
Το 1965 πήγε στην Δαμασκό για να στήσει το
αρχηγείο στρατιωτικών επιχειρήσεων και να συντονίσει τους πυρήνες των φενταγίν
που βρίσκονταν μέσα στην Παλαιστίνη. Κατά την διάρκεια του πολέμου το 1967,
σχεδίασε κι εκτέλεσε αποστολές στην βόρεια Γαλιλαία, ενώ έγινε αρχηγός του
δυτικού τομέα της Φατάχ μέχρι το 1982. Ο Abu Jihad επιδίωκε να βελτιώσει τις στρατιωτικές του ικανότητες,
παίζοντας ηγετικό ρόλο στην υπεράσπιση της Βηρυτού κατά την ισραηλινή εισβολή
το 1982.
Στις συναντήσεις του με τους φενταγίν,
επικεντρώνονταν σε θέματα τακτικής αλλά και ηθικής, λέγοντας τους πως πρέπει να
φυλάνε τα πυρομαχικά και τα εκρηκτικά, να μην είναι φανατικοί και να μην
κλέβουν. Μια φορά, όταν τους διέταξε να μην σκοτώνουν παιδιά, ένας από αυτούς
απάντησε «τα παιδιά μας στην Σατίλα και τη Σάμπρα ήταν τα πρώτα που πέθαναν. Εγώ
έχασα 12 μέλη της οικογένειας μου». Η απάντηση του Abu Jihad ήταν σαφής «παρόλα
αυτά, δεν θα γίνουμε σαν αυτούς τους φασίστες. Δεν είμαστε φασίστες. Ο Omar Bin Khattab (ο δεύτερος διάδοχος
του προφήτη Μωχάμετ) μας διατάζει να μην κόβουμε δέντρα και να μην σκοτώνουμε
παιδιά».
Μνήμες της αντίστασης
του Qassem Qassem
Όσοι ήξεραν τον Abu Jihad, μιλούν για την
ιδιαίτερη σχέση που είχε με τον Imad Mughniyeh.
Στα τέλη του 1978, ο δεκαεξάχρονος Mughniyeh εντάχθηκε στον πυρήνα της Φατάχ. Ο Bassem Haidar, που ήταν υπεύθυνος
του πυρήνα από το 1977 μέχρι το 1979, λέει πως το αγόρι ήταν πάντα μαζί με έναν
άλλον νεαρό, τον Ali Khodor Salama
(Abu Hassan), που δολοφονήθηκε από
το Ισραήλ το 1999 στην Άμπρα, κοντά στην Σιδώνα.
Το νέο μέλος γρήγορα τράβηξε την προσοχή του
ανώτατου διοικητή της παλαιστινιακής επανάστασης, τον Abu Jihad, λόγω της ικανότητας
του να σχεδιάζει ενέδρες στην περιοχή ανάμεσα στους δρόμους Tayouneh και Asaad al-Asaad,
στην Βηρυτό. Δεν ήταν άλλος από τον στρατιωτικό διοικητή της Χεζμπολάχ, Mughniyeh, που δολοφονήθηκε
στη Δαμασκό το 2008.
«Ο
Mughniyeh ήταν το μόνο
άτομο που ήταν ικανό να προμηθεύει τον πυρήνα με τα απαραίτητα όπλα. Θα πήγαινε
στην γειτονιά Fakhani
(τα αρχηγεία της PLO
στην Βηρυτό) και θα τα έπαιρνε), θυμάται ο Haidar. «Μια φορά χρειαστήκαμε αντιαρματικά βλήματα και τον
στείλαμε να τα βρει. Αν η σχέση του Mughniyeh με τον Abu Jihad
δεν ήταν τόσο κάλή, δεν θα μπορούσε να τα βρει τόσο εύκολα, αφού έπρεπε να
περάσει απευθείας από την ηγεσία».
Το 1978, ο Mughniyeh έφυγε από τον πυρήνα όταν «τον κάλεσε η ηγεσία στην
γειτονιά Fakhani για να
κάνει κατασκοπική δουλειά σε μια μυστική μονάδα ασφάλειας. Δεν τον ξαναείδαμε
από τότε».