Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Παλαιστινιακή Συμφιλίωση: από στρατηγική αναγκαιότητα σε κίνηση τακτικισμού

Του Nassar Ibrahim, πηγή www.alternativenews.org/english 11 Μαρτίου 2012

Η πρώτη συγκεκριμένη προσπάθεια που έγινε για να τερματιστεί η πολιτική διάσπαση ανάμεσα στη Φατάχ και τη Χαμάς, ανάμεσα στη Ραμάλλα και τη Γάζα, έλαβε χώρα ένα χρόνο ακριβώς μετά την ύπαρξη αυτής την διάσπασης. Τον Φεβρουάριο του 2007, υπό την αιγίδα της Σαουδικής ηγεσίας η Χαμάς και η Φατάχ υπέγραψαν την Συμφωνία της Μέκκα, που χαιρετήθηκε από χιλιάδες Παλαιστίνιους στα κατεχόμενα εδάφη. Η πρώτη αυτή συμφωνία είχε σκοπό να εξασφαλίσει μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας μετά τις παλαιστινιακές εθνικές εκλογές τον Ιανουάριο του 2006 όπου η Χαμάς κέρδισε, αλλά στη συνέχεια μποϊκοταρίστηκε από την διεθνή κοινότητα.

Μετά τη Συμφωνία της Μέκκα, δεν έγινε κανένα απτό πολιτικό βήμα και η αποτυχία της οδήγησε στον γεωγραφικό διαχωρισμό ανάμεσα στις παλαιστινιακές κυβερνητικές αρχές στην Δυτική Όχθη και την Λωρίδα της Γάζας.

Χρόνια μετά, ακολούθησε ο επόμενος γύρος της παλαιστινιακής συμφιλίωσης: στις 4 Μαΐου 2011 στο Κάιρο, ο αρχηγός της Φατάχ, Μαχμούτ Αμπάς και ο ομόλογος του από την Χαμάς, Χάλεντ Μεσάαλ υπέγραψαν μια νέα συμφωνία για την ίδρυση μίας παλαιστινιακής εθνικής κυβέρνησης αντί για τις δύο που υπήρχαν, με επικεφαλείς τους Σαλάμ Φαγιάντ (Δυτική Όχθη) και Ισμαΐλ Χανίγια (Λωρίδα της Γάζας). Η συμφωνία τόνιζε επιπλέον την διεξαγωγή εθνικών κοινοβουλευτικών και προεδρικών εκλογών, την ενοποίηση της παλαιστινιακής ασφάλειας και την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων. Μιας και η Συμφωνία του Καΐρου επίσης δεν εφαρμόστηκε, ο Εμίρης του Κατάρ πήρε την πρωτοβουλία και κάλεσε για ακόμα μια φορά τα δύο μέρη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Στις 6 Φεβρουαρίου 2012 υπογράφτηκε η Συμφωνία της Ντόχα με σκοπό να επιτευχθεί ο σχηματισμός μιας παλαιστινιακής κυβέρνησης ενότητας με επικεφαλή τον Μαχμούντ Αμπάς – μια νέα προϋπόθεση με την οποία η Χαμάς συμφώνησε ξαφνικά, μετά από χρόνια επίμονης άρνησης της. Μετά από αρκετές μέρες ευφορίας, ξέσπασε εσωτερική διαφωνία στους κόλπους της Χαμάς. Υψηλά στελέχη στη Γάζα καταδίκασαν την συμφωνία της Ντόχα, κατηγορώντας τον Μεσάαλ ότι παραχώρησε υπερβολική εξουσία στον Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής. Άρα και αυτή η πιθανή αλλαγή στρατηγικής από την Χαμάς έχασε την σημασία της λόγω της εσωτερικής κριτικής, που φανερώνει τις πολιτικές αντιπαραθέσεις που δημιούργησε μια τέτοια κίνηση.

Η ερώτηση που προκύπτει τώρα είναι γιατί αυτές οι συμφωνίες δεν είχαν εγκριθεί επί της αρχής και μετά να συγκεκριμενοποιηθούν και γιατί το κέντρο των παλαιστινιακών διαπραγματεύσεων μεταφέρθηκε από την Αίγυπτο στο Κατάρ αυτή την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.

Από την αρχή του, το ζήτημα της παλαιστινιακής συμφιλίωσης έχει καθοριστεί από αντιφατικούς παράγοντες. Η εγγύηση της εθνική ενότητα είχε σκοπό, τουλάχιστον τυπικά, να απομακρύνει το μεγαλύτερο εμπόδιο από τον δρόμο προς τα ΗΕ, τον Σεπτέμβριο του 2011. Ήταν επίσης και μία παραχώρηση υπό την πίεση των παλαιστινιακών διαδηλώσεων, όπου η εθνική ενότητα αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής συνείδησης.

Μετά από 62 χρόνια σύγκρουσης, ο παλαιστινιακός λαός δεν έχει ξεχάσει την οικουμενική προστακτική της ενότητας για έναν πετυχημένο αγώνα. Συγκεκριμένα, οι δικές του ιστορικές εμπειρίες από την επί χρόνια ισραηλινή κατοχή, έκανε ακόμα πιο σαφές πως η ενότητα είναι απαιτούμενη προϋπόθεση για την εφαρμογή των εθνικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων του. Από την αρχή, η στάση του παλαιστινιακού λαού- στην ιστορική Παλαιστίνη ή στο εξωτερικό- ήταν πιο ευαίσθητη στις πολιτικές εξελίξεις που θα μπορούσαν να βλάψουν την εθνική ενότητα. Όταν έγινε η πολιτική διάσπαση το 2007, η πολιτική συνείδηση του παλαιστινιακού λαού κλονίστηκε και αφού ακολούθησε μια αδιέξοδη περίοδος, άρχισε να δείχνει δυνατά την απογοήτευση του και να ζητάει από την Φατάχ και τη Χαμάς να ξεπεράσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντα τους από τον αντίστοιχο έλεγχο την Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Η Φατάχ και η Χαμάς έδειξαν την δυσαρέσκεια τους για τις διαδηλώσεις, κατηγορώντας την αντίθετη πλευρά ενώ την ίδια ώρα συνέχιζαν να διατυμπανίζουν ότι ενδιαφέρονται για την επίτευξη της συμφιλίωσης.

Οι διαπραγματεύσεις του Καΐρου για την παλαιστινιακή συμφιλίωση άρχισαν τις τελευταίες μέρες του καθεστώτος του Μουμπάρακ και ολοκληρώθηκαν τον Μάιο του 2011 με την διαμεσολάβηση της μεταβατικής αιγυπτιακής κυβέρνησης η οποία ζητούσε να έχει έναν πιο μετριοπαθή τρόπο και γι’ αυτό άσκησε πιέσεις στην Χαμάς. Το πατρονάρισμα των διαπραγματεύσεων ανατέθηκε τώρα στον Κόλπο, γεγονός που δεν αποτελεί σύμπτωση. Στο γρήγορα εξελισσόμενο περιβάλλον της «Αραβικής Άνοιξης», το Κατάρ μαζί με την Σαουδική Αραβία κέρδισαν τον ρόλο ως αρχηγοί του άξονα ΗΠΑ-Κόλπος και Αραβικού Συνδέσμου, ψάχνοντας να ενισχύσουν την συμμαχία τους με τις χώρες της Δύσης για να αντιμετωπίσουν τα καθεστώτα της Συρίας και του Ιράν και την Κίνα με την Ρωσία. Από αυτή την άποψη, οι ιστορικοί δεσμοί του Εμίρη του Κατάρ με την Μουσουλμανική Αδελφότητα, που τώρα διατηρούν την εξουσία στην Τυνησία και την Αίγυπτο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να παίξει τον διαμεσολαβητή ανάμεσα στην Χαμάς και την Φατάχ. Ταυτόχρονα, είναι μια καλή ευκαιρία για το Ισλαμικό κίνημα της Γάζας να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στον αραβικό κόσμο: πετώντας από την Δαμασκό στη Ντόχα, η ηγεσία της Χαμάς φαίνεται να γυρίζει την πλάτη στον ιστορικό της σύμμαχο και να είναι έτοιμη να ακολουθήσει τις χώρες του Κόλπου και την Μουσουλμανική Αδελφότητα στις κινήσεις τους προς τη Δύση.

Παρά την προθυμία για συμβιβασμό, κανένας από τους στόχους που τέθηκαν στην συμφωνία συμφιλίωσης δεν υλοποιήθηκε. Η Συμφωνία του Καΐρου απέτυχε εξαιτίας των διαφωνιών της Χαμάς και της Φατάχ και της πίεσης των ΗΠΑ και του Ισραήλ, που θέλουν να συνεχιστεί η πολιτική διάσπαση για να μπορούν εύκολα να κατευθύνουν την μία πλευρά εναντίον της άλλης. Αυτό που θα έπρεπε να αποτελέσει προϋπόθεση για μια νέα πολιτική στρατηγική, έχει μετατραπεί σε κίνηση τακτικισμού και έχει υιοθετηθεί και από τα δύο κόμματα για να αναθεωρήσουν τις θέσεις τους. Ο λόγος μπορεί να εξηγηθεί έχοντας υπόψη τέσσερις βασικές παραμέτρους.

Πρώτον, η πολιτική παρουσία της Φατάχ και της Χαμάς συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια τους να διατηρήσουν τα ιδιαίτερα προνόμια που έχουν κυβερνώντας χωριστά, αντί του να μοιράζονται την πολιτική εξουσία. Γι’ αυτό και οι παλαιστινιακές διαπραγματεύσεις για συμφιλίωση έχουν χρησιμοποιηθεί και από τους δύο σαν εργαλείο που θα εξασφαλίσει τις αντίστοιχες θέσεις εξουσίας. Μια συμφωνία για κυβέρνηση εθνικής ενότητας σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλειφθούν τα προνόμια που προέρχονταν από τον αυτόνομο έλεγχο τους στην Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Μετά την εκλογική νίκη της Χαμάς το 2006, την οποία αναγνώρισε επίσημα η Φατάχ όχι όμως και στην πράξη, άρχισε η μάχη για το ποιος θα κερδίσει επιρροή και πόρους. Μέχρι τώρα έχουν επιδείξει μηδενική προθυμία στο να μοιραστούν την πολιτική εξουσία και να συγχωνεύσουν τα κυβερνητικά χαρτοφυλάκια και όργανα ώστε και σε μικρό βαθμό να αποκηρύξουν τους μηχανισμούς που χρηματοδοτούν και εκπροσωπούν την Παλαιστινιακή Αρχή, στην Ραμάλλα και την Λωρίδα της Γάζας.

Δεύτερον, υπάρχουν πολιτικοί παράγοντες που επηρεάζουν την συμφιλίωση. Οι στρατηγικές διαφορές ανάμεσα στη Φατάχ, που υποστηρίζει τις άμεσες διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ ως την μοναδική νόμιμη οδό, και τη Χαμάς που ιδεολογικά αντιπροσωπεύει την στρατηγική της αντίστασης, δεν μπορούν να λυθούν με μια απλή συμφωνία που δεν εξετάζει το αξίωμα για το ποια θα πρέπει να είναι η μελλοντική κοινή στρατηγική της παλαιστινιακής κυβέρνησης ενότητας. Ενώ ο Μεσάαλ με το να υπογράψει την Συμφωνία της Ντόχας άνοιξε μια πόρτα προς την στρατηγική διαπραγμάτευσης της Φατάχ, δεν υπήρξε συναίνεση στο εσωτερικό του κόμματος όπως φαίνεται από την σκληρή κριτική που άσκησαν πρωτοκλασάτα στελέχη σαν τον συνιδρυτή της Χαμάς, Μαχμούντ Ζαχάρ, ο οποίος χαρακτήρισε την συμφωνία «λάθος» και την αποδοχή του Αμπάς ως μελλοντικό πρωθυπουργό «στρατηγικά απαράδεχτη».

Τρίτον, θα πρέπει να τονιστεί ότι η Φατάχ, ως επικεφαλής της Παλαιστινιακής Εθνικής Αρχής χρησιμοποιεί την τακτική «καρότο και μαστίγιο» που επιβάλλουν οι δυτικές δυνάμεις. Η οικονομική εξάρτηση της ΠΑ από την διεθνή βοήθεια, που ξεκίνησε με τις Συμφωνίες του Όσλο, συνδέει κάθε προσπάθεια πολιτικής ανεξαρτησίας με συγκεκριμένες οικονομικές απώλειες. Συνέπεια αυτού είναι να δημιουργηθεί μια αντίθεση ανάμεσα στον πολιτικό έλεγχο μέσω των ξένων χρηματοδοτήσεων και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ και η ΕΕ χρησιμοποιούν την οικονομική πίεση για να επιτευχθούν οι στόχοι του Ισραήλ μέσω της «ειρηνευτικής διαδικασίας». Απόδειξη αυτού είναι ο εκβιασμός που δέχτηκε η κυβέρνηση Φαγιάντ και η οικονομική τιμωρία που της επιβλήθηκε από τους δυτικούς χρηματοδότες μετά την πρωτοβουλία του Σεπτεμβρίου και ειδικά μετά την αναγνώριση της Παλαιστίνης από την UNESCO. Ο εκβιασμός ήταν τόσο μεγάλος που αποσύρθηκαν οι αιτήσεις για αναγνώριση της Παλαιστίνης από άλλους οργανισμούς των ΗΕ, για να εισρεύσουν ξανά τα ξένα κεφάλαια στα ταμεία της Παλαιστινιακής Αρχής.

Τέταρτον, οι περιφερειακές εξελίξεις διαμορφώνουν το πεδίο δράσης και τις στρατηγικές της Φατάχ και της Χαμάς. Οι Συμφωνίες του Καΐρου και της Ντόχα κρύβουν μέσα τους τις αλλαγές καθεστώτων στον αραβικό κόσμο και την άνοδο των Αδελφών Μουσουλμάνων σε αρκετές χώρες. Η Φατάχ και η Χαμάς επανεξετάζουν τα αποτελέσματα των αλλαγών και ψάχνουν συμμάχους που θα τους διευκολύνουν σε αυτό το σενάριο.

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, η κίνηση της Φατάχ προς μια εθνική συμφιλίωση δεν είναι τίποτα άλλο από τακτικισμός. Η ηγεσία της Ραμάλλα δεν έχει προχωρήσει σε κριτική ανάλυση των αποτελεσμάτων της Συμφωνίας του Όσλο αλλά και δεν έχει αναθεωρήσει την παλαιστινιακή εθνική στρατηγική σύμφωνα με τις εθνικές προτεραιότητες. Η στρατηγική προσέγγιση της Φατάχ παραμένει η άμεση διαπραγμάτευση με μικρές δόσεις «λαϊκής αντίστασης», όπως είχε ξεκαθαρίσει ο Αμπάς στην ομιλία του στα ΗΕ τον Σεπτέμβριο.

Η προσέγγιση της ηγεσίας της Χαμάς από την άλλη μπορεί να ειδωθεί ως μια προσπάθεια να νεκρώσει το ιδεολογικό της πρότυπο, σηματοδοτώντας μια πιθανή αλλαγή προς μια πιο ήπια πολιτική γραμμή για να συναντήσει την νέα στρατηγική των Αδελφών Μουσουλμάνων που βρίσκονται στην εξουσία σε άλλες αραβικές χώρες. Αν η Χαμάς αναθεωρήσει τις θέσεις της για την «αντίσταση», που εξακολουθεί να την θεωρεί ως το μέγιστο στρατηγικό εργαλείο της, θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της εσωτερικής διαφωνίας. Η κριτική που ασκούν αρκετές προσωπικότητες, ειδικά από την πολεμική πτέρυγα, είναι ένας λόγος να πιστέψουμε ότι η μελλοντική στρατηγική του κινήματος ίσως να μην καθοριστεί από τις σχέσεις του με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, αλλά από την ετοιμότητα του να μην ρίξει τον πήχη για τα παλαιστινιακά εθνικά δικαιώματα.

Η αποτυχία των συμφωνιών της Ντόχα, όπως και στην περίπτωση των ΗΕ τον Σεπτέμβριο, πρέπει να αναζητηθεί στην απουσία μιας περιεκτικής πολιτικής προσέγγισης προς μια νέα εθνική στρατηγική, στην οποία η πολιτική συμφιλίωση θα ήταν προαπαιτούμενη. Επιπλέον, το ζήτημα της συμφιλίωσης δεν πρέπει να αφορά στενά τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Φατάχ και της Χαμάς, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνει και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις – ειδικά την αριστερά – και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Τέλος, όσο δεν τίθεται στο τραπέζι το θέμα εσωτερικής αξιολόγησης της πολιτικής παρουσίας μετά τις Συμφωνίες του Όσλο και την ανοικοδόμηση των παλαιστινιακών πολιτικών οργάνων (ανάμεσα τους και ο Οργανισμός για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και την Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή), δεν θα είναι εφικτή καμία κοινή εθνική στρατηγική που θα έχει ως προτεραιότητα την εθνική απελευθέρωση.