Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Δεν είναι απλά μια αναλογία του Ισραήλ με τη Ν.Αφρική

Το Ισραήλ και το έγκλημα του Απαρτχάιντ

του Hazem Jamjoum, Πηγή: www.handalla-center.org 5 Φλεβάρη 2010

Ο Hazem Jamjoum είναι αρχισυντάκτης του al-Majdal, του αγγλόφωνου περιοδικού του Badil Κέντρου Τεκμηρίωσης για τα παλαιστινιακά δικαιώματα διαμονής και προσφύγων (http://www.badil.org/al-majdal/al-majdal.htm) στη Βηθλεέμ, Παλαιστίνη

Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερος κόσμος αρχίζει να υιοθετεί και να αναπτύσσει την άποψη ότι το Ισραήλ είναι ένα καθεστώς απαρτχάιντ (1). Αυτό διακρίνεται από τους τρόπους που το παγκόσμιο κίνημα υποστήριξης στον παλαιστινιακό, αντί-αποικιοκρατικό αγώνα παίρνει ένα αντί-απαρτχάιντ χαρακτήρα, με αποκορύφωμα την Εβδομάδα Ισραηλινού Απαρτχάιντ (2). Επιπλέον, η πρόσφατη διεθνής διπλωματική στήριξη προς το Ισραήλ, αρχίζει να αρνείται ότι οι φυλετικές διακρίσεις είναι η αιτία της καταπίεσης των Παλαιστινίων, γεγονός που οδηγεί σε νέα επίπεδα γελοιότητας τις δυτικές αντιδράσεις στην Διάσκεψη του Ντουρμπάν για την Αναθεώρηση, τον Απρίλιο του 2009(3).

Αρκετά από τα στοιχεία αυτής της ανάλυσης, επικεντρώνονται στις λεπτομέρειες των διαφορών και ομοιοτήτων με το Απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής και δεν εξετάζεται το απαρτχάιντ σαν καθεστώς, που μπορεί να εφαρμοστεί από οποιοδήποτε κράτος. Η έμφαση σε αυτήν την ιστορική σύγκριση γίνεται κατανοητή, αφού η Εκστρατεία για Μποϋκοτάζ, Από-επένδυση και Κυρώσεις, το βασικό κάλεσμα των Παλαιστινίων πολιτών για αλληλεγγύη στον απελευθερωτικό αγώνα τους, έχει σχεδιαστεί στη βάση της ανάλογης εκστρατείας που βοήθησε την Νότια Αφρική. Ωστόσο, αν επικεντρωθούμε μόνο στις ομοιότητες και στις διαφορές, περιορίζουμε τον ορισμό σε πολύ στενά όρια. Έχοντας συμφωνήσει ότι ο όρος «απαρτχάιντ» είναι χρήσιμος για να περιγράψει το μέγεθος και την διάταξη των εγκλημάτων του Ισραήλ, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η ετικέτα «απαρτχάιντ» πρέπει να συνδέεται τόσο με τους τρόπους πληροφόρησης για ακτιβισμό για την στήριξη του αντί-αποικιακού αγώνα των Παλαιστινίων όσο και με την αποτελεσματική σύγκριση του με άλλες μορφές αγώνα.

Η αναλογία του Απαρτχάιντ

Είναι κατανοητό ότι αρκετοί υπερασπιστές των παλαιστινιακών δικαιωμάτων, βλέπουν την ετικέτα «Απαρτχάιντ», με την συγκριτική της σημασία, σαν ένα χρήσιμο πολιτικό εργαλείο. Ο αγώνας των Νότιο-αφρικανών για δικαιοσύνη και ισότητα, απέκτησε ένα συγκεκριμένο ιερό status τις δεκαετίες ’80 και ’90, όταν η μάχη του αντί-Απαρτχάιντ έφτασε στο ζενίθ της. Ο σεβασμός τον οποίο, ακτιβιστές και μη ακτιβιστές, έδειχναν στον δίκαιο αγώνα της Νότιας Αφρικής και η ατίμωση του αποικιοκρατικού καθεστώτος Απαρτχάιντ, ήταν σωστά τοποθετημένοι. Οι μαύροι Νοτιαφρικανοί αγωνίζονταν για αιώνες, ενάντια σε Ολλανδούς και Βέλγους αποικιοκράτες, υπομένοντας αμέτρητες κακουχίες, φυλακίσεις και θανάτους, και χαρακτηρίστηκαν ως τρομοκράτες, όσο οι παγκόσμιες δυνάμεις στέκοντας στο πλευρό του ρατσιστικού καθεστώτος Απαρτχάιντ. Παρέμειναν αποφασιστικοί στον αγώνα τους, αυξάνοντας το κόστος για την διατήρηση του Απαρτχάιντ, μέχρι που το κεφάλαιο της Νότιας Αφρικής αποφάσισε ότι το σύστημα δεν ήταν πλέον κερδοφόρο και η ελίτ των λευκών πολιτικών έβρισκε ασύμφορη την διατήρηση του. Η σύγκριση μπορεί να γίνει και στην βαθιά ιστορική σύνδεση της ΟΑΠ με το Αφρικανικό Κογκρέσο, καθώς και στην ακλόνητη συμμαχία του Ισραήλ με το καθεστώς Απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής, η οποία παρέμεινε ισχυρή ακόμα και όταν το διεθνές μποϋκοτάζ ενάντια στην Νότια Αφρική, βρισκόταν στο ζενίθ του.

Μια άλλη παράμετρος που οδηγεί στο να συγκρίνουμε την «ετικέτα απαρτχάιντ» με την Νότια Αφρική, είναι οι ολοκάθαρες ομοιότητες και τα κοινά χαρακτηριστικά του απελευθερωτικού αγώνα των Νότιο-αφρικανών και των Παλαιστινίων. Και στις δύο περιπτώσεις, έλαβε χώρα μια αποικιοκρατική διεργασία, που είχε ως αποτέλεσμα την βίαιη μετακίνηση και τον διωγμό του ντόπιου πληθυσμού από τα πάτρια εδάφη του και την συγκέντρωση του σε αποκλεισμένες περιοχές, χωρίζοντας τον μαύρο πληθυσμό σε διαφορετικές ομάδες, με διαφορετικά δικαιώματα, υπήρχαν αυστηρές απαγορεύσεις στην μετακίνηση και χρήση βίαιης στρατιωτικής δύναμης που κατέστειλε οποιαδήποτε μορφή αντίστασης, πραγματική ή πιθανή, ενάντια στο ρατσιστικό αποικιοκρατικό καθεστώς. Και τα δύο καθεστώτα απολάμβαναν την πλήρη ασυλία που τους πρόσφερε η στήριξη των ΗΠΑ και της ΕΕ. Σε συνάρτηση αυτών και άλλων πολλών ομοιοτήτων, υπάρχουν και κάποιες ανεξήγητες λεπτομέρειες, κοινές και στις δύο περιπτώσεις: και τα δύο καθεστώτα ιδρύθηκαν την ίδια χρονιά, το 1948, αφού είχαν προηγηθεί δεκαετίες υπό την διακυβέρνηση και των δύο περιοχών από τη Βρετανία και ο έλεγχος του 87% της γης ήταν ανεπίτρεπτος για τους ντόπιους, χωρίς ειδική άδεια. Αν και εδώ μιλάμε σε παρελθοντικό χρόνο, όλα αυτά εφαρμόζονται ακόμα στην σημερινή Παλαιστίνη.

Καθώς ο χαρακτηρισμός του Ισραήλ σαν καθεστώς απαρτχάιντ κερδίζει έδαφος, αρκετοί έχουν υιοθετήσει μια προσέγγιση που προσπαθεί να περιγράψει τις διαφορές των δύο καθεστώτων, με διάφορες σκοπιμότητες. Σε γενικές γραμμές το Ισραήλ δεν έχει νομοθετήσει σαν απαρτχάιντ, όπως στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής, αν και οι ισραηλινοί νόμοι αποτελούν την βάση της συστηματικής ρατσιστικής διάκρισης ενάντια των Παλαιστινίων. Το 1.2 εκατ. Παλαιστινίων πολιτών του Ισραήλ (περίπου το 20% του πληθυσμού του Ισραήλ) έχει πράγματι το δικαίωμα «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» στις εκλογές του Ισραήλ, ενώ οι μαύροι της Νότιας Αφρικής δεν το είχαν. Το κύριο μέλημα του απαρτχάιντ στην Νότια Αφρική ήταν η εκμετάλλευση των μαύρων εργατών, ενώ το Ισραήλ, αν και εκμεταλλεύεται την εργασία των Παλαιστινίων, ωστόσο έχει προτεραιότητα να διώξει με τη βία τους Παλαιστίνιους έξω από τα σύνορα του κράτους, για να περιορίσει την παρουσία τους στην ιστορική Παλαιστίνη. Οι επισκέπτες από την Νότια Αφρική, που έρχονται στην Παλαιστίνη, έχουν συχνά σχολιάσει το γεγονός ότι οι Ισραηλινοί χρησιμοποιούν πολύ περισσότερη βία και αγριότητα, από ότι είχαν δει στο απαρτχάιντ και πολλοί σχολιαστές έχουν δηλώσει ότι οι πρακτικές του Ισραήλ είναι χειρότερες από το Απαρτχάιντ. Δηλαδή ο χαρακτηρισμός «απαρτχάιντ» δεν φτάνει για να το περιγράψει.

Το Ισραήλ και το έγκλημα του Απαρτχάιντ.

Ερμηνεύοντας με νομικούς όρους, η περιγραφή του Ισραήλ σαν ένα κράτος απαρτχάιντ, δεν περιορίζεται στις διαφορές και τις ομοιότητες του με τις πολιτικές και τις πρακτικές του καθεστώτος Απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής και ότι το Ισραήλ είναι ένα κράτος απαρτχάιντ μόνο όταν οι ομοιότητες ξεπερνούν τις διαφορές. Το 1973, η Γενική Συνέλευση των ΗΕ υιοθέτησε την Διεθνή Συνθήκη για την Καταστολή και Τιμωρία του Εγκλήματος Απαρτχάιντ (Ψήφισμα 3068) (4)- που τέθηκε σε ισχύ στις 18 Ιουλίου 1976, την χρονιά της εξέγερσης των Soweto στην Νότια Αφρική και της εξέγερσης της Ημέρας της Γης στην Παλαιστίνη- ορίζοντας το έγκλημα του απαρτχάιντ με τέτοιον τρόπο που δεν περιορίζεται στα σύνορα της Νότιας Αφρικής. Το γεγονός ότι το απαρτχάιντ ορίζεται σαν έγκλημα στο Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνές Δικαστηρίου (5), που τέθηκε σε ισχύ το 2002 -πολύ καιρό μετά την κατάρρευση του απαρτχάιντ στην Νότια Αφρική- δείχνει την καθολικότητα του εγκλήματος.

Και ενώ η διατύπωση του ορισμού του εγκλήματος απαρτχάιντ, διαφέρει ανάμεσα στα διάφορα νομικά σώματα, η ουσία είναι η ίδια: ένα καθεστώς είναι απαρτχάιντ όταν θεσμοποιεί διακρίσεις για να δημιουργήσει και να διατηρήσει την κυριαρχία μίας «φυλετικής» ομάδας πάνω σε μία άλλη. Η Karine Mac Allister, ανάμεσα σε άλλους, μας έχει δώσει μία αδιάσειστή νομική ανάλυση της εφαρμογής του εγκλήματος απαρτχάιντ στο καθεστώς του Ισραήλ (6). Το κεντρικό σημείο είναι ότι, όπως η γενοκτονία και η σκλαβιά, το απαρτχάιντ είναι ένα έγκλημα που οποιοδήποτε κράτος μπορεί να διαπράξει, και ινστιτούτα, οργανισμοί ή μεμονωμένοι που δρουν εκ μέρους του κράτους που το διαπράττει ή στηρίζουν το έργο του, μπορούν να δικαστούν σε οποιοδήποτε κράτος έχει προσυπογράψει την Συνθήκη ή στο Διεθνές Δικαστήριο. Γι’ αυτό ακριβώς είναι πλάνη να βάζουμε την ετικέτα «απαρτχάιντ» στο Ισραήλ, συγκρίνοντας το με το καθεστώς Απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής και με τις επακόλουθες περιγραφές ότι το Ισραήλ είναι «τύπου απαρτχάιντ» και χαρακτηρίζοντας την ανάλυση για το απαρτχάιντ του Ισραήλ σαν «αναλογία του Απαρτχάιντ».

Η αναγνώριση από την διεθνή κοινότητα τέτοιων καθολικών εγκλημάτων, είναι συνήθως αποτέλεσμα κάποιας συγκεκριμένης περίπτωσης, που θέτει σε κίνηση τους σκουριασμένους τροχούς των διεθνών κέντρων λήψεων αποφάσεων. Το Υπερατλαντικό Εμπόριο Δούλων είναι ένα παράδειγμα όπου η μαζική σκλαβιά των ανθρώπων της Αφρικανικής Ηπείρου, προκειμένου να αποτελέσουν προσωπική ιδιοκτησία των Ευρωπαίων εποίκων, διαμόρφωσαν ένα σημαντικό μέρος του πλαισίου στο οποίο κινήθηκαν οι σχεδιαστές της Συμπληρωματικής Συνθήκης για την Κατάργηση της Δουλείας των ΗΕ, το 1956. Ένα πιο σαφές παράδειγμα είναι η Συνθήκη για την Γενοκτονία (υιοθετήθηκε το 1948 και εφαρμόστηκε το 1951), ως επακόλουθο του Ναζιστικού Ολοκαυτώματος, όπου εκατομμύρια Εβραίων, κομουνιστών, τσιγγάνων και ατόμων με ειδικές ανάγκες, δολοφονήθηκαν συστηματικά, με σκοπό να εξαφανιστεί η ύπαρξη τους. Τις σημερινές μορφές σκλαβιάς, δεν τις περιγράφουμε λέγοντας «τύπου σκλαβιάς» ούτε εξετάζουμε τους μαζικούς θανάτους εκατοντάδων χιλιάδων Τούτσι στην Ρουάντα σαν «ανάλογη γενοκτονία».

Στην νομική ανάλυση της Mac Alister για το ισραηλινό απαρτχάιντ, υπάρχουν δύο σημεία που αξίζουν να επισημανθούν, λόγω του ότι μπερδεύουν ή παρερμηνεύονται ακόμα και από τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Παλαιστινίων. Το ισραηλινό καθεστώς, μάλλον συνδυάζει το απαρτχάιντ, την στρατιωτική κατοχή και την αποικιοκρατία με μοναδικό τρόπο. Να σημειωθεί ότι η σχέση μεταξύ των τριών αυτών καταστάσεων, απαιτεί επιπλέον μελέτη και έρευνα. Αξιοσημείωτη είναι και η έκθεση της Εθνικής Επιτροπής της Εκστρατείας BDS «Ενωμένοι ενάντια στο Απαρτχάιντ, στην Αποικιοκρατία και την Κατοχή: Αξιοπρέπεια και Δικαιοσύνη για τους Παλαιστίνιους» (7), που αναδεικνύει με αρκετές λεπτομέρειες τις διάφορες πλευρές του εγκλήματος απαρτχάιντ του Ισραήλ και εντοπίζει την σύνδεση του ισραηλινού απαρτχάιντ, της αποικιοκρατίας και της κατοχής από την σκοπιά των πολιτών της Παλαιστίνης.

Το δεύτερο σημείο που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι το ισραηλινό καθεστώς απαρτχάιντ, δεν περιορίζεται στην Δυτική Όχθη και την Γάζα. Στην πραγματικότητα, ο πυρήνας του ισραηλινού καθεστώτος απαρτχάιντ καθοδηγείται από θεσμοθέτηση νόμων που επιβάλλουν τις διακρίσεις στους τομείς της εθνικότητας, ιθαγένειας και ιδιοκτησίας γης και που αρχικά εφαρμόστηκαν για να καταπιέσουν και να εκδιώξουν εκείνους τους Παλαιστίνιους που μετακινήθηκαν με την βία κατά τη Νάκμπα (Καταστροφή) του 1948(πρόσφυγες και εσωτερικά διωγμένους) , όπως και εκείνους τους λίγους που κατάφεραν να παραμείνουν στην «πράσινη γραμμή» και αργότερα έγιναν Ισραηλινοί πολίτες (8). Το καθεστώς απαρτχάιντ του Ισραήλ, επεκτάθηκε στην Δυτική Όχθη και στην Λωρίδα της Γάζας μετά το 1967, με σκοπό την αποικιοκρατία και τον στρατιωτικό έλεγχο των Παλαιστινίων που βρέθηκαν υπό κατοχή. Χρησιμοποιώντας ξανά το παράδειγμα της Νότιας Αφρικής, το έγκλημα του απαρτχάιντ δεν περιορίστηκε μόνο στα Μπατουστάν. Εφαρμόστηκαν όλες οι πλευρές του καθεστώτος και όχι μόνο κάποιες από τις ρατσιστικές εκδηλώσεις του.

Η ανάλυση του Ισραήλ σαν κράτος απαρτχάιντ έχει αποδείξει ότι είναι πολύ σημαντική, από πολλές πλευρές. Πρώτα απ’ όλα, σωστά τονίζει ότι οι φυλετικές διακρίσεις είναι η πρωταρχική αιτία της καταπίεσης των Παλαιστινίων. Το δεύτερο είναι ότι το ισραηλινό απαρτχάιντ έχει χωρίσει τους Παλαιστίνιους – εννοιολογικά, νομικά και φυσικά – σε διάφορες ομάδες (πρόσφυγες, Δυτική Όχθη, Γάζα, σε αυτούς μέσα στην «πράσινη γραμμή» και με διάφορες υποκατηγορίες), που έχει ως αποτέλεσμα τον κατακερματισμό του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος και του κινήματος αλληλεγγύης. Η ανάλυση του απαρτχάιντ, μας παρέχει ένα θεσμικό και εννοιολογικό πλαίσιο βάσει του οποίου μπορούμε να κατανοήσουμε, να μεταφέρουμε και να δράσουμε για την υπεράσπιση των Παλαιστινίων και του αγώνα τους, σαν ενωμένη οντότητα. Τρίτον, και με ιδιαίτερη σημασία για το κίνημα αλληλεγγύης, αυτό το θεσμικό και εννοιολογικό πλαίσιο, αποκτά ένα καθοδηγητικό ρόλο που υποστηρίζει το παγκόσμιο και συνεχώς αυξανόμενο κίνημα για μποϋκοτάζ, από-επένδυση και κυρώσεις (BDS) κατά του Ισραήλ, μέχρι αυτό να εναρμονιστεί με το διεθνές δίκαιο.

Αποικιοκρατία και ο ρόλος της σύγκρισης

Έχω επιχειρηματολογήσει αρκετά για το ότι ο ορισμός του απαρτχάιντ δε μπορεί να καθοριστεί βάσει της σύγκρισης με τη Νότια Αφρική, αλλά με την νομική του ανάλυση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η συγκριτική μελέτη δεν είναι χρήσιμη. Η σύγκριση είναι στην πραγματικότητα απαραίτητη για να κατανοήσουμε τα μαθήματα ιστορίας όλων όσων αναμείχθηκαν στον αγώνα. Σημαντικό σημείο της σύγκρισης με την Νότια Αφρική είναι το γεγονός ότι ο αγώνας των Νότιο-Αφρικανών ενάντια στο απαρτχάιντ ήταν ένας αγώνας ενάντια στην αποικιοκρατία, κάτι που συνεχίζει να ισχύει και για τους γηγενείς της Παλαιστίνης και της Αμερικής.

Το να επικεντρωθούμε στην αποικιοκρατική διάσταση του ισραηλινού απαρτχάιντ και του σιωνιστικού προγράμματος, μας βοηθάει να διατηρήσουμε την προσοχή μας σε ζητήματα που πραγματικά έχουν σημασία, όπως η απόκτηση γης, οι δημογραφικοί μηχανισμοί και οι μέθοδοι πολιτικού και οικονομικού ελέγχου που ασκεί μία φυλετική ομάδα πάνω σε μια άλλη. Η σύγκριση με άλλους αντί-αποικιοκρατικούς αγώνες αποτελεί την κύρια πηγή, που μας βοηθάει να καταλάβουμε την αποικιοκρατική διάσταση της ισραηλινής καταπίεσης και να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα, για να παλέψουμε.

Ένα από τα πολλά μαθήματα του αγώνα κατά του Απαρτχάιντ στη Νότα Αφρική, προκύπτει από το γεγονός ότι η ηγεσία του Αφρικανικού Κογκρέσου αναγκάστηκε να συμβιβαστεί στις οικονομικές απαιτήσεις της όπως και για την αποκατάσταση των εδαφών. Μόνο μια πολύ μικρή περιοχή που ελεγχόταν από τους λευκούς στην Νότια Αφρική, δόθηκε στους μαύρους μετά το 1994. Έτσι, και ενώ ο αγώνας των Νότιο-Αφρικανών πέτυχε να κερδίσει το πολιτικό σύστημα του απαρτχάιντ, συνεχίζεται ακόμα και σήμερα ο αγώνας ενάντια στο οικονομικό απαρτχάιντ με κινήματα ενάντια στη φτώχεια και κινήματα ανθρώπων χωρίς γη. Οι Παλαιστίνιοι και όσοι αγωνίζονται μαζί τους, εργάζονται για να κτίσουν μια τέτοια πολιτική στρατηγική και συνείδηση που θα υπερπηδήσουν τα εμπόδια της μετά –Όσλο εποχής, που η απαίτηση για εδαφική αποκατάσταση θα πρέπει να είναι κεντρικό θέμα, μαζί με την απαίτηση για επιστροφή των προσφύγων.

Ένα δεύτερο μάθημα, μεγάλης σημασίας, προκύπτει σε απάντηση του παραδείγματος που κυριαρχεί στις επικρατούσες δικαιολογίες για το πώς θα επιτευχθεί αόριστα η «ειρήνη στην Μέση Ανατολή», που είναι και η ιδέα του διαχωρισμού ή όπως συχνά αναφέρεται «η λύση των δύο κρατών». Την δεκαετία του ’70, η Νότια Αφρική προσπάθησε να επιλύσει το «δημογραφικό πρόβλημα», ότι δηλαδή η πλειοψηφία του πληθυσμού της ήταν μαύροι, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου. Το καθεστώς Απαρτχάιντ αναδόμησε την Νότια Αφρική σαν μια επίσημη δημοκρατία με το να ξανά-εφεύρουν τα ιδρυμένα από τους Βρετανούς Μπατουστάν σαν ανεξάρτητα κράτη (9). Αυτές ήταν οι δέκα «πατρίδες», που κάθε μία όριζε και μια εθνότητα που αποφάσιζε η Πρετόρια και οι γηγενείς Νότιο-Αφρικανοί, που δεν άνηκαν σε καμία από αυτές τις εθνότητες, αναγκάζονταν να προσαρμοστούν σε μία από αυτές, για να γίνουν υπήκοοι σε μια από τις πατρίδες. Με αυτό το μέτρο, έγινε ανακατανομή του ντόπιου πληθυσμού και πολιτογραφήθηκαν υπήκοοι της μίας ή της άλλης πατρίδας. Ανάμεσα το 1976 και 1981, το καθεστώς προσπάθησε να περάσει τις πατρίδες σαν ανεξάρτητα κράτη: το Transkei το 1976, το Bophuthatswana το 1977, την Venda το 1979 και το Ciskei το 1981.

Σε κάθε ένα από αυτά τα Μπατουστάν, δόθηκε μια σημαία και μια κυβέρνηση που αποτελούταν από ντόπιους μεσάζοντες που πληρώνονταν από την Πρετόρια, όπως και όλες οι παγίδες μιας κυρίαρχης κυβέρνησης, δηλαδή οι δημοτικές υπηρεσίες και αστυνομική δύναμη που θα προστάτευε το καθεστώς Απαρτχάιντ, χωρίς όμως πραγματική κυριαρχία. Η ιδέα ήταν πως αν κάθε πατρίδα αναγνωριζόταν διεθνώς σαν κράτος, τότε το καθεστώς Απαρτχάιντ θα μεταμόρφωνε την Νότια Αφρική από μία χώρα με μια μειοψηφία λευκών 10%, σε μια χώρα με 100% κυριαρχία των λευκών. Μιας και ήταν ένα δημοκρατικό καθεστώς, με τους περιορισμούς της κυρίαρχης κοινότητας, η δημοκρατική φύση του κράτους θα έμενε στο απυρόβλητο. Κανείς δεν ξεγελάστηκε. Το Αφρικανικό Κογκρέσο ξεκίνησε μια δυναμική εκστρατεία για να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε διεθνή αναγνώριση των Μπατουστάν ως ανεξάρτητα κράτη και η σκευωρία απέτυχε οικτρά σε διεθνές επίπεδο- με την αξιοσημείωτη και αναμενόμενη ίσως εξαίρεση ότι η μοναδική «πρεσβεία» του Bophuthatswana άνοιξε στο Tel Aviv.

Το Ισραήλ έχει εφαρμόσει παρόμοιες πρακτικές στην Παλαιστίνη. Για παράδειγμα, αναγνώρισε 18 φυλές Βεδουίνων της Παλαιστίνης και διόρισε έναν πιστό Σεΐχη για κάθε μία από αυτές στη δεκαετία του ’50, με σκοπό να ελέγχει τους νότιους Παλαιστίνιους, εξαναγκάζοντας όσους δεν άνηκαν σε καμία από αυτές τις φυλές να αφομοιωθούν σε κάποια, για να μπορέσουν να πάρουν ισραηλινή υπηκοότητα (10). Στα τέλη του ’70, το ισραηλινό καθεστώς προσπάθησε να εφεύρει τα κυβερνητικά σώματα των Παλαιστινίων στα κατεχόμενα εδάφη του 1967, με την μορφή των «κοινοτικών ενώσεων», με σκοπό να τα εμπλέξει σε παρόμοιες μη-κυρίαρχες διοικήσεις: δοξασμένοι δήμοι με μικρή διάρκεια. Όπως και στις Πατρίδες του Απαρτχάιντ, το σκηνικό απέτυχε παταγωδώς, τόσο επειδή είχε ιδρυθεί η ΟΑΠ σαν το μοναδικό νόμιμο αντιπροσωπευτικό σώμα των Παλαιστινίων, αλλά και επειδή οι Παλαιστίνιοι είχαν καταλάβει την απάτη και εναντιώθηκαν σε αυτήν με όλα τα μέσα. Το βασικό μάθημα για το Ισραήλ ήταν ότι η ΟΑΠ ή θα έπρεπε να καταστραφεί τελείως ή θα έπρεπε να μεταμορφωθεί σε μεσάζοντα του Ισραηλινού Απαρτχάιντ. Το Ισραήλ ξεκίνησε μια μαζική εκστρατεία για την διάλυση της ΟΑΠ κατά την διάρκεια του ’80-αρχές ’90. Το ’90, και με την κατάρρευση των βασικών υποστηρικτών της ΟΑΠ, της Σοβιετικής Ένωσης και του Ιράκ, το Ισραήλ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και εργάστηκε για την μετάλλαξη της ΟΑΠ από ένα απελευθερωτικό κίνημα σε ένα πρόγραμμα που θα «έκτιζε ένα κράτος» και ξεκίνησε με την υπογραφή των Συμφωνιών του Όσλο, επτά μήνες πριν τις πρώτες ελεύθερες εκλογές της Νότιας Αφρικής. Η ώθηση για την ίδρυση και την διεθνή αναγνώριση ενός ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους με τα Μπατουστάν της Παλαιστίνης, δεν διαφέρει από την εκστρατεία του καθεστώτος Απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής για την διεθνή αναγνώριση του Transkei ή του Ciskei. Αυτός είναι και ο πυρήνας της «λύσης των δύο κρατών». Η μεγαλύτερη και πιο σημαντική διαφορά είναι ότι στην παρούσα περίπτωση της Παλαιστίνης, είναι οι υπερδυνάμεις του κόσμου και οι υπασπιστές τους σε Ευρώπη και Αραβία, που πιέζουν και οπλίζουν με την πλήρη αποδοχή των Παλαιστινίων μεσαζόντων.

Σημειώσεις:

  1. Το κεφαλαίο «Α» στην λέξη Απαρτχάιντ δείχνει το καθεστώς της θεσμοποιημένης φυλετικής υπεροχής που εφαρμόστηκε στην Νότια Αφρική το 1948-1994, ενώ το μικρό «α» δείχνει το γενικώς εφαρμόσιμο έγκλημα απαρτχάιντ.
  2. www.apartheidweek.org
  3. Amira Howeidi, “Israel’s right not to be criticised”, Al-Ahram Weekly, 19-25 March 2009:http://weekly.ahram.org.eg/2009/939/re2.htmκαι http://israelreview.bdsmovement.net
  4. http://www.unhchr.ch/html/menu3/b/11.htm
  5. http://www.unhchr.ch/html/menu3/b/11.htm
  6. Karine Mac Allister, “Applicability of the Crime of Apartheid to Israel”, al-Majdal #38, (Summer 2008): http://www.badil.org/al-majdal/2008/summer/articles02.htm
  7. http://bdsmovement.net/files/English-BNC_Position_Paper-Durban_Review.pdf
  8. Uri Davis, Apartheid Israel: Possibilities for the Struggle Within, London: Zed Books, 2003
  9. Η Βρετανική Εντολή στην Νότια Αφρική επέβαλλε περιορισμούς από το 1913 ως το 1936, περίπου στο 87% της γης της Νότιας Αφρικής προκειμένου να διαχωρίσει τον μαύρο πληθυσμό από τους έποικους.
  10. Hazem Jamjoum, “al-Naqab: The Ongoing Displacement of Palestine’s Southern Bedouin”, al-Majdal #39-40, (Autumn 2008 / Winter 2009): http://www.badil.org/al-majdal/2008/autumn-winter/articles03.htm