Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Ένας Έλληνας στο πέρασμα του Έρετζ

Ανταπόκριση του "χωριάτη", 23 Δεκέμβρη 2009
Ο “χωριάτης” είναι ένας απλός άνθρωπος. Είναι δύσκολο να τον βάλεις στο τεχνητό-σαδιστικό μηχανισμό του περάσματος του Έρετς από τη λωρίδα της Γάζας στο Ισραήλ. Πέρασε όμως με τα μάτια ορθάνοιχτα και μας περιγράφει την εμπειρία με λεπτομέρειες. Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να περάσουν από το Έρετς μετά από ειδική άδεια των Ισραηλινών. Παρά τους ελάχιστους διαβάτες το πέρασμα είναι ένα υπερφυσικό κατασκεύασμα που μοιάζει σαν έκθεση εξευτελιστικών τεχνικών ασφαλείας, ένα ζήτημα όχι μικρής σημασίας αν αναλογιστούμε ότι το Ισραήλ έχει μετατρέψει τα κατεχόμενα σε μια έκθεση συστημάτων «ασφαλείας» (και καταστροφής αλλά αυτό είναι άλλο θέμα) και έχει στήσει γύρω από αυτό μια μπίζνα με μεγάλη εξαγωγική «επιτυχία» σε όλο τον κόσμο.
Μπαλάκι από φλιπεράκι έγινα μέχρι να καταφέρω να μιλήσω σε άνθρωπο.....Το αεροδρόμιο του Μπεν Γκουριόν είναι μοναστήρι μπροστά στο πέρασμα Έρετς από Γάζα προς τη γη της επαγγελίας.

1,5 χλμ περπάτημα μέσα σε έναν ατέλειωτο διάδρομο με συρμάτινο φράχτη και από τις δύο πλευρές, από πάνω λαμαρίνες και από κάτω χώμα, γεμάτο κάμερες παρακολούθησης - ένας φίλος Ιταλο-Λαρσινός –απίστευτος συνδυασμός για συνάντηση εκεί στο διάδρομο ε!!! – κανένα χρόνο πριν πήγε να επιδείξει ο καψερός τουριστική φώτο και του την άναψαν κατευθείαν και ούτε κατάλαβε από πού του ήρθε. Μετά από 1,5 χιλιόμετρο περπάτημα επιτέλους φτάνουμε στο Τείχος: πόρτες σιδερένιες κλειστές ερμητικά, μια ώρα αναμονή, καμία δυσανασχέτηση ως τώρα, όλα νορμάλ, μόνο μια ωρίτσα αναμονή, «πταίσμα...». Πόρτες σιδερένιες ανοίγουν, ακολουθούν τα κιγκλιδώματα που πρέπει να περάσεις περιστροφικά και που αν η βαλίτσα σου είναι λίγο μεγάλη γίνεσαι σάντουιτς μέχρι να περάσεις (θυμίζει καρτούν) στη συνέχεια δεύτερη πόρτα κλειστή ... αναμονή ... λαμπάκι πράσινο ανάβει ... προχώρει, άνθρωπος εν όψει - άραβας υπάλληλος του περάσματος που η δουλειά του είναι να παίρνει βαλίτσες, μπουφάν κτλ και να εξηγεί στον κόσμο ότι πρέπει τα ηλεκτρονικά είδη να είναι εντελώς ανοιχτά, έξω από τυχόν θήκες κλπ κλπ και μετά να τα βάζει όλα χύμα μέσα σε ένα τεράστιο πλαστικό δίσκο και να τα στέλνει σε μηχάνημα όπου αυτά χάνονται από τη θέα σου και αγνοούνται, αλλά εντελώς μαγικά πολλές φορές ξαναγυρίζουν πίσω γιατί έκανες λάθος κίνηση ή δεν ακολούθησες της οδηγίες του υπάλληλου. Άλλη μισή ώρα αναμονή εκεί. Έρχεται και μια καθώς πρέπει κυρία 50 και βάλε και μπαίνει μπροστά από τη σειρά γιατί λέει ότι την περιμένει το αμάξι του ΟΗΕ έξω και αν περιμένει λίγο παραπάνω θα σκιστεί το καλτσόν, λες και εμείς δεν έχουμε καλτσόν. Ευτυχώς την περιέλαβε ένας ισπανός και βρήκα και εγώ ευκαιρία να της την πω για τις τόσες φορές που τρώμε πολλές ώρες αναμονή για να περνάν οι UN με τα αμάξια παλάτια τους στα τσεκ πόιντς (σταθμός ελέγχου)... «καλά εσένα σε περιμένει και κάποιο αμάξι κι όχι κι ότι ότι αμάξι τζιπάρα...εγώ που πρέπει να το ψάξω κιόλας? Και η κυρία την άκουσε καλά και έκανε την παλαβή - αλλά στο τέλος πάλι πρώτη πέρασε γιατί εμάς μας ξετίναξαν.

Από εδώ αρχίζει το άνοιξε πόρτα για να μπω, σίγουρα με δούλευαν, με οδηγούσαν όλη την ώρα να ανοίγω πόρτες, να περιμένω λαμπάκια να ανάψουν πράσινο, να κλείνω πόρτες...να τις ξανανοίγω να με στέλνουν πάλι πίσω, ξανά μπροστά και πάλι πίσω...τρείς φορές παν έλα να περάσω την ακτινο-μηχανή ή ότι στο διάολο είναι αυτού του είδους οι μηχανές. Βλακεία που δεν αρνήθηκα την τρίτη φορά, που με διέταξαν να περάσω αλλά δεν μ’ έκοψε εκείνη την ώρα. Αργότερα έμαθα ότι μια ισπανίδα αρνήθηκε γιατί το παραξεφτίλισαν και της ζήτησαν να περάσει για τέταρτη φορά οι αθεόφοβοι και τους απαντά από το μικρόφωνο: «Δεν περνάω άλλη φορά βγάλτε με τα ρούχα καλύτερα ή ότι άλλο θέλετε αλλά από εκεί δεν ξαναπερνάω» και εισακούστηκε από τα ανθρωποειδή-που ακόμα δεν τα είχαμε δει αν έχουν ανθρώπινη όψη γιατί ακούγονταν από μεγάφωνα.

Ακτινο-Μηχανή: θάλαμος σαν να μπαίνεις σε γυάλινο κυριλέ ασανσέρ που έχει δύο πατούσες 42 νούμερο ζωγραφιστές στο πάτωμα. Ίσως να αγανάκτησαν και να τις ζωγράφισαν στο πάτωμα γιατί κάποιοι δεν ξέρουν πως να σταθούν (όπως μου ‘τυχε μιά φορά σε πέρασμα των Ισραηλινών από Ιορδανία την ώρα που γυρνούσαν τα καραβάνια των προσκυνητών Παλαιστινίων από τη Μέκκα. Εκεί λοιπόν το τι ταλαιπωρία τρώγαν κυρίως ηλικιωμένες γυναίκες μέσα σε αυτή τη μηχανή είναι απίστευτο. Κι όλα αυτά γιατί δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα αυτές οι ζωγραφιστές πατούσες).

Στην αρχή βγήκα μια ακτίνα πατώντας στις πατούσες με τα χέρια ψηλά όπως με καθοδηγούσαν από το μεγάφωνο,... προχώρησα... άναψε λαμπάκι... άνοιξα πόρτα... έκλεισε πόρτα... με ξαναστέλνουν πίσω για να βγω ξανά ακτίνα αλλά αυτή τη φορά με το αριστερό πόδι μπροστά το δεξί πίσω... προχωρώ...από το μεγάφωνο ακούγεται «ξανά πίσω στη μηχανή με το δεξί μπροστά και το αριστερό πίσω...τα χέρια ψηλά με τις παλάμες ανοιχτές»... Να ‘χω το διαβατήριο στο ένα χέρι και με 200 δολάρια και λίγα σέκελ στο άλλο χέρι να τα βλέπουν, ότι είχα πάνω μου δηλαδή. Να μιλάω σε θαλάμους μονάχους-μονάχους μέσω μικροφώνου και μετά να καταλαβαίνω ότι τα ανθρωποειδή με βλέπουν από πάνω και με επεξεργάζονται, κοινώς με δουλεύουν δηλαδής...εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι τα ανθρωποειδή μοιάζαν με ανθρώπους αφού πλέον είχα οπτική επαφή έστω και από μακριά. Τεσπά, τελικά με τα πάν-έλα άρχισα να τους βλέπω να αναστατώνονται ντεμέκ...και μάλλον σκόπιμα να παίρνουν τα γκάνια και να ετοιμάζονται για δράση, να βγάζουν πιστόλια από θήκες κτλ. Και εγώ να βλέπω τη ντεμέκ αναστάτωσή τους από κάτω...αλλά επειδή δεν τους κόβει και πολύ μπορεί και η αναστάτωσή τους να μην ήταν ντεμέκ αλλά για λόγους ασφαλείας, ίσως επειδή οι ακτίνες δείχναν ότι κουβαλούσα κάτι επάνω μου. Από την τρέλα και την αγανάκτηση άρχισα να το πιστεύω και να ψάχνομαι μπας και έχω τελικά κανά... Αναστατώνονται αυτοί αναστατώνομαι κι εγώ. Είναι ίσως αυτό το σπάσιμο νεύρων που κάνουν στους φυλακισμένους.

Και ενώ όλοι πηγαίνουν ευθεία ακούω από το μεγάφωνο... «άνοιξε την πόρτα δεξιά». Πάω προς την πόρτα αλλά έλα ντε που είναι κλειστή. Καψόνι! Μήπως δεν άκουσα καλά μία από τις 10 εντολές ;;; Μάλλον...πείθομαι και περιμένω σαν το χάχα... Λαμπάκι ανάβει πράσινο... Ανοίγω πόρτα και μένω ολομόναχος σε ένα κουτί 2Χ2. Χάνω οποιαδήποτε επαφή με άλλο κόσμο αλλά και με τους ανθρώπους που ξανάγιναν ανθρωποειδή γιατί πάλι δεν τα βλέπω. Μεγάφωνο «ακολούθα το κόκκινο βέλος» Το κουτί είχε 3 πόρτες που έπρεπε να διαλέξω. Ακολουθώ κόκκινο βέλος και ξανά πάλι να περιμένω το μεγάφωνο.... να περιμένω το λαμπάκι να ανάψει...να ανοίγω πόρτα, να κλείνω πόρτα. Από την τύφλα μου δεν έβλεπα τα βελάκια και μπέρδεψα την μπέρδα μου γιατί σε κάποια κουτιά είχε πάνω από 2 πόρτες και έπρεπε να διαλέξεις τη σωστή πόρτα που την ανοίγουν αν όλα τα έχεις κάνει σωστά και δεν έχεις διαπράξει κανένα έγκλημα (μου θύμισε κάτι κινέζικα παιχνίδια που πήρε το μάτι μου τώρα τελευταία στην τελεβιζιόν). Και όταν πας να ανοίξεις την πόρτα συγκρούεσαι με το τζάμι γιατί νομίζεις ότι την έχουν ανοίξει αλλά έχεις κάνει λάθος ...δεν την έχουν ανοίξει ακόμα!!!. Τελικά κρίνουν τα ανθρωποειδή ότι είναι ασφαλή από την πάρτη μου και ανοίγουν την πόρτα και επιτέλους βλέπω φάτσα κάρτα ένα από τα ανθρωποειδή – συγνώμη κανονικό άνθρωπο μέσα σε αλεξίσφαιρη γυάλα. Αν και μας χωρίζει ένα μέτρο μιλάμε πάλι μέσω μικροφώνου-μεγαφώνου. Ακούω και πάλι από μεγάφωνο:

«Παγακαλώ βγάλε πανταγόνι», άρχισε να μου μυρίζει striptiz...Το βγάζώ ακολουθώντας πιστά την εντεκάτη εντολή

«Πέγνα πανταγόνι από τη συσκευή με τις ακτίνες» Εκτελώ...

«Σήκωσε μπλούζα...όχι έτσι πιο πάνω... τώγα παγακαγώ σήκωσε και το φανεγάκι...πιο παν...πιο παν να δω καλύτερα τι έχεις απού κατ’...κάνε μια γύρα...μη ξαναγυίζεις από την ίδια μεριά ογόκληγη γύρα παγακαγώ και με σηκωμένο το φανεγάκι παγακαγώ», ευγένεια που σκοτώνει ακόμη περισσότερο...

«Σήκωσε πόδι» εκτελώ

«Πιο παν το πόδι». Δεν μπορούσε να δει την κάλτσα μου στη γυάλα που κλείστηκε και ξετανίστηκε μπρος για να δει καλύτερα...τι να δει εδώ που τα λέμε...και με τόσες κάμερες ήθελε να δει και την κάλτσα μου live – και τι κάλτσα!!! κάτω από την πασαρέλα πού έκανα όλα τα κόλπα, από κει που πατούσα δηλαδή, είχε μια σχάρα και μπορούσες να δεις τα μπουντρούμια. Ευτυχώς δε φορούσα φούστα να μας παρακολουθούν και οι από κάτω κάμερες, δε μας φτάναν οι από πάνω και ο ...απέναντι μου... που πατώντας ένα κουμπάκι έφερε το παντελόνι ξανά πίσω από τη μηχανή και με διέταξε να το πάρω και να το στραγγίξω να φύγουν τα ζουμιά σαν και βράχηκε. Λες και η μηχανή ήταν πλυντήριο. Και δώστου στράγγισμα εγώ. Και δώστου κι αυτός μέσα από τη γυάλα να μου δίνει και οδηγίες καλού στραγγίσματος – Θανάσης Βέγγος κατάσταση ρε μπας και πέρασε κι ο Θανάσης από δω;

Άνοιξα πόρτα και είδα επιτέλους ανθρώπους, κανονικούς ανθρώπους δηλαδή, από αυτούς που περνούσαμε την ίδια διαδικασία. Αλλά δεν πρόλαβα να χαρώ και πολύ και να πάλι που ο δρόμος οδηγεί σε 2 μπατσίνες πίσω από αλεξίσφαιρη γυάλα. Άντε πάλι. Διαλέγω τη μια που τη βλέπω να ρίχνει ένα γελάκι την ώρα που περνούσε ένας ισπανός με τζίβες. Αλλά για κακή μου τύχη το γελάκι δεν ήταν για τον τζίβα αλά προς την μπατσίνα πίσω της που κάναν καλαμπούρια... και έτσι την πάτησα πάλι ο χωριάτ’ς. Τεσπά μ’ αρχίζει τις κλασσικές ερωτήσεις, ανάκριση δηλαδή. Πως που γιατί...κάτι δεν την αρέσει...η φάτσα μου ίσως?...η τα κανά δυο γραμμάρια ψέματα που της ξεφούρνισα... και ξάφνου εμφανίζεται ο από μηχανής θεός. Άνθρωπος με μπατσική περιβολή που έμοιαζε με αγροφύλακα της δεκαετίας του 70. Στην αρχή με κοιτάει ψαρωτικά... τον κοιτάω και εγώ στρατιωτικά σαν ξεψαρωμένος νέος και άνετος...μισό λεπτό μόνο κοιτιόμαστε...με ζυγίζει με τα μάτια...του βγήκα 59 κιλά και ψάχνει που να πήγε το ένα κιλό ώστε να συμπληρώσει τα 60. Ξεκινάμε τις ίδιες ερωτήσεις όπως και η συνάδελφός του πριν...πως, που, γιατί...

«Πόσα λεφτά έχεις πάνω σου;»...

«200 δολάρια και κάτι σέκελς»...

«Το Ισραήλ είναι ακριβή χώρα δεν φτάνουν να την περάσεις για δέκα μέρες μέχρι να φύγεις...ποιό κονέ έχεις και σου τα χώνει;»...Γελάω...παρεξηγείται γιατί γελάω και του λέω ότι γελάω γιατί δεν καταλαβαίνω την ερώτηση.

«Που θα μείνεις»;...

«Σε ένα σπίτι»...

«Οδός;»...

«Δεν ξέρω οδό, είναι μεταξύ της ελληνική και της γερμανικής αποικίας στη δυτική Ιερουσαλήμ».

«Και δε θυμάσαι την οδό; Πώς είναι δυνατόν;»

«Δεν θυμάμαι, τι να φτιάσω;»...

«Έχεις καμιά κάρτα σε ποιά οργάνωση δουλεύεις;»

«Όχι»...

«Κανένα άλλο χαρτί;»...

«Όχι»...Τώρα αρχίζει να εξαγριώνεται και με λεει:

«Αν δεν απαντάς τις ερωτήσεις θα σε γυρίσω πίσω στη Γάζα» (μήπως το έχετε ξανακούσει αυτό;...στο σχολείο ή μήπως και κάπου αλλού;)

«Δεν μπορείς αφού από εδώ μπήκα και εξάλλου είναι και η τελευταία μέρα της άδειάς που με δώσατε». Τρελαίνεται.

«Ίσως όμως να έχω ένα χαρτί από προξενική αρχή»...ψάχνω ντεμέκ να δω που το έχω βάλει ώστε να κερδίσω λίγο χρόνο να σκεφτώ και γιατί ξέρω ότι πέρασε η ώρα και θέλουν να φύγουν - δημόσιοι υπάλληλοι ντε - έχει αδειάσει και το Έρετς μόνο ο μαλάκας είναι ακόμα μέσα, εγώ δηλαδή, και ο αγροφύλακας ανακριτής μου... Βρίσκω επιτέλους το χαρτί και του το δίνω...το περιεργάζεται και με λεει...

«Που είναι το πρωτότυπο;»...

«Το πρωτότυπο είναι στο Μπεν Γκουριόν» και μπαίνω στον κόπο να του εξηγήσω τα αυτονόητα, ότι έχει σταλεί με φαξ στο αεροδρόμιο του Μπεν Γκουριόν συνεπώς εγώ πως να έχω το πρωτότυπο. «Πάρτε τηλέφωνο στην προξενική αρχή ή στο Μπεν Γκουριόν, ανοιχτά είναι»... Λέει αυτός...

«Πρέπει να το ελέγξω»...και βγαίνει έξω από τη γυάλα και για πρώτη φορά βλέπω άνθρωπο που μπορώ να τον ακουμπήσω...

Άλλη μισή ώρα αναμονή και έρχεται η πρώτη ανακρίτρια και μου δίνει το διαβατήριο και το χαρτί, τα παίρνω ... πνίγω μέσα μου τα αυτονόητα κοσμητικά επίθετα και φεύγω για την τελευταία πόρτα, συν το τελευταίο σάντουιτς – συγνώμη το κυκλικό κιγκλίδωμα εννοώ.

Άρχισαν να μου μπαίνουν ιδέες ότι καλύτερα από τα τούνελ να μπαινοβγαίνεις με τις ευλογίες της Χαμάς...

Το ξέρω ότι ίσως να είναι και λάθος που μιλώ για προσωπικές εμπειρίες που πέρασα αλλά για την κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας δεν ξέρω τι και πως να το γράψω. Είμαι ακόμα μπερδεμένος. Κρίνοντας το τι τραβάνε κάθε λογής ξένοι φανταστείτε να περιγράψουμε τι τραβάει ο ντόπιος πληθυσμός μέσα στο μπουκάλι με το στόμιό του κλειστό να κοιτά το Σινά.