Η πρώτη Ιντιφάντα ξέσπασε στις 9 Δεκέμβρη του 1987 από την Παλαιστινιακή νεολαία ενάντια στις ισραηλινές δυνάμεις κατοχής με χαρακτηριστικά γνωρίσματα τις καθημερινές απεργίες, διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις της νεολαίας με τον ισραηλινό στρατό. Με μοναδικό όπλο τις πέτρες ενάντια στους πάνοπλους Ισραηλινούς, η εξέγερση εξαπλώθηκε από τη Λωρίδα της Γάζας στη Δυτική Όχθη με στόχο την ανακήρυξη ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Παρά τις βάρβαρες μεθόδους καταστολής του ισραηλινού στρατού, παρά τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, την τρομοκρατία και τις απελάσεις, η εξέγερση διήρκεσε πέντε χρόνια. Απολογισμός: Εκατοντάδες νεκροί Παλαιστίνιοι. Ο ηρωισμός και η επιμονή της Ιντιφάντα συγκέντρωσε την προσοχή όλου του κόσμου. Ο αυθόρμητος χαρακτήρας της ήταν βασικό της γνώρισμα, στη συνέχεια όμως σχηματίστηκε η Ενιαία Εθνική Διοίκηση της Εξέγερσης για την οργάνωση και την καθοδήγησή της. Η ριζοσπαστικοποίησή της δεν μπόρεσε να ελεγχθεί από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), η οποία εντάχθηκε στην εξέγερση. Η 1η Ιντιφάντα τίναξε στον αέρα τους «ρεαλισμούς» και τις θεωρίες περί «εφικτού». Ακολούθησε τη γραμμή της μαζικής αντίστασης μέσα στην περιοχή κυριαρχίας του αντιπάλου και με τις πέτρες της έσπασε τη βιτρίνα της παντοδυναμίας της ισραηλινής φασιστικής μηχανής, δίνοντας ένα παράδειγμα στους λαούς του κόσμου. Διαβάστε στη συνέχεια άρθρο της Sonja Karkar, που δημοσιεύτηκε στην σελίδα The Electronic Intifada στις 10 Δεκέμβρη του 2007 για την 20η επέτειο από το ξέσπασμα της 1ης Ιντιφάντα
Η πρώτη παλαιστινιακή Ιντιφάντα (εξέγερση), ξέσπασε στις 9 Δεκεμβρίου του 1987, αφού είχαν προηγηθεί είκοσι χρόνια σκληρής ισραηλινής κατοχής. Οι Παλαιστίνιοι είχαν ανεχτεί αρκετά. Όχι μόνο απελάθηκαν από την πατρίδα τους και εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους το 1948 για να κάνουν χώρο στα πλοία που ήταν φορτωμένα με Ευρωπαίος Εβραίους μετανάστες και εισέρεαν στην Παλαιστίνη με την υπόσχεση ενός εβραϊκού κράτους, αλλά αναγκάστηκαν να υποστούν ταπεινώσεις σαν ένας πριφρονημένος λαός που τον είχε απορρίψει ολόκληρος ο κόσμος. Ήταν τα θύματα ενός αποικιακού σχεδίου, που αρνήθηκε την ύπαρξη τους και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού τους σε μια γη που την κατοικούσαν επί χιλιετίες, μόνο και μόνο για να δημιουργηθεί ένα κράτος αποκλειστικά για τους Εβραίους όλου του κόσμου. Μέχρι σήμερα και παρόλα τα αναμφισβήτητα νομοθετήματα του Διεθνούς Δικαίου και τα ψηφίσματα των ΗΕ που στηρίζουν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, το σιωνιστικό σχέδιο κρατάει όμηρους στην υπηρεσία του μια σειρά δυνατά κράτη και αξιοσέβαστους θεσμούς. Αυτό όμως που δεν υπολόγιζε το Ισραήλ, ήταν η επιμονή των θυμάτων του και το αδάμαστο πνεύμα τους που έριξε τις πρώτες πέτρες στα τανκς και τις μπουλντόζες, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ταρακουνήσουν την εξοντωτική ισραηλινή κατοχή. Έτσι άρχισε ο «πετροπόλεμος».
Η κατοχή και η Ιντιφάντα
Η αφορμή της πρώτης Ιντιφάντα συχνά αποδίδεται στον θάνατο τεσσάρων Παλαιστινίων πολιτών από ένα ισραηλινό τζιπ σε ένα σημείο ελέγχου στην Λωρίδα της Γάζας και στον θάνατο του 17χρόνου Hatem Abu Sisi από σφαίρες Ισραηλινού αξιωματούχου, όταν ο τελευταίος άνοιξε πυρ προς το συγκεντρωμένο πλήθος εξαγριωμένων Παλαιστινίων που διαμαρτύρονταν. Ωστόσο, αυτά τα βίαια μεμονωμένα περιστατικά- και όσα είχαν προηγηθεί- ήταν μόνο τα τελευταία χτυπήματα στην 20ετή ιστορία της στρατιωτικής κατοχής και τις συνέπειες που είχε πάνω σε έναν ολόκληρο πληθυσμό, ο οποίος στερήθηκε τον έλεγχο της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ανάπτυξης του. Περισσότερο από μια αντανακλαστική αντίδραση στην κατοχή, επρόκειτο για μια ενωτική εκδήλωση ενός συνεχούς πολιτικού αγώνα για αυτοπροσδιορισμό, που είχε ήδη ξεκινήσει στα λαϊκά στρώματα, πολύ πριν το 1987.
Μια ολόκληρη γενιά Παλαιστινίων δεν είχε γνωρίσει τίποτα άλλο εκτός από την κατοχή. Μια κατοχή που τους είχε κάνει να εξαρτώνται οικονομικά από το Ισραήλ. Όχι μόνο έπρεπε να ανεχτούν να τους συμπεριφέρονται σαν κατώτερους και σαν φυλακισμένους μέσα στην ίδια την πατρίδα τους, αλλά τους εκμεταλλεύονταν στην εργασία τους. Πληρώνονταν τον μισό μισθό από ότι οι Ισραηλινοί εργάτες, φορολογούνταν υψηλότερα, είχαν ελάχιστα προνόμια και δούλευαν ανασφάλιστοι, γιατί η επίσημη ισραηλινή πολιτική τους στερούσε οποιοδήποτε δικαίωμα μέσα στο Ισραήλ. Πολλοί Παλαιστίνιοι δούλευαν χωρίς την απαιτούμενη άδεια, άρα ήταν σε ακόμα πιο αδύναμη θέση. Όπως κάθε άνθρωπος στην θέση τους, ήθελαν να απελευθερωθούν από την ισραηλινή τυραννία και να αντισταθούν στις δυνάμεις που χρησιμοποιούνταν εναντίον τους. Χωρίς όμως κάποιο οργανωμένο κίνημα αντίστασης, ήταν αδύναμοι να προκαλέσουν την κατοχή. Όσο πιο εξαρτημένοι ήταν, τόσο η κατοχή δυνάμωνε και κέρδιζε το Ισραήλ. Κάτω από την επιφάνεια όμως, η δυσαρέσκεια τους φούντωνε.
Οι Παλαιστίνιοι έβλεπαν επίσης την γη τους να δημεύεται και να εγκαθίστανται παράνομα οι ξένοι Εβραίοι, που τους επέτρεπαν να οπλοφορούν και είχαν την κάλυψη του ισραηλινού στρατού όταν χρησιμοποιούσαν τα όπλα τους για να τρομοκρατήσουν τις οικογένειες των Παλαιστινίων. Αυτές οι οικογένειες ήταν συνεχώς υπό απειλή, όχι μόνο γιατί συνέχιζαν να ζουν στην ίδια τους την γη αλλά και γιατί εξέφραζαν ανοιχτά τα πολιτιστικά πιστεύω τους και τα εθνικά αισθήματα τους. Οτιδήποτε θεωρούταν Παλαιστινιακό, απαγορευόταν ή καταστρεφόταν. Η λέξη «Παλαιστίνη» εξαφανίστηκε από τα σχολικά βιβλία και όλα τα παλαιστινιακά προϊόντα ξαναβαφτίστηκαν ισραηλινά (1). Η λογοτεχνία, οι τέχνες, η μουσική και άλλες δραστηριότητες που ενδυναμώνουν την εθνική συνείδηση αποτέλεσαν αντικείμενο επίθεσης και τα πανεπιστήμια συχνά παρέμεναν κλειστά για μεγάλα χρονικά διαστήματα γιατί θεωρούνταν πως ενθάρρυναν το εθνικό αίσθημα. Η καταστολή αυτή της παλαιστινιακής εθνικής ταυτότητας οδήγησε στην δημιουργία ενός υπόγειου κινήματος που δυνάμωνε το αίσθημα της απελευθέρωσης και με τον καιρό δημιούργησε μια κουλτούρα αντίστασης, που τελικά βρήκε την έκφρασή της στην Ιντιφάντα (2).
Το Ισραήλ προσπάθησε πολλές φορές να χειριστεί καταστάσεις ώστε μια «νέα ηγεσία» να αντικαταστήσει την ΟΑΠ που κατεύθυνε το εθνικό κίνημα. Η ιδέα ήταν να περιοριστεί όσο περισσότερο γίνεται η εξουσία των Παλαιστινίων πάνω σε δικά τους θέματα ενώ το Ισραήλ να έχει τον πλήρη έλεγχο σε ζητήματα στρατιωτικά και ασφάλειας. Οι Παλαιστίνιοι ωστόσο είχαν άλλες ιδέες και εξεγέρθηκαν ενάντια στο σχέδιο «Πολιτικής Διοίκησης» το 1967, στις συμφωνίες του Camp David το 1979-80 και ενάντια στην συνομοσπονδία με την Ιορδανία. Διεκδικούσαν τα δικαιώματα τους μέσω πολιτικών και νομικών οδών, αλλά το Ισραήλ χρησιμοποίησε την απέλαση ως μέσο για να καταστείλει την αυξανόμενη αντίσταση. Χιλιάδες πολιτικές προσωπικότητες και ακτιβιστές εκδιώχθηκαν από την χώρα τους, ενώ συχνά απειλούταν η ζωή τους. Το 1987, υπήρχαν ακόμα 4.700 πολιτικοί κρατούμενοι στις ισραηλινές φυλακές από τους 200.000 (3) που είχαν συλληφθεί αυτά τα είκοσι χρόνια (4). Οι Παλαιστίνιοι κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε κανένα αμερόληπτο κοινό, που θα άκουγε τις διαμαρτυρίες τους δίκαια, ειδικά για τα θέματα της δήμευσης γης, του νερού και των οικιστικών κατασκευών. Καθώς οι συνθήκες επιδεινώνονταν και οι Παλαιστίνιοι έβλεπαν την πολιτιστική τους ταυτότητα να κινδυνεύει με αφανισμό, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ξεσηκώθηκαν για να αποτινάξουν την θηριωδία της ισραηλινής κατοχής.
Εικόνες που προκαλούν
Οι Παλαιστίνιοι κατάλαβαν ότι η μεγαλύτερη δύναμη τους είναι η μαζική πολιτική ανυπακοή- να μποϋκοτάρουν τα ισραηλινά προϊόντα, να μην πληρώνουν φόρους στο Ισραήλ, να ιδρύσουν δικές τους κινητές μονάδες ιατρικής περίθαλψης, να παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες, να οργανώνουν απεργίες, διαδηλώσεις και άοπλες συγκρούσεις. Οι τακτικές που χρησιμοποίησαν, βρήκαν το Ισραήλ απροετοίμαστο και τράβηξαν την προσοχή των έως τότε ακατάδεκτων δυτικών μέσων ενημέρωσης. Ειδικά οι εικόνες Παλαιστινίων αγοριών που έριχναν πέτρες σε πλεονεκτικά εξοπλισμένα τανκς, παρέπεμπαν στον μύθο του Δαβίδ και του Γολιάθ που τόσο αποτελεσματικά είχε χρησιμοποιήσει το Ισραήλ στην προπαγάνδα του – το νεοσύστατο και αρχάριο κράτος του Ισραήλ που μάχεται ενάντια στον κακό αραβικό κόσμο. Ξαφνικά, όλοι έβλεπαν έναν διαφορετικό Γολιάθ. Το Ισραήλ, η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Μέσης Ανατολής, έριχνε κάτω τον απροστάτευτο «Δαβίδ», σε μια παράφραση της ιστορίας της Παλαιάς Διαθήκης, όπου ο Δαβίδ εκσφενδόνισε την πέτρα του και νίκησε τον γίγαντα Γολιάθ.
Η προσεχτικά κατασκευασμένη εικόνα του Ισραήλ ως απροστάτευτο θύμα, είχε αρχίσει να καταρρέει ήδη από τον Πόλεμο του 1967, όταν εξαπέλυσε «προληπτικές» επιθέσεις ενάντια σε Αίγυπτο και Ιορδανία και κέρδισε με θεαματικό τρόπο, ενώ στην συνέχεια δεν είχε κανένα δισταγμό στο να αψηφήσει το Διεθνές Δίκαιο και να καταλάβει όλα τα Παλαιστινιακά εδάφη. Το 1982, οι εικόνες των κατακρεουργημένων Παλαιστινίων στους καταυλισμούς Sabra και Shatila στον Λίβανο, προξένησαν φρίκη σε όλο τον κόσμο και δεν υπήρξε καμία αμφιβολία για την ανάμειξη του Ισραήλ. Την ώρα που η Ιντιφάντα έβαζε σε πρώτο πλάνο τον αγώνα των Παλαιστινίων, η σχιζοφρενική αυτοπροβολή του Ισραήλ ως θύμα και κατακτητή ήταν αντίθετη με τις εικόνες των media και τις σφαίρες των στρατιωτών που σκότωναν αγόρια με πέτρες στα χέρια τους. Τα πράγματα χειροτέρεψαν με την διαταγή του Υπουργού Αμύνης του Ισραήλ Yitzhak Rabin προς τους στρατιώτες «να σπάσουν τα κόκαλα» των διαδηλωτών. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, περισσότεροι από χίλιοι Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν και ακόμα περισσότεροι ακρωτηριάστηκαν.
Στον έξω κόσμο, το ρίξιμο πέτρας έγινε μια δυναμική οπτική απεικόνιση της πρώτης Ιντιφάντα, αλλά αυτό που κινητοποίησε δυναμικά τους Παλαιστίνιους ενάντια στην κατοχή ήταν τα φυλλάδια που κυκλοφορούσαν. Οι συγγραφείς Shaul Mishal και Reuben Aharoni σημειώνουν πως «λόγω απουσίας επίσημων και εξεχόντων τοπικών αρχηγών, τα φυλλάδια υποκατέστησαν την ηγεσία» (5). Η επιρροή τους απλώθηκε παντού καθώς πληροφορούσαν τον κόσμο που να πάει, τι να κάνει και τι έχουν καταφέρει μέχρι εκείνη την στιγμή. Μηνύματα για απεργίες, μποϋκοτάζ και συγκεκριμένες εκστρατείες έκαναν γύρους και έδιναν στον κόσμο την αίσθηση της ενότητας για έναν σκοπό. Εκείνη την εποχή ο συμβολισμός έγινε σημαντικός για το εθνικό κίνημα και η παλαιστινιακή σημαία και τα χρώματα της ενσωματώθηκαν ακόμα και στα ρούχα και τα κεντήματα. Ενώ τους είχαν απαγορευτεί τόσα πολλά, οι Παλαιστίνιοι βρήκαν πρωτότυπους τρόπους να αντισταθούν μη βίαια και το Ισραήλ έψαχνε τρόπους να αντιδράσει. Η δύναμη ήταν ακόμα η προσφιλής του μέθοδος ελέγχου, αλλά αργότερα έγινε η χειραγώγηση της ειρηνευτικής διαδικασίας, ματαιώνοντας έτσι τις μικρές νίκες των Παλαιστινίων, με αποτέλεσμα η αντίσταση να αποκτήσει καινούριο και πιο επικίνδυνο νόημα κατά την διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα το 2000.
Τιμωρώντας τους Παλαιστίνιους
Στα χρόνια της πρώτης Ιντιφάντα, το Ισραήλ δεν ανησυχούσε για τους νέους που πέταγαν πέτρες αλλά για την ανυπακοή των πολιτών που ήταν πια ανεξέλεγκτη. Για να την καταστείλει κατέφυγε σε μαζική τιμωρία του Παλαιστινιακού πληθυσμού. Απλοί πολίτες βρέθηκαν χωρίς ελευθερία και να διεκδικούν ακόμα και για τις απλές καθημερινές τους δραστηριότητες. Απαγορεύσεις κυκλοφορίας διατάσσονταν για εβδομάδες και χιλιάδες Παλαιστινίων συλλαμβάνονταν. Με το κλείσιμο των σχολείων και των πανεπιστημίων, η εκπαίδευση έγινε παράνομη και οι δάσκαλοι και οι μαθητές κατέφευγαν σε «υπόγειες» αίθουσες. Σπίτια κατεδαφίζονταν χωρίς καμιά ειδοποίηση, ελαιόδεντρα και καλλιέργειες σιτηρών καταστρέφονταν, ζωτικές πηγές υδάτων διοχετεύονταν στο Ισραήλ και η χρήση νερού περιορίστηκε τόσο πολύ που οι άνθρωποι έπρεπε να περιμένουν στην ουρά με δοχεία για ώρες για να αγοράσουν το δικό τους νερό. Οι επιθέσεις των Ισραηλινών είχαν τόσο έντονο τον χαρακτήρα της τιμωρίας, που άρχισαν να ακούγονται φήμες για μεταφορά του πληθυσμού, ειδικά μετά την δήλωση του πρώην Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Στρατιωτικών Πληροφοριών Shlomo Gazit, πως τα μέτρα παίρνονταν προκειμένου οι Παλαιστίνιοι «να έρθουν αντιμέτωποι με την ανεργία, την έλλειψη γης και νερού και να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες για την αποχώρηση τους από την Δυτική Όχθη και την Λωρίδα της Γάζας» (6).
Εμψυχώνοντας τον λαό
Η ιδέα της απομάκρυνσης του πληθυσμού, ακόμα και τότε, δεν ήταν κάτι καινούριο και οι Παλαιστίνιοι κατάλαβαν πως η επιβίωση τους εξαρτιόταν από την ενότητά τους σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα. Η Ιντιφάντα αρχικά υποστηρίχτηκε από τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα – άνθρωποι που είχαν επωμιστεί το μεγαλύτερο φορτίο λόγω της ισραηλινής κατοχής, κυρίως λόγω της εκμετάλλευσης των πηγών και της εργασίας τους. Κάτω από αυτό που ονομάστηκε Ενιαία Εθνική Διοίκηση, «ενωτικές» λαϊκές επιτροπές ανέλαβαν την ευθύνη για τα πάντα, από την περιφρούρηση χωριών και προσφυγικών καταυλισμών για να αποφευχθούν βραδινές στρατιωτικές επιδρομές και επιθέσεις από έποικους μέχρι την διανομή φαγητού και ρουχισμού σε όσους είχαν ανάγκη. Από αυτές τις ομάδες, αναδύθηκε μια μορφή ανεξάρτητης τοπικής ηγεσίας και κοινωνικής επανάστασης, κόντρα στις συμβατικές παραδόσεις. Οι μάζες έπαιρναν μέρος σε διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τον ισραηλινό στρατό, παρακινούμενες από τα ανυπόγραφα φυλλάδια που προσεχτικά τυπώνονταν, αποφεύγοντας το κάλεσμα σε ένοπλη πάλη για να μην απομακρύνουν το λαό. Ο Ze'ev Schiff και ο Ehud Ya'ari, στο βιβλίο τους «Η Ιντιφάντα» αναφέρουν: «Αυτή ήταν μια καίρια ψυχολογική στροφή για το κοινό, που ανακάλυψε τι μπορούσε να κάνει και πως να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του εχθρού» (7)
Δεν χωρά αμφιβολία πως αυτό το εθνικό κίνημα έδωσε σε κάθε Παλαιστίνιο μια αίσθηση της δύναμης, παρόλο που στην πραγματικότητα υπήρξαν λίγες νίκες. Ειδικά οι γυναίκες ένοιωσαν ελεύθερες να εμπλακούν σε παραγωγικές εργασίες, από τις οποίες τις περισσότερες δημιούργησαν επιτροπές γυναικών. Όσο οι γυναίκες αναμιγνύονταν περισσότερο στην πολιτική, τα συμβατικά κοινωνικά όρια έγιναν δυσδιάκριτα, αφού «οι οικογενειακές τους ευθύνες κάλυπταν πια ολόκληρη την κοινότητα» (8). Καθώς οι πέτρες δεν ήταν ισάξιες του εντυπωσιακού οπλοστασίου του Ισραήλ, ένας Ισραηλινός διοικητής παρατήρησε ότι «η ουσία της Ιντιφάντα δεν βρίσκεται στο πρακτικό επίπεδο της δράσης, αλλά στην αντίληψη του κόσμου…στην αίσθηση ταυτότητας, κατεύθυνσης και οργάνωσης» (9). Αν μην τι άλλο, η μαζική, μη βίαιη ανυπακοή των πολιτών, τράβηξε την προσοχή των media και ο δημοσιογράφος Thomas Friedman σχολίαζε ότι «η παρουσία των ξένων μέσω ενημέρωσης ανάγκασε στην πραγματικότητα τους Ισραηλινούς να δουν την κτηνωδία της κατοχής τους» (10). Αυτό όμως μέχρι το Ισραήλ να βρει πιο απαίσιους τρόπους να διαστρεβλώσει την κοινή γνώμη.
Το Ισραήλ αλλάζει τους στόχους του
Η «ειρηνευτική διαδικασία» του Όσλο τράβηξε την προσοχή από την Ιντιφάντα. Ξαφνικά, το Ισραήλ έγινε ο ειρηνοποιός της διεθνούς σκηνής και ξεκίνησε τις συνομιλίες με την ΟΑΠ, με αποκλειστικό σκοπό την εξουδετέρωση της. Αντί να ηγηθεί του εθνικού κινήματος και να αντισταθεί στην ισραηλινή καταπίεση, η ΟΑΠ μεταμορφώθηκε σε θεσμό –την Παλαιστινιακή Αρχή – χρεωμένο με το καθήκον της αστυνόμευσης των ίδιου του λαού της, προκειμένου να έχει μια θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο κόσμος έδειξε σημάδια ανακούφισης και όλες οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στην ειρηνευτική διαδικασία, ενώ για ακόμα μια φορά η τραγική πραγματικότητα αγνοήθηκε. Το Ισραήλ δεν τήρησε τη συμφωνία για απόσυρση των δυνάμεων του από τις κατεχόμενες περιοχές, αλλά αντίθετα, δήμευσε και άλλα παλαιστινιακά εδάφη και συνέχισε να χτίζει παράνομους εβραϊκούς εποικισμούς. Αφαίρεσε το δικαίωμα κατοικίας στην Ιερουσαλήμ και όχι μόνο απαγορεύτηκε στους Παλαιστίνιους της Δυτικής Όχθης και της Γάζας η είσοδος στην πόλη, αλλά περιορίστηκε και η ελεύθερη μετακίνηση τους εντός των κατεχόμενων περιοχών, και μετατράπηκε στην εξευτελιστική εμπειρία του να σου λένε που και πότε πρέπει να πας- αν στο επιτρέψουν τελικά. Ακόμα περισσότερο, οι Παλαιστίνιοι βρέθηκαν χωρισμένοι σε τρεις εδαφικές νησίδες, ασύνδετες μεταξύ τους Α, Β και Γ, νησάκια μέσα στην θάλασσα των εβραϊκών εποικισμών. Ωστόσο, η διεθνής κοινότητα κούναγε το καρότο ενός ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους και το Ισραήλ άφηνε τις συνομιλίες να συνεχίζονται, και ας ήξεραν όλοι ότι έκανε αυτό που ήθελε. Το κρυφτό πίσω από τις λέξεις, σου έκοβε την ανάσα. Το εκπληκτικό είναι πως αυτό το κρυφτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Καθώς το κάλεσμα για ειρήνη και η λύση των δύο κρατών έγιναν της μόδας από τους πρωταγωνιστές, η Ιντιφάντα έχασε τον λόγο ύπαρξη της. Η οικονομία της Παλαιστίνης είχε να πληρώσει μεγάλο τίμημα. Οι μαζικές εθνικές απεργίες είχαν προκαλέσει την καταστροφική απάντηση του στρατού με την μορφή απαγορεύσεων κυκλοφορίας κατά την διάρκεια των οποίων «κάθε Παλαιστίνιος που έμενε σε κατεχόμενη περιοχή, πέρασε κατά μέσο όρο 10 βδομάδες κλεισμένος στο σπίτι του» (11), δημιουργώντας μεγάλο πρόβλημα στην εργασία. Οι Παλαιστίνιοι όχι μόνο έχασαν τις δουλειές τους, αλλά οι Ισραηλινοί εργοδότες άρχισαν να εισάγουν εργατικά χέρια, φέρνοντας νέους μετανάστες για να τους αντικαταστήσουν. Τελικά, η μαζική αντίσταση ήταν αδύνατο να διατηρηθεί επ αόριστον, ήθελαν η καθημερινή ρουτίνα τους να συνεχιστεί με μια αίσθηση κανονικότητας.
Η Ιντιφάντα συνεχίζει να υπάρχει
Το προσεχτικά οργανωμένο δίκτυο της Ιντιφάντα σταδιακά άρχισε να διαλύεται, καθώς οι Παλαιστίνιοι προετοιμάζονταν για τις υποσχέσεις του Όσλο. Η Ιντιφάντα άρχισε να γίνεται όλο και λιγότερο δραματική, ακόμα και να μην εμπνέει πια, είχε όμως ριζώσει στην συνείδηση των Παλαιστινίων (12). Όταν κατάλαβαν ότι οι διαδικασίες του Όσλο δεν θα κατέληγαν πουθενά και ότι ο εθνικός αγώνας τους είχε διαβρωθεί από την βίαιη επέκταση του Ισραήλ, η Ιντιφάντα που ακολούθησε ήταν δικαιολογημένα εκρηκτική.
[2] Samira Meghdessian, "The discourse of oppression as expressed in writings of the intifada," World Literature Today, 72.1 (1998), p.43.
[3] Toby Shelley, and Ben Cashdan, Palestine: Profile of an Occupation, London: Zed Books Ltd, 1989, p.21.
[4] Ruth Margolies Beitler, "The Intifada: Palestinian Adaptation to Israeli Counterinsurgency Tactics," Terrorism and Political Violence, 7.2 (1995), p.68.
[5] Shaul Mishal, Reuben Aharoni, Speaking Stones: Communiques from the Intifada Underground, Syracuse, New York: Syracuse University Press, 1994, p.25.
[6] The Jerusalem Post International Edition, 5 March 1988, p.7.
[7] Ze'ev Schiff and Ehud Ya'ari, The Intifada, Jerusalem: Schocken 1990, p.102.
[8] Kanako Mabuchi, "The Meaning of Motherhood during the First Intifada: 1987-1993," M.Phil Thesis in Modern Middle Eastern Studies, St Antony's College, University of Oxford, Trinity Term 2003, p84.
[9] D. Reische, Arafat and the Palestinian Liberation Organisation, New York: Franklin Watts, 1991, p.135.
[10] Thomas Friedman, From Beirut to Jerusalem, New York: Anchor Books, 1995, p.447.
[11] "No Exit: Israel's Curfew Policy in the Occupied Palestinian Territories," Jerusalem Media and Communications Centre, 1991.
[12] Norman G. Finkelstein, The Rise and Fall of Palestine: A Personal Account of the Intifada Years, Minneapolis: University of Minnesota Press, 1996 p21-22.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου