Στις 15-17 Σεπτεμβρίου 1982, λιβανικές φασιστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις υπό το άγρυπνο βλέμμα και καθοδήγηση του ισραηλινού στρατιωτικού κατακτητή σφάγιασαν περισσότερους από 2.000 παλαιστινίους κατοίκους των προσφυγικών καταυλισμών Σάμπρα και Σατίλα στη Βηρυτό. Η συντριπτική πλειοψηφία των δολοφονηθέντων ήταν γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι.
Τον Ιούνιο του 1982, ο ισραηλινός στρατός (IDF), με την πλήρη στήριξη του καθεστώτος Ρέιγκαν, εξαπέλυσε μαζική εισβολή στον Λίβανο. Στόχος της εισβολής ήταν η εξολόθρευση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), η οποία έδρευε τότε κυρίως στον Λίβανο, και η εγκαθίδρυση κυβέρνησης-μαριονέτας στη Βηρυτό. Οι ΗΠΑ διαρκώς ανεφοδίαζαν τον IDF κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η εισβολή στον Λίβανο κορυφώθηκε στις 15-17 Σεπτεμβρίου με την επιδρομή σε δύο προσφυγικούς καταυλισμούς αμάχων Παλαιστινίων των 1.500 μελών των ρατσιστικών και φασιστικών Λιβανικών Δυνάμεων, μία από τις δεξιές λιβανικές οργανώσεις σύμμαχους του Ισραήλ. Καθ’ όλη τη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού ο IDF βομβάρδιζε χωρίς έλεος τη λιβανική πρωτεύουσα, σκοτώνοντας περισσότερους από 20.000 ανθρώπους, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήταν άμαχος πληθυσμός.Τον Σεπτέμβρη του 1982 επιβλήθηκε μια εκεχειρία στους Λιβανέζους και τους Παλαιστινίους που αντιστέκονταν στην επίθεση. Οι παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί συγκέντρωναν περισσότερο από το 10% του τότε πληθυσμού του Λιβάνου που έφτανε τα 3 εκατομμύρια. Σύμφωνα με την εκεχειρία, οι στρατιωτικές δυνάμεις της ΟΑΠ θα εκκενώνονταν στην Τυνησία. Σε αντάλλαγμα, θα εγγυούνταν η ασφάλεια των παλαιστινιακών προσφυγικών καταυλισμών. Τη συμφωνία υπέγραφαν μεταξύ άλλων οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Η εγγύηση της ασφάλειας ήταν σημαντική, επειδή ήταν σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη γνωστό πως οι Λιβανικές Δυνάμεις και άλλες ρατσιστικές και φασιστικές πολιτοφυλακές θα σφαγίαζαν τους κατοίκους των καταυλισμών εάν οι τελευταίοι έμεναν απροστάτευτοι.
Από τις 15 Σεπτεμβρίου, με τους μαχητές της ΟΑΠ να έχουν αποχωρήσει, ο IDF είχε περικυκλώσει ολοκληρωτικά τους προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα στη δυτική Βηρυτό. Οι εναπομείναντες κάτοικοι των καταυλισμών ήταν σχεδόν όλοι γυναίκες, παιδιά ή ηλικιωμένοι άντρες. Εντούτοις, ο Αριέλ Σαρόν, τότε υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, μαζί με τους ισραηλινούς διοικητές στην περιοχή διακήρυξαν ότι πίστευαν πως μαχητές της ΟΑΠ εξακολουθούσαν να βρίσκονται μέσα στους καταυλισμούς. Χρησιμοποιώντας αυτή τη δικαιολογία, ο Σαρόν διέταξε να επιτραπεί στις Λιβανικές Δυνάμεις (ΛΔ) υπό τη διοίκηση του Elie Hobeika να εισέλθουν στους παλαιστινιακούς καταυλισμούς για «να καθαρίσουν τις φωλιές των τρομοκρατών».
Ακολούθησε ένα σαββατοκύριακο αδιανόητης αγριότητας. Οι ΛΔ πήγαν πρώτα πόρτα-πόρτα αναγκάζοντας τους τρομοκρατημένους κατοίκους να βγουν έξω στους δρόμους και τους χώριζαν σε δύο ομάδες. Λίγο αφότου εισήλθαν στους καταυλισμούς ένας διοικητής των ΛΔ επικοινώνησε με τον ασύρματο με τον Hobeika που ήταν μαζί με ισραηλινούς διοικητές. Ο διοικητής των ΛΔ ρώτησε τον Hobeika τι θα έπρεπε να κάνουν με τις γυναίκες και τα παιδιά, και ο Hobeika του απάντησε οργισμένα ουρλιάζοντας στον ασύρματο: «Ξέρεις ακριβώς τι να κάνεις!» (ντοκιμαντέρ BBC, "The Accused," 2001). Και τότε ξεκίνησε κανονικά η σφαγή. Για τις επόμενες 36 ώρες, οι ΛΔ βίαζαν, βασάνιζαν και έσφαζαν, εξολοθρεύοντας σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού των περισσότερων από 2.000 Παλαιστινίων και Λιβανέζων που ζούσαν στη Σάμπρα και Σατίλα. Οι ισραηλινοί διοικητές και υπουργοί, συμπεριλαμβανομένου του Αριέλ Σαρόν –ο οποίος ως υπουργός Άμυνας έφερε την ολοκληρωτική ευθύνη για την κατοχή του Λιβάνου- ενημερώθηκαν επανειλημμένα για το τι συνέβαινε. Όταν τελικά οι Ισραηλινοί διέταξαν τον Hobeika να αποσύρει τις ΛΔ στις 17 Σεπτεμβρίου, οι ΛΔ ζήτησαν και έλαβαν παράταση μίας μέρας για να «ολοκληρώσουν το έργο τους».
Μόλις έκαναν το γύρο του κόσμου οι απεχθείς εικόνες της σφαγής της Σάμπρα και Σατίλα, η οργή και ο αποτροπιασμός ήταν τόσο μεγάλες που ακόμα και το Ισραήλ αναγκάστηκε να ορίσει επίσημη διερευνητική επιτροπή το επόμενο έτος. Η επιτροπή Kahan βρήκε τον Σαρόν «έμμεσα υπεύθυνο» για τη σφαγή. Εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το υπουργείο Άμυνας, αλλά όχι και από το ισραηλινό κοινοβούλιο. Δύο δεκαετίες αργότερα, ο Σαρόν αναρριχήθηκε στο υψηλότερο αξίωμα του Ισραήλ, ως πρωθυπουργός.
Η Σάμπρα και Σατίλα δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε και η τελευταία σφαγή του Σαρόν. Το γεγονός ότι αυτός ο εγκληματίας πολέμου μπόρεσε να διενεργήσει τέτοιες ευρέως γνωστές πράξεις και παρ’ όλα αυτά έγινε πρωθυπουργός είναι το πιο ολοφάνερο σημάδι του βαθύτατα ρατσιστικού χαρακτήρα του κράτους του Ισραήλ. Εικοσιεφτά χρόνια μετά τη σφαγή στη Σάμπρα και Σατίλα, οι διάδοχοι του Σαρόν με την πλέρια υποστήριξη της Ουάσιγκτον εξακολουθούν να κατέχουν την Παλαιστίνη και να καταπιέζουν βάναυσα τον παλαιστινιακό λαό.
Ο σκοπός της σφαγής του 1982 ήταν να καμφθεί το πνεύμα του παλαιστινιακού λαού και να συντριβεί η αντίστασή του. Απέτυχε να βρει το στόχο της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου