Ουτοπία ή όραμα ειρήνης;
Άρθρο του Ilan Pappe στο www.zmag.org 28 Ιούλη 2009
Κάθε φορά που οι Ισραηλινοί πολιτικοί αναφέρονται στο ενδεχόμενο ενός ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους, θεωρούν δεδομένο πως οι συνομιλητές τους καταλαβαίνουν ότι το μελλοντικό αυτό κράτος θα πρέπει να είναι αποστρατιωτικοποιημένο και αφοπλισμένο προκειμένου το Ισραήλ να συμφωνήσει στην ύπαρξή του. Πρόσφατα, στην προϋπόθεση αυτή αναφέρθηκε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Benjamin Netanyahu, απαντώντας στο όραμα των Δύο Κρατών που παρουσίασε τον Ιούνη στο Κάιρο, ο πρόεδρος Barrack Obama. Η αναφορά του είχε να κάνει πρώτα απ’ όλα με την εγχώρια κατανάλωση: οποιοσδήποτε στο Ισραήλ, είτε στο παρελθόν είτε σήμερα, αναφέρεται στην ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους παράλληλα με το Ισραήλ, έχει στο μυαλό του ένα πάνοπλο Ισραήλ δίπλα σε μία πλήρως αφοπλισμένη Παλαιστίνη. Υπάρχει όμως ένας ακόμα λόγος για τον οποίο ο Netanyahu τόνισε την αποστρατιωτικοποίηση της Παλαιστίνης ως απαραίτητη προϋπόθεση: γνωρίζει πολύ καλά πως δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος ακόμα και ο πιο μετριοπαθής Παλαιστίνιος ηγέτης να δεχτεί έναν τέτοιο περιοριστικό όρο από τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Μέσης Ανατολής.
Στο Ισραήλ, όπως και στη Δύση, το όραμα μιας αποστρατιωτικοποιημένης Παλαιστίνης θεωρείται εφικτό σενάριο, ενώ αντίθετα το όραμα μιας ειρήνης βασισμένης στην αποστρατιωτικοποίηση του Ισραήλ θα θεωρούνταν εντελώς τρελό και άχρηστο. Στην πραγματικότητα θα ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς κάτι τέτοιο. Αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση σχετικά με τα χαρακτηριστικά ύπαρξης ενός κράτους εντάσσεται στα πλαίσια μιας ευρύτερης ανισορροπίας που κυριαρχεί στην αντίληψη και τη στάση της διεθνούς κοινότητας απέναντι στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη.
Οι περισσότεροι Ισραηλινοί θα το θεωρούσαν καθαρή τρέλα να φανταστούν ένα μέλλον χωρίς το στρατό, ο οποίος παίζει έναν κυρίαρχο και προεξάρχοντα ρόλο στις ζωές τους. Εντελώς δικαιολογημένα, οι μελετητές θεωρούν το Ισραήλ όχι ως ένα κράτος που έχει στρατό, αλλά ως έναν στρατό που έχει κράτος. Στις μελέτες μερικών γενναίων και σημαντικών Ισραηλινών κοινωνιολόγων, το Ισραηλινό κράτος εμφανίζεται ως χαρακτηριστική περίπτωση μιας σύγχρονης στρατιωτικοποιημένης κοινωνίας στην οποία ο στρατός επιδρά βαθιά σε κάθε σφαίρα της ζωής [1]. Το να προσπαθήσει να φανταστεί κανείς το Ισραήλ χωρίς αυτή την επιρροή είναι κάτι παραπάνω από ένα ουτοπικό όραμα, είναι στην πραγματικότητα ένα εσχατολογικό σενάριο.
Κι όμως, μακροπρόθεσμα, η αποστρατιωτικοποίηση του Ισραήλ και της Παλαιστίνης ίσως να είναι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί μια κανονική ζωή σε όσους ζουν εκεί, και όσους πρέπει να ζήσουν εκεί, όπως το ένα εκατομμύριο Παλαιστίνιοι πρόσφυγες που διώχτηκαν από την πατρίδα τους από το 1948 και μετά. Όμως το άρθρο μου έχει στόχο να επεκτείνει την έννοια του αφοπλισμού, σε μια πλατύτερη και κατά γενική ομολογία πιο ρευστή ερμηνεία. Η πλατύτερη αυτή ερμηνεία, που θα υποστηρίξω, αφορά την ιδέα της μετατροπής του αφοπλισμού του Ισραήλ από ουτοπικό σενάριο του απώτερου μέλλοντος – της εποχής που θα επικρατήσει η ειρήνη των προφητών – σε συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο.
Πολύ πριν μπορέσει κανείς να σκεφτεί οποιαδήποτε σημαντική μείωση των εξοπλισμών – πόσο μάλλον τον πλήρη αφοπλισμό – των εμπλεκόμενων στο Παλαιστινιακό ζήτημα, απαιτείται ένας πολύ διαφορετικός αφοπλισμός ως προϋπόθεση για την συμφιλίωση του Ισραήλ και της Παλαιστίνης. Ένας αφοπλισμός που πρέπει να εστιάσει στο Ισραήλ και λιγότερο στην Παλαιστίνη, τουλάχιστον στο αρχικό του στάδιο, καθώς είναι πρωτοφανείς οι πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές ανισορροπίες μεταξύ του Ισραήλ και των λίγων εκατοντάδων Παλαιστινίων μαχητών (ακόμα και ο όρος μαχητές όσο αφορά τους Παλαιστίνιους είναι υπερβολικός). Καθώς οι ανισορροπίες αυτές υπήρχαν ήδη από το 1948, έπεται λογικά πως μόνο μια διαδικασία μετασχηματισμού της στάσης και της φύσης του ισχυρότερου παράγοντα της εξίσωσης θα δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα για οποιαδήποτε συμφιλίωση. Ο ισχυρός αυτός παράγοντας, καθ’ όλη τη διάρκεια των εκατό σχεδόν ετών της Αραβο-Ισραηλινής σύγκρουσης, ήταν το Σιωνιστικό κίνημα και στη συνέχεια το κράτος του Ισραήλ, των οποίων οι πολιτικές εις βάρος του γηγενούς πληθυσμού της Παλαιστίνης έχουν παραμείνει σχεδόν αμετάβλητες σε όλη αυτή την περίοδο.
Αυτό το άρθρο γράφεται υπό την προϋπόθεση πως μόνο μια θεμελιώδης αλλαγή στις βασικές Ισραηλινές πολιτικές έναντι των Παλαιστινίων και της Παλαιστίνης, μπορεί να οδηγήσει σε μια αλλαγή της συμπεριφοράς απέναντι στην εβραϊκή κοινότητα των εποίκων που ήρθαν στη γη της Παλαιστίνης στα τέλη του 19ου αιώνα. Αντίθετα με την Ισραηλινή και Σιωνιστική αφήγηση της ιστορίας, που ακόμα και σήμερα με περηφάνια διατυμπανίζεται στη Δύση, οι σκληρές αντι-αραβικές και αντι-παλαιστινιακές πολιτικές του Εβραϊκού κράτους δεν αποτελούν αντίδραση στην Παλαιστινιακή εχθρότητα ή το γενικότερο Αραβικό μίσος, αλλά είναι στην πραγματικότητα η αιτία του περιφερειακού ανταγωνισμού ενάντια στο Ισραήλ και της Παλαιστινιακής εχθρότητας εναντίον του. Δεδομένου ότι οι πολιτικές αυτές αποτελούν την πηγή της σύγκρουσης, ο αφοπλισμός είναι ένα ζητούμενο για την αποκάλυψη της πραγματικότητας που κρύβεται πίσω τους. Καθώς οι πολιτικές αυτές έχουν προκαλέσει ήδη την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων στην περιοχή, ο θάνατος δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων, χιλιάδων ανθρώπων στις γειτονικές αραβικές χώρες και σχεδόν είκοσι χιλιάδων Εβραίων στο Ισραήλ, πυροδοτεί ένα νέο κύμα αντισημιτισμού και ισλαμοφοβίας και τελικά εντείνει τις σχέσεις της Δύσης με τον Μουσουλμανικό κόσμο. Πρόκειται προφανώς για ένα θανάσιμο όπλο και πρέπει να αναθεωρηθούν.
Οι πολιτικές αυτές στις οποίες αναφερόμαστε είναι προϊόν μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας, του Σιωνισμού ή για να είμαστε ακριβείς μιας ορισμένης ερμηνείας της Σιωνιστικής ιδεολογίας. Η αναθεώρησή τους θα σήμαινε αφοπλισμό των Ισραηλινών Εβραίων από τη θανατηφόρα έκδοση της Σιωνιστικής ιδεολογίας που τους αφαιρεί την ικανότητα να ζήσουν φυσιολογικά, ήρεμα και με ασφάλεια στην χώρα που επέλεξαν στα τέλη του 19ου αιώνα ως πατρίδα τους.
Η γέννηση του όπλου (του σιωνισμού)
Το Σιωνιστικό κίνημα εμφανίστηκε στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα ως ένα κίνημα ωθούμενο από δύο ευγενή ερεθίσματα. Το πρώτο ήταν η αναζήτηση της ηγεσίας του για ένα ασφαλές καταφύγιο για την Εβραϊκή κοινότητα της που ήταν όλο και περισσότερο εκτεθειμένη σε ένα εχθρικό αντισημιτικό περιβάλλον που ενδεχομένως – όπως τελικά έγινε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – να μετατρέπονταν σε γενοκτονία. Το δεύτερο ερέθισμα ήταν η επιθυμία να επαναπροσδιοριστεί ο Ιουδαϊσμός σε μια νέα κοσμική μορφή, επιθυμία που εμπνέονταν από το περιβάλλον άλλων εθνών, όπου πολλές πολιτιστικές, θρησκευτικές και εθνικές ομάδες επαναπροσδιορίζονταν με βάση τους νέους ενθουσιώδεις όρους του εθνικισμού. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η αναζήτηση για ασφάλεια και νέα αυτοδιάθεση ήταν εκείνη την εποχή ένα ευγενές και φυσιολογικό ερέθισμα. Όμως, από τη στιγμή που προσδιορίστηκε εδαφικά, δηλαδή κατευθύνθηκε προς ένα συγκεκριμένο κομμάτι εδάφους, το εθνικό σχέδιο του Σιωνισμού μετατράπηκε σε ένα αποικιακό σχέδιο. Εξακολουθούσε να είναι φυσιολογικό ερέθισμα για εκείνη την εποχή, που οι Ευρωπαίοι, για μια πληθώρα λόγων, μετανάστευαν σε μη-ευρωπαϊκά εδάφη που είχαν αποικιοποιήσει με τη βία της εκδίωξης και της γενοκτονίας οι άπληστες κυβερνήσεις τους, δεν ήταν όμως πια καθόλου ευγενές. Όπου η αποικιοκρατία μεταφράστηκε σε γενοκτονία δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής, ενώ όπου δεν έφτασε σε τέτοιες εγκληματικές μορφές –οι οποίες και ήταν ο κανόνας– τελικά οι άποικοι επέστρεψαν στις χώρες καταγωγής τους και οι αποικίες ανεξαρτητοποιήθηκαν. Η περιοχή που έβαλε στόχο το Σιωνιστικό κίνημα, αφού εξετάστηκαν διάφορες επιλογές, ήταν η Παλαιστίνη όπου για εκατοντάδες χρόνια ζούσε ο Παλαιστινιακός λαός.
Οι πρώτοι Σιωνιστές άποικοι έφτασαν στην Παλαιστίνη το 1880 χωρίς να δηλώνουν ανοιχτά το όνειρό τους να καταλάβουν τα εδάφη και χωρίς να αποκαλύπτουν την επιθυμία τους να τα εκκαθαρίσουν από τον γηγενή πληθυσμό τους. Μέχρι τη δεκαετία του 1930, την ηγεσία της κοινότητας των αποίκων απασχολούσε η διεθνής υποστήριξη και νομιμοποίηση – που τους την έδωσε η Βρετανική Αυτοκρατορία με τη Διακήρυξη του Μπαλφούρ τον Νοέμβρη του 1917 – και η απόκτηση μιας βάσης, ως κράτος μέσα στο κράτος, πράγμα που τους επέτρεψε να κάνουν η Βρετανική εντολή. Εκείνη την περίοδο το κύριο πρόβλημά ήταν πως οι Εβραίοι σε όλο τον κόσμο δεν έβλεπαν με συμπάθεια την Παλαιστίνη ούτε ως σωτηρία, ούτε ως προορισμό. Ήταν μόνο μετά την άνοδο του Ναζισμού και του Φασισμού στην Ευρώπη που η Παλαιστίνη, ως ασφαλές καταφύγιο για τον Εβραϊκό λαό, απέκτησε νόημα και η κοινότητα των αποίκων αυξήθηκε αριθμητικά. Μέχρι το τέλος της Βρετανικής εντολής, οι άποικοι αποτελούσαν μόνο το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού και κατείχαν λιγότερο από το 10% των εδαφών της Παλαιστίνης.
Στη δεκαετία του 1930 σφυρηλατήθηκε το ιδεολογικό – που σύντομα θα μεταφράζονταν και σε πραγματικό – οπλοστάσιο. Προέκυψε μια φόρμουλα ομόφωνη και σχεδόν ιερή για αυτούς που καθοδηγούσαν το Σιωνιστικό κίνημα κι αυτούς που καθοδηγούν σήμερα το κράτος του Ισραήλ. Η φόρμουλα ήταν απλή: για να πετύχει το Σιωνιστικό σχέδιο στην Παλαιστίνη, έπρεπε να καταληφθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της γης και να εξασφαλιστεί πως σ’ αυτό θα παραμείνουν όσο το δυνατόν λιγότεροι Παλαιστίνιοι. Ο σκοπός ήταν – όσο κυνικό κι αν ακούγεται – το νέο κράτος να είναι δημοκρατικό. Η ελπίδα ήταν να δημιουργηθεί μια Εβραϊκή πλειοψηφία που θα ψήφιζε δημοκρατικά για να διατηρηθεί η χώρα για πάντα Εβραϊκή. Την δεκαετία του ’30 προέκυψε και μια ακόμα παραδοχή: δεν υπήρχε καμιά ελπίδα – τώρα ή στο μέλλον – πως ο γηγενής πληθυσμός της Παλαιστίνης είτε θα μειώνονταν αριθμητικά, είτε θα εγκατέλειπε το φυσικό του δικαίωμα να ζει στη γη του ως ελεύθερος λαός. Κατά συνέπεια για να πετύχει η προαναφερόμενη φόρμουλα «ύπαρξης» απαιτούνταν στρατιωτική δύναμη επιβολής. Αυτό δε σήμαινε μόνο το στήσιμο ενός στρατού, αλλά και το ότι αυτός θα είχε προεξάρχοντα ρόλο, σε βαθμό που ο στρατιωτικός παράγοντας να κυριαρχεί σε όλες τις πτυχές. Οξυδερκείς Ισραηλινοί κοινωνιολόγοι επεσήμαιναν με κατάπληξη το πόσο συστηματική και συνεχώς επεκτεινόμενη υπήρξε η διαδικασία αυτή, από τη δεκαετία του 1930 οπότε και πάρθηκε η συνειδητή απόφαση να στρατιωτικοποιηθεί ο Σιωνισμός. [ii]
Οι θέσεις στην πολιτική ηγεσία, την οικονομική διεύθυνση, ακόμα και την κοινωνική και πολιτιστική διαχείριση, όλες περνούν μέσα από ένα στρατιωτικό περιβάλλον ή μια σταδιοδρομία στο πολυπλόκαμο δίκτυο ασφαλείας που διοικεί το Ισραήλ. Επιπλέον, οι σημαντικότερες αποφάσεις για τη διεθνή και αμυντική πολιτική – ιδιαίτερα όσο αφορά τον Αραβικό κόσμο γενικά και ειδικότερα την Παλαιστίνη – παίρνονται από τη δεκαετία του ’30 από στρατηγούς. Το τελικό αποτέλεσμα είναι απόλυτα ορατό σήμερα στο Ισραήλ: ο προϋπολογισμός και συνολικά η οικονομία, η κοινωνική διαδικασία και το εκπαιδευτικό σύστημα, ακόμα και τα ΜΜΕ, είναι όλα συμπλεκόμενα έτσι ώστε να υπηρετούν το στρατό.
Ένας στρατός που έχει κράτος (αντί για ένα κράτος που έχει στρατό)
Η διαδικασία της στρατιωτικοποίησης της Ισραηλινής κοινωνίας ήταν έντονη και καταιγιστική. Στην πραγματικότητα το Ισραήλ έγινε ένας στρατός που έχει κράτος. Δύο πτυχές αυτής της κατάστασης αξίζει να υπογραμμιστούν: Η πρώτη είναι η στρατιωτικοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος που εξασφαλίζει ότι η μιλιταριστική αντίληψη για τη ζωή θα αναπαράγεται συνεχώς σε κάθε νέα γενιά νέων αντρών και γυναικών ώστε να αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα μέσω ένοπλων συγκρούσεων, στρατιωτικών αξιών και πολέμων. Η δεύτερη είναι ο προεξέχων οικονομικός ρόλος που παίζει η Ισραηλινή βιομηχανία όπλων στο κρατικό εθνικό προϊόν και ειδικότερα το πόσο κρίσιμη είναι η συμμετοχή της πολεμικής βιομηχανίας στο εμπορικό και εξαγωγικό ισοζύγιο. Το Ισραήλ είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων παγκοσμίως και ως εκ τούτου οποιαδήποτε συζήτηση –πόσο μάλλον δράση– ενάντια στη στρατιωτικοποίηση, μπορεί εύκολα να κατηγορηθεί ως υπονόμευση της ίδιας της επιβίωσης της ισραηλινής βιομηχανία και οικονομίας.
Η κυρίαρχη αυτή θέση του στρατού δεν θα είχε επιτευχθεί χωρίς μια περιστασιακή απόδειξη πως η στρατιωτική ισχύς ήταν πολύ απαραίτητη. Υπάρχουν δύο τύπου στρατιωτικής δράσης: ο ένας είναι ένας γύρος αντιπαραθέσεων με τους κανονικούς Αραβικούς στρατούς, αντιπαράθεση που δεν ξεκινούσε πάντα το Ισραήλ (ο πόλεμος του 1973 ήταν μια πρωτοβουλία της Αιγύπτου και της Συρίας), αλλά σε όλες τις περιπτώσεις θα μπορούσαν να είχαν αποτραπεί αν το Ισραήλ δεν επεδίωκε να εμπλακεί στο πεδίο της μάχης εξαιτίας του φρονήματος, της θέσης του και της ανάγκης του να πειραματιστεί με όπλα και να εξασκήσει το στρατό του. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι κάθε ένας από τους πολέμους αυτούς επέτρεψε στο Ισραήλ να επεκτείνει τα εδάφη του σε μια ατέλειωτη αναζήτηση για ζωτικό χώρο και περιθώρια ασφαλείας. Ο τελευταίος γύρος τέτοιου είδους στρατιωτικών αντιπαραθέσεων ήταν το 1973 και παρά τις Ισραηλινές προσπάθειες από τότε να εμπλακεί ο Συριακός στρατός – δύο φορές, μία το 1982 και μία το 2006 – τα τελευταία 35 χρόνια το Ισραήλ δεν έχει αντιμετωπίσει πόλεμο ενάντια σε έναν συμβατικό στρατό. Το μεγαλύτερο μέρος του οπλοστασίου του, το πιο υπερσύγχρονο και ενημερωμένο παγκοσμίως, έχει δημιουργηθεί για χρήσεις σε μεγάλης κλίμακας χερσαίες και αεροπορικές επιχειρήσεις εναντίον μεγάλων συμβατικών στρατών. Αντί όμως γι’ αυτό χρησιμοποιείται τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια κυρίως εναντίον άοπλων πολιτών και ανταρτών. Οι παράπλευρες απώλειες είναι αναπόφευκτες, όπως αναπόφευκτες είναι και οι αμφιβολίες για την ικανότητα του Ισραήλ να αντιμετωπίσει έναν γνήσιο συμβατικό πόλεμο.
Η δεύτερη μορφή χρήσης της στρατιωτικής ισχύος ήταν για την εφαρμογή του Σιωνιστικού ιδεώδους και συγκεκριμένα για τη διατήρηση του ελέγχου στο μεγαλύτερο μέρος της Παλαιστίνης και την παραμονή σ’ αυτό όσο το δυνατόν λιγότερων Παλαιστινίων προκειμένου να επιβιώσει το Σιωνιστικό σχέδιο. Ξεκίνησε με ένα προσεκτικά προγραμματισμένο σχέδιο εθνοκάθαρσης το 1948, όταν τερματίστηκε η Βρετανική Εντολή. Η Βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε το Φλεβάρη του 1947, μετά από 30 χρόνια διοίκησης, να αφήσει το ζήτημα της Παλαιστίνης στα χέρια του ΟΗΕ ελπίζοντας πραγματικά να απεμπλακεί από μια χώρα που από τη μια μεριά βοήθησε να αναπτυχθεί, αλλά από την άλλη την κατέστρεψε με την φιλο-σιωνιστική και αντι-παλαιστινιακή πολιτική της. Μετά από τη δοκιμασία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, την υποχώρηση της Βρετανικής ισχύος στον κόσμο, μια καταστροφική οικονομική κρίση και την απώλεια ανθρώπων, το Λονδίνο είχε ήδη υποφέρει αρκετά. [iii]
Η Παλαιστινιακή πολιτική ελίτ και οι γειτονικές Αραβικές χώρες ήλπιζαν πως ο ΟΗΕ θα μελετούσε επισταμένα το ζήτημα της μειονότητας των αποίκων που ζούσαν ανάμεσα σε μια γηγενή πλειοψηφία και θα αργούσε να πάρει αποφάσεις, αλλά έκαναν λάθος. Γρήγορα ο ΟΗΕ αποφάσισε να παραχωρήσει στη μειονότητα των αποίκων περισσότερη από τη μισή χώρα. Ο κόσμος αναζητούσε μια γρήγορη διέξοδο από το Ολοκαύτωμα, πίεζε τους Παλαιστίνιους να εγκαταλείψουν τη μισή πατρίδα τους κι αυτό έμοιαζε με ένα λογικό τίμημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Παλαιστινιακή ηγεσία και ο Αραβικός Σύνδεσμος απέρριψαν δημοσίως το σχέδιο του ΟΗΕ που εκφράστηκε με το ψήφισμα της Γενικής του Συνέλευσης τον Νοέμβρη του 1947 και πρόσφερε στους Παλαιστίνιους μόνο 45% της πατρίδας τους. Η Σιωνιστική ηγεσία αν και δυσαρεστημένη που πήρε μόνο 55% των εδαφών, εν τούτοις συνειδητοποίησε πως το ψήφισμα αυτό ήταν ιστορικό και αποτελούσε μια διεθνή αναγνώριση του δικαιώματος της να διώξει τους Παλαιστίνιους από την πατρίδα τους. Ο ΟΗΕ εξαιτίας της Σιωνιστικής αποδοχής και της Παλαιστινιακής απόρριψης του ψηφίσματος, εγκωμίασε τους πρώτους, επέπληξε τους δεύτερους και αγνόησε το γεγονός πως οι Εβραϊκές δυνάμεις άρχισαν να διώχνουν βίαια τους Παλαιστίνιους από την πατρίδα τους.
Τον Φλεβάρη του 1948, μέσα σε έναν χρόνο από την απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσουν από την Παλαιστίνη, η Σιωνιστική ηγεσία ξεκίνησε την εθνοκάθαρση. Τρεις μήνες αργότερα, όταν έφυγαν οι Βρετανοί, εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιων ήταν ήδη πρόσφυγες και πίεζαν τον Αραβικό κόσμο να αναλάβει δράση, πράγμα που έκανε στις 15 Μάη του 1948. Αλλά ο περιορισμένος αριθμός στρατευμάτων που έστειλαν οι Αραβικές χώρες στην Παλαιστίνη ήταν αναντίστοιχος με τις αποτελεσματικές Εβραϊκές δυνάμεις που υπερίσχυσαν. Η εθνοκάθαρση συνεχίστηκε και στο τέλος σχεδόν ένα εκατομμύριο Παλαιστίνιοι (ο μισός του συνολικού πληθυσμού) είχαν μετατραπεί σε πρόσφυγες και τα μισά χωριά και πόλεις της χώρας είχαν εξαφανιστεί. Οι Εβραϊκές δυνάμεις τα είχαν σβήσει από το χάρτη. [iv]
Η χρήση βίας ως μέσο για τον έλεγχο του εδάφους και τον περιορισμό του Παλαιστινιακού πληθυσμού συνεχίστηκε και μετά το 1948. Το 1956 είχαμε τη σφαγή των Παλαιστίνιων χωρικών –τμήμα της μικρής πλέον Παλαιστινιακής μειονότητας– που είχαν επιβιώσει από την εθνοκάθαρση του 1948 και ήταν πλέον Ισραηλινοί πολίτες. Κάθε τόσο, αλλά όχι πάρα πολύ συχνά, η μειονότητα διαμαρτύρονταν ενάντια στην κατοχή και την καταπίεση και αντιμετώπιζε την ισχυρή πυγμή του Ισραηλινού στρατού και των αστυνομικών αρχών. Βία χρησιμοποιήθηκε επίσης, και σ’ αυτή την περίπτωση συχνά, στις περιοχές που το Ισραήλ κατέλαβε το 1967, δηλαδή τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας.
Κάθε φορά που οι Παλαιστίνιοι διαμαρτυρήθηκαν και αγωνίστηκαν ενάντια στην κατοχή, ο Ισραηλινός στρατός τους αντιμετώπισε με όλη τη δύναμη πυρός του. Τανκς, αεροπορία, πολεμικό ναυτικό και όλο το υπόλοιπο οπλοστάσιο του Ισραήλ χρησιμοποιήθηκαν ενάντια σε αστικές και αγροτικές περιοχές της πυκνοκατοικημένης Δ. Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας σκορπώντας τον όλεθρο και την καταστροφή. Το ίδιο έγινε και κατά τη διάρκεια των δύο ολοκαυτωμάτων στον Λίβανο, το 1982 και το 2006, για την καταστροφή αστικών και αγροτικών περιοχών.
Αξίζει να αναφερθούν ειδικά τρεις περιπτώσεις που φωτίζουν τη θηριωδία της χρήσης των στρατιωτικών εξοπλισμών για την εξυπηρέτηση μιας αποικιακής ιδεολογίας του προηγούμενου αιώνα. Τον Οκτώβρη του 2000 ένας εξουδετερωμένος Ισραηλινός στρατός που μόλις είχε αναγκαστεί από τη Χεζμπολάχ να αποσυρθεί από τον Νότιο Λίβανο, απάντησε με το σύνολο του υπερσύγχρονου στρατού του στην προσπάθεια των Παλαιστινίων να αντισταθούν στην κατοχή. Για πρώτη φορά αεροσκάφη F-16 και ισχυρά άρματα μάχης Merkava, χρησιμοποιήθηκαν σε αστικές περιοχές προκειμένου να καταστείλουν την εξέγερση. [v] Η ίδια αυτή στρατιωτική ισχύς, αλλά με περισσότερες παράπλευρες καταστροφές και με την προσθήκη βομβών διασποράς, χρησιμοποιήθηκε στον Λίβανο το 2006 μετά την απαγωγή δύο Ισραηλινών στρατιωτών από τη Χεζμπολάχ. Η –γνωστή σε όλους– τρίτη περίπτωση αφορά τους πειραματισμούς του Ισραηλινού στρατού με τα πιο εξελιγμένα θανατηφόρα όπλα, όπως οι βόμβες φωσφόρου και τα βλήματα fibber glass, που χρησιμοποιήθηκαν για να καταστείλουν την ανυπότακτη Λωρίδα της Γάζας που υποφέρει κάτω από το ζυγό του αποκλεισμού και της πείνας για περισσότερα από οκτώ χρόνια.
Αν στο θανάσιμο οπλοστάσιο του Ισραήλ προστεθεί ο στρατιωτικός εξοπλισμός των Αράβων γειτόνων του που εμπλέκονται σε μια τρελή κούρσα εξοπλισμών, κούρσα που αρχικά τροφοδοτούνταν από τον Ψυχρό Πόλεμο και στη συνέχεια από την παγκόσμια πολεμική βιομηχανία, γίνεται προφανές πως οποιοδήποτε βήμα προς τον αφοπλισμό των ανθρώπων από την ιδεολογική τάση να χρησιμοποιούν τη βία, θα μπορούσε να συμβάλει στην ειρήνη και τη συμφιλίωση. Επιπλέον, πρέπει να παρθεί υπόψη το ότι το Ισραήλ έχει διαθέσιμη την επιλογή των πυρηνικών όπλων που δεν την έχει χρησιμοποιήσει (αν και υπάρχουν αναφορές χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων σε διάφορες περιπτώσεις). Η ατομική βόμβα θεωρείται στο Ισραήλ ένα όπλο για την «ημέρα της κρίσης» που θα χρησιμοποιηθεί μόνο στην περίπτωση μιας επικείμενης ήττας του Εβραϊκού κράτους. Νοιώθω όμως πως αυτό δεν αποτελεί πλέον το κύριο σενάριο στα πλαίσια της πολιτικής και στρατιωτικής ελίτ και του κράτους. Στις τάξεις τους θεωρείται ως ο κύριος παράγοντας που ενισχύει το μύθο του αήττητου Ισραήλ. Ως εκ τούτου, η απέλπιδα προσπάθεια των αραβικών καθεστώτων, όπως της Συρίας και της Αιγύπτου, αλλά και άλλων στη Μέση Ανατολή όπως το Ιράν, να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο, οδηγούν σε μια συνεχώς αυξανόμενη καταστροφική ικανότητα που μπορεί να πραγματωθεί οποιαδήποτε στιγμή.
Όπως έχουμε ήδη υποστηρίξει, όλοι αυτοί οι εξοπλισμοί και η συχνή χρήση τους είναι κυρίως – όχι αποκλειστικά – απότοκο ενός ιδεολογικού συστήματος. Το αξίωμα αυτού του συστήματος είναι ότι η αποικιοποίηση ενός μέρους του Αραβικού κόσμου ήταν ένα υπαρξιακό αναπόφευκτο για τον Εβραϊκό λαό, που μπορεί να πραγματωθεί μόνο με την οικοδόμηση μιας τρομακτικής στρατιωτικής δύναμης ώστε να αποκτηθεί ο πλήρης έλεγχος των εδαφών και η μείωση στο ελάχιστο του γηγενούς πληθυσμού. Η συσσώρευση όπλων και η συχνή χρήση τους δεν απειλεί μόνο τους Παλαιστίνιους, αλλά εμποδίζει και τους Εβραίους του Ισραήλ να ζήσουν μια κανονική ζωή και αποτελεί απειλή για τη σταθερότητα στην περιοχή και πιθανόν και πέρα από αυτήν. Αν και ο αφοπλισμός, υπό την κυριολεκτική έννοια, είναι ίσως ένα όνειρο που θα μπορούσε να μετατραπεί σε εφιάλτη αν αφοπλιστεί μόνο η μιά πλευρά, εντούτοις η διάδοση της ιδεολογίας του αφοπλισμού είναι εφικτή και φιλειρηνική.
Διαδώστε και Αφοπλίστε
Tη δεκαετία του 1980, ισραηλινοί διανοούμενοι, ακαδημαϊκοί, θεατρικοί συγγραφείς, μουσικοί, δημοσιογράφοι και εκπαιδευτικοί είδαν με άλλη ματιά τη Σιωνιστική ιδεολογία, και μερικοί άρχισαν να μην την θεωρούν πια δεδομένη. Η κριτική τους για το Σιωνισμό ποίκιλε στην ένταση και τη δριμύτητά της, αλλά, ελλείψει ενός καλύτερου όρου, βαφτίστηκε στο σύνολό της μετα-Σιωνισμός και όχι αντι-Σιωνισμός. Εν γένει, η αντίληψή τους για τον Σιωνισμό ήταν πολύ διαφορετική από την αντίληψη της μεγάλης πλειοψηφίας των Εβραίων στο Ισραήλ: γι’ αυτούς ο Σιωνισμός ήταν και παρέμενε ένα αποικιακό κίνημα, κατάγγελλαν την στρατιωτικοποιημένη κοινωνία και την χαρακτήριζαν σχεδόν ως σύστημα απαρτχάιντ. Η μετα-Σιωνιστική αυτή κριτική εισήχθη για κάποιο διάστημα στη δημόσια σφαίρα και επηρέασε, αν και με έναν πολύ περιορισμένο τρόπο, τα εκπαιδευτικά προγράμματα σπουδών, κάποια τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ και το γενικό τρόπο συνδιαλλαγής του ζητήματος. Η νέα αυτή σκέψη κράτησε δέκα περίπου χρόνια, ως τη δεκαετία του 1990. Κατόπιν ήρθε η δεύτερη Ιντιφάντα, ο ξεσηκωμός, και η τάση για ευρύτητα αντιλήψεων υποχώρησε και σχεδόν ολοκληρωτικά εξαφανίστηκε. [vi].
Στην αρχή του 21ου αιώνα η Εβραϊκή κοινωνία στο Ισραήλ έχει κλείσει την πόρτα που μισάνοιξε τη δεκαετία του ’90. Σήμερα, έχει γίνει ακόμα πιο αδιάλλακτη και οι ιδεολογικές της πεποιθήσεις είναι ακόμα πιο άκαμπτες. Ως εκ τούτου, όλοι οι παράγοντες που προαναφέραμε σχετικά με τη στρατιωτικοποίηση και τους εξοπλισμούς είναι ακόμα σημαντικοί. Είναι όμως αυτή η επίδειξη μιας σκληρής ιδεολογικά κοινωνίας που μπορεί να στεγάσει το σπόρο της μελλοντικής αλλαγής. Η ιδεολογική πραγματικότητα, και οι στρατιωτικές επιπτώσεις της, δείχνουν να μην υπάρχει ελπίδα αλλαγής από τα μέσα στο κοντινό μέλλον. Χωρίς αυτή την αλλαγή, η παραγωγή όπλων, η θανατηφόρα χρήση τους και η θανάσιμες συνέπειές τους θα συνεχίζονται αμείωτες. Άρα είναι επείγον να αναζητήσουμε εναλλακτικούς τρόπους για την αλλαγή του κοινού νου και του πολιτικού συστήματος, συνειδητοποιώντας πως μια αλλαγή από τα μέσα είναι αυτή τη στιγμή αδύνατη.
Παρά τον ένα και παραπάνω αιώνα διώξεων και τα σαράντα χρόνια κατοχής, το Παλαιστινιακό εθνικό κίνημα και οι ακτιβιστές αναζήτησαν την κατάλληλη απάντηση στις καταστροφικές πολιτικές που εφαρμόζονται εναντίον τους. Τα έχουν δοκιμάσει όλα –ένοπλο αγώνα, ανταρτοπόλεμο, τρομοκρατία και διπλωματία– χωρίς αποτέλεσμα. Κι όμως δεν εγκαταλείπουν και προτείνουν τώρα μια μη-βίαιη στρατηγική, αυτή του μποϊκοτάζ, των κυρώσεων και της απόσυρσης των επενδύσεων (BDS).
Με αυτά τα μέσα θέλουν να πείσουν τις Δυτικές κυβερνήσεις να σώσουν όχι μόνο τους Παλαιστίνιους, αλλά κατά έναν ειρωνικό τρόπο και τους Εβραίους του Ισραήλ από ένα επικείμενο λουτρό αίματος. Από τη στρατηγική αυτή ξεπήδησε η έκκληση για το ακαδημαϊκό μποϊκοτάζ του Ισραήλ. Η απαίτηση αυτή εκφράζεται από κάθε πλευρά της Παλαιστίνης: από την κοινωνία των πολιτών που βρίσκονται υπό κατοχή και από τους Παλαιστίνιους του Ισραήλ. Υποστηρίζεται από τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες και καθοδηγείται από μέλη των κοινοτήτων των εξόριστων Παλαιστίνιων.
Το κίνημα BDS έχει γίνει μια ισχυρή επιλογή λόγω μιας θεμελιώδους στροφής της κοινής γνώμης στη Δύση. Και πράγματι εάν υπάρχει κάτι νέο στην ατέλειωτη τραγωδία της Παλαιστίνης, αυτό είναι η σαφής μετατόπιση της Δυτικής κοινής γνώμης. Η Βρετανία είναι μια τέτοια περίπτωση. Θυμάμαι πως όταν βρέθηκα εκεί το 1980 η υποστήριξη του Παλαιστινιακού σκοπού ήταν περιορισμένη στην Αριστερά και σε ένα πολύ ιδιαίτερο κομμάτι και ιδεολογικό της ρεύμα. Το τραύμα του Ολοκαυτώματος και τα σύνδρομα ενοχής, τα στρατιωτικά και οικονομικά συμφέροντα και η παρουσίαση του Ισραήλ ως η μόνη δημοκρατία στη Μέση Ανατολή, όλα έπαιζαν ρόλο στην παροχή ασυλίας στο κράτος του Ισραήλ. Πολλοί λίγοι κινητοποιούνταν ενάντια στην εκδίωξη του μισού ντόπιου Παλαιστινιακού πληθυσμού, την καταστροφή των μισών από τα χωριά και τις πόλεις της Παλαιστίνης, τις διακρίσεις ενάντια στην μειονότητα αυτών που ζουν μέσα στα όρια του Ισραήλ μέσω ενός συστήματος απαρτχάιντ, και τη διαίρεσης σε απομονωμένους θύλακες δυόμισι εκατομμυρίων Παλαιστινίων με μια σκληρή και καταπιεστική στρατιωτική κατοχή.
Σχεδόν 30 χρόνια μετά φαίνεται πως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η έκταση της εθνοκάθαρσης του 1948 είναι ευρέως γνωστή, τα βάσανα των ανθρώπων στα κατεχόμενα εδάφη έχουν καταγραφεί και περιγραφτεί ακόμα κι από τον πρόεδρο των ΗΠΑ ως αφόρητα και απάνθρωπα. Με έναν παρόμοιο τρόπο, η καταστροφή και η μείωση του Αραβικού πληθυσμού της Ιερουσαλήμ, διαπιστώνεται καθημερινά και η ρατσιστική φύση των πολιτικών ενάντια στους Παλαιστίνιους του Ισραήλ συχνά επιπλήττονται και καταδικάζονται. Η πραγματικότητα, σήμερα το 2009, περιγράφεται από τον ΟΗΕ ως «ανθρωπιστική καταστροφή». Τα ευσυνείδητα κομμάτια της Βρετανικής κοινωνίας γνωρίζουν πολύ καλά ποιος προκάλεσε την καταστροφή αυτή. Δεν τη συσχετίζουν πια με αόριστες περιστάσεις, δεν αναφέρονται σ’ αυτήν με τον όρο «η σύγκρουση», αλλά την αντιμετωπίζουν σαφώς ως αποτέλεσμα των διαχρονικών Ισραηλινών πολιτικών. Όταν ο αρχιεπίσκοπος Ντέσμοντ Τούτου ρωτήθηκε για την αντίδρασή του σε όσα είχε δει στα κατεχόμενα εδάφη, σημείωσε με λύπη πως η κατάσταση είναι χειρότερη και από το απαρτχάιντ. Αυτός πρέπει να γνωρίζει καλύτερα.
Η ποιοτική αυτή αλλαγή στην κοινή γνώμη και τη διάθεση είναι ορατή και σε άλλες Δυτικές χώρες. Μια παρόμοια στάση είχε επικρατήσει και απέναντι στο Απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής. Η κατάσταση τότε εκεί και η κατάσταση σήμερα στην Παλαιστίνη ωθούν τον κόσμο, είτε ως μονάδες είτε στα πλαίσια οργανώσεων, να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους ενάντια στην συνεχιζόμενη κατοχή, την αποικιοποίηση, την εθνοκάθαρση και τον λιμό που έχει επιβληθεί στην Παλαιστίνη. Αναζητούν τρόπους διαμαρτυρίας και μερικοί ελπίζουν ακόμα και να πείσουν τις κυβερνήσεις τους να αλλάξουν την πολιτική της αδιαφορίας και της απραξίας, απέναντι στη συνεχιζόμενη καταστροφή της Παλαιστίνης και των Παλαιστινίων. Πολλοί ανάμεσά τους είναι Εβραίοι, εντούτοις, σύμφωνα με τη λογική της Σιωνιστικής ιδεολογίας, οι παραπάνω αγριότητες διαπράττονται στο όνομά τους, και κάμποσοι μεταξύ τους είναι βετεράνοι παλιότερων πολιτικών αγώνων για παρόμοιους σκοπούς. Δεν περιορίζονται δε σε ένα μόνο πολιτικό κόμμα και προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Μέχρι τώρα η Βρετανική κυβέρνηση, όπως και άλλες Δυτικές κυβερνήσεις σιωπά. Το ίδιο απαθής έμεινε και όταν το κίνημα ενάντια στο απαρτχάιντ στη Βρετανία απαίτησε από την κυβέρνηση να επιβάλει κυρώσεις στη Νότια Αφρική. Πέρασαν αρκετές δεκαετίες ώστε ο από τα κάτω ακτιβισμός να επηρεάσει την πολιτική κορυφή. Χρειάζεται ακόμα περισσότερος χρόνος για την περίπτωση της Παλαιστίνης: οι ενοχές για το Ολοκαύτωμα, η διαστρεβλωμένη αφήγηση της ιστορίας και η σύγχρονη διαστρέβλωση που παρουσιάζει το Ισραήλ ως δημοκρατία που αναζητά την ειρήνη και τους Παλαιστίνιους ως αιώνιους ισλαμιστές τρομοκράτες, εμποδίζουν το ρεύμα της λαϊκής δύναμης. Ένα ρεύμα που έχει αρχίσει να βρίσκει το δρόμο του και κάνει αισθητή την παρουσία του, παρά τη συνεχή δαιμονοποίηση του Ισλάμ και των Αράβων και παρά τις κατηγορίες ότι οποιαδήποτε κριτική στο Ισραήλ αποτελεί αντισημιτισμό. Το ένα συνδικάτο μετά το άλλο, η μια επαγγελματική ομάδα μετά την άλλη, όλα τον τελευταίο καιρό στέλνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: Φτάνει πια! Και το κάνουν στο όνομα της ανθρωπιάς, της ηθικής και της βασικής πολιτικής υποχρέωσης να μην παραμένουν αδρανείς απέναντι στις αγριότητες που το Ισραήλ εξακολουθεί να διαπράττει εις βάρος του Παλαιστινιακού λαού.
Το κύρος του κινήματος BDS αποτελεί ένα πρώτο βήμα, ένα έναυσμα για μια διαδικασία αφοπλισμού του Ισραήλ από την θανατηφόρα ιδεολογία του και τα πραγματικά υλικά του όπλα. Το μποϊκοτάζ και η εξωτερική πίεση δεν έχουν ποτέ δοκιμαστεί στην περίπτωση του Ισραήλ, ενός κράτους που θέλει να ανήκει στον πολιτισμένο δημοκρατικό κόσμο. Αυτό είναι το status που απολαμβάνει το Ισραήλ από την εποχή της ίδρυσής του το 1948 και, μ’ αυτό τον τρόπο έχει αποκρούσει τα πολλά καταδικαστικά για τις πολιτικές του ψηφίσματα του ΟΗΕ, και ακόμα περισσότερο έχει καταφέρει να κερδίσει μια προνομιακή θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η υποστήριξη της Δύσης καθρεφτίζεται στην σημαντική θέση του ακαδημαϊκού κόσμου του Ισραήλ στην παγκόσμια μορφωτική κοινότητα. Προστατευμένος από αυτή την ιδιαίτερη υποστήριξη του ακαδημαϊκού κόσμου και άλλων πολιτιστικών φορέων, ο Ισραηλινός στρατός και οι υπηρεσίες ασφαλείας μπορούν να συνεχίσουν, και θα το κάνουν, την κατεδάφιση σπιτιών, την εκδίωξη οικογενειών, την κακομεταχείριση πολιτών και τη δολοφονία παιδιών και γυναικών σχεδόν σε καθημερινή βάση, χωρίς να καλούνται σε απολογία, χωρίς να δίνουν λογαριασμό περιφερειακά ή παγκόσμια για τα εγκλήματά τους.
Η στρατιωτική και οικονομική στήριξη είναι σημαντική καθώς διευκολύνει το Εβραϊκό κράτος να συνεχίσει τις πολιτικές του. Οποιαδήποτε μείωση της βοήθειας αυτής είναι ευπρόσδεκτη στον τον αγώνα για ειρήνη και δικαιοσύνη στη Μ. Ανατολή. Όμως είναι η πολιτιστική εικόνα που απολαμβάνει το Ισραήλ αυτή που τρέφει την πολιτική απόφαση της Δύσης να υποστηρίζει άνευ όρων την καταστροφή της Παλαιστίνης και του λαού της. Ένα μήνυμα που θα κατευθυνθεί συγκεκριμένα ενάντια σε όσους επίσημα αντιπροσωπεύουν τον Ισραηλινό πολιτισμό (που στην εμπροσθοφυλακή του βρίσκονται τα κρατικά ακαδημαϊκά ιδρύματα που είναι ιδιαίτερα υπεύθυνα για τη στήριξη της καταπίεσης από το 1948 και της κατοχής από το 1967), μπορεί να αποτελέσει την αρχή μιας πετυχημένης καμπάνιας για τον αφοπλισμό του Ισραήλ από τους ιδεολογικούς καταναγκασμούς του (με τον ίδιο τρόπο που παρόμοιες δράσεις ενεργοποίησαν παλιότερα το κίνημα ενάντια στο απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής).
Η εξωτερική πίεση είναι αποτελεσματική απέναντι σε ένα κράτος του οποίου ο λαός θέλει να υπολογίζεται ως κομμάτι του πολιτισμένου κόσμου αλλά η κυβέρνησή του – με την απερίφραστη ή υπονοούμενη βοήθειά του λαού – ακολουθεί πολιτικές που παραβιάζουν κάθε ανθρώπινο και πολιτικό δικαίωμα. Ούτε ο ΟΗΕ, ούτε οι ΗΠΑ ή οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και κοινωνίες δεν έχουν διαμηνύσει στο Ισραήλ πως οι πολιτικές αυτές είναι απαράδεκτες και πρέπει να εγκαταλειφθούν. Εξαρτάται από τις κοινωνίες των πολιτών να σταλεί ένα μήνυμα στους Ισραηλινούς ακαδημαϊκούς, καλλιτέχνες και σε κάθε άλλο κοινωνικό παράγοντα, πως οι πολιτικές αυτές έχουν τίμημα. Υπάρχουν ενθαρρυντικά σημάδια πως η κοινωνία των πολιτών, και ιδιαίτερα οι επαγγελματικές ενώσεις, είναι πρόθυμες να εντείνουν την πίεσή τους. Τα επιτεύγματα τους συμβολικά νομιμοποιούν την απαίτηση για αφοπλισμό του Ισραήλ από τις πρακτικές και ιδεολογικές προκαταλήψεις του.
Εντούτοις, η πίεση δεν αρκεί αν αυτό που θέλουμε είναι μια αποτελεσματική διάλυση της ιδεολογίας που γεννά τους εξοπλισμούς. Πρέπει να συμπληρωθεί από μια διαδικασία επανεκπαίδευσης στο ίδιο το Ισραήλ, παρόλο που όπως είπαμε και στην αρχή του άρθρου, οι πιθανότητες μιας αλλαγής από το εσωτερικό είναι πολύ αμυδρές. Η πίεση από το εξωτερικό απαιτείται επειδή πρέπει επειγόντως να αποτραπεί η συνεχιζόμενη καταστροφή της Παλαιστίνης και του λαού της. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια διάλυσης του ιδεολογικού οπλοστασίου μέσω της εκπαίδευσης και τη διάδοσης και κατανόησης της εναλλακτικής γνώσης. Αυτά τα δύο είναι πραγματικά συνδεδεμένα. Εκείνοι οι πολύ λίγοι και γενναίοι που κοπιάζουν στο Ισραήλ για να επανεκπαιδεύσουν την κοινωνία τους από μια φιλειρηνική, ανθρωπιστική και μη-Σιωνιστική οπτική, ενισχύονται από εκείνους που πιέζουν το κράτος να ενεργεί σύμφωνα με αυτές της γραμμές και να αφήσει πίσω του τις παλιές συνήθειες της επιθετικότητας και του μιλιταρισμού.
Θα ήθελα να αναφερθώ από αυτή την άποψη μια συγκεκριμένη ομάδα, την ομάδα «New Profile» [vii]. Η ομάδα αυτή προσπαθεί να διαδώσει στις τάξεις των νεώτερων Ισραηλινών την ιδέα του φιλειρηνισμού. Είναι αυτοί που ενημερώνουν τους νεαρούς νεοσύλλεκτους ότι ακόμα και σύμφωνα με τον Ισραηλινό νόμο επιτρέπεται να δηλώσουν αντιρρησίες συνείδησης όταν καλούνται να καταταγούν στον Ισραηλινό στρατό για λόγους φιλειρηνικούς. Δημιουργούν εκπαιδευτικό υλικό για να αντιμετωπίσουν το μιλιταριστικό εκπαιδευτικό σύστημα και συμμετέχουν σε συζητήσεις σχετικά με το ζήτημα. Οι δράσεις τους είναι τόσο αποτελεσματικές που οι Ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας τους έχουν χαρακτηρίσει απειλή για την εθνική ασφάλεια. Το καθαρό και απλό μήνυμά τους – η ιερότητα της ζωής, η βλακεία του πολέμου και του μιλιταρισμού δεν έχει συνδεθεί ακόμα με μια ωριμότερη πολιτική αποδόμηση της πραγματικότητας στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, αλλά θα φτάσει ως εκεί κάποια μέρα και μπορεί να παίξει το ρόλο ενός ισχυρού μετασχηματιστικού παράγοντα. Ίσως επειδή είναι τόσο γνήσιο είναι και αποτελεσματικό.
Οι Παλαιστίνιοι, φυσικά αποτελούν κι αυτοί έναν παράγοντα. Η πολιτική της μη-βίας έχει λιγότερο άμεση επίδραση στην ανακούφιση της πραγματικότητας της κατοχής, αλλά έχει μακροπρόθεσμα κέρδη. Σ’ αυτή όμως τη φάση κανείς δεν μπορεί να παρέμβει στις υποθέσεις ενός απελευθερωτικού κινήματος που σπαράσσεται από διαφορετικά οράματα και στοιχειώνεται από πολλά χρόνια ήττας. Αυτό που είναι σημαντικό είναι να ζητηθεί η Παλαιστινιακή συμβολή σε ένα μετα-συγκρουσιακό όραμα ελεύθερο από τάσεις ανταπόδοσης και εκδίκησης. Ένα μη-στρατιωτικοποιημένο όραμα τόσο για τους Εβραίους όσο και για τους Άραβες, εάν περάσει από τη σφαίρα της ουτοπίας σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο, μαζί με την εξωτερική πίεση και την παιδεία στο εσωτερικό, μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στον ιδεολογικό αφοπλισμό του κράτους του Ισραήλ.
Τέλος έναν κρίσιμο ρόλο καλούνται να παίξουν οι Εβραϊκές κοινότητες ανά τον κόσμο, και ειδικότερα αυτές στη Δύση. Η ηθική και υλική υποστήριξή τους προς το Ισραήλ, υποδηλώνει την επικύρωση της ιδεολογίας που βρίσκεται πίσω από το Ισραηλινό κράτος. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που τα τελευταία λίγα χρόνια έχουν δυναμώσει οι φωνές των μη-Σιωνιστών Εβραίων κάτω από το γενικό σύνθημα «όχι στο όνομά μου». Το κύριο όπλο που χρησιμοποιεί το επίσημο Ισραήλ ενάντια στις εξωτερικές πιέσεις, ή την οποιαδήποτε κριτική, είναι η κατηγορία του αντισημιτισμού. Η παρουσία Εβραϊκών φωνών στην έκκληση για ειρήνη και συμφιλίωση τονίζει τον παράλογο τρόπο με τον οποίο το κράτος του Ισραήλ προσπαθεί να δικαιολογήσει τα εγκλήματα που διαπράττει εις βάρος των Παλαιστινίων στο όνομα των εγκλημάτων που διαπράχτηκαν στην Ευρώπη ενάντια στους Εβραίους.
Επίλογος
Σ’ αυτό το άρθρο, παρουσιάσαμε το σχέδιο αφοπλισμού του Ισραήλ ως ένα σχέδιο ιδεολογικού αφοπλισμού. Ενός αφοπλισμού που ξεκινά με την προσπάθεια να ενδιαφερθεί ο κόσμος για την πραγματικότητα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, να μάθει την ιστορία του Σιωνιστικού προγράμματος, να καταλάβει το λόγο ύπαρξής του και τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπό του στον γηγενή πληθυσμό της Παλαιστίνης. Ευελπιστούμε, πως η γνώση αυτή της ιστορίας θα συνδέσει την παράφορη βία που κυριαρχεί στην περιοχή με τις ιστορικές ρίζες και το ιδεολογικό υπόβαθρο του Σιωνισμού όπως αναπτύχθηκε στη διάρκεια του χρόνου.
Η αναγνώριση του ρόλου της ιδεολογίας στην επιβολή της οικοδόμησης ενός φρουρίου με έναν από τους πιο τρομερούς στρατούς στον κόσμο, και μιας από τις πιο ευημερούσες βιομηχανίες όπλων, επιτρέπει στους ακτιβιστές να θέσουν χειροπιαστούς στόχους στον αγώνα τους για ειρήνη και συμφιλίωση στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, και στον γενικότερο αγώνα για παγκόσμιο αφοπλισμό.
Μια αποδοτική διαδικασία ιδεολογικού αφοπλισμού πρέπει να αποφύγει τις περιττές δαιμονοποιήσεις, πρέπει να κάνει ξεκάθαρες διακρίσεις μεταξύ πολιτικών συστημάτων και λαών, πρέπει να αντιλαμβάνεται με σαφήνεια πως διαστρεβλώνεται η πραγματικότητα, πως γίνεται η διαχείριση της πληροφορίας, πως τα εκπαιδευτικά συστήματα και άλλα μέσα κοινωνικοποίησης μπορούν να εμποτιστούν με ιδέες και πως οι κυβερνήσεις διαστρεβλώνουν και δαιμονοποιούν κατά το δοκούν.
Αυτή είναι στην ουσία μια στρατηγική ενεργοποίησης και δράσης που θα ξεκινούσε έναν πολύ κοπιαστικό διάλογο με ένα κράτος και μια κοινωνία που επιθυμούν να ανήκουν στον «πολιτισμένο» κόσμο, ενώ παραμένουν ρατσιστικές και κυριαρχικές. Μια κοινωνία που δεν θέλει, ή δεν μπορεί, να δει ότι η ιδεολογική της φύση και οι πολιτικές της την κατατάσσουν στην ομάδα των σκληρών κρατών αυτού του κόσμου. Όσα διδάσκουν οι ακαδημαϊκοί στη Δύση για το Ισραήλ και όσα αναφέρουν οι δημοσιογράφοι, όσα σκέφτονται οι ευσυνείδητοι άνθρωποι και όσα τελικά θα αποφασίσουν να κάνουν οι πολιτικοί, είναι το κλειδί για την αλλαγή της πραγματικότητας στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Αυτή η μελαγχολική πραγματικότητα έχει αντίκτυπο όχι μόνο στην ειρήνη στη Μέση Ανατολή αλλά και συνολικά στον κόσμο. Δεν είναι όμως μια χαμένη υπόθεση, και τώρα είναι ο καιρός να δράσουμε.
___________________________________________________________________
[i] Uri Ben Eliezer, The Making of Israeli Militarism, Bloomington: Indiana University Press, 1998.
[ii] Henry Rosenfeld and Shulamit Karmi, ‘The Emergence of Militaristic Nationalism in Israel', International Journal of Politics, Culture and Society, 3:1 (Fall 1989), pp. 30-45.
[iii] Ilan Pappe, Britain and the Arab-Israeli Conflict, 1948-1951, London: MacMillan, 1988.
[iv] Ilan Pappe, The Ethnic Cleansing of Palestine, Oxford: Oneworld Publications, 2006.
[v] Raviv Druker and Offer Shelach, Boomerang, Tel-Aviv: Keter, 2005.
[vi] Ilan Pappe, ‘The Post-Zionist Discourse in Israel', Holy Land Studies, 1:1 (2002), pp. 3-20.
[vii] Η ιστοσελίδα τους είναι www.newprofile.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου