Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2001

Το ιστορικό τού ισραηλινού στρατηγού Αριέλ Σαρόν

Κίμπια, Σάμπρα και Σατίλα, Αυτόνομα εδάφη

του ισραηλινού δημοσιογράφου Amnon Kapeliouk από την Monde Diplomatique 25 Νέμβρη 2001

Ο ισραηλινός στρατός, χρησιμοποιώντας ως κάλυμμα τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, ανακατέλαβε τις αυτόνομες πόλεις της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη, προκαλώντας πραγματική αιματοχυσία. Τελικά ο στρατηγός Σαρόν δεν έχει πραγματικά αλλάξει. Περίπου πενήντα νεκροί σε εννέα μέρες είναι ο απολογισμός της επιχείρησης που εξαπέλυσε ο ισραηλινός πρωθυπουργός στις 18 Οκτωβρίου, την επομένη δηλαδή της δολοφονίας του Ρεχαβάμ Ζεέβι, του υπό παραίτηση υπουργού Τουρισμού. Όπως και αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο ισραηλινός στρατός ανακατέλαβε έξι από τις αυτόνομες πόλεις της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη έως τις 26 Οκτωβρίου, οπότε οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές πιέσεις τον ανάγκασαν να ανακοινώσει την αποχώρησή του.

Στις πόλεις αυτές, ο ισραηλινός στρατός επέβαλε πραγματική πολιορκία στους πολίτες, «παραβιάζοντας» -όπως τόνισε το υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας- διατάξεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου1». Από την άποψη αυτή, ήταν συμβολική η ενέργεια να τεθεί υπό γαλλική προστασία η τύχη του νοσοκομείου της Αγίας Οικογένειας (L' Hopital de la Sainte-Famille) στη Βηθλεέμ, αλλά παρ’ όλα αυτά κινδύνεψε πολλές φορές από τα πυρά των αρμάτων...

Το χειρότερο όμως συνέβη στην Μπέιτ Ρίμα. Επί δύο μέρες, στις 23 και 24 Οκτωβρίου, οι ισραηλινοί στρατιώτες απέκλεισαν ερμητικά το χωριό αυτό της Δυτικής Όχθης, απαγορεύοντας ακόμα και στα ασθενοφόρα να περάσουν. Το «χτένισμα» της περιοχής κατέληξε σε εννέα νεκρούς -από τους οποίους πέντε ήταν αστυνομικοί- και πολλές δεκάδες τραυματίες. Όσον αφορά τους δολοφόνους του Ρεχαβάμ Ζεέβι, η Σιν Μπετ, η ισραηλινή υπηρεσία εσωτερικής ασφαλείας, ανακοίνωσε ότι τους είχαν «πρόσφατα» συλλάβει, δηλαδή πριν από την επιχείρηση...

Ο στρατηγός Σαρόν αγνοεί την αντίσταση στην κατοχή και την καταπίεση: διεξάγει «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Γι’ αυτό και προβαίνει σε συνοπτικές εκτελέσεις (περισσότερες από 50 σε ένα χρόνο της Ιντιφάντα), στην καταστροφή σπιτιών και χωραφιών, στο ξερίζωμα δεκάδων χιλιάδων δέντρων, κυρίως ελαιόδεντρων, στην κατάσχεση παλαιστινιακής γης. Καταστροφές από τη μια πλευρά, οικοδόμηση από την άλλη, δηλαδή στους ισραηλινούς οικισμούς που έχουν δημιουργηθεί μέσα στα κατεχόμενα εδάφη. Ο αποκλεισμός των παλαιστινιακών πόλεων και χωριών είναι η αιτία μιας ανεργίας άνευ προηγουμένου, που φτάνει το 50% του εργατικού δυναμικού. Αρκετές παλαιστίνιες γυναίκες αναγκάστηκαν να ξεγεννήσουν στο δρόμο, κοντά σε ισραηλινά οδοφράγματα, όπου οι στρατιώτες φάνηκαν αδιάλλακτοι -δύο μωρά πέθαναν πάνω στη γέννα. Και στις 19 Οκτωβρίου μια έγκυος πέθανε σ’ ένα οδόφραγμα -ήταν ο εικοστός πέμπτος Παλαιστίνιος που πέθανε από την έναρξη της Ιντιφάντα γιατί δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση σε ιατρικές φροντίδες.

Έτσι ο Σαρόν συνεχίζει την πορεία μιας ζωής αφιερωμένης στον αγώνα κατά των Αράβων. Από τις επιδρομές πέρα από τα σύνορα στη δεκαετία του ‘50, επικεφαλής της στρατιωτικής μονάδας 101, με την κακή φήμη, μέχρι τη σημερινή πολιτική του από τη θέση του πρωθυπουργού, η μέθοδός του δεν έχει αλλάξει: συνοψίζεται στη χρήση βίας και την καταστροφή, με πλήρη περιφρόνηση για τη ζωή των αντιπάλων του Αράβων. Όταν εκλέχθηκε αρχηγός της κυβέρνησης, το Φεβρουάριο του 2001, κάποιοι ήλπιζαν να δουν έναν «καινούριο Σαρόν», πιο μετριοπαθή, λιγότερο επιθετικό, σχεδόν σοφό...

Ευσεβής πόθος ξαναβρήκαμε στην ηγεσία της χώρας τον ίδιο Σαρόν που γνωρίζαμε εδώ και 50 χρόνια από τις τότε επιχειρήσεις. Μια από τις πρώτες αυτές επιχειρήσεις διεξήχθη στο παλαιστινιακό χωριό Κίμπια, στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, τον Οκτώβριο του 1953. Σε αντίποινα μιας πολύνεκρης επίθεσης ομάδας Παλαιστινίων που διείσδυσαν στο Ισραήλ, το Γενικό Επιτελείο τού ζήτησε να ανατινάξει μερικά σπίτια του χωριού και να εξαναγκάσει τους κατοίκους να φύγουν. Ο νέος «Αρίκ» Σαρόν προτίμησε ένα άλλο σχέδιο: χρησιμοποιώντας 600 κιλά εκρηκτικά, οι στρατιώτες του ανατίναξαν σαράντα πέντε σπίτια μαζί με τους ενοίκους τους. Εξήντα εννέα άνθρωποι, οι μισοί από τους οποίους ήταν παιδιά και γυναίκες, έχασαν τη ζωή τους στα ερείπια. Δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη περίπτωση: οι επιχειρήσεις που διεξήγαγε ο Σαρόν πίσω από τη γραμμή της ανακωχής με τις αραβικές χώρες κατέληγαν γενικά σε πολλές απώλειες για τον αντίπαλο -πολύ περισσότερες από αυτές τις οποίες είχαν διατάξει το Γενικό Επιτελείο ή η κυβέρνηση.

Το Φεβρουάριο του 1955, η επίθεση που διεξήγαγε εναντίον του αιγυπτιακού στρατοπέδου στη Γάζα, προκάλεσε το θάνατο τριάντα οχτώ αιγυπτίων στρατιωτών: σχεδόν όλοι σκοτώθηκαν σε ενέδρα που είχαν στήσει οι στρατιώτες του Σαρόν. Μετά από αυτή την προσβολή ο αιγύπτιος πρόεδρος Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ αποφάσισε να συνάψει σημαντική συμφωνία όπλων με το σοβιετικό συνασπισμό. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, μια επίθεση κατά των συριακών θέσεων, πολύ κοντά στη λίμνη Τιβεριάδα, είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο πενήντα έξι σύρων στρατιωτών. Ο τότε πρωθυπουργός Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, μολονότι ο ίδιος ήταν γνωστό «γεράκι», ανησύχησε για τα «πολύ καλά» αποτελέσματα του νέου θερμόαιμου αξιωματικού. Ο συνταγματάρχης Μοσέ Νταγιάν του εξηγεί: «Το "σκορ" του Αρίκ είναι δεκάδες νεκροί. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ επιχείρηση με λιγότερους από δεκάδες νεκρούς στις τάξεις του εχθρού2».

Στις αρχές της δεκαετίας του '70, ο στρατηγός Σαρόν, διοικητής του νότιου τομέα της χώρας, διευθύνει τον αγώνα κατά των Φενταγίν (σημ. της ελληνικής έκδοσης: έτσι έγιναν γνωστοί διεθνώς οι παλαιστίνιοι αντάρτες) στη Λωρίδα της Γάζας, την οποία κατέχει το Ισραήλ από το 1967. Κατάρτισε κατάλογο με περισσότερους από εκατό «καταζητούμενους» Παλαιστίνιους και τους «εξόντωσε» με συνοπτικές διαδικασίες τον ένα μετά τον άλλο. Την ίδια εποχή, διώχνει με στρατιωτικά μέσα, με βάναυσο τρόπο και χωρίς διαταγή ανωτέρου, χιλιάδες Βεδουίνους από την περιοχή της Ράφα, που βρίσκεται στο νότιο μέρος της Λωρίδας της Γάζας. Ισοπέδωσε τις κατοικίες τους και έφραξε τα πηγάδια τους. Κύμα διαμαρτυριών ξέσπασε στο Ισραήλ ενάντια σ’ αυτή την «ανήθικη πολιτική» που στερούσε σ’ ένα λαό υπό κατοχή τα βασικά του δικαιώματα.

Τέλη Απριλίου 1982, σύμφωνα με την ισραηλο-αιγυπτιακή συνθήκη ειρήνης, ολοκληρώνεται η απομάκρυνση των ισραηλινών στρατευμάτων από το Σινά. Η τελευταία πράξη γράφτηκε από τον Σαρόν, σε ρόλο Νέρωνα (αλλά χωρίς μουσική...): η ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης Γιαμίτ, που κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια της ισραηλινής κατοχής. Αποφασίζοντας (μόνος του) ότι η Αίγυπτος δεν αξίζει να έχει μια τόσο όμορφη πόλη, ο υπουργός Αμυνας διατάσσει την καταστροφή της. Μερικούς μήνες αργότερα, ο πόλεμος του Λιβάνου (που άρχισε τον Ιούνιο του 1982) επέτρεψε την καλύτερη κατανόηση του κόκκινου νήματος που οδηγούσε από την καταστροφή της Κίμπια στην καταστροφή του Γιαμίτ και τις καταστροφές που προκλήθηκαν από τον ίδιο τον Σαρόν στη λιβανέζικη πρωτεύουσα -μια πόλη όπου βρίσκονταν βέβαια τα αρχηγεία των Φενταγίν, αλλά επίσης και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά που δεν είχαν καμία σχέση με τη σύγκρουση αυτή.

«Ο πόλεμος του Λιβάνου», γράφουν οι ισραηλινοί δημοσιογράφοι Ζεέβ Σιφ («Χαάρετζ») και Εχούντ Γιαάρι (της ισραηλινής τηλεόρασης), «γεννήθηκε μέσα στο ταραγμένο μυαλό ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, αποφασισμένου για όλα και χωρίς όρια, που παρέσυρε ένα ολόκληρο έθνος στη μάταιη αναζήτηση εν μέρει φανταστικών στόχων. Ήταν ένας πόλεμος βασισμένος σε ψευδαισθήσεις, η πορεία του γεμάτη κομπίνες και το αναπόφευκτο τέλος του γεμάτο απογοητεύσεις (...). Χρησιμοποιώντας καυστική γλώσσα, θα μπορούσαμε να βεβαιώσουμε ότι, κατά την προετοιμασία αυτού του πολέμου και κατά τους πρώτους μήνες διεξαγωγής του, έγινε στο Ισραήλ ένα είδος σπάνιου πραξικοπήματος (...).

»Αντί να θέσει υπό τον έλεγχό του τους θεσμούς από τους οποίους εξαρτώνται οι κρατικές αποφάσεις ή να τους διαλύσει, όπως κάνουν συνήθως οι δράστες ενός πραξικοπήματος, ο Αριέλ Σαρόν διαμόρφωσε μια φόρμουλα που του επέτρεψε να πάρει στα χέρια του τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Στέρησε από τους δημοκρατικούς θεσμούς την εξουσία ελέγχου και εποπτείας και εξασθένισε τους μηχανισμούς συγκράτησης του συστήματος εξουσίας3». Η εισβολή στο Λίβανο και η πολιορκία της Βηρυτού (Ιούνιος-Αύγουστος 1982) κόστισαν τη ζωή σε περισσότερους από 15.000 πολίτες, Λιβανέζους και Παλαιστίνιους. Τα αεροπλάνα βομβάρδιζαν κάθε μέρα την πρωτεύουσα. Στις αρχές Αυγούστου, οι βομβαρδισμοί εντάθηκαν σε τέτοιο σημείο που ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν διαμαρτυρήθηκε στον Μεναχέμ Μπέγκιν για τις «απαράδεκτες πράξεις», όπως τις χαρακτήρισε. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός προχώρησε τότε σε μια άνευ προηγουμένου ενέργεια: αφαίρεσε από το δικό του υπουργό Άμυνας το δικαίωμα να βομβαρδίζει τη Βηρυτό χρησιμοποιώντας την αεροπορία. Στα μέσα Σεπτεμβρίου 1982, δύο εβδομάδες μετά την αποχώρηση των μαχητών της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) από την πρωτεύουσα του Λιβάνου, ο Σαρόν την καταλαμβάνει με τους στρατιώτες του, παραβιάζοντας τις ίδιες του τις υποσχέσεις. Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, οι Φαλαγγίτες -ένοπλη οργάνωση από ακροδεξιούς Μαρωνίτες που είχαν συμμαχήσει με το εβραϊκό κράτος- εισχωρούν, κάτω από τη μύτη και με τη βοήθεια του ισραηλινού στρατού και του Σαρόν προσωπικά, στους παλαιστινιακούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα, στο νότιο μέρος της πόλης. Οι δολοφόνοι αρχίζουν τότε να σφάζουν συστηματικά τον πληθυσμό τους.

Όσον αφορά τους στρατιώτες του στρατηγού Σαρόν, αυτοί βρίσκονται γύρω από τους δύο καταυλισμούς. Το Γενικό Επιτελείο του Ισραήλ δεσπόζει μάλιστα στη σκηνή της σφαγής, μιας από τις πιο φρικτές στα χρονικά της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης4. Δύο ώρες μετά την έναρξη του μακελειού, συνταρακτικές αναφορές φτάνουν ήδη στο ισραηλινό αρχηγείο. Αλλά κανείς δεν ενεργοποιείται. Η σφαγή θα σταματήσει σαράντα ώρες αργότερα, με ένα τραγικό απολογισμό: περισσότεροι από χίλιοι νεκροί, στην πλειονότητά τους γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι. Εκατοντάδες άλλοι κάτοικοι των καταυλισμών έπεσαν θύματα απαγωγής από τους δολοφόνους: είκοσι χρόνια μετά, είναι ακόμη «αγνοούμενοι». Μια ισραηλινή ανακριτική επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο στρατηγός Σαρόν έφερε προσωπική ευθύνη για τις σφαγές, και συνέστησε να του αφαιρεθούν οι αρμοδιότητες του υπουργού Αμυνας5. Αναγκάστηκε έτσι να εγκαταλείψει τη θέση αυτή που τόσο εποφθαλμιούν οι στρατιωτικοί. Όσον αφορά τον αμερικανό μεσολαβητή Φιλίπ Χαμπίμπ που είχε οργανώσει την αποχώρηση της ΟΑΠ από τη Βηρυτό, ήταν εξοργισμένος. «Ο Σαρόν είναι ένας δολοφόνος που διακατέχεται από μίσος για τους Παλαιστίνιους. Παρείχα στον Αραφάτ εγγυήσεις ότι οι Παλαιστίνιοι (που θα παραμείνουν στη Βηρυτό) δεν θα πειραχτούν, αλλά ο Σαρόν δεν τις σεβάστηκε. Υπόσχεση από αυτό τον άνθρωπο δεν αξίζει τίποτα6». Ο Σαρόν δείχνει τον ίδιο χαρακτήρα σε όλη τη διάρκεια της στρατιωτικής και πολιτικής του σταδιοδρομίας. Ο ίδιος ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, που θαύμαζε το νέο και θαρραλέο αυτό στρατιωτικό, αναρωτήθηκε μια μέρα αν ο «Αρίκ» θα έλεγε τελικά την αλήθεια...

_____________________

1 AFP (Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων), Παρίσι, 25 Οκτ.2001.

2 Ούζι Μπενζιμάν, «Ο Σαρόν δεν σταματά στο κόκκινο (φανάρι)» (στα εβραϊκά), Εκδόσεις Adam, Τελ Αβίβ, 1985, σ. 62.

3 Ζεέβ Σιφ, Εχούντ Γιαάρι, «Απατηλός πόλεμος» (στα εβραϊκά) Εκδόσεις Schocken, Τελ Αβίβ, 1984, σ. 380.

4 Amnon Kapeliouk, «Sabra et Chatila-enquete sur un massacre», Seuil, Παρίσι, Δεκ. 1982.

5 «Ευθύνη», -σημείωνε η Επιτροπή Καχάν, «πρέπει να αποδοθεί στον υπουργό Αμυνας επειδή αδιαφόρησε για τον κίνδυνο πράξεων εκδίκησης και σφαγών από τους Φαλαγγίτες σε βάρος των κατοίκων των προσφυγικών καταυλισμών, και επειδή παρέλειψε να λάβει υπόψη του τον κίνδυνο αυτό όταν αποφάσισε να αφήσει τους Φαλαγγίτες να μπουν στους καταυλισμούς. Επιπλέον, επειδή δεν διέταξε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να προλάβει ή να μειώσει τον κίνδυνο σφαγής ως προϋπόθεση για να μπουν οι Φαλαγγίτες στους καταυλισμούς. Τα λάθη αυτά συνιστούν μη εκπλήρωση των καθηκόντων με τα οποία είναι επιφορτισμένος ο υπ. Αμυνας».

(6) Πάτρικ Σιλ, «Ασαντ» (μετ. Στα εβραϊκά), Εκδόσεις Maarakhot (Τσαχάλ, υπουργείο Αμυνας του Ισραήλ), Τελ Αβίβ, 1993, σ. 383.