Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2001

Από την ιστορία του Ιράκ

Από το βιβλίο "Εξεγερμένοι Κόσμοι: Αμερική, Εγγύς και Μέση Ανατολή, Χώρες του Μαγκρέμπ. Αντάρτικα, Μιλίτσιες, Τρομοκρατικές ομάδες" των J.Balencie kai A.De la Grange(επ.)
Εκδόσεις Τυπωθήτω 2003 (Γαλλική έκδοση 2001) ( σελ. 420-439 )
Έκταση: 430.000 Κγπ2
Πληθυσμός: 24 εκατομμύρια
Βαγδάτη: 4.270.000 κάτοικοι το 1990 (βάση δεδομένων Geopolis)
Αστικοποίηση: 71% (1989)
Εθνοτικός καταμερισμός: Άραβες (70-75%), Κούρδοι (20%), οι περισσότεροι σουνίτες, 10% σιίτες. Περίπου το 5% του πληθυσμού ανήκουν σε άλλες μικρές εθνοτικές ομάδες, κυρίως Πέρσες και Τουρκομάνοι.
Θρήσκευμα: μουσουλμάνοι (95%), εκ των οποίων 55 έως 65% σιίτες. Οι υπόλοιποι είναι σουνίτες. Χριστιανική μειονό­τητα (περίπου 5%) όπου κυριαρχεί η ασυριακή κοινότητα.
Ιρακινοί της διασποράς: περίπου 2 εκατομμύρια ζουν ε­κτός της χώρας.

Μετά την κρίση που ξέσπασε το 1997-1998, το ιρακινό καθεστώς διέκοψε κάθε σχέση με τους διάφορους θεσμούς του ΟΗΕ. Παρόλο που η απόφαση 1284 που ψηφίστηκε το Δεκέμβριο 1999 είχε αποτελέσει μια προσπάθεια του Συμβουλίου Ασφαλείας να αναλάβει εκ νέου τη διαχείριση του ιρακινού ζητήματος, ο Πρόεδρος Σαντάμ Χουσεΐν επικεντρώνει τη δράση του σε μια στρατηγική τοπικού χαρακτήρα, τόσο για την έξοδο από την απομόνωση της χώρας του, όσο και για τη σταθεροποίηση της εξουσίας του. Πράγματι, εντατικοποιώντας τα δύο τελευταία χρόνια τις νόμιμες και αθέμιτες συναλλαγές με τις γειτονικές του χώρες, το καθεστώς της Βαγδάτης αποκτά τα πολιτικά και οικονομικά μέσα που του επιτρέπουν να αποκτήσει διάρκεια (1)
ΠΩΣ ΑΠΕΚΤΗΣΑΝ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΟΙ ΣΟΥΝΙΤΕΣ;
ΑΠΟ ΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΚΗΔΕΜΟΝΙΑ ΩΣ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΣΑΝΤΑΜ ΧΟΥΣΕΪΝ

Μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατοχυρώθηκε με τη γαλλοβρετανική συμφωνία Sykes-Picot του 1916, η Μεγάλη Βρετανία καταλαμβάνει τη «χώρα των δύο ποταμών», που η διάσκεψη του Σαν Ρέμο του 1920 ανάγει σε ιρακινό κράτος υπό βρετανική κηδεμονία. Οι Άγγλοι ενθρονίζουν τον Φεϊζάλ, γιο του σερίφη της Μέκκας και ηρωική μορφή της αραβικής εξέγερσης που εξύφανε ο Τ. Ε. Lawrence, ο περίφημος Λώρενς της Αραβίας. Για να αντιμετωπίσει την εξέγερση των σιιτικών πληθυσμών, που καθοδηγούνται από έναν ισχυρό και σεβαστό κλήρο, ο κατακτητής στηρίζεται σ' ένα μικρό κύκλο σουνιτών αξιωματικών τους οποίους καθιστά κυρίαρχους παρά την ελαφρά δυσμενή δημογραφική ι­σορροπία: 49% του πληθυσμού είναι σουνίτες έναντι 51% που ανήκουν στο σιιτικό δόγμα. Αυτή η ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων εγκαθίσταται για να διαρκέσει.
Τον Ιούνιο 1930, οι Βρετανοί θέτουν τέρμα στην κηδεμονία τους και το Ιράκ αποκτά την ανεξαρτησία του. Η βασιλεία των Χασεμιτών διατηρείται μέχρι τις 14 Ιουλίου 1958, όταν μια ομάδα αξιωματικών, αριστερών εθνικιστών εγκαθιδρύει τη Δημοκρατία. Ο βασιλιάς Φεϊζάλ εκτελείται. Η κυβέρνηση του στρατηγού Κασέμ ξεκινά τη φιλελευθεροποίηση της πολιτικής ζωής και τα κόμματα, που μέχρι τό­τε είχαν τεθεί υπό απαγόρευση, μπορούν να διεξάγουν τις δραστηριότητες τους στο φως της ημέρας. Όμως η εξουσία υποσκελίζεται από ένα ρεύμα αμφισβήτη­σης που έχει ασπασθεί τα ιδανικά του αραβικού εθνικισμού όπως αυτά εκφράζονται από το Κόμμα Μπάαθ (2) και είναι υπέρμαχος της προσέγγισης με τη νασερική Αίγυπτο. Κάτω από την καθοδήγηση των αδελφών Άρεφ, το αντιπολιτευτικό αυτό ρεύμα παίρνει την εξουσία μετά από ένα μπααθικό πραξικόπημα τον Φεβρουάριο 1963. Οι κομμουνιστές και οι οπαδοί του προηγούμενου καθεστώτος καταδιώκονται, τα πολιτικά κόμματα διαλύονται, η εξουσία ασκείται από τον στρατό, και θεσμοθετείται ένα Εθνικό Συμβούλιο Διοίκησης της Επανάστασης.
Τον Ιούλιο 1968, ο στρατηγός Αχμάντ Χασάν αλ-Μπακρ, υπεύθυνος της στρατιωτικής οργάνωσης του κόμματος Μπάαθ, ανέρχεται στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο ανιψιός του, Σαντάμ Χουσεΐν, γενικός γραμματέας του Μπά­αθ, γίνεται αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Διοίκησης της Επανάστασης (ΣΔΕ). Η καταστολή μονιμοποιείται, ενώ ο Σαντάμ Χουσεΐν συνεχίζει την ακάθεκτη άνοδο του: το 1979 γίνεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας και του ΣΔΕ. Ανάμεσα στις περίπου πεντακόσιες εκτελέσεις που σημαδεύουν αυτή την άνοδο στην εξουσία, συγκαταλέγεται και η εκτέλεση του πρωτεργάτη της, Χασάν αλ - Μπακρ…Στους κόλπους της αραβο-σουνιτικής ελίτ, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του καθεστώ­τος από την περίοδο της μοναρχίας, αναδύεται η ομάδα των Τακριτιδων, από το όνομα της γενέτειρας πόλης του Προέδρου, Τακρίτ. Το καθεστώς στηρίζεται σ' έ­να πελατειακό σύστημα φυλών που στηρίζουν την προεδρική ομάδα, και ειδικότε­ρα, στη διευρυμένη οικογένεια του αρχηγού του κράτους, τους αλ-Ματζίδες. Οι «πελάτες», σουνίτες και μη, τοποθετούνται στο κόμμα Μπάαθ, στο στρατό, στους υδρογονάνθρακες, κυριότερη πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας.
ΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ «ΠΟΛΕΜΩΝ ΤΟΥ ΚΟΛΠΟΥ»
Αμέσως μετά την εγκατάσταση της, η νέα ομάδα που αναλαμβάνει τα ηνία στη Βαγδάτη γίνεται μάρτυρας της έκρηξης της ισλαμικής επανάστασης στο γειτονι­κό Ιράν, και ανησυχεί, συνειδητοποιώντας το μέτρο των κινδύνων. Πολύ γρήγο­ρα, υιοθετεί μια επιθετική στρατηγική, που προβάλλει τις διαφορές ανάμεσα στους Άραβες εθνικιστές και τους σιίτες ισλαμιστές και αναβιώνει τον παλιό μύ­θο του ανελέητου ιστορικού ανταγωνισμού ανάμεσα στον αραβικό κόσμο και τους Πέρσες. Ήδη το 1980 αρχίζει ο πόλεμος. Στα οχτώ χρόνια της ιρανο-ιρακινής σύγκρουσης, οι ιρακινές αρχές σκληραίνουν ακόμα περισσότερο τη θέση τους απέναντι στους αντιπάλους τους, που κατηγορούνται για συμπαιγνία με τον εχθρό. Τα πρώτα θύματα είναι οι κομμουνιστές και οι ισλαμιστές, ενώ οι Κούρ­δοι, που έχουν εξοστρακισθεί από την αυστηρά αραβική επίσημη συνθηματολο­γία, αναζητούν καταφύγιο στα βουνά για να γλιτώσουν την καταστολή. Τότε εί­ναι που διαπράττεται η ρίψη βιολογικών αερίων στο χωριό Χάλαμπζα,(3) του ο­ποίου οι εικόνες συγκινούν για ένα διάστημα τη διεθνή κοινότητα.
Ακόμα και κύ­κλοι που πρόσκεινται στην εξουσία δεν ξεφεύγουν από την περιρρέουσα δυσπι­στία: πάνω από πεντακόσια μέλη του Μπάαθ εκτελούνται το διάστημα 1979-1982 και το κόμμα γνωρίζει νέες εκκαθαρίσεις μετά το τέλος του πολέμου: η στρατιω­τική ιεραρχία υφίσταται την ίδια μοίρα μεταξύ 1989 και 1990. Η Δύση προσφέρει πολιτικό άσυλο σε όσους προτιμούν να διαφύγουν στο εξωτερικό και το Λονδίνο γίνεται το κέντρο της εξόριστης ιρακινής αντιπολίτευσης. Ο δεύτερος πόλεμος του Κόλπου, που ξεκίνησε με την εισβολή στο Κουβέιτ το καλοκαίρι 1990, θα ει­σαγάγει μια σημαντική αλλαγή στις σχέσεις της ιρακινής αντιπολίτευσης με τις δυτικές χώρες. Όντας πλέον συνασπισμένες ενάντια στο καθεστώς της Βαγδά­της, οι δυτικές χώρες θα υιοθετήσουν απέναντι στους διαφωνούντες μια πιο θερμή στάση και θα ενθαρρύνουν την εξέγερση τους. Την επομένη των συγκρούσεων, ενώ το Ιράκ, ηττημένο στρατιωτικά, υφίσταται το εμπορικό, οικονομικό και στρατιωτικό εμπάργκο που ψηφίστηκε από τον ΟΗΕ στις 6 Αυγούστου 1990 με ην απόφαση 661, μια σχεδόν ταυτόχρονη εξέγερση ξεσπά στις σιιτικές και κουρδικές επαρχίες. Για να καταστείλουν την εξέγερση, οι αρχές της Βαγδάτης κινητοποιούν την Προεδρική Φρουρά και προβαίνουν σε αεροπορικές επιδρομές. Παρά το γεγονός ότι οι Αμερικανοί είχαν υποδαυλίσει την εξέγερση, οι σύμμαχοι παρέχουν περιορισμένη υποστήριξη στους Κούρδους αντάρτες και δεν υπερα­σπίζονται πραγματικά τους σιιτικούς πληθυσμούς, τους οποίους υποψιάζονται σαν συμπαθούντες των Ιρανών.(4)
Το σιιτικό ζήτημα
Ο σιιτικός κλήρος, που είναι πολύ σεβαστός, θεωρείται σαν μια δυνητική αντι-εξουσία. Το κύρος του ενισχύεται λόγω του δόγματος του δωδεκαδικού σιισμού(5) που κυριαρχεί στο Ιράκ. Περιβεβλημένοι με μια εξουσία όχι μόνο θρησκευτική και πνευματική αλλά και πολιτική, οι ουλεμάδες μπαίνουν πολύ φυσικά επικεφαλής, το 1920, ενός ισχυρού κινήματος αμφισβήτησης ενά­ντια στη σουνιτο-χασεμιτο-αγγλική κυριαρχία. Για να περιορίσει την απήχηση του σιιτικού κλήρου, το μπααθικό καθεστώς που εγκαθιδρύεται μετά το 1968, εφαρ­μόζει μια αντικληρική πολιτική της οποίας όμως τα αποτελέσματα παραμένουν περιορισμένα λόγω της αίγλης ορισμένων προσωπικοτήτων όπως ο Σαγίντ Μουχ-σίν αλ-Χακίμ ή ο Σαγίντ Μουχάμαντ Μπακίρ αλ-Σαντρ. Ο τελευταίος ιδρύει ένα νέο πολιτικό κόμμα, το Ντά'ουα αλ-Ισλαμίγια (Ισλαμικό Προσκλητήριο) για να α­γωνιστεί ενάντια στην έλξη που ασκεί στους κοινωνικά αδικημένους σιιτικούς πληθυσμούς η συνθηματολογία των άθεων αριστερών κομμάτων, ιδιαίτερα το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1967, η ήττα των αραβικών δυνάμεων κατά τον Πόλε­μο των Έξι Ημερών αποτελεί μια τιμωρία για τον εθνικισμό και ενισχύει την αξιο­πιστία μιας οδού περισσότερο πνευματικής και θρησκευτικής. Το ιρακινό καθε­στώς, που δεν διακρίνεται για την ανοχή του, θα κάνει τα πάντα στα χρόνια που ακολουθούν για να μειώσει τη δύναμη του κλήρου, χρησιμοποιώντας κυρίως τη σκληρή μέθοδο.
Τα ηγετικά στελέχη των σιιτών θα γίνουν συχνά στόχος επιθέσεων. Έτσι, μό­νο το 1998, θα δολοφονηθούν ο Ιρανός αγιατολάχ Μπορουτζερντί, στη Νατζέφ, και ο αγιατολάχ Μίρτζα Αλί Γκαραουί, ιμάμης του κυριότερου τζαμιού της πόλης. Η δολοφονία του αγιατολάχ Μωχάμαντ Σαντέκ αλ-Σαντρ στις 19 Φεβρουαρίου 1999, τρίτο θύμα που καταγράφεται σ' ένα χρόνο στον ανώτατο σιιτικό κλήρο προκάλεσε διαδηλώσεις στους δρόμους μιας από τις σιιτικές συνοικίες της Βα­γδάτης καθώς και στα νότια της χώρας, όπου πολυάριθμοι διαδηλωτές επανέλα­βαν τα συνθήματα την εξέγερσης της άνοιξης του 1991. Κατεστάλησαν βίαια α­πό την Προεδρική Φρουρά με εκατοντάδες θύματα.
Τρεις σιιτικές οργανώσεις αντιπολίτευσης προσπαθούν να συνεχίσουν τον α­γώνα στο ιρακινό έδαφος, ενάντια στην κεντρική εξουσία και την κατασταλτική της πολιτική: οι Μουτζαχεντίν της Ισλαμικής Επανάστασης του Αμπού Ζαϊνάμπ το κόμμα Ντά'ουα και η ταξιαρχία Μπαντρ του Ανωτάτου Συμβουλίου της Ισλα­μικής Επανάστασης του Ιράκ του οποίου οι δυνάμεις είναι συγκεντρωμένες στο Ιράν, αλλά παραμένει δραστήριο στη ζώνη των βάλτων.(6) Η σιιτική αντίσταση συ­νεχίζει έναν πόλεμο παρενόχλησης και εκδηλώνεται με τακτικές επιθέσεις ενά­ντια σε οτιδήποτε αντιπροσωπεύει την κεντρική εξουσία: έδρα του κόμματος Μπάαθ, στρατόπεδα, γραφεία των δυνάμεων ασφαλείας... Αυτός ο πίνακας δεν πρέπει ωστόσο να παραπλανά και να δίνει την εικόνα ενός σιιτικού πληθυσμού ο­μόφωνα συνασπισμένου ενάντια στην εξουσία της Βαγδάτης. Παράλληλα με τη δράση του για τον έλεγχο της περιοχής, το καθεστώς επιχείρησε σύντομα να ξε­κινήσει διαπραγματεύσεις με ορισμένους αρχηγούς σιιτικών φυλών και κατάφε­ρε να παίξει, κι εδώ όπως και αλλού, με τον παλιό κανόνα των ιδιαίτερων συμφε­ρόντων. Καθώς η αναχώρηση για την εξορία εκπροσώπων των μεγάλων σιιτικών οικογενειών του Νότου είχε ελευθερώσει γη, δεν άργησαν να τη σφετεριστούν αρχηγοί φυλών σύμμαχοι του καθεστώτος και έτοιμοι να παίξουν τον ρόλο του προμαχώνα της κεντρικής εξουσίας.
Το κουρδικό ζήτημα
Οι Κούρδοι του Ιράκ έχουν μια μακρά ιστορία αντιπα­ράθεσης προς την κυβέρνηση της Βαγδάτης. Από το 1960, η σύγκρουση είναι σχεδόν σταθερή και γνωρίζει μια πρώτη έξαρση από το 1961 μέχρι το 1975. Μέ­χρι τότε, η πολιτική και στρατιωτική εξουσία στο Κουρδιστάν κυριαρχείται από το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PDK), με ηγέτη τον Μουλά Μουσταφά Μπαρζανί, παραδοσιακό ηγέτη φυλής. Πόλεμοι φατριών το φέρνουν σε αντιπαράθεση με την αριστερή διανόηση της οποίας ηγούνται ο Ιμπραχίμ Αχμάντ και ο Τζαλάλ Ταλαμπανί και η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται αυτές τις διαιρέσεις εναλ­λάσσοντας τις διαπραγματεύσεις με το ένα και το άλλο στρατόπεδο.
Μέσα σ' αυ­τές τις δύσκολες συνθήκες, που έχουν επιβαρυνθεί από την απώλεια της αμερικανικής υποστήριξης, οι Κούρδοι αποκτούν ένα νέο κόμμα, την Πατριωτική Ένω­ση του Κουρδιστάν (UPK), που προήλθε από το PDK και έχει ηγέτη τον Ταλαμπα­νί. Τη δεκαετία του '80, οι Κούρδοι, οι οποίοι απέκτησαν ισχυρούς δεσμούς με το Ιράν μετά την ισλαμική επανάσταση, ενώνουν τις δυνάμεις τους με τις δυνάμεις των Ιρανών κατά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου. Επεκτείνουν τη ζώνη που έχουν υπό τον έλεγχο τους και δημιουργούν διασυνδέσεις με τους σιίτες της αντιπολίτευσης και τους κομμουνιστές αγωνιστές που βρήκαν καταφύγιο στα βουνά τους.
Μετά τις εκστρατείες της Ανφάλ (7) όπου έχασαν τη ζωή τους 180.000 άν­θρωποι, το κουρδικό κίνημα ριζοσπαστικοποιείται και προσπαθεί να απαλύνει τις εσωτερικές διαιρέσεις. Τον Μάιο 1988, αυτή η προσπάθεια θα καταλήξει στη δη­μιουργία του Μετώπου του Ιρακινού Κουρδιστάν που συγκεντρώνει την UPK, το PDK και άλλα πέντε κινήματα. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Μαρτίου 1991, που κόστισε στους Κούρδους περίπου 50.000 νεκρούς και εξανάγκασε πά­νω από 70.000 άτομα να διαφύγουν στο Ιράν ή στην Τουρκία, οι Μπαρζανί και Τα-λαμπανί πηγαίνουν στη Βαγδάτη ήδη τον Απρίλιο, παρά τις κριτικές των άλλων κινημάτων της αντιπολίτευσης, για να απαντήσουν στις προτάσεις διαπραγμάτευσης του Σαντάμ Χουσεΐν.
Από τότε, υπάρχει σχετική ηρεμία στις σχέσεις των Κούρδων με τη Βαγδάτη, αν εξαιρέσουμε κάποιες σποραδικές ιρακινές επιδρομές. Το Μέτωπο του ιρακινού Κουρδιστάν επωφελείται της ευκαιρίας για να ζητήσει εκλογές με σκοπό τη σύσταση ενός περιφερειακού κοινοβουλίου που θα αντιπροσωπεύει τα τρία εκατομμύρια κατοίκους της περιοχής. Οι εκλογές διεξά­γονται τον Μάιο 1992 υπό την επίβλεψη διεθνών παρατηρητών. Μερικούς μήνες αργότερα, το Κοινοβούλιο αποφασίζει την υιοθέτηση ενός ομοσπονδιακού καθε­στώτος μέσα στα πλαίσια του Ιράκ. Το μέτρο αυτό σηματοδοτεί μια αποφασιστι­κής σημασίας στροφή ως προς το προηγούμενο αίτημα που αναφερόταν σε μια πραγματική αυτονομία.
Οι αδελφοκτόνοι πόλεμοι υπονομεύουν το κουρδικό όνειρο. Πολύ γρήγο­ρα, οι παλιοί ανταγωνισμοί ανάμεσα στις φυλές ανεβαίνουν στην επιφάνεια και βυθίζουν το Κουρδιστάν του Ιράκ στον εφιάλτη του εμφυλίου πολέμου. Οι πρώ­τες συγκρούσεις ανάμεσα στο PDK και την UPK ξεσπούν τον Μάιο 1994 μετά από μια διαμάχη για τη γη. Οι ακρότητες που διαπράχθηκαν δεν έχουν τίποτα να ζη­λέψουν από τις πρακτικές των ανδρών του Σαντάμ Χουσεΐν: εκτελέσεις με συνο­πτικές διαδικασίες, ακρωτηριασμοί, αντίποινα στις οικογένειες... Η περιοχή διαι­ρείται σε ζώνες επιρροής των δύο ανταγωνιστικών παρατάξεων, το ΡDΚ στο Βορ­ρά και τη Δύση, η UPK στα Νοτιοανατολικά. Επιπλέον, αυτοί οι πολιτικοί σχημα­τισμοί ελέγχουν πολύ λίγο τις διάφορες στρατιωτικές μονάδες τους, ανάλογα με τη βοήθεια που τους προσφέρουν. Οι παλιές πρακτικές της πάλης ανάμεσα στις φυλές παραμένουν συχνά σε ισχύ, από το «έθιμο» της βεντέτας μέχρι την επιβο­λή διαφόρων φόρων που εισπράττονται απ' ευθείας από τους πληθυσμούς. Οι φυλές παραμένουν ανεξάρτητες και κάθε μια διαθέτει τους μαχητές της. Τα μι­κρά κόμματα, όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα, διατηρούν επίσης την αυτονομία τους. Εφαρμόζεται μια πραγματική οικονομία πολέμου που καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την εξεύρεση μιας λύσης: οι περίπου 150.000 μαχητές που πολεμούν α­πό τις δύο πλευρές ζουν από τον πόλεμο, από το εμπόριο που αναπτύσσεται γύ­ρω από αυτόν και την εγκαθίδρυση ενός συστήματος που στηρίζεται στις μιλίτσιες, «αλά λιβανέζικα». Οι αδυναμίες της κεντρικής εξουσίας ευνοούν την επα­νεμφάνιση των φατριών που με τη σειρά της τροφοδοτεί τις εμφύλιες συγκρού­σεις, όπου οι νεκροί μετριούνται κατά χιλιάδες (2.000 έως 3.000). Μπροστά σ' αυτό το αδιέξοδο, οι πληθυσμοί που θεωρούν υπεύθυνους το PDK, την UPK και την «κουρδική κυβέρνηση» βάζοντας τους όλους στο ίδιο καλάθι, στρέφονται ό­λο και περισσότερο προς τα ισλαμιστικά κόμματα -Ισλαμικό Κόμμα του Κουρδι­στάν, Κουρδική Χεζμπολάχ που υποστηρίζονται από το Ιράν- και έλκονται από μια ρητορική που υπόσχεται κοινωνική αναδιάρθρωση.
Τον Αύγουστο 1996, ο Μασούντ Μπαρζανί, με τη βοήθεια των ιρακινών στρα­τευμάτων, καταλαμβάνει την πόλη Ιρμπίλ, «πρωτεύουσα» της ζώνης που ελέγχε­ται από τον αντίπαλο του, Τζαλάλ Ταλαμπανί. Μετά από ένα χρόνο προσωρινής ανακωχής, οι μάχες ανάμεσα στο PDK και την UPK ξανάρχισαν στις αρχές του 1998 σε πολλά μέτωπα, από τη Σακλάουα στο Βορρά ως τη ΧαζΟμράν στα ιρανικά σύνορα. Παρά τις νέες αμερικανικές προσπάθειες που πραγματοποιήθηκαν τον Σεπτέμβριο 1998, καμία ενδο-κουρδικη συμφωνία δεν φαίνεται δυνατή. Η UPK, εξάλλου έχει προσεγγίσει επιδεικτικά την Τουρκία, αφήνοντας έκθετους τους μαχητές του PKK, στην πλειοψηφία τους Τούρκους.
Οι ιρακινές στρατιωτικές αρχές επωφελήθηκαν για να σφίξουν τον κλοιό τους γύρω από την αυτόνομη κουρδική ζώνη, καταλαμβάνοντας, τον Δεκέμβριο 2000, θέσεις κοντά στη Μοσούλη.
ΟΙ ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΡΑΚΙΝΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ, ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ
Σοβαρά κλονισμένο από τον πόλεμο στον Κόλπο και τις επιπτώσεις του στο εσω­τερικό του, κι ενώ οι πρώτες συνέπειες των διεθνών κυρώσεων γίνονται αισθη­τές, το ιρακινό καθεστώς αντιδρά ενισχύοντας τη φυλετική του δομή, ενίσχυση που φανερώνει, ιδιαίτερα, ο ζήλος των φυλών στην καταστολή της εξέγερσης του 1991, ενώ τα μέλη του κόμματος Μπάαθ είχαν επιδείξει αντίθετα μια ύποπτη χλιαρότητα. Οι κύκλοι της εξουσίας μικραίνουν όλο και περισσότερο γύρω από έναν σκληρό πυρήνα, αποκλειστικά σουνιτικό, που αποτελείται από τρεις φυλές, τους Ντουλαϊμίδες, τους Ντζουμπουρίδες και τους Ντουρίδες, και επικεντρώνε­ται σε τρεις γεωγραφικούς πόλους, τη Βαγδάτη, τη Μοσούλη και την Τακρίτ.
Ο στρατός, ταπεινωμένος από την ήττα και ικανός να στραφεί ενάντια στους υπεύθυνους της καταστροφής, ανασχηματίζεται σε βάθος ώστε να αποφευχθεί οποιοδήποτε ενδεχόμενο. Μια αποτυχημένη συνωμοσία προσφέρει στον ιρακινό Πρόεδρο την ευκαιρία να καρατομήσει την παλιά ιεραρχία με την εκτέλεση 76 ανώτερων αξιωματικών μεταξύ των οποίων πολλοί που κατάγονται από την Τακρίτ. Ο στρατός υπονομεύεται και δίπλα του εμφανίζεται ένας «Λαϊκός Στρατός» απο­τελούμενος από τις μιλίτσιες του κόμματος Μπάαθ που διοικείται από έναν έμπι­στο του αρχηγού του Κράτους, τον Τάχα Γιασίν αλ-Ζατζράουϊ Ραμαντάν. Τις θέσεις- κλειδιά στην ασφάλεια αναλαμβάνουν μέλη της προεδρικής φατρίας: οι ετε­ροθαλείς αδελφοί του Σαντάμ, Ουατμπάν και Σαμπάουι, διορίζονται αντίστοιχα στο Εσωτερικών και στη Γενική Ασφάλεια. Η διατήρηση ενός μίνιμουμ παροχών του κράτους προνοίας, τα δελτία τροφοδοσίας, η καταβολή μισθών σε ορισμένα στελέχη της διοίκησης είναι ένα είδος ασφάλειας ζωής για το σύστημα από του οποίου την επιβίωση εξαρτάται άμεσα η επιβίωση πολλών Ιρακινών.
Η ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ
Η αποστασία των σουνιτικών φυλών
Παρά τα προνόμια που παραχωρήθη­καν, ένα ανησυχητικό κίνημα αμφισβήτησης αναταράζει αρκετές φυλές, ορισμέ­νες από τις οποίες αποτελούν παραδοσιακά στηρίγματα του καθεστώτος και κλυδωνίζει τις περιοχές που μέχρι τότε θεωρούνταν ακλόνητα προπύργια του κα­θεστώτος. Μπροστά στις συσσωρευμένες απειλές η ένταση ανεβαίνει, ακόμα και στους κόλπους της φατρίας της Τακρίτ. Ο κύκλος των πιστών περιορίζεται στους δύο γιους του Προέδρου που διασφαλίζουν την προσωπική του ασφάλεια ως ε­πικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας.
Ο μεγάλος του γιος, ο Ουντάι, διευθύνει τις μονάδες των κομάντος που αποτελούνται από περίπου 60.000 άνδρες, τους «Φενταγίν του Σαντάμ», μια μιλίτσια που δημιουργήθηκε το 1994 και αποτελεί τη νέα πραιτωριανή φρουρά του Προέδρου. Εξαιρετικά βίαιος, αυτός ο επίδοξος δελφίνος έχει αρκετούς φόνους στο ενεργητικό του και ελέγχει το λαθρεμπόριο του πετρελαίου με την Τουρκία μέσω του ιρακινού Κουρδιστάν. Επειδή ξεπέρα­σε τα όρια, ο Ουντάι, ο οποίος είχε δεχθεί μια πρώτη επίπληξη για φόνο το 1988, ανακλήθηκε για δεύτερη φορά στην τάξη το φθινόπωρο 1995 και του επεβλήθη περιορισμός των εξουσιών του, χωρίς όμως να χάσει ακόμα την πρωτοκαθεδρία. Η απόπειρα ενάντια στον Ουντάι στις 13 Δεκεμβρίου 1996 αποκάλυψε πόσο έχει κλονισθεί η οικογενειακή φατρία των Τακριτιδών που κυβερνούν στο Ιράκ. Την ευθύνη της πράξης αυτής αναλαμβάνει το σιιτικό κόμμα της αντιπολίτευσης αλ-Ντά'ουα και μια ομάδα που δρα στο όνομα του στρατηγού αλ-Ντουλάΐγμι (που εκτελέστηκε αφού οργάνωσε ένα πραξικόπημα τον Δεκέμβριο 1994).
Ο Κουσάι, ο μικρότερος γιος του Ιρακινού Προέδρου, θα προωθηθεί ξαφνικά στο προσκήνιο της πολιτικής σκηνής. Επιφορτισμένος μέχρι τότε να επιβλέπει την Προεδρική Φρουρά, κληρονομεί τον έλεγχο των Φαλαγγών των Φενταγίν του Σα-ντάμ, των πληροφοριών, της αντικατασκοπίας και όλων των οικονομικών οργανι­σμών του Κράτους. Αν προστεθεί η διεύθυνση του νέου διοπλικού σώματος Ουμ αλ-Μααρέκ, όλες αυτές οι αρμοδιότητες τον καθιστούν τον άνθρωπο με τη μεγα­λύτερη εξουσία στη χώρα μετά τον πατέρα του.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ
Η παράκαμψη του εμπάργκο

Παρά τις σοβαρές δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπισε το ιρακινό καθεστώς, επέδειξε μια εκπληκτική ικανότητα να επιβιώνει και να αναγεννιέται. Ενώ η επιβολή από τον ΟΗΕ των ζωνών αεροπορικού απο­κλεισμού στα βόρεια και στα νότια της χώρας είχε ήδη εξυπηρετήσει την κεντρι­κή εξουσία ενισχύοντας τον έλεγχο της στην πρωτεύουσα και στον Νότο, κατά τον ίδιο τρόπο οι ιρακινές αρχές κατόρθωσαν να ωφεληθούν από τις αντιξοότη­τες του εμπάργκο για να εξασφαλίσουν τη διαιώνιση του καθεστώτος. Αυτή η ι­κανότητα προσαρμογής απέδωσε καρπούς κυρίως από την εφαρμογή του συ­στήματος «πετρέλαιο έναντι τροφίμων» και την υιοθέτηση πριν χρόνια από τη Βαγδάτη μιας αποτελεσματικής στρατηγικής παράκαμψης του εμπάργκο.(8)
Έτσι, ο φόβος ενός οικονομικού χάους που είχε άμεσο αντίκτυπο στην ήδη δοκιμαζόμενη σταθερότητα του καθεστώτος, οδήγησε τις ιρακινές αρχές να ποντάρουν σ' αυτή τη νέα δόση οξυγόνου που αποτελούσε η άφιξη τροφίμων για ανθρωπιστικούς λόγους. Η εφαρμογή του συστήματος «πετρέλαιο έναντι τροφί­μων» εμφανίστηκε έτσι στο εσωτερικό σαν μια πολιτική νίκη του καθεστώτος α­πέναντι στις μεγάλες δυνάμεις, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτός ο περιορισμός των κυρώσεων θα επέτρεπε τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του πληθυσμού. Ε­ξάλλου, το σύστημα αυτό χρησιμοποιήθηκε από τις ιρακινές αρχές σαν ένα πλά­γιο διπλωματικό μέσο που προετοιμάζει την επανένταξη του Ιράκ στη διεθνή σκη­νή. Η εφαρμογή του συμβόλισε πράγματι την επιστροφή του Ιράκ στην πετρελα­ϊκή αγορά, καθώς επιπλέον, η άδεια που δόθηκε στη Βαγδάτη να εξάγει στο ε­ξής απεριόριστες ποσότητες πετρελαίου που δεν υπόκεινται στις ποσοστώσεις του ΟΠΕΚ, της εξασφαλίζει σήμερα εισόδημα ύψους 10,5 δισεκατομμύρια το χρό­νο. Αν και αυτά τα κέρδη δεν της ανήκουν άμεσα, μέσω των συναλλαγών πετρε­λαίου και της σύναψης συμβολαίων για τα τρόφιμα, η Βαγδάτη συμπεριφέρεται σαν ένας ισότιμος εταίρος, ευνοώντας ορισμένους προμηθευτές ανάλογα με την εθνικότητα τους και την πολιτική που ακολουθούν οι κυβερνήσεις τους στην υ­πόθεση του Ιράκ, αποκλείοντας τους άλλους.
Μετά την κρίση του 1997-1998 ανάμεσα στο Ιράκ και τον ΟΗΕ, περίοδος αυ­ξημένης έντασης που κατέληξε στις μαζικές αγγλοαμερικανικές στρατιωτικές ε­πιθέσεις (επιχείρηση «Desert Fox», 16-19 Δεκεμβρίου 1998), η στρατηγική του Ι­ράκ επικεντρώθηκε στην παράκαμψη των περιορισμών που επέβαλλε το εμπάρ­γκο του ΟΗΕ. Επωφελούμενο από την αυξημένη κινητοποίηση της αραβικής κοι­νής γνώμης για την ανθρωπιστική κατάσταση στο Ιράκ, και αξιοποιώντας τη σπει­ροειδή ανάπτυξη της βίας στα Παλαιστινιακά Εδάφη, το ιρακινό καθεστώς εμφα­νίστηκε στο εξωτερικό σαν θύμα μιας ακραίας αμερικανικής πολιτικής που αγνο­ούσε τις αλυσιδωτές διαταράξεις των ισορροπιών που θα μπορούσε να προκαλέσει στην περιοχή. Είναι αλήθεια ότι οι επίσημες δηλώσεις της κυβέρνησης Clinton σ' όλη τη διάρκεια της κρίσης, που υπογράμμιζαν την επιθυμία της Ουά­σιγκτον να αποδυναμώσει σταδιακά το καθεστώς της Βαγδάτης μέχρι την πτώ­ση του(9) άφηναν να εννοηθεί ότι, όποια κι αν ήταν η πρόοδος που θα πραγματο­ποιούσαν οι ιρακινές αρχές στο ζήτημα της συνεργασίας με τον ΟΗΕ, το Ιράκ δεν θα μπορούσε να αποκατασταθεί στη διεθνή κοινότητα όσο ο Σαντάμ Χουσείν πα­ρέμενε στην εξουσία. Ο Πρόεδρος Clinton παρέτεινε την εντύπωση που προκά­λεσαν αυτές οι δηλώσεις υποστηρίζοντας στις 31 Οκτωβρίου 1998 το νομοσχέ­διο του Κογκρέσου, το «Iraq Liberation Act (ILAC), που προέβλεπε μια επιμελητειακή, στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς τα ιρακινά αντιπολιτευτικά κινή­ματα των μεταναστών και καλώντας στη συνέχεια τις ζωντανές δυνάμεις του ε­σωτερικού να εξεγερθούν ενάντια στη Βαγδάτη.
Ενώ τα αγγλοαμερικανικά αεροπλάνα έκαναν συστηματικές επιθέσεις ήδη α­πό το 1998 στις ζώνες αεροπορικού αποκλεισμού, στις 16 Φεβρουαρίου 2001 ο Πρόεδρος Bush πηγαίνει ακόμα πιο μακριά περνώντας σε μαζικούς βομβαρδι­σμούς των περιχώρων της Βαγδάτης.
Οι πρωταγωνιστές
Οι Άραβες εθνικιστές
Αυτός ο όρος αναφέρεται σε κινήματα, κόμματα ή άτομα, που σήμερα βρίσκονται στην αντιπολίτευση, αλλά που στο προηγούμενο διάστημα αποτελούσαν μέρος των κυρίαρχων πολιτικών ρευμάτων που προήλθαν από την επανάσταση του 1958: μπααθιστές και άλ­λους άραβες εθνικιστές.
Διαφωνούντες του Μπάαθ (Χιζμπ αλ-Μπάαθ αλ-Άραμπι αλ-Ιστιράκι)
Αντιπροσωπεύουν μια από τις κυριότερες συνιστώσες της σουνιτικής αντιπολίτευσης προς το καθεστώς της Βαγδάτης. Πρώην πολιτικοί κρατούμενοι πιστοί στους παλιούς η­γέτες του κόμματος ή θύματα εκκαθαρίσεων και ανασχηματισμών των διευθυντικών ορ­γάνων του Ιράκ, αυτοί οι μπααθιστές αντιπολιτευόμενοι δημιούργησαν αρκετά κινήματα με στόχο να προωθήσουν, από το εξωτερικό όπου έχουν καταφύγει, την αλλαγή στη χώ­ρα τους: Εθνική Επιτροπή για τη Σωτηρία του Ιράκ, Κόμμα Εθνικής Συνεννόησης, Δημο­κρατικό Μέτωπο της Εθνικής Σωτηρίας που μετεξελίχθηκε σε Ενιαίο Δημοκρατικό Κόμμα. Ανάμεσα στις μεγάλες μορφές της εξόριστης μπααθικής αντιπολίτευσης υπάρχουν εξέ­χουσες προσωπικότητες των προηγούμενων ιρακινών κυβερνήσεων όπως ο Σαλάχ Ομάρ αλ-Αλί, που υπήρξε υπουργός Πληροφοριών, ο Αρχάντ Ταουφίκ, πρώην πρέσβης, ο Σα­λάχ Σαχίλι, πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ή ο Σούκρι Σαλέχ Ζάκι, πρώην υπουρ­γός Κοινωνικών Υποθέσεων.
Κομμουνιστικό Κόμμα του Ιράκ (Αλ-Χιζμπ αλ-Σουγιούι αλ-Ιράκι)
Εμφανίζεται το 1934 και γοητεύει αμέσως σημαντικό αριθμό σιιτών που το χρησιμοποιούν σαν φορέα κοινωνικών διαμαρτυριών. Έτσι, το κίνημα αποκτά βάσεις κυρίως στα νότια της χώρας. Η επιτυχία του εξηγείται επίσης από την απουσία θρησκευτικών διαχωρισμών και από την εξαιρετική του οργάνωση, κατά το σοβιετικό πρότυπο. Μετά το πραξικόπημα του 1958, το κόμμα αυξάνει ακόμα περισσότερο την επιρροή του επωφελούμενο της φι-λελευθεροποίησης που εφάρμοσε ο Αμπντ αλ-Καρίμ αλ-Κάσεμ. Το 1963, αρχίζει ένα πρώτο κύμα καταστολής: 5.000 μέλη του εκτελούνται ή δολοφονούνται και το κόμμα τί­θεται υπό απαγόρευση. Το πρώτο διάστημα του μπααθικού καθεστώτος που εγκαθιδρύ­θηκε το 1968 είναι μια περίοδος σχετικής ηρεμίας, αλλά η συμπάθεια των κομμουνιστών για τους Κούρδους αυτονομιστές, η κριτική τους για την αντισυριακή πολιτική της κυβέρ­νησης και η υποστήριξη της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης επιφέρουν μια νέα επιδείνωση των σχέσεων με την εξουσία. Από το 1980, το ΚΚΙ δεν κρύβει πλέον την πρόθεση του να εργασθεί για την ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ πήρε θέση υπέρ της Τεχεράνης και σύσφιξε ακόμα περισσότερο τους δεσμούς του με τη Συρία.(10) Πρώτος γραμματέας του ΚΚΙ είναι ο Αζίζ Μουχάμαντ.
Τα αντιπολιτευτικά κινήματα των μειονοτήτων
Οι Κούρδοι
PDK - Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (Αλ-Χιζμπ αλ-Ντιμουκράτι αλ-Κούρντι)
Στο κόμμα αυτό, που ιδρύθηκε το 1946, κυριάρχησε τα πρώτα τριάντα χρόνια η προσω­πικότητα του Μουλά Μουσταφά Μπαρζανί, πραγματική ενσάρκωση της πάλης των Κούρ­δων για την αυτονομία. Το 1975, το κίνημα γνωρίζει μια στασιμότητα λόγω της αποστα­σίας του Ιρανού συμμάχου του, που συμφώνησε με τη κυβέρνηση της Βαγδάτης, αλλά ε­πανακάμπτει το 1977 και έρχεται στο προσκήνιο με την απαγωγή ξένων τεχνικών. Με α­ντάλλαγμα την απελευθέρωση τους, την οποία διαπραγματεύεται με τα Ηνωμένα Έθνη, το κόμμα επιτυγχάνει την αποφυλάκιση αρκετών χιλιάδων Κούρδων κρατουμένων. Την ί­δια χρονιά, οι συγκρούσεις που φέρνουν αντιμέτωπο το PDK με την κυριότερη ανταγωνί­στρια του, την Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν του Τζαλάλ Ταλαμπανί, έχουν σαν α­ποτέλεσμα 400 νεκρούς. Για να αντιμετωπίσουν τον πολλαπλασιασμό των επιθέσεων των 5.000 περίπου πεσμέργκα του PDK, οι αρχές της Βαγδάτης αποφασίζουν να αδειάσουν α­πό τους πληθυσμούς τους τις παραμεθόριες με την Τουρκία περιοχές, στις οποίες κατα­φεύγουν οι Κούρδοι αυτονομιστές. Χωριά καταστρέφονται, οι κάτοικοι εκτοπίζονται, ενώ Άγκυρα και Βαγδάτη αποφασίζουν να ενώσουν τις προσπάθειες τους για να εκριζώσουν το αντάρτικο.
Μετά τον θάνατο του Μουλά Μπαρζανί, πέθανε εξόριστος στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1979, ο γιος του Μασούντ αναλαμβάνει τη διεύθυνση του κόμματος και επι­στρέφει στο Ιράκ, αφού πέρασε τέσσερα χρόνια στο Ιράν. Η ιρανο-ιρακινή σύγκρουση που ξεσπά λίγο αργότερα ωθεί το ΡDΟΚ να πάρει θέση στο πλευρό του Ιράν προς το οποίο οδεύουν νέα κύματα πληθυσμών που εκδιώχθηκαν από το Ιράκ. Το 1981, η Κεντρική Επι­τροπή του κόμματος υιοθετεί έναν προσανατολισμό αποφασιστικά ομοσπονδιακό και κη­ρύσσει την ένωση όλων των δημοκρατικών και ισλαμικών δυνάμεων ενάντια στο καθε­στώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Μέσα στην ίδια οπτική, το PDK συμμετέχει τον Φεβρουάριο 1983 σε μια συνάθροιση της ιρακινής αντιπολίτευσης που οργανώνεται στην Τρίπολη υ­πό την αιγίδα της κυβέρνησης της Λιβύης.
Τον Νοέμβριο 1986, μια απόπειρα προσέγγι­σης ανάμεσα στο ΡDΚ και την UΡΚ οδηγεί σε μια συνάντηση εκπροσώπων των δύο οργα­νώσεων στην Τεχεράνη και στην υπογραφή μιας συμφωνίας συνεργασίας. Το ΡDΚ γνωρί­ζει τότε χρόνια δόξας. Εξοπλισμένοι με σοβιετικά όπλα που προμηθεύτηκαν από τη Συρία και τη Λιβύη και έφτασαν μέσω Ιράν, οι μαχητές του επεκτείνουν σημαντικά τη ζώνη επιρροής τους, από το Ζάκχο στο Βορρά έως 75 χιλιόμετρα στο εσωτερικό του ιρακινού εδάφους. Παρά το θάνατο του στρατιωτικού τους ηγέτη, Ιντρίς Μπαρζανί, τον Φεβρουά­ριο 1987, καταγράφουν νέες επιτυχίες ενάντια στα ιρακινά στρατεύματα στην περιοχή Σουλεϊμανίγια και έτσι συμβάλλουν έμμεσα στη χρησιμοποίηση των χημικών αερίων που αποφασίστηκε από την ιρακινή κυβέρνηση η οποία προφανώς ήταν ανίσχυρη να αναχαιτί­σει την κουρδική απειλή με συμβατικά μέσα. Παρά τη διεθνή καταδίκη, οι εκκλήσεις του ΡDΚ για υποστήριξη από το εξωτερικό συναντούν ελάχιστη απήχηση.
Μετά την εξέγερση του 1991, κατά την οποία οι δυνάμεις του ΡDΚ διακρίθηκαν για τις θεαματικές τους ενέρ­γειες ενάντια στις δυνάμεις της κεντρικής εξουσίας, τα στελέχη του κόμματος εργάζονται στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων για τον καθορισμό μιας ζώνης αεροπορικού απο­κλεισμού στο Κουρδιστάν του Ιράκ.5 Παράλληλα, ο Μασούντ Μπαρζανί ξεκινά διαπραγ­ματεύσεις με τις αρχές της Βαγδάτης, συνομιλίες οι οποίες, αν και δεν κατέληξαν, προ­κάλεσαν την αποδοκιμασία άλλων κουρδικών οργανώσεων που διαχώρισαν τη θέση τους από το PDK. Το 1992, το κόμμα κάνει την είσοδο του στο Κοινοβούλιο, ύστερα από τις πρώτες εκλογές που οργανώθηκαν στην αυτόνομη ζώνη του Κουρδιστάν του Ιράκ(11). Δύο χρόνια αργότερα, ο παλιός ανταγωνισμός με την υρκ εξελίσσεται σε ανοιχτό πόλεμο και ανοίγει μια νέα περίοδος βίας και αναρχίας.
Τον Αύγουστο 1996, ο Μασρύντ Μπαρζανί και ο Σαντάμ Χουσεΐν, που είχαν ξαναρχί­σει ένα διάλογο το 1995, αποφασίζουν «να τελειώνουν» με την UPK της οποίας οι πρόσφα­τες επιτυχίες έπαιρναν ανησυχητικές διαστάσεις. Η Βαγδάτη, που δεν ξεχνά ότι η οργά­νωση του Τζαλάλ Ταλαμπανί έχει την υποστήριξη της Τεχεράνης, παίρνει ανοιχτά το μέ­ρος του PDK και επιθυμεί να επικρατήσει ειρήνη στην περιοχή πριν τεθεί σε εφαρμογή η απόφαση 986 του OHE ε που επιτρέπει την εξαγωγή 700.000 βαρελιών πετρελαίου ημερη­σίως με αντάλλαγμα τη χορήγηση βοήθειας σε τρόφιμα και φάρμακα. Ο πετρελαιαγωγός από τον οποίο θα πρέπει να μεταφερθεί το ιρακινό πετρέλαιο προς την Τουρκία, διέρχε­ται πράγματι από το Κουρδιστάν. Τέλος Αυγούστου 1996, ο Ιρακινός Πρόεδρος εξαπολύ­ει στρατιωτική επίθεση για να υποστηρίξει τον νέο του σύμμαχο, στον οποίο εξασφαλίζει σε διάστημα λίγων εβδομάδων τον έλεγχο ολόκληρης της ζώνης. Μια υποστήριξη που θα πρέπει σίγουρα να εξαργυρωθεί ακριβά στη συνέχεια και η οποία κινδυνεύει να σημάνει το τέλος των ελάχιστων ετών αυτονομίας του ιρακινού Κουρδιστάν.
Έχοντας την υποστήριξη της Άγκυρας, οι Κούρδοι του PDK έχουν επιπλέον ξεκινήσει έναν αδελφοκτόνο πόλεμο ενάντια στους Τουρκο-κούρδους αντάρτες του ΡΚΚ, συγκρού­σεις που γνωρίζουν και αυτές από το 1992 διαδοχικές φάσεις παύσης πυρός και επανέ­ναρξης των μαχών.
UPK - Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν
Ιδρύθηκε τον Ιούλιο 1975 από ένα τμήμα του Εθνικού Κόμματος του Κουρδιστάν, το Σοσιαλιστικό Κίνημα του Κουρδιστάν και την Ένωση των μαρξιστών-λενινιστών του Κουρδιστάν. Έχοντας ηγέτη τον Τζαλάλ Ταλαμπανί, το κόμμα έχει να αντιμετωπίσει, ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 70, τα ιρακινά στρατεύματα καθώς και τους μαχητές το αντίπαλου κουρδικού κόμματος, PDK, το οποίο κατηγορεί για συμπαιγνία με την CIA το Ισραήλ και την Τουρκία. Οι επιθέσεις του ξεκινούν συχνά από το Ιράν, το οποίο υποστηρίζει ενεργά το κίνημα, που έχει επίσης τη βοήθεια της Λιβύης και της Συρίας. Τα γενικά στρατηγεία του κόμματος βρίσκονται εξάλλου στη Δαμασκό. Τον Ιανουάριο 1984 UPK κλείνει μια συμφωνία κατάπαυσης πυρός με τη Βαγδάτη και επιτυγχάνει τη δημιουργία αυτόνομης ζώνης που συμπεριλαμβάνει τα κυβερνεία Ιρμπίλ, Σουλεϊμανίγια κα Ντοχούκ καθώς και εδάφη που βρίσκονται νοτιότερα, γύρω από τις πλούσιες σε πετρέλαια τοποθεσίες του Κιρκούκ και της Χανούκα (ή Χονακίν). Ένα χρόνο αργότερα, η συμφωνία σπάει, καθώς οι ιρακινές αρχές επιχείρησαν να επιβάλουν στους κατοίκους που ανήκουν στην αρμοδιότητα των κουρδικών αρχών, την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας στον ιρακινό στρατό.
Οι συμφωνίες που κλείνουν η Βαγδάτη και η Άγκυρα για να εκμηδενίσουν τις ανατρεπτικές κουρδικές ομάδες αποτελούν το έναυσμα για την επανάληψη των εχθροπραξιών Η UPK ενώνει τότε τις προσπάθειες της με το PDK για την ανατροπή του ιρακινού καθεστώτος, κοινός στόχος που επισημοποιείται με μια συμφωνία που υπογράφεται στις δύο οργανώσεις τον Νοέμβριο 1986, στην Τεχεράνη. Στο τέλος της δεκαετίας του'80 η UΡΚ διακρίνεται για τις επανειλημμένες απαγωγές ξένων τεχνικών - 2 Σ^ το 1985, 3 Ιταλούς το 1987, 9 Ασιάτες, Κινέζους και Φιλιππινέζους το 1989. Αυτές οι επιχειρήσεις, που έχουν μεγάλη προβολή από τα ΜΜΕ, αποβλέπουν στο να κα.:ο την υπόθεση των Κούρδων και να παροτρύνουν τις χώρες καταγωγής αυτών των υπηκόων να αποσύρουν την υποστήριξη τους στο ιρακινό καθεστώς, που την εποχή εκείνη βρίσκεται σε πόλεμο ενάντια στο Ιράν του Χομεϊνί.
Τον Νοέμβριο 1989 ύστερα από τις ωμότητες της καταστολής με τα χημικά όπλα στην περιοχή Άνφαλ, ο Τζαλ: ανακοινώνει την υιοθέτηση μιας περισσότερο επιθετικής στρατηγικής, θέτοντας στο στόχαστρο στρατιωτικούς στόχους που βρίσκονται στην καρδιά των αραβικών πόλεων. Μετά την εισβολή στο Κουβέιτ από τα ιρακινά στρατεύματα, τον Αύγουστο 1990 ο ηγέτης της UPK γίνεται ένας από τους κυριότερους πρωτεργάτες του συντονισμό, της αντιπολίτευσης προς το καθεστώς της Βαγδάτης και παίζει πρωταρχικό ρόλο στην εξέγερση Μαρτίου 1991. Όλα αυτά δεν τον εμποδίζουν ωστόσο, τον επόμενο μήνα να πάει στην ιρακινή πρωτεύουσα για ν' απαντήσει στην πρόταση του Σαντάμ Χουσείν για άνοιγμα των διαπραγματεύσεων. Ο ηγέτης της UPK βλέπει, κατά τα άλλα, αυτές τις συνομιλίες με πολύ μεγαλύτερη διστακτικότητα απ' ό,τι ο αντίπαλος του, το PDK .
Η συνέχεια των γεγονότων φαίνεται να τον δικαιώνει και η αδιαλλαξία του Σαντάμ Χουσείν οδηγεί γρήγορα σε αδιέξοδο. Το 1994, η UPK βρίσκεται πάλι σε ανοιχτό πόλεμο με τους πεσμέργκα Μασούτ Μπαρζανί. Το διακύβευμα είναι όχι μόνο η πολιτική κυριαρχία στο ιρακινό κουρδισταν αλλά και ο έλεγχος παρανόμου εμπορίου πετρελαϊκών προϊόντων ανάμεσα στο Ιράκ και την Τουρκία, καθώς τα 40.000 έως 60.000 βαρέλια που διακινούνται ημερησίως αποφέ­ρουν στους Κούρδους ενδιάμεσους 5-10% της αξίας τους. Σ' αυτό τον συσχετισμό δυνά­μεων, η UPK διαθέτει την υποστήριξη του Ιράν, που επιθυμεί να αντισταθμίσει τη βοήθεια που προσφέρει η Τουρκία στο PDK. Αυτή η συμμαχία επιτρέπει στην Τεχεράνη να αποκτή­σει μια ζώνη επιρροής στην περιοχή που ελέγχεται από τους προστατευόμενους της, στα νοτιοανατολικά της Σουλεϊμανίγια. Όμως οι επιτυχίες στις μάχες το πρώτο διάστημα, χά­ρη στην ιρανο-κουρδική σύμπραξη, επισπεύδουν την προσέγγιση ανάμεσα στη Βαγδάτη και το PDK που αποφασίζουν να περάσουν στην επίθεση. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1996, ύστερα από δέκα μέρες μάχης, οι μαχητές της υΡΚ ηττώνται, χωρίς να έχουν προβάλει πραγματική αντίσταση στις συνδυασμένες επιθέσεις των στρατευμάτων του Σαντάμ Χου-σεΐν και του Μασούντ Μπαρζανί: πολλές χιλιάδες οπαδοί του Τζαλάλ Ταλαμπανί παίρ­νουν, μαζί με τον αρχηγό τους, το δρόμο για το Ιράν.
ΡSΚ1 - Σοσιαλιστικό Κουρδο-ιρακινό Κόμμα
Είναι υπέρ μιας αυτονομίας των Κούρδων μέσα στα πλαίσια του σημερινού Ιράκ. Διαπνέ­εται απ' το σοσιαλισμό και είναι υπέρ του διαχωρισμού της θρησκείας από το Κράτος. Α­πορρίπτει οποιοδήποτε ισλαμικό πρόγραμμα. Το κέντρο του είναι το Ιρμπίλ. Το PSKI είναι μέλος της Επιτροπής Συντονισμού της Δράσης στο Κουρδιστάν και στηρίζει το σχέδιο δράσης για τους πολίτες του Ανώτατου Συμβουλίου της Ισλαμικής Επανάστασης του Ι­ράκ (CSRII) παρόλο που δεν κρύβει τη δυσπιστία του απέναντι στους ισλαμιστές. Οι μονά­δες του είναι ενσωματωμένες στην UPK, όμως το PSKI δεν πιστεύει ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν μπορεί να ανατραπεί χωρίς τη δυτική υποστήριξη.
Σ' αυτά τα εθνικιστικά κινήματα, με κοσμική αντίληψη του Κράτους, προστίθενται τα τελευταία χρόνια κάποια μικρά κινήματα ισλαμιστικού προσανατολισμού, η κουρδική Χεζμπολάχ, με ηγέτη τον σεΐχη Μουχάμαντ Καλέντ, και το Ισλαμιστικό Κόμμα του Κουρδι­στάν. Και τα δύο υποστηρίζονται από το Ιράν.
Οι Ασσύριοι
MDA - Δημοκρατικό Ασσυριακό Κίνημα
Το MDA του Γκεοργκις Γιάο Μπετιο έχει δυνάμεις κυρίως βόρεια της χώρας γύρω από το Ιρμπίλ. Αγωνίζεται για ένα ενιαίο και δημοκρατικό Ιράκ που να σέβεται τον πολυκομματι-σμό, και διαθέτει μια πτέρυγα μαχητών, επιφορτισμένη με την προστασία των πολιτών. Το ΜϋΑ επεμβαίνει σε ορισμένες ευκαιρίες στο πλευρό των Κούρδων ή συμπράττει με άλλες συνιστώσες του Εθνικού Ιρακινού Συμβουλίου(12) (CNIΙ) και παρενέβη ανάμεσα στην UPKκ και το ΡϋΚ επιχειρώντας να τεθεί τέρμα στον ενδοκουρδικό πόλεμο.
Οι ισλαμιστές
Το κίνημα κυριαρχείται από τους σιίτες, αν και ορισμένες σουνιτικές ομάδες έχουν ήδη μακρά ιστορία.
Κάλεσμα του Ισλάμ (Αλ-Ντά'ουα αλ-Ισλαμίγια)
Το Αλ-Ντά'ουα ιδρύθηκε το 1968 από τον Μουχάμαντ Μπάκίρ αλ-Σαντρ, αλλά έχει τις ρί­ζες του δέκα χρόνια πριν όταν ο αλ-Σαντρ αρχίζει να εκπονεί ένα πολιτικό και κοινωνικό δόγμα που έχει τη βάση του στη Σαρία. Το κίνημα είναι τότε παράνομο, οργανωμένο σε μυστικούς πυρήνες με αυστηρή ιεραρχία. Στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στις αρχές της δεκαετίας του '80 το κόμμα έρχεται σε ανοιχτή σύγκρουση με το μπααθικό καθεστώς. Το 1979, οργανώνει διαδηλώσεις στις πόλεις του Νότου και πραγματοποιεί επιθέσεις ε­νάντια σε κέντρα και εγκαταστάσεις της κυβέρνησης. Δημιουργεί πυρήνες στο Κουβέιτ και στο Μπαχρέιν, αλλά το κέντρο παραμένει στο Ιράκ. Το 1980,το κόμμα τίθεται υπό απαγόρευση και η συμμετοχή σ' αυτό επισύρει την εσχάτη των ποινών. Μέλη του συλλαμ­βάνονται, βασανίζονται, σκοτώνονται. Ο ίδιος ο αγιατολάχ αλ-Σαντρ εκτελείται τον Απρί­λιο 1980. Η καταστολή επεκτείνεται στο σύνολο της σιιτικής κοινότητας. Τις δεκαετίες 70 και '80, περίπου 300.000 άτομα καταφεύγουν στο Ιράν και η περιουσία τους κατάσχεται. Το κίνημα έχει πολύ αποδυναμωθεί αλλά επιβιώνει. Ορισμένα μέλη του προσπαθούν να το επανοργανώσουν από το Ιράν. Παρά το ότι βρίσκεται στο εξωτερικό, το κόμμα έχει έ­ντονο εθνικό χαρακτήρα. Μετά τον θάνατο του αλ-Σαντρ, δεν ξαναβρίσκει αρχηγό με την πλήρη έννοια του όρου, αν και ο σείχης Μουχάμαντ Μάχντι αλ-Ασίφι είναι μια από τις μορ­φές που κυριαρχούν.
Στα μέσα της δεκαετίας του '80, επιδεινώνονται οι σχέσεις με την Τεχεράνη, που δεν έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον συλλογικό τρόπο λειτουργίας του κόμ­ματος και το πνεύμα ισότητας που κυριαρχεί, που αποπνέει κατά τη γνώμη της έντονη ε­πίδραση του κομμουνιστικού μοντέλου. Πάντα δραστήριο στο ιρακινό έδαφος, το Αλ-Ντά'ουα ξεκινά μια εκστρατεία επιθέσεων με στόχους μεταξύ άλλων τον Πρωθυπουργό Ταρέκ Αζίζ και τον Πρόεδρο Σαντάμ Χουσεΐν. Τον Αύγουστο 1982, το ισλαμικό κόμμα α­ναλαμβάνει την ευθύνη μιας επίθεσης με παγιδευμένο αυτοκίνητο ενάντια σ' ένα κυβερ­νητικό κτίριο στη Βαγδάτη, έκρηξη κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους είκοσι άτομα.
Τον Δεκέμβριο 1986, αναλαμβάνει την ευθύνη της αεροπειρατείας του αεροπλάνου της γραμ­μής Βαγδάτη-Αμμάν. Το 1987, επιχειρεί νέα απόπειρα ενάντια στον Σαντάμ Χουσεΐν και μια επιχείρηση με παγιδευμένο αυτοκίνητο με είκοσι νέους νεκρούς στη Βαγδάτη.
Όσο για το πολιτικό του πρόγραμμα, το Αλ-Ντά'ουα είναι υπέρ μιας κυβέρνησης που να προ­κύπτει από ένα σύνταγμα και νόμους που εμπνέονται από τη Σαρία. Όμως, με τον ρεαλι­σμό που το διακρίνει, αποδέχεται, μια δημοκρατική διαδικασία και ελεύθερες εκλογές και ισχυρίζεται ότι δεν επιδιώκει να επιβάλει το πρόγραμμα του με εξαναγκασμό παρά τον βολονταριστικό τίτλο της παράνομης έκδοσης του Al – jihad (Ο Ιερός Πόλεμος). Δηλώνει ε­ξάλλου υπέρμαχος ενός συστήματος αποκέντρωσης που επιτρέπει την ικανοποίηση των κουρδικών προσδοκιών. Το Αλ-Ντά'ουα είναι μέλος του CSRII και της Επιτροπής Κοινής Δράσης της ιρακινής αντιπολίτευσης.
ΟΑΙ - Οργάνωση Ισλαμιστικής Δράσης
Η ομάδα αυτή έχει τη βάση της στο Ιράν και ηγέτη τον σείχη Τακί Μουνταρεσί. Έχει δια­πράξει πολλές τρομοκρατικές ενέργειες κατά τη δεκαετία του '80: μια έκρηξη με παγιδευαένο φορτηγό αυτοκίνητο στη Βαγδάτη το 1983, μια επίθεση ενάντια στα γραφεία της ι­ρακινής αεροπορικής εταιρείας στην Κύπρο το 1984 και μια επιχείρηση με χειροβομβίδα ενάντια σ ένα κλαμπ αξιωματικών στη Βαγδάτη ίο 1985. Η ΟΑΙ είναι μέλος του CSRII και της Επιτροπής Κοινής Δράσης της ιρακινής αντιπολίτευσης.
Ίδρυμα αλ-,Χοέι
Πρόκειται για μια ανθρωπιστική σιιτική οργάνωση στο Λονδίνο. Ιδρύθηκε από τον αγιατο-λάχ αλ-Χοέι και διαθέτει εκπροσώπους σ1 ολόκληρο τον κόσμο. Δεν φαίνεται να διατηρεί σχέσεις εξάρτησης με το Ιράν, γεγονός που την καθιστά αξιόπιστο σιιτικό συνομιλητή, χωρίς ωστόσο να έχει την ανάλογη επιρροή στο ιρακινό έδαφος.
Οι σουνίτες ισλαμιστές εκφράζονται κυρίως μέσω δύο οργανώσεων: το ισλαμικό Μπλοκ και το ιρακινό παρακλάδι των Αδελφών Μουσουλμάνων.
Οι μοναρχικοί
Ο διεκδικητής του θρόνου, Αλί Μπεν Χουσεΐν, διευθύνει ένα βασιλικό συνταγματικό μέτω­πο και έχει την υποστήριξη του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας, ωστόσο, υποστηρίζει έναν άλλο διεκδικητή, τον Ράαντ Μπεν Ζέιντ, Ιορδανό πρίγκιπα, α­πόγονο των Χασεμιτών του Ιράκ.
Ομοσπονδίες των κινημάτων της ιρακινής αντιπολίτευσης
CSRII - Ανώτατο Συμβούλιο της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράκ
Έπειτα από τις διώξεις κατά του κόμματος αλ-Ντά'ουα και τις απελάσεις προς το Ιράν, έ­νας ορισμένος αριθμός Ιρακινών ουλεμάδων βρίσκουν καταφύγιο στο Ιράν του Χομεϊνί.Το 1982, με τη βοήθεια της ιρανικής κυβέρνησης, τα ιρακινά ισλαμιστικά κινήματα ενοποι­ήθηκαν, υπό την ηγεσία του χοντζατολεσλάμ Μωχάμετ Μπακέρ αλ-Χακίμ. Αυτή η συμμα­χία παίρνει το όνομα Ανώτατο Συμβούλιο (ή Συνέλευση) της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράκ και συγκεντρώνει διάφορα κόμματα μεταξύ των οποίων το αλ-Ντά'ουα, την Οργάνω­ση Ισλαμικής Δράσης καθώς και άλλες μικρές ομάδες. Το κίνημα οφείλει πολλά στην προσωπική αίγλη του ηγέτη του, γιου του Σάγιντ Μουχσίν αλ-Χακίμ.
Μετά τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, ξεσπούν διαφωνίες με το κόμμα αλ-Ντά'ουα λόγω των δε­σμών του με την Τεχεράνη. Το CSRII εκπονεί ένα σχέδιο πολιτικής δράσης, που συμπερι­λαμβάνει και τις μη ισλαμικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, και που προτείνει την εντατι­κοποίηση του αγώνα στο Ιράκ ενάντια στους στυλοβάτες του καθεστώτος, την ανάπτυξη δεσμών με τους Ιρακινούς υπεύθυνους και στρατιωτικούς, την προτροπή σε λαϊκή εξέ­γερση σε συμφωνία με τον στρατό. Το Συμβούλιο διαθέτει στρατιωτικό σκέλος, το σώμα Μπαντρ με 15.000 έως 20.000 άνδρες εγκατεστημένους στο Ιράν, γεγονός που αποδει­κνύει την ιρανική επιρροή στο κίνημα.
Το σώμα αυτό διατηρεί επαφές με τους σιιτικούς πληθυσμούς στα νότια του Ιράκ προ\; τους οποίους παρέχει βοήθεια, είναι όμως δύσκολο να υπολογισθεί η πραγματική του α­πήχηση.
Το 1998, το 03ΒΝ μπαίνει στον κατάλογο, που καταρτίσθηκε από τις Ηνωμένες Πολι­τείες, με τα ιρακινά κινήματα των μεταναστών που θα μπορούσαν να τύχουν της επιμελητειακής και οικονομικής βοήθειας που προέβλεπε ο «Iraq Liberation Actί». Έκρινε ωστόσο σωστό να μην αποδεχτεί την προσφορά, κατανοώντας ότι η συμμετοχή σ' ένα αμερικανικό σχέδιο θα το καθιστούσε αναξιόπιστο στο Ιράκ.
CAC - Εθνική Ιρακινή Επιτροπή Κοινής Δράσης
Προήλθε από μια συγκέντρωση, τον Δεκέμβριο 1990, δεκαεπτά κομμάτων, εχθρικών προο την κυβέρνηση της Βαγδάτης, που συνυπέγραψαν τη χάρτα της αντιπολίτευσης. Αυτοί οι διάφοροι εταίροι -ισλαμιστές σιίτες, κομμουνιστές, Κούρδοι εθνικιστές και Άραβες εθνικι­στές- ξανασυναντιούνται στη Βηρυττό στα μέσα Μαρτίου 1991, όμως το κίνημα σχεδόν διαλύεται έπειτα από την αποτυχία της κουρδο-σιιτικής εξέγερσης και την «προδοσία» των Κούρδων ηγετών που είχαν δελεαστεί από τις διαπραγματεύσεις με τη Βαγδάτη.
CIL Ελεύθερο Ιρακινό Συμβουλιο
Ιδρύθηκε στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο 1991 με την παρότρυνση της Σαουδικής Αραβίας. Αυτή η φιλοδυτική συμμαχία της οποίας ηγείται ο σιίτης Σάαντ Σάλεχ Γιαμπέρ συγκε­ντρώνει δημοκράτες, σοσιαλιστές και διαφωνούντες μπααθιστές. Το κίνημα διασπάται πολύ σύντομα εξαιτίας διαφωνιών σε θέματα ηγεσίας, επιβιώνει ωστόσο στην έδρα του στο Λονδίνο.
CNI - Εθνικό Ιρακινό Κογκρέσο
Το CNI, που έχει την έδρα του στο Λονδίνο, θεσπίστηκε τον Ιούνιο 1992 στα πλαίσια της διάσκεψης της Βιέννης. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, κατά τη διάρκεια μιας συνδιάσκεψης που οργανώθηκε στο ιρακινό Κουρδιστάν, απέκτησε δομές ενιαίας διοίκησης που πε­ριλάμβαναν μια Εθνοσυνέλευση περίπου 225 ατόμων, ένα εκτελεστικό συμβούλιο υπό την ηγεσία του μετριοπαθούς σιίτη Αχμέτ Χαλαμπι και μια τριμελή συλλογική προεδρία που αποτελείται από τον Κούρδο Μασούντ Μπαρζανί, τον σουνίτη Χασάν Νακίμπ, πρώην υ­παρχηγό του Γενικού Επιτελείου του ιρακινού στρατού, και τον σιίτη Σαγιέμπ Μωχάμετ Μπαχρ αλ-Ουλούμ.
Το CNI, που δέχτηκε έντονες κριτικές για τους δεσμούς του με τη Δύ­ση, θεωρείται ύποπτο αποδοχής οικονομικής βοήθειας από την CIA και τη Σαουδική Αρα­βία. Ο ηγέτης του, Αχμέτ Σαλαμπί, τραπεζίτης και επιχειρηματίας, ιδιαίτερα αμφιλεγόμε­νη προσωπικότητα, κατηγορείται ότι χρησιμοποιεί το κίνημα για προσωπικούς σκοπούς και με τρόπους ελάχιστα δημοκρατικούς. Αυτές οι υποψίες κηλίδωσαν τη φήμη του CNI που, ενώ στην αρχή της ίδρυσης του γνώρισε αναμφισβήτητη επιτυχία η οποία ενισχύθηκε από τη σημαντική διπλωματική αναγνώριση, έχασε έκτοτε μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας του και των μελών του, μεταξύ των οποίων, στο τέλος Μαϊου 1995, το Κόμμα της Εθνικής Συνεννόησης που διέθετε επιρροή (13).
Η οργάνωση πάσχει επίσης από τις συγκρούσεις που αντιπαραθέτουν τα δύο μεγάλα κουρδικά κόμματα, βασικούς στυλοβάτες του CNI. Παραμένουν ωστόσο οι αρχές του, που είναι ιδιαίτερα ελκυστικές για τις Ηνωμένες Πολιτείες: διατήρηση της ενότητας της αντιπολίτευσης, ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος, αποκατάσταση του πολυκομματισμού στο Ιράκ, επιβολή του σεβασμού των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, τερματισμός της καταστολής και επικράτηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η επιρροή του CNI στο ιρακινό έδαφος παραμένει μικρή. Ήδη αμαυρωμένη, η εικόνα του πλήττεται επιπλέον λόγω της σύνδεσης του με το αμερικάνικο σχέ­διο που προβλέπει το «Iraq Liberation Act». Λαμβάνοντας βοήθεια 3 εκατομμυρίων δολα­ρίων, το CNI στην πραγματικότητα έλαβε τη συμπληρωματική βοήθεια που προτάθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1998 από το Ilak σαν αμερικανική επιβεβαίωση της σπουδαιότητας του. Η παρουσία επισήμων Αμερικανών εκπροσώπων στη γενική συνέλευση του (Windsor, 7-8 Απριλίου 1999) ενίσχυσε αυτή την ερμηνεία. Η τροποποίηση της διάρθρωσης του CNI που πραγματοποιήθηκε επ' ευκαιρία και η απομάκρυνση μιας προσωπικότητας τόσο αμ­φιλεγόμενης όσο ο Αχμέτ Σαλαμπί δεν ήταν αρκετές για να προσελκύσει σ' αυτή την πλατφόρμα τα άλλα κινήματα της αντιπολίτευσης
Επιτροπή Συντονισμού της Δράσης στο Κουρδιστάν
Δημιουργήθηκε για να διευθετήσει τα ενδο-κουρδικά προβλήματα. Περιλαμβάνει το Ασ­συριακό Δημοκρατικό Κίνημα (ΜϋΑ), το Κουρδικό Σοσιαλιστικό Κόμματου Ιράκ, το Κουρ­δικό Κομμουνιστικό Κόμμα, την Εθνική Κουρδική Ένωση, το Κουρδικό Σοσιαλδημοκρατι-κό Κόμμα και την Ισλαμική Κουρδική Λίγκα.
Εθνικο-Ισλαμική Επιτροπή
Εγκατεστημένη στη Δαμασκό, προσπαθεί να ανταγωνιστεί το CNI. Συμμετέχουν σ' αυτή: το Ανώτατο Συμβούλιο της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράκ (CSRII), το κόμμα αλ-Ντά'ουα και τα κινήματα των Αράβων σοσιαλιστών και εθνικιστών που βρίσκονται στη Συρία.
Για περισσότερες πληροφορίες
Hamit Bozarslan, “Le pouvoir irakien, dix ans après la guerre”, Esprit, Φεβρουάριος 2001.
Internet: http://www.gn.apc.org/peacenews.irak/iraklinks.html Κατάλογος με ιστοσελίδες που αφορούν στην ιρακινή κρίση.
ΟΙ ΔΙΕΜΠΛΟΚΕΣ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΚΟΥΡΔΩΝ ΣΤΟ ΙΡΑΚ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
Μετά το 1988, παρατηρείται μια προσέγγι­ση ανάμεσα στην Τουρκία και τους Κούρ­δους του Ιράκ. Η Τουρκία υποδέχεται πάνω από 120.000 Κούρδους από το Ιράκ και α­ναγνωρίζει τα κουρδικά πολιτικά κόμματα. Επίσης, μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, είναι η πρώτη χώρα που πρότεινε τη δημιουργία μιας ζώνης διεθνούς προστασίας για τους ιρακινούς Κούρδους, ζώνη μες στην οποία η ίδια θα έπαιζε σημαντικό ρόλο. Οι τουρκι­κές αρχές είναι υπέρ μιας σχετικής αυτονό­μησης του Κουρδιστάν του Ιράκ και πιστεύ­ουν ότι μια τοπική εξουσία σχετικά αδύνα­μη θα τους άφηνε μεγαλύτερο περιθώριο να καταδιώξουν τους Κουρδο-τούρκους α­ντάρτες του ρκκ στις βάσεις των μετόπι­σθεν στο Ιράκ. Η δημιουργία ενός τομέα α­σφαλείας συνέβαλε εξάλλου σε μια προσέγ­γιση των ιρακινών κουρδικών οργανώσεων του Ταλαμπανί (UPK) και του Μπαρζανί (PDK) με την Άγκυρα, στο βαθμό που η ά­δεια που ανανεώνεται περιοδικά από την τουρκική Βουλή είναι απαραίτητη για τα δυ­τικά αεροπλάνα της επιχείρησης «Provide Comfortΐ» που έχουν αναλάβει την ασφάλεια της προστατευμένης ζώνης. Η τροφοδότηση της κουρδικής περιοχής του Ιράκ αποτελεί, έτσι, ένα σημαντικό επιχείρημα, που χρησιμοποιεί η Τουρκία για να ζητά τη συνεργασία των Κούρδων του Ιράκ. Αυτή η πολιτική ενισχύεται επιπλέον από ένα τουρ­κικό πρόγραμμα ανθρωπιστικής βοήθειας προς τους Κούρδους του Ιράκ, ύψους 18 ε­κατομμυρίων δολαρίων.
Οι σχέσεις του PKK με τους Ιρακινούς Κούρδους είναι τεταμέ­νες: οι κουρδικές κοινότητες του Ιράκ και της Τουρκίας επέλεξαν διαφορετικές στρα­τηγικές, από τη βίαιη δράση ως τη διαπραγ­μάτευση. Κατά την εξέγερση ενάντια στο καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, τον Μάρτιο-: Απρίλιο 1991, το PKK επέλεξε αρχικά να συ­μπαραταχθεί με τους Κούρδους μαχητές, τους Πεσμέργκα (σημαίνει «αυτοί που δεν φοβούνται τον θάνατο»). Όμως μπροστά στην έκταση της αντεπίθεσης της Βαγδά­της, επιχειρεί μια αλλαγή στρατηγικής και καταγγέλλει την «προδοσία» των Ιρακινών «φεουδαρχών ηγετών» Ταλαμπανί και Μπαρζανί. Αυτή η μεταστροφή οδήγησε τους Πεσμέργκα του Ιράκ να βοηθήσουν στρατιωτικά, με τη συλλογή πληροφοριών, τον τουρκικό στρατό στις επιδρομές του ε­ναντίον του ρκκ στο ιρακινό έδαφος. Έτσι κατά τη μεγάλη επίθεση του φθινοπώρου 1992, ο τουρκικός στρατός δέχεται την υ­ποστήριξη των ιρακινών Κούρδων που συμ­μετέχουν σε αδελφοκτόνες μάχες ενάντια στο PKK. Κατά τη διάρκεια αυτών των συ­γκρούσεων, στην περιοχή Χουακάκ, οι Πεσμέργκα του ιρακινού Δημοκρατικού Κόμ­ματος του Κουρδιστάν (PDK) του Μασούντ Μπαρζανί, προσπαθούν να αναγκάσουν τα μέλη του ΡΚΚ να διακόψουν τις επιθέσεις τους ενάντια στην Τουρκία από το έδαφος του ιρακινού Κουρδιστάν. Με τη βοήθεια της πρόσκαιρης βελτίωσης της κατάστασης που επικράτησε την πρώτη περίοδο της αυ­τονομίας του ιρακινού Κουρδιστάν, πραγ­ματοποιήθηκε μια προσέγγιση ανάμεσα στις κουρδικές οργανώσεις της Τουρκίας και του Ιράκ: το ΡΚΚ ελπίζει πράγματι ότι θα επωφεληθεί από τις θετικές πλευρές του ι­ρακινού κουρδικού πειράματος. Το 1993, κλείνει λοιπόν μια συμφωνία με το PDK και προσεγγίζει την UPK πριν η περιοχή βυθι­στεί ξανά στο χάος.
Τον Αύγουστο 1995, νέες συγκρούσεις φέρνουν αντιμέτωπο το PDK με τους Κούρ­δους αντάρτες της Τουρκίας του κόμματος των Εργαζομένων (PKK), στις περιοχές Ντο-χούκ, Ζάκχο και Κάλα Ντίζα που έχουν σαν αποτέλεσμα πολλές εκατοντάδες νεκρούς. Μετά την παύση πυρός που συμφωνήθηκε τον Δεκέμβριο, επικρατεί ένα modus vivendi ανάμεσα σης δύο οργανώσεις, αλλά η νί­κη του Μασούντ Μπαρζανί τον Σεπτέμβριο 1996 και το πέρασμα ολόκληρου του ιρακι­νού Κουρδιστάν στον έλεγχο του PDK και της Βαγδάτης ανοίγουν δυσοίωνες προο­πτικές για τους Τούρκους αντάρτες, που βρίσκονται πλέον εγκλωβισμένοι ανάμεσα στις τουρκικές δυνάμεις και σε μια τοπική εξουσία που έχει καλές σχέσεις με την Ά­γκυρα.
Οι τουρκικές επιδρομές στο ιρακινό Κουρδιστάν έγιναν ρουτίνα. Έτσι, νέες επι­θέσεις παρατηρήθηκαν το 1998 και 1999 ε­νάντια στις βάσεις του PKK (Κόμμα Εργαζο­μένων του Κουρδιστάν) στο βόρειο Ιράκ με την υποστήριξη του PDK (Δημοκρατικό Κόμ­μα του Κουρδιστάν). Αυτή η κατάσταση δη­μιούργησε de facto μια τουρκική ζώνη α­σφαλείας στα σύνορα της με το Ιράκ, στην οποία έχουν αναπτυχθεί 8.000 άνδρες, εξο­πλισμένοι με ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης.
Οι ιρακινές διαμαρτυρίες, όπως είναι επόμενο, βρίσκουν ελάχιστη ανταπόκριση στη διεθνή σκηνή.
___________________________________________________________________

(1) Οι εξελίξεις έδειξαν ότι το ηγεμονικό γεωπολιτικό σχέδιο και το οικονομικό συμφέρον είχαν ήδη απ' το 1998 «προγράψει» το ιρακινό καθεστώς. Η όποια συνεπώς στρατηγική αν> ή διεύρυνσης των διεθνών του ερεισμάτων αποδείχθηκε μάταιη. Στη φάση της κρίσης, οι ι πες δυνάμεις που εκδηλώθηκαν στο πεδίο των διεθνών σχέσεων (ευρωπαϊκές χώρες, Ρω και το ευρύ αντιπολεμικό κίνημα δε φάνηκε να διαθέτουν ικανή αποτρεπτική ισχύ (Σ.τ.Ε.Ε)
(2) Το κόμμα αλ-Μπάαθ αλ-Άραμπι (στην κυριολεξία «Αραβική Αναγέννηση») ιδρύθηκε στη Συρία 1943 από τον χριστιανό Μισέλ Αφλάκ και είναι κληρονόμος των εθνικιστικών κινημάτων του τέλους της οθωμανικής περιόδου. Υπερασπίζεται την ιδέα της ενότητας του «αραβικού έθνους» που οφείλει να τείνει προς τη σύσταση ενός μοναδικού ενιαίου κράτους. Το 1953, συγχωνεύεται με το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και επιδιώκει να προσδιορίσει έναν ειδικό αραβικό σοσιαλισμό, έναν πρωτότυπο δρόμο προόδου. Παρόλο που υποστηρίζει τον διαχωρισμό του Κράτους από τη θρησκεία, δεν υποτιμά το μεγαλείο του Ισλάμ, «ζωτική ώθηση που αποκάλυψε στους Άραβες τις δυνάμεις που υπήρχαν μέσα τους και τις πρόβαλε πάνω στη σκηνή της Ιστορίας» (Μισέλ Αφλάκ). Πολύ γρήγορα η νέα ιδεολογία ξεπερνά τα συριακά σύνορα και γοητεύει την ελίτ των νέων, ιδιαίτερα των στρατιωτικών, των γειτονικών χωρών, μεταξύ των οποίων το Ιράκ. Έχοντας στέρεες βάσεις στους σουνίτες, το μπααθικό ιρακινό κίνημα δεν αργεί και πολύ να αντιπαρατεθεί στο άλλο μεγάλο πολιτικό ρεύμα της εποχής που έχει φορέα το Κομμουνιστικό Κόμμα και υποστηρίζεται α-ο τους σιιτικούς πληθυσμούς και τις μειονοτικές ομάδες, κυρίως τους Κούρδους.
(3) Αν και επικράτησε αυτή η εκδοχή, έχει και την αμφισβήτηση της. Στις ίδιες τις ΗΠΑ, από κύκλους που έχουν πρόσβαση σε εσωτερικές εκθέσεις της CIA, αναφέρεται ότι στους νεκρούς βρέθηκαν ίχνη κυανιμιδών κι όχι αερίων «μουστάρδας» που χρησιμοποιούσε ο στρατός του Ιράκ. Βλ. Stephen Pelletier, www.fromthewildruess.co της 17.3.03 (Σ.τ.Ε.Ε.).
(4) Η καθιέρωση μιας ζώνης αποκλεισμού που επιβλήθηκε από τον ΟΗΕ στο Ιράκ νότια του 32ου παράλληλου δεν έθεσε τέρμα στις βιαιοπραγίες ενάντια στους σιιτικούς πληθυσμούς, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα
(5) Σχίσμα που εμφανίστηκε από τα πρώτα κιόλας χρόνια του Ισλάμ, αρχικά λόγω διαφωνιών ως προς τη διαδοχή του Προφήτη. Ο σιισμός διασπάστηκε και ο ίδιος αρκετά γρήγορα σε πολλά ρεύ­ματα: τον ζαϊδισμό που υπάρχει κυρίως στην Υεμένη, τον επταδικό σιισμό ή Ισμάίλισμό, και τον δωδεκαδικό σιισμό ή ιμαμισμό, τύπο που υιοθετήθηκε στο Ιράν -όπου είναι εθνική θρησκεία από τον 16ο αιώνα-, στο Λίβανο και στο Ιράκ
(6) Ανατολικό, κεντρικό και νότιο Ιράκ (Σ.τ.Ε.Ε.).
(7) Περίοδος 1987-89, παρατεταμένη καταστολή στις κουρδικές περιοχές (Σ.τ.Ε.Ε.).
(8) Έτσι, η πτώση του καθεστώτος δεν επιτεύχθηκε από εσωτερικούς παράγοντες αλλά απο την πολεμική επέμβαση του εξωτερικού (αμερικάνικου) παράγοντα (Σ.τ.Ε.Ε.).
(9) Βλέπε μεταξύ άλλων την «ομιλία της ανατροπής» που η Madeleine Albright εκφώνησε στις 26 Μαρτίου 1997 το αμερικανικό πανεπιστήμιο του Τζορτζτάουν και εμφανίστηκε στην ιστοσελίδα http://www.state.gov/statement/1997/970326.html.
(10) Μετά την πτώση του καθεστώτος Σαντάμ Χουσεΐν και την εγκατάσταση της Αμερικανικής Διοίκησης, το ΚΚΙ αποφάσισε να συμμετάσχει στο Προσωρινό Κυβερνητικό Συμβούλιο... (Σ.τ.E.E.)
(11) Συγκεντρώνοντας το 45,27% των ψήφων, το PDK έρχεται πρώτο στις εκλογές ακολουθούμενο από κοντά από την UPK που συγκεντρώνει το 43,82% των ψήφων
(12) Μέτωπο δυνάμεων της αντιπολίτευσης με έδρα το Λονδίνο.(Σ.τ.Ε.Ε
(13) Το Κόμμα της Εθνικής Συνε.ννόησης (αλ-Ουϊφάκ), που δημιουργήθηκε το 1990, είναι κόμμα συμ­μαχίας που περιλαμβάνει Άραβες, Κούρδους, Τουρκομάνους, μουσουλμάνους και χριστιανούς. Υ­ποστηριζόμενο από τη Σαουδική Αραβία, το 9ΐ-\Μί3α άνοιξε τα τοπικά του γραφεία στο Αμμάν τον Φεβρουάριο 1996. Βρίσκεται σε επαφή με πολιτικούς υπεύθυνους και αξιωματικούς στο Ιράκ. Έ­χει ηγέτη τον γιατρό Αγιάντ Αλαουί, πρώην έμπιστο του Σαντάμ Χουσεΐν, και απολαμβάνει της υ­ποστήριξης της ΟΙΑ καθώς και αμερικανικής αρωγής