Έχουν περάσει πέντε χρόνια από την μεγαλύτερη εξέγερση στην σύγχρονη ιστορία του Αραβικού κόσμου που ξεκίνησε στην Τυνησία. Συχνά, εντυπωσιασμένοι από τα τελευταία γεγονότα, τείνουμε να ξεχάσουμε τα βαθιά αίτια της σημερινής βίαιης σύγκρουσης. Όμως, αν δεν αντιμετωπίσουμε τα αίτια, τα συμπτώματα δεν θα φύγουν.
Το κύμα των προσφύγων που φτάνει στην Ευρώπη και η τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι, θύμισε σε πολλούς την κρίση στην περιοχή μας. Την ίδια ώρα όμως ξεχνούν ότι τα θύματα της κρίσης είναι κυρίως οι λαοί της περιοχής.
Για αιώνες οι λαοί της Μέσης Ανατολής δεν ήταν πραγματικά ελεύθεροι. Δεν μπορούσαν να ελέγξουν την οικονομία και την πολιτική τους με τον τρόπο που ήθελαν. Μετά την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν αρκετά γρήγορες στο να αρπάξουν τον έλεγχο της περιοχής. Η Βρετανία και η Γαλλία μοίρασαν μεταξύ τους την περιοχή που εκτείνεται από την Τουρκία μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό με τις μυστικές συμφωνίες Σάικς-Πικό το 1916.
Διαίρει και Βασίλευε
Προκειμένου να διασφαλίσουν τον έλεγχο στην περιοχή, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν την παλιά πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Σε πολλές περιοχές της Μέσης Ανατολής, υποστήριξαν μειονότητες και τους έδωσαν προνόμια εις βάρος της πλειοψηφίας, γνωρίζοντας πως οι μειοψηφίες θα εξαρτώνται πάντα από τις εξωτερικές δυνάμεις για να κρατηθούν στην εξουσία. Σε άλλες περιοχές έδωσαν τον έλεγχο σε τοπικές οικογένειες και τους έκαναν βασιλιάδες ή εμίρηδες, συγκεντρώνοντας τις εξουσίες στα χέρια μιας μικρής ελίτ.
-Έδωσαν την Παλαιστίνη στο σιωνιστικό κίνημα για να οικοδομηθεί το κράτος των εβραίων μεταναστών εις βάρος του ντόπιου αραβικού πληθυσμού.
-Δημιούργησαν ένα σεχταριστικό κράτος στον Λίβανο, με τους Χριστιανούς στην κορυφή.
-Έδωσαν προνομιακή θέση στο σουνιτικό Ισλάμ στο Ιράκ.
-Έδωσαν στην χασεμιτική οικογένεια της αραβικής χερσονήσου το βασίλειο της Ιορδανίας
Η Συρία δημιουργήθηκε με ό,τι απέμεινε μετά το μοίρασμα της αραβικής ανατολής ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές πελάτες. Πέρασε από μια περίοδο αστάθειας και τελικά πέρασε κάτω από τον έλεγχο μιας δικτατορίας που βασιζόταν στην μειοψηφία των αλαουιτών.
Η πολιτική οικονομία του πετρελαίου
Η οικονομία της Μέσης Ανατολής χαρακτηρίζεται κυρίως από την εξάρτησή της στο πετρέλαιο ως βασικό εξαγωγικό προϊόν. Το πετρέλαιο είναι πολιτικό προϊόν, καθώς ο έλεγχος και το μονοπώλιο γίνονται εύκολα. Ακόμα και σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, ο φόρος πετρελαίου είναι σημαντική πηγή εισοδήματος για τις κυβερνήσεις. Στην περιοχή μας, το πετρέλαιο είναι βασικό εξαγώγιμο προϊόν και η κύρια πηγή εισοδήματος.
Η οικονομία που βασίζεται στο πετρέλαιο είναι διαφορετική από την οικονομία που στηρίζεται στην γεωργία ή την βιομηχανία. Η πρωτογενής γεωργία απαιτεί μεγάλο εργατικό δυναμικό. Η αναπτυσσόμενη βιομηχανία απαιτεί μορφωμένους εργάτες. Στις κανονικές οικονομίες, η ευμάρεια της κυβέρνησης ή της ελίτ, εξαρτάται κάπως από την ευμάρεια και την συνεργασία των μαζών και την σχετική ειρήνη.
Το πετρέλαιο απαιτεί πολύ λίγο εργατικό δυναμικό για να εξορυχτεί. Το κλειδί για τον έλεγχο των πλούτων είναι η κυριαρχία ή ο έλεγχος του κρατικού μηχανισμού. Οι μάζες δεν είναι χρήσιμες στην διαδικασία. Οι κυβερνώντες θεωρούν τον λαό ως ανεπιθύμητα επιπλέον στόματα: τους ταΐζεις και παραπονιούνται. Επιπλέον η τιμή του πετρελαίου τείνει να εκτοξεύεται στα ύψη σε καιρούς πολέμου και αστάθειας και να πέφτει σε περίοδο ειρήνης.
Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν ενδιαφέρονται μόνο για την απρόσκοπτη ροή του πετρελαίου στις οικονομίες τους. Κερδίζουν επίσης πολλά από την ιδιοκτησία των πηγών ή τις εγκαταστάσεις μεταφοράς, επεξεργασίας και διανομής. Είναι ακόμα προς το συμφέρον των δυτικών οικονομιών να μην επενδύονται τα κέρδη από το πετρέλαιο στην ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας ή στην ευμάρεια του τοπικού πληθυσμού. Τρισεκατομμύρια πετροδολάρια, που έχουν συσσωρεύσει οι τοπικοί άρχοντες, φυλάσσονται στις δυτικές τράπεζες ή σε επενδυτικά funds και αποτελούν το στήριγμα των δυτικών οικονομιών.
Άλλος τρόπος που τα χρήματα από το πετρέλαιο επιστρέφουν στις δυτικές δυνάμεις είναι μέσα από τις πωλήσεις όπλων στα τοπικά καθεστώτα. Τα κέρδη των βιομηχανιών όπλων είναι πολύ υψηλά. Μερικές λίγες δυτικές δυνάμεις διατηρούν την τεχνολογική ανωτερότητα για να ελέγχουν τις αγορές. Οι πολιτικές συμμαχίες και οι συμμαχίες για την ασφάλεια με τις κορυφαίες παγκόσμιες δυνάμεις είναι επίσης ένα δίκτυ ασφαλείας για τους τοπικούς άρχοντες ενάντια σε κάθε απαίτηση για μεταρρυθμίσεις από τους δυστυχισμένους λαούς τους.
Η διάσπαση της αραβικής περιοχής σε μικρά τεχνητά κράτη εμποδίζει την αξιοποίηση του τοπικού φυσικού πλούτου για την ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας. Μιλώντας γενικά – το πετρέλαιο ανήκει σε μερικά κράτη, ενώ οι πεινασμένοι λαοί μένουν σε άλλα. Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα αυτής της πολιτικής είναι η δημιουργία του κράτους του Κουβέιτ. Οι Βρετανοί πήραν ένα ιρακινό κοίτασμα πετρελαίου και το έδωσαν στο Κουβέιτ το 1961, να το διευθύνει η οικογένεια Σαμπάχ.
Ο αποπροσανατολιστικός ρόλος του σιωνισμού
Η σιωνιστική αποικιοκρατία της Παλαιστίνης σχεδιάστηκε εξαρχής για να εξυπηρετήσει τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (αρχικά την Βρετανία, αργότερα τις ΗΠΑ), ως ανάχωμα στην αραβική ανεξαρτησία. Οι Παλαιστίνιοι ήταν τα άμεσα θύματα του σιωνισμού, καθώς το 78% της Παλαιστίνης καταχτήθηκε από το Ισραήλ το 1948 και η πλειοψηφία του πληθυσμού εξορίστηκε στην επακόλουθη εθνοκάθαρση.
Ο περιφερειακός ρόλος του σιωνισμού φάνηκε αρχικά στην «τριμερή επίθεση» το 1956, όπου το Ισραήλ επιτέθηκε μαζί με την Βρετανία και την Γαλλία ενάντια στην Αίγυπτο για την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ.
Το 1967 το Ισραήλ πέτυχε όχι μόνο να ολοκληρώσει την κατοχή της Παλαιστίνης αλλά να πάρει το Όρος Σινά από την Αίγυπτο και τα Υψώματα του Γκολάν από την Συρία. Μια επικίνδυνη συνέπεια αυτού του πολέμου ήταν η απόφαση της αιγυπτιακής ηγεσίας, υπό τον Αουάρ Σαντάτ, να αλλάξει πορεία και να «ξεπουλήσει» την Αίγυπτο οικονομικά και πολιτικά στις ΗΠΑ, με αντάλλαγμα να ξαναπάρει το επίσημο έλεγχο του Σουέζ. Στη Συρία, η αίσθηση πως ήταν ευάλωτοι στην σιωνιστική επίθεση, ήταν ο παράγοντας που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πραξικόπημα των ακροδεξιών και την άνοδο της δυναστείας του Άσαντ στην εξουσία. Το μοτίβο αυτό ήταν παγιωμένο στην περιεκτική στρατηγική των ΗΠΑ για την Μέση Ανατολή: Άσε τους ισραηλινούς να κερδίσουν τους άραβες και μετά κράτησε πίσω το Ισραήλ με αντάλλαγμα την πολιτική συναίνεση των αράβων στα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Για να λειτουργήσει ο μηχανισμός, εντάχθηκε στις επίσημες συμφωνίες ότι οι ΗΠΑ θα εξασφάλιζαν την στρατιωτική ανωτερότητα του Ισραήλ απέναντι σε οποιονδήποτε συνασπισμό των περιφερειακών χωρών. Αυτό ήταν εφικτό όταν ο αραβικός στρατός αποτελούταν κυρίως από αναλφάβητους αγρότες υπό τις διαταγές διεφθαρμένων αξιωματούχων. Για να κρατηθεί όμως η υπόσχεση της στρατιωτικής ανωτερότητας ενός μικρού αποικιακού κράτους με μόλις μερικά εκατομμύρια πληθυσμό (σήμερα 6 εκατ.) υπέρ κρατών που αντιπροσωπεύουν εκατοντάδες εκατομμύρια άραβες, απαιτεί να μπει ένα φρένο στην ανάπτυξη όλης της περιοχής.
Μετά την ιρανική επανάσταση του 1979 και την ανατροπή της επιχορηγούμενης από τις ΗΠΑ δικτατορίας του Σαχ, οι ΗΠΑ ενθάρρυναν τον τότε πελάτη τους, τον ιρακινό πρόεδρο Σαντάμ Χουσεΐν να επιτεθεί στο Ιράν. Την ίδια ώρα, το Ισραήλ προμήθευε όπλα τους Ιρανούς- στις κρίσιμες ημέρες της ισλαμικής επανάστασης- με ξεκάθαρο στόχο να παρατείνουν την σύγκρουση και να μεγιστοποιήσουν τις καταστροφές και στις δύο πλευρές. Στον πόλεμο που κράτησε από το 1980 έως το 1988, εκατοντάδες χιλιάδες σκοτώθηκαν από κάθε πλευρά και η καταστροφή και ο πόνος ήταν κολοσσιαία.
Ως συνέπεια αυτού του πολέμου, το Ιράκ έγινε κύριος στόχος της αμερικανό-ισραηλινής πολιτικής συγκράτησης, χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία της εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ. Το Ιράκ ήταν η σπάνια περίπτωση ανάμεσα στα αραβικά κράτη όπου πετρέλαιο και πληθυσμός συναντιούνται στο ίδιο κράτος- και άρα μπορούσε να γίνει κέντρο οικονομικής και στρατιωτικής ανάπτυξης. Επί 13 χρόνια επιβλήθηκαν σκληρές κυρώσεις στο Ιράκ, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εμποδίων στα τρόφιμα και στα φάρμακα, όπου οδήγησαν στον θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά στο Ιράκ και ακόμα περισσότερους ενήλικες. Ανικανοποίητες από την ανατριχιαστική γενοκτονία, οι ΗΠΑ με ενεργή ώθηση από το σιωνιστικό λόμπυ, κατέλαβαν το Ιράκ το 2003 και διέλυσαν τα θεμέλια του ιρακινού κράτους.
Αν και το Ισραήλ δεν είναι τόσο χρήσιμο εργαλείο για τον ιμπεριαλισμό, όσο συνήθιζε να ήταν, η δέσμευση των δυτικών δυνάμεων να διατηρήσουν το ρατσιστικό σύστημα, έχει υψηλό αντίτιμο για ολόκληρη την περιοχή. Όταν το 2006 υπήρξε μια σπάνια ευκαιρία να διεξαχθούν σχετικά δημοκρατικές εκλογές στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη της Δυτικής Όχθης και τη Γάζα, οι Παλαιστίνιοι έδωσαν καθαρή πλειοψηφία στην Χαμάς, απορρίπτοντας τον διεφθαρμένο ρόλο της Φατάχ που καταπίεζε τους Παλαιστίνιους για χάρη της κατοχής. Ολόκληρη η «διεθνής κοινότητα» βιάστηκε να επιβάλλει κυρώσεις στους Παλαιστίνιους επειδή δεν έδειξαν την συμπάθεια τους στους κατακτητές. Ο αποκλεισμός της Γάζας, που ενισχύεται με τακτές σφαγές, σχεδιάστηκε για να δώσει σε ολόκληρη την περιοχή ένα μάθημα για τα αποτελέσματα της δημοκρατίας.
Το Ισραήλ ήθελε πάρα πολύ να επαναληφθεί ο πόλεμος του Ιράκ με έναν ακόμη μεγαλύτερο, ιμπεριαλιστικό πόλεμο εναντίον του Ιράν. Κάτι τέτοιο ήταν υπερβολικό να το καταπιούν οι ΗΠΑ, αφού πλήρωναν ήδη πολλά για την περιπέτεια του Ιράκ, τουλάχιστον ένα τρισεκατομμύριο δολάρια που θα μπορούσαν να αναζωογονήσουν την οικονομία των ΗΠΑ. Τώρα, καθώς η Συρία καίγεται και αιμορραγεί, το Ισραήλ δεν κρύβει την ικανοποίηση τους, αφού ένας ακόμα «πιθανός κίνδυνος» εξασθενεί.
Η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ
Εκτός από τα παραπάνω προβλήματα, πολύ αναλυτές εξακολουθούν να περιγράφουν την τρέχουσα σύγκρουση ως αποτέλεσμα της ανόδου των «ισλαμιστών εξτρεμιστών». Λες και οι λαοί της Μέσης Ανατολής, δεν επαναστατούν ενάντια στους δυνάστες τους. Λες και όλα ήταν καλά μέχρι τους κυρίευσε μια αδικαιολόγητη, τρελή διάθεση για εξτρεμισμό.
Πρόκειται για την πιο προκατειλημμένη και χωρίς περιεχόμενο ερμηνεία των πολιτικών γεγονότων.
Το Ισλάμ, σαν κάθε θρησκεία και όπως τόσες άλλες ιδεολογίες όπως ο «φιλελευθερισμός» και ο «σοσιαλισμός» που προτείνουν μια μεθοδολογία οργάνωσης της κοινωνίας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή να γίνει κατάχρηση του σε όλους τους πολιτικούς σκοπούς: να δικαιολογήσει καταπιεστικά καθεστώτα, να υποκινήσει πολέμους και γενοκτονίες ή να πολεμήσει ενάντια στην καταπίεση και τον ρατσισμό.
Στην δεκαετία του ’80, οι ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν και πλήρωναν τους ισλαμιστές τζιχαντιστές για να πολεμήσουν ενάντια στον σοβιετικό στρατό στο Αφγανιστάν. Σχεδόν όλα τα αραβικά καθεστώτα χρησιμοποιούσαν την ισλαμική θρησκεία, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, για να νομιμοποιήσουν την κυριαρχία διαφόρων ελίτ, και που οι περισσότερες υπηρετούσαν τον ξένο ιμπεριαλισμό. Όχι πολύ καιρό πριν, αποτελούσε επίσημη πολιτική της Σαουδικής Αραβίας και του καθεστώτος Μουμπάρακ της Αιγύπτου, ενορχηστρωμένη από τις ΗΠΑ, να ξαναφέρνουν στην επιφάνεια και να αναζωπυρώνουν την διαμάχη Σιιτών-Σουνιτών για να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη, περιγράφοντας το Ιράν ως τον «αληθινό κίνδυνο»- γλιτώνοντας έτσι το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και τους τοπικούς «Σουνίτες» τυράννους.
Εφόσον κάθε πολιτική έκφραση καταπιέζεται σε όλη την περιοχή, είναι φυσικό ότι η βασική μορφή οργάνωσης των μαζών που δεν μπορεί να ποινικοποιηθεί είναι η θρησκεία και γίνεται κεντρικός φορέας ελπίδας των μαζών. Όταν όμως το Ισλάμ χρησιμοποιείται ως ιδεολογικό ή οργανωτικό πλαίσιο αγώνα ενάντια στην καταπίεση, τότε ξαφνικά χάνει κάθε νομιμοποίηση και περιγράφεται ως κίνδυνος.
Η κυριαρχία των ισλαμικών κινημάτων στη Μέση Ανατολή δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της πολιτικής καταπίεσης. Εθνικιστικά και σοσιαλιστικά κινήματα υπήρξαν στο επίκεντρο της αραβικής πολιτικής για δεκαετίες, αλλά έχασαν την αξιοπιστία τους στις μάζες εξαιτίας δικών τους λαθών και ελλείψεων. Την ίδια ώρα, τα ισλαμικά κινήματα όπως η Χεζμπολαχ, η Χαμάς, οι Αδερφοί Μουσουλμάνοι στην Αίγυπτο και οι Σαντρ στο Ιράκ, κράτησαν την σωστή ισορροπία ανάμεσα στην δουλειά από τα κάτω για την φροντίδα των καθημερινών αναγκών των μαζών και του πολιτικού αγώνα ενάντια στην κατοχή και την τυραννία. Εφάρμοσαν τις μεθόδους που έμαθαν από τον Λένιν και τον Μάο για τον σωστό τρόπο οικοδόμησης ενός κινήματος. Τα ισλαμικά κινήματα που συνδέθηκαν με τις μάζες και αντιτάχθηκαν στους τοπικούς άρχοντες (μέχρι που η Χεζμπολάχ συντάχθηκε με τον Άσαντ) ήταν επίσης περισσότερο έτοιμα να υποστηρίξουν την δημοκρατία και να δημιουργήσουν συμμαχίες με άλλα κόμματα ή λαούς διαφορετικών θρησκειών.
Αυτό που ώθησε πραγματικά τις λαϊκές μάζες να υποστηρίξουν εξτρεμιστικές λύσεις δεν είναι η «ιδεολογία», αλά οι εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Οι σουνιτικές κοινότητες στο Ιράκ διαμαρτυρήθηκαν ειρηνικά το 2013 ενάντια στις διακρίσεις και την καταπίεση της κυβέρνησης του Μαλίκι, που υποστηριζόταν από τις ΗΠΑ και το Ιράν. Μόνο όταν η κυβέρνηση αρνήθηκε οποιαδήποτε πολιτική λύση και προτίμησε να στείλει τον στρατό για να καταλάβει τις πόλεις τον σουνιτών και να τις βομβαρδίσει, οι ντόπιοι αντάρτες οργάνωσαν το λεγόμενο «ισλαμικό κράτος» για να διώξουν τον στρατό. Μετά το σοκ που προκάλεσε η νίκη του ισλαμικού κράτους στη Μουσούλη, οι ΗΠΑ και το Ιράν αποφάσισαν να απομακρύνουν τον Μαλίκι και προσπάθησαν να επιβάλλουν μια λιγότερο σεχταριστική ιρακινή κυβέρνηση.
Σε παρόμοιες συνθήκες, χρονιά βομβαρδισμών από το καθεστώς Άσαντ οδήγησαν του Σύριους να πάρουν τα όπλα με το ισλαμικό κράτος. Η σφαγή περισσοτέρων από 200.000 Σύριων δεν θεωρήθηκε από την «διεθνή κοινότητα» ως επείγουσα κατάσταση, μέχρι που άρχισαν να κινδυνεύουν ξένοι. Πρέπει επίσης να ειπωθεί πως η γενναία κουρδική και αραβική αντιπολίτευση στη Συρία, ξεκίνησε να πολεμάει ενάντια στον εξτρεμισμό του λεγόμενου ισλαμικού κράτους πολύ πριν γίνει διεθνές ζήτημα.
Παρομοίως και άλλα καθεστώτα σπρώχνουν επίτηδες τους λαούς τους στον εξτρεμισμό. Ο Αιγύπτιος δικτάτορας Αλ Σίσι το κάνει στο Όρος Σινά. Στην Λιβύη είναι η τακτική του στρατό που ηγείται ο συνταξιούχος στρατηγός και πράκτορας της CIA Χαφτάρ, που υποστηρίζεται από την «διεθνώς αναγνωρισμένη» κυβέρνηση του Τομπρούκ. Η μέθοδος είναι γνωστή: βομβάρδισε τον λαό, αντί να τον ακούσεις. Ο λόγος είναι επίσης γνωστός: όταν είσαι ο μόνος «υπερασπιστής της χώρας» ενάντια στον «εξτρεμισμό», θα λάβεις αρκετή στήριξη και κανείς δεν θα τολμήσει να σε ρωτήσει για τα δικά σου εγκλήματα.
Κανένας μηχανισμός αλλαγής
Οι αραβικές χώρες, με πάνω από 300 εκατομμύρια κατοίκους, είναι οι πιο πολιτικά καθυστερημένες και καταπιεσμένες στον κόσμο. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι’ αυτό:
-Καταρχήν στην περιοχή αυτή, ο ιμπεριαλισμός βγάζει τα περισσότερα λεφτά του. Όταν οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από το Βιετνάμ το 1945, δήλωσαν πως η επόμενη κόκκινη γραμμή τους είναι η Μέση Ανατολή: εδώ προτιμούν να πολεμήσουν παρά να δώσουν τον έλεγχο σε εθνικά ή σοσιαλιστικά κινήματα.
-Η παραδοσιακή στήριξη των δυτικών δυνάμεων στο Ισραήλ είναι ένας ακόμα λόγος γιατί βλέπουν οποιαδήποτε δημοκρατική μεταρρύθμιση στην περιοχή ως απειλή. Τα αραβικά καθεστώτα που θα λάβουν υπόψη τους την κοινή γνώμη στις χώρες τους, θα στηρίξουν περισσότερο την Παλαιστίνη.
-Από τις αρχές της δεκαετίας του 70 και την δραματική αύξηση στην τιμή του πετρελαίου και μέχρι την έναρξη της αραβικής άνοιξης το 2011, δεν υπήρξε πολιτική αλλαγή σε καμία χώρα της περιοχής. Οι άρχουσες ελίτ είχαν αρκετά πλούτη να εξαγοράσουν ή να διαλύσουν την αντιπολίτευση.
-Ενώ υπήρξαν σημαντικά βήματα εκδημοκρατισμού σε άλλες περιοχές του κόσμου, στον αραβικό κόσμο οι άρχουσες ελίτ έγιναν περισσότερο καταπιεστικές.
Μια γενική πρόβα των όσων θα έρθουν, έγινε στην Αλγερία το 1991. Αφού κέρδισαν οι Ισλαμιστές τον πρώτο γύρο των εκλογών, ο στρατός πήρε τον έλεγχο πραξικοπηματικά και έθεσε εκτός νόμου τους ισλαμιστές. Στον εμφύλιο που ξέσπασε, σκοτώθηκαν 200.000 άνθρωποι. Η στρατιωτική κυβέρνηση είχε την πλήρη υποστήριξη των δυτικών δυνάμεων.
Η συσσώρευση των αντιθέσεων σε όλη την περιοχή, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε πολύ μεγαλύτερα και πιο πλατιά κύματα διαμαρτυρίας και εξεγέρσεις-στην Αραβική Άνοιξη.