Η προοπτική της επανέναρξης των ειρηνευτικών συνομιλιών με το Ισραήλ, πάγωσε την πλειοψηφία του παλαιστινιακού λαού- ακόμα και κάποιους από τους διαπραγματευτές. Η πεσιμιστική διάθεση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πραγματικότητα που δημιουργήθηκε μετά την Συμφωνία του Όσλο.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι όλα τα μέρη που είχαν επενδύσει στις διαπραγματεύσεις- Ισραήλ, Παλαιστίνη και ΗΠΑ-προσεγγίζουν το νέο κύκλο συνομιλιών ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια θεμέλια και αρχές αλλά και με τις ίδιες άνισες συνθήκες που καταδίκασαν το Όσλο σε αποτυχία, όπως:
1) ο διχασμός των παλαιστινιακών πολιτικών κομμάτων, ως αποτέλεσμα της έλλειψης περιεκτικών, στρατηγικών κινημάτων αντίστασης και η αποδυνάμωση του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος στο σύνολο του
2) η ευρεία αραβική συνέργεια στην περιφερειακή ατζέντα των ΗΠΑ
3) η ηγεμονία των ΗΠΑ στην ειρηνευτική διαδικασία που επιδεινώνεται με την απραξία της διεθνούς κοινότητας να ασκήσει πίεση στο Ισραήλ να συμμορφωθεί με το διεθνές δίκαιο και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ
4) η αδιαφορία του Ισραήλ στην ειρηνευτική διαδικασία. Αντιθέτως το Ισραήλ επιλέγει να κεφαλαιοποιεί τις διαπραγματεύσεις, δημιουργώντας περισσότερα δεδομένα επί του εδάφους.
Αυτές οι συνθήκες έχουν δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα που ενοποιεί την δύναμη των ΗΠΑ και του Ισραήλ στην περιοχή και θέτει ως προτεραιότητα τα δικά τους συμφέροντα. Η αδυναμία της παλαιστινιακής θέσης, όπως και κατά τη διάρκεια του Όσλο, άλλαξε τον συσχετισμό δυνάμεων υπέρ του Ισραήλ και επέτρεψε στην κατεχόμενη δύναμη να επιλέξει τον τρόπο που θα εμπλακεί στην ειρηνευτική διαδικασία.
Τα πολυάριθμα αναπτυξιακά προγράμματα που ξεκίνησαν με το Όσλο, όχι μόνο αποδυνάμωσαν την παλαιστινιακή πολιτική θέση, αλλά δημιούργησαν μια κατάσταση οικονομικής εξάρτησης τόσο από την διεθνή βοήθεια όσο και από την οικονομία του Ισραήλ. Οι σκληρές προϋποθέσεις χρηματοδότησης σε αυτή τη συμφωνία – ειδικά αυτές που εξισώνουν την οικονομική ανάπτυξη σε αντάλλαγμα των πολιτικών παραχωρήσεων της Παλαιστίνης-οδηγεί επίσης στη προώθηση και διάδοση της νορμαλοποίησης σε κοινωνικό-πολιτικό, οργανωτικό και θεσμικό επίπεδο.
Μία από τις αντιθέσεις στις τωρινές διαπραγματεύσεις, ακολουθώντας τα βήματα του Όσλο, είναι πως ενώ η προσέγγιση και οι ισορροπίες δυνάμεων παραμένουν περίπου οι ίδιες, η παγκόσμια και περιφερειακή πραγματικότητα έξω από το άμεσο περιεχόμενο της ισραηλινό-παλαιστινιακής ειρηνευτικής διαδικασίας, έχει αλλάξει. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ δεν έχουν πια το μονοπώλιο στις διεθνείς σχέσεις και την παγκόσμια οικονομία και η αναδυόμενη δύναμη των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) και της Νότιας Αμερικής, αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να προκαλέσει ανοιχτά τις ΗΠΑ.
Υπό το φως της κατάστασης της Συρίας και την αποτυχία των κινημάτων του πολιτικού Ισλάμ, που είχαν την στήριξη των ΗΠΑ, στην Αίγυπτο, την Τυνησία και την Λιβύη, γίνεται φανερό πως το αποικιοκρατικό πρόγραμμα των ΗΠΑ για την επιβολή της «δημοκρατίας» στη Μέση Ανατολή, παραπαίει. Η αποτυχία να υποκινήσουν μια επέμβαση στην Συρία είναι ένα ακόμα σύμπτωμα πως χάνουν τον έλεγχο.
Ενώ η «Αραβική Άνοιξη» είδε την ανατροπή αρκετών παλαιών καθεστώτων στην περιοχή, η αδύναμη αντιπολίτευση και η έλλειψη ώριμων εθνικών εναλλακτικών ηγεσίας, επηρέασαν την διάδοση της περιφερειακής βίας και εξτρεμισμού. Η αμερικανική προσπάθεια να στηρίξει τις περισσότερες περιφερειακές δυνάμεις-όπως οι αδελφοί μουσουλμάνοι και οι εξτρεμιστικές ομάδες της Συρίας, συνηγορούμενη από τον μεγάλη και ακλόνητη στήριξη του Ισραήλ-βρέθηκε αντιμέτωπη με τον σκεπτικισμό και τον θυμό των αραβικών εθνών που πριν συνήθιζαν να παραμένουν σιωπηλά. Η προφανής έλλειψη αντιπολίτευσης και η λαϊκή απόρριψη του πολιτικού Ισλάμ οδήγησε, αντίθετα στα συμφέροντα των ΗΠΑ, στην αναβίωση του παναραβισμού.
Με τις περιφερειακές και παγκόσμιες αλλαγές, η Παλαιστίνη έχει την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τις εξεγέρσεις προς ίδιον πολιτικό όφελος, διαμορφώνοντας εναλλακτικές στρατηγικές που θα αλλάξουν την δυναμική εξουσίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ένα από τα βασικά βήματα για τη δημιουργία μιας βιώσιμης ειρηνευτικής διαδικασίας είναι να αποτελέσει σημείο αναφοράς σε όλες τις συζητήσεις το διεθνές δίκαιο και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Χωρίς αυτή την απαραίτητη προϋπόθεση, οι Παλαιστίνιοι διαπραγματευτές θα πρέπει να καταλάβουν ότι οφείλουν να αποχωρήσουν από τις συνομιλίες. Οποιαδήποτε διαδικασία, κενή από νομοθεσία, θα οδηγήσει το Ισραήλ στην επιβολή περισσότερων δεδομένων επί του εδάφους και περαιτέρω παραχωρήσεις από τους Παλαιστίνιους.
Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, οι Παλαιστίνιοι πρέπει να κάνουν συγκεκριμένα βήματα για να εξασφαλίσουν ένα πιο δίκαιο παιχνίδι. Πρώτον, να επαναδραστηριοποιήσει τον παλαιστινιακό λαό, στην ιστορική Παλαιστίνη και διασπορά, να συμμετάσχει ενεργά στις στρατηγικές αντίστασης. Δεύτερον, να απορρίψει την βοήθεια και τις δωρεές που προϋποθέτουν παραχωρήσεις. Και τελευταίο, να παρακολουθήσει και να ρυθμίσει τον ιδιωτικό τομέα της Παλαιστίνης για να ελαχιστοποιηθεί το πεδίο επιρροής της Παγκόσμιας Τράπεζας στην τοπική οικονομία.
Για να επιτύχουν αυτές οι τακτικές, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα ευρέων εθνικών προσπαθειών. Είναι απαραίτητο για την Φατάχ και τη Χαμάς να λύσουν τον πολιτικό τους διχασμό που έχει κάμψει την αντίσταση ενάντια της κατοχής και να επικεντρωθούν στην προστασία των παλαιστινιακών συμφερόντων κι όχι μόνο των δικών τους πολιτικών συμφερόντων.
Άλλο κλειδί που θα χτίσει την ενότητα είναι η αλλαγή στο πως αντιμετωπίζεται το παλαιστινιακό ζήτημα που δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο από το ευρύτερο πλαίσιο και την πραγματικότητα της Μέσης Ανατολής. Οποιαδήποτε περιεκτική προσπάθεια προς την ειρήνη και την ελευθερία στη Παλαιστίνη, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους αγώνες ενάντια στην ισραηλινή κατοχή των Υψωμάτων του Γκολάν και του αγώνα ενάντια στην δυτική επέμβαση και τον ιμπεριαλισμό στον αραβικό κόσμο. Δεν μπορεί να υπάρξει περιεκτική και βιώσιμη ειρήνη, αν δεν περιλαμβάνει ολόκληρη την περιοχή. Η αυξανόμενη επιρροή της Ρωσίας και της Κίνας έχει δημιουργήσει την προοπτική μιας νέας διπλωματικής προσπάθειες όπου οι ΗΠΑ δεν έχουν πια το μονοπώλιο στην ατζέντα και στα αποτελέσματα στην Μέση Ανατολή.
Παράλληλα με τις εθνικές και περιφερειακές προσπάθειες, σημαντικό ρόλο παίζουν και τα διεθνή κινήματα αλληλεγγύης. Ο ακτιβισμός τους συνεισφέρει θετικά στον αγώνα, αλλά είναι αναγκαία και μια αλλαγή συμπεριφοράς. Πρωταρχικής σημασίας είναι η απόλυτη άρνηση συμμετοχής σε δράσεις νορμαλοποίησης.
Ένα συνηθισμένο παραπάτημα που κάνουν οι διεθνείς ακτιβιστές αλληλεγγύης είναι η συχνή αναφορά στις κοινωνικό-οικονομικές δραστηριότητες και την ανάπτυξη, ενώ αρνούνται να συνεισφέρουν σε πιο πλατιές πολιτικές στρατηγικές. Εξαιτίας της διαμάχης που ευθυγραμμίζει την παλαιστινιακή αντίσταση, πολλές ομάδες και οργανώσεις επιλέγουν να εστιάσουν σε συγκεκριμένες πλευρές των πολιτικών κατοχής, όπως η κατεδάφιση σπιτιών, αντί να αντιμετωπίσουν πιο συνολικά τις πολιτικές που επιβάλλει το Ισραήλ ως κατοχική δύναμη. Αυτή η στενή προσέγγιση, αν και είναι βοηθητική στο να στρέψει την διεθνή προσοχή σε συγκεκριμένες πλευρές της κατοχής, είναι αναποτελεσματική στρατηγική στο να αλλάξει η επεκτατική ατζέντα του Ισραήλ. Για μια λύση που θα έχει διάρκεια, κάποιος πρέπει να εστιάσει στα βαθύτερα αίτια της συνεχόμενης κατοχής κι όχι μόνο να ανακουφίζει τα συμπτώματα.
Οι διεθνείς οργανισμοί πρέπει επίσης να καταλάβουν πως το Ισραήλ είναι ο μόνος υπεύθυνος για τις πράξεις του και να ασκήσουν πίεση σύμφωνα με αυτό. Είναι σημαντικό να απορρίψουν όλες τις δραστηριότητες που κατηγορούν το θύμα, όπως το να ενθαρρύνουν τις παλαιστινιακές παραχωρήσεις, να θέτουν όρους για την αλληλεγγύη τους και να προωθούν την νορμαλοποίηση ανάμεσα σε δύο λαούς που δεν έχουν ακόμα καταφέρει να καταλήξουν σε μια ισότιμη συμφωνία. Για να κάνει πραγματικά την διαφορά η διεθνής υποστήριξη θα πρέπει να βασίζεται εξολοκλήρου στην αποδοχή της αποφασιστικότητας του παλαιστινιακού λαού και της αντίστασης του. Ο παλαιστινιακός λαός έχει να ξεπεράσει πολλά εμπόδια για να έχει να ανησυχεί αν ο αγώνας του είναι αρεστός ή όχι στο διεθνές κοινό.