Προφανώς η «λαϊκή αντίσταση» ξαφνικά αναβαθμίστηκε σε σύγκρουση οραμάτων ή στρατηγικής ανάμεσα στην Παλαιστινιακή Αρχή της Ραμάλα και των αντιπάλων της στη Γάζα, τονίζοντας το υπάρχον και όλο και πιο βαθύ ρήγμα ανάμεσα στις διάφορες παρατάξεις και ηγεσίες.
Ο πρόεδρος της ΠΑ Μαχμούντ Αμπάς, απευθυνόμενος σε μια συνάντηση της ΟΑΠ που έγινε τον Ιούλιο του 2011 στη Ραμάλλα, φαινόταν πως έφτασε σε ένα συμπέρασμα αρκετά προσγειωμένο στη πραγματικότητα, δήθεν εμπνευσμένος από την Αραβική Άνοιξη: «στην περίοδο που έρχεται, χρειαζόμαστε μαζικές δράσεις, οργάνωση και συντονισμό παντού… είναι μια ευκαιρία να υψώσουμε τη φωνή μας σε όλο τον κόσμο και να πούμε ότι θέλουμε τα δικαιώματα μας». Κάλεσε τους Παλαιστίνιους σε «λαϊκή αντίσταση», επιμένοντας πως πρέπει να είναι «άοπλη λαϊκή αντίσταση ώστε να μην μας παρανοήσει κανένας». Παρόμοιο κάλεσμα έκανε και τον Σεπτέμβριο στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Ήταν ο τρόπος του Αμπάς για να μπορέσει να ξεφύγει ένα βήμα μπροστά. Χρειαζόταν να ηρεμήσει την συσσωρευμένη οργή και δυσαρέσκεια από την έλλειψη ηγεσίας του. Το μήνυμα του στόχευε και συνεχίζει να στοχεύει σε διπλό ακροατήριο: στους Παλαιστίνιους με τη λέξη «αντίσταση» και στους διεθνείς με το «μη βία» και το « μην μας παρανοήσει κανείς».
Ο Αμπάς δεν είναι και τόσο αξιόπιστος ότι θα κινήσει οποιαδήποτε μορφή αντίστασης ενάντια στο Ισραήλ. Από την ίδρυση της το 1994 σαν ένα μεταβατικό σώμα που θα οδηγούσε τους Παλαιστίνιους στην ανεξαρτησία τους, η ΠΑ μετατράπηκε από μόνη της σε αδιέξοδο: αφιερώθηκε στην αυτό-διατήρηση της, συνωμοτώντας με την ισραηλινή κυβέρνηση για να διαχειρίζεται την ίδια ακριβώς κατοχή που βασανίζει τους Παλαιστίνιους για περισσότερο από 45 χρόνια. Στην πραγματικότητα «ο συντονισμός ασφάλειας» ανάμεσα στις δύο πλευρές δείχνει την αμοιβαία κατανόηση για αποσιώπηση κάθε διαφωνίας που θα έθετε σε κίνδυνο τη θέση της ΠΑ ή πως συντηρείται από το Ισραήλ ως απειλή για την ασφάλεια.
Υπάρχουν λίγα στοιχεία, αν όχι κανένα, ότι η ΠΑ ηγείται μιας ειλικρινούς «μαζικής δράσης, οργάνωσης και συντονισμού». Η ρητορική επανάσταση της ωστόσο εξυπηρετεί τον σκοπό της, τουλάχιστον για τώρα, μιας και ο Αμπάς με τους άντρες του επέζησαν από την περιφερειακή αναταραχή.
Ο όρος λαϊκή αντίσταση βέβαια, εξακολουθεί να διοχετεύετε γενναιόδωρα λες και η συχνή του επανάληψη είναι το κλειδί για την επίλυση κάθε πολιτικής διχογνωμίας που αντιμετωπίζουν οι Παλαιστίνιοι. Το περιεχόμενο με το οποίο χρησιμοποιείται ή χειραγωγείται, καταχωρείται δυσμενώς ανάμεσα στις παλαιστινιακές παρατάξεις που για πολύ καιρό υπερασπίζονται τον ένοπλο αγώνα και έχουν εναντιωθεί στο Όσλο και τους θεσμούς του. Ιδιαίτερα ενοχλημένη με την εκδοχή του Αμπάς είναι η Ισλαμική Τζιχάντ στη Γάζα.
Όταν ο Γενικός Γραμματέας της Ισλαμικής Τζιχάντ Ramadan Shallah απευθύνθηκε σε χιλιάδες υποστηρικτές στη Γάζα, στην 31η επέτειο της ίδρυσης του κινήματος, μίλησε για το θέμα αυτό. Τόνισε την ανάγκη μιας νέας εθνικής στρατηγικής, σημειώνοντας την αποτυχία της λεγόμενης ειρηνευτικής διαδικασίας. «Το παλαιστινιακό πρόγραμμα για την ίδρυση ενός κράτους στα σύνορα του 1967 μέσα από διαπραγματεύσεις, προφανώς έχει αποτύχει», είπε.
Φυσικά ανέφερε την «ειρηνική, μη βίαιη αντίσταση», που ακούγεται όμορφη και την έπαιξαν τα ΜΜΕ με γενναιοδωρία. Το ενδιαφέρον όμως ήταν πως οι απόψεις του Shallah για μια μη βίαιη λαϊκή αντίσταση, συνδυάστηκαν με τις απόψεις του για τις διαπραγματεύσεις, ερμηνεύοντας κατά συνέπεια τη στρατηγική της λαϊκής αντίστασης ως μέρος του ανώφελου κυνηγιού της ΠΑ για «ισραηλινές παραχωρήσεις. «Δεκαεννέα χρόνια αποτυχημένων διαπραγματεύσεων έχουν δημιουργήσει μια κρίση, η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί επιμένοντας σε περαιτέρω διαπραγματεύσεις ή μέσα από τη μη βίαιη αντίσταση».
Μια τρίτη και λιγότερο φατριακή ανάγνωση της στρατηγικής λαϊκής αντίστασης την έδωσε ο Παλαιστίνιος ακτιβιστής Mostafa Barghouti, που ήταν ξεκάθαρος στο Al Jazeera, όταν υπερασπίστηκε το δικαίωμα των Παλαιστινίων στην αντίσταση με όλα τα διαθέσιμα μέσα, επιβεβαιώνοντας ότι η λαϊκή αντίσταση μπορεί να είναι η πιο αποτελεσματική στρατηγική για την απόκτηση των πολιτικών δικαιωμάτων.
Είναι φανερό πως το πρόβλημα δεν βρίσκεται καθεαυτό στην ύπαρξη της μη βίαιης λαϊκής αντίστασης, αλλά στο πολιτικό περιεχόμενο και την κακή της χρήση από συγκεκριμένα κόμματα. Όταν τοποθετείται σε ένα πραγματικά γνήσιο πλαίσιο με σκοπό να επινοήσει μια βοηθητική και ωφέλιμη στρατηγική για την διεκδίκηση των παλαιστινιακών δικαιωμάτων, η λαϊκή αντίσταση αποκτάει άλλη μορφή και συλλογική αίσθηση.
Η ιστορία είναι γεμάτη από αποδείξεις. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1989, το Beit Sahour στη Δυτική Όχθη ξεκίνησε μια εκστρατεία λαϊκής αντίστασης και κοινωνικής ανυπακοής, που έφτασε να πάρει μυθικές διαστάσεις. Ήταν μια προσπάθεια που αποτέλεσε μέρος της επιβλητικά εμπνευσμένης και μαζικής κινητοποίησης της Πρώτης Παλαιστινιακής Εξέγερσης (1987-1993). Έγιναν πολλές προσπάθειες να σπάσει η συλλογική προσπάθεια στο Beit Sahour και απέτυχαν. Η ισραηλινή κυβέρνηση μετακίνησε το στρατό της σε πλήρη ισχύ, εξαπολύοντας «τη μεγαλύτερη φοροεπιδρομή στη πρόσφατη ιστορία»: οι κατοχικές δυνάμεις μετακινήθηκαν ως ένα σώμα και οι φοροεισπράκτορες άρχισαν να αρπάζουν οτιδήποτε μπορούσε να δημευτεί. Πολλές οικογένειες έμειναν χωρίς τίποτα. Τα περισσότερα από τα έπιπλα και άλλα προσωπικά αντικείμενα που κατασχέθηκαν, πουλήθηκαν σε πλειστηριασμούς μέσα στο Ισραήλ. Η μικρή πόλη υπέκυψε στην 45ήμερη απαγόρευση κυκλοφορίας που ξεκίνησε στις 21 Σεπτεμβρίου. Εκατοντάδες κάτοικοι μεταφέρθηκαν σε στρατιωτικά στρατόπεδα και πολλοί παρέμειναν στη φυλακή με διάφορες δικαιολογίες. Ο ισραηλινός στρατός ίσως νόμιζε πως κέρδισε μια αποφασιστική μάχη, αλλά μια μέρα ένα αστέρι κοντά στη Βηθλεέμ, έλαμψε στον ουρανό της Παλαιστίνης. Συνέδεσε το παρελθόν με το παρόν, εμπνέοντας ελπίδα ότι ο λαός, παρά τα τόσα χρόνια κατοχής, έχει ακόμα πολύ δύναμη. Είχε ακόμα δύναμη ώστε μια μικρή πόλη να εξοργίσει τους αρχηγούς των ισραηλινών πολιτικών και στρατιωτικών θεσμών.
Η ιστορία της λαϊκής αντίστασης στη Παλαιστίνη πάει έναν αιώνα πίσω. Ωστόσο, η καταγωγή της συχνά προσδιορίζεται στο 1936, όταν οι Παλαιστίνιοι, Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί, εξεγέρθηκαν ενάντια στην σιωνιστική αποικιοκρατική κίνηση και τον ρόλο της Βρετανίας, που την αγκάλιασε και δούλεψε για να εξασφαλίσει την επιτυχία της. Τον Απρίλιο του 1936 και τα πέντε παλαιστινιακά πολιτικά κόμματα ενώθηκαν κάτω από την ομπρέλα της Ανώτατης Αραβικής Επιτροπής (AHC). Αυτή η ένωση άσκησε πίεση και αντανακλούσε την γενική αίσθηση που επικρατούσε ανάμεσα στους απλούς Παλαιστίνιους. Κηρύχθηκε γενική απεργία, αναγγέλλοντας την έναρξη της θρυλικής εκστρατείας πολιτικής ανυπακοής στη Παλαιστίνη – όπως εκφράστηκε στο σύνθημα «καμία φορολογία χωρίς εκπροσώπηση». Η εξέγερση του 1936 έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα στη βρετανική κυβέρνηση ότι ο παλαιστινιακός λαός ήταν ενωμένος και ικανός να δράσει σαν μια κοινωνία με αυτοπεποίθηση με τρόπους που μπορούν κάλλιστα να ενοχλήσουν την καρδιά της Βρετανικής Εντολής στη χώρα. Η βρετανική διοίκηση στην Παλαιστίνη είχε απορρίψει το παλαιστινιακό αίτημα για ανεξαρτησία και δεν έδωσε βάση στις σοβαρές ανησυχίες για την αυξανόμενη απειλή του σιωνισμού και του αποικιοκρατικού σχεδίου.
Φυσικά αυτές οι ιστορίες δεν έχουν μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους. Η συλλογική δράση δεν ήταν μια περαστική περίοδος, αλλά επαναλαμβάνεται στη διάρκεια της ιστορίας, ακόμα και μετά την υπογραφή των συμφωνιών του Όσλο το 1993, που θεσμοθέτησαν την ισραηλινή κατοχή και τιμώρησαν όσους τόλμησαν να αντισταθούν.
Η ΠΑ στη Ραμάλλα θα πρέπει να σταματήσει να χρησιμοποιεί τον όρο «λαϊκή αντίσταση» την ώρα που κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να την καταστείλει και οι εχθροί του Αμπάς δεν πρέπει να συσχετίζουν την λαϊκή αντίσταση με το Όσλο και τους χρεοκοπημένους θεσμούς του, γιατί η ιστορία μπορεί εύκολα να σπάσει αυτή τη διαστρεβλωμένη σύνδεση. Η λαϊκή αντίσταση στην Παλαιστίνη συνεχίζει να υπάρχει, όχι εξαιτίας της ηγεσίας όσο λόγω έλλειψης αυτής.