Το πρωινό της 13ης Ιουλίου 1948, διωχθήκαμε υπό την απειλή όπλων από τα προγονικά μας σπίτια στην Lydda. Συμμορίες Σιωνιστών μας περικύκλωσαν και μας μάζεψαν στις μεγαλύτερες πλατείες της πόλης. Τότε, περικυκλωμένοι από έναν στενό κλοιό βαριά οπλισμένων Σιωνιστών οδηγηθήκαμε απρόθυμα προς την Ανατολή.
Ιστορία…
Την Παρασκευή 9 Ιουλίου 1948, οι πόλεις Lydda και Ramleh κατηλήφθηκαν από συμμορίες Σιωνιστών. Μετά από μόλις 3 μέρες ξυπνήσαμε από το πανδαιμόνιο των ανθρώπων που έτρεχαν έντρομοι στον παράλληλο δρόμο του σπιτιού μας. Μέσα σε λίγες στιγμές, μέλη των συμμοριών χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού μας με τα τουφέκια τους και φώναξαν σε όλους μας να φύγουμε από το σπίτι.
Δεν ήταν πιθανό να αντισταθούμε ή να μην ακολουθήσουμε αυτές τις στρατιωτικές εντολές. Περπατήσαμε σε ομάδες προς ένα ανοιχτό χώρο στην πόλη, με το όνομα “ Nawa’ir Plaza”.
Δεκάδες χιλιάδες γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι οδηγήθηκαν, κουβαλώντας μόνο τα ρούχα που φορούσαν, σε ανοιχτούς χώρους μέσα στις πόλεις Lydda και Ramleh. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν είτε κάτοικοι αυτών των πόλεων, είτε πρόσφυγες από την Jaffa και τα χωριά των προαστίων της περιοχής. Ακούγονταν τα κλάματα των παιδιών καθώς επίσης και τα βογκητά των άρρωστων και των ηλικιωμένων. Η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο ζεστή, πιο καταθλιπτική και τρομακτική.
Οι συγκεντρωμένοι άνθρωποι ήταν περικυκλωμένοι από οπλισμένους άντρες και στρατιωτικά οχήματα. Ένας μεγάλος αριθμός ελεύθερων σκοπευτών βρισκόταν στις στέγες των τριγύρω σπιτιών, παρακολουθώντας προσεκτικά και με άγχος την διαδικασία του ξεριζωμού και της δια της βίας μετανάστευσης.
Κανένας δεν γνώριζε τι επρόκειτο να συμβεί. Πολλοί πίστευαν ότι η διαδικασία δεν θα διέφερε από παρόμοιες επιχειρήσεις της Βρετανικής Διοικητικής Αρχής, στην πλειοψηφία των πόλεων και των χωριών της Παλαιστίνης, οπότε ζητούνταν από τον κόσμο να φύγει από το σπίτι του και να μαζευτεί στην πλατεία του χωριού ή της πόλης για κάποιες ώρες, ενώ οι Βρετανοί στρατιώτες έψαχναν τα σπίτια για όπλα και επαναστάτες. Στο τέλος της ημέρας επιτρεπόταν στον κόσμο να επιστρέψει στο σπίτι του. Αυτή τη φορά οι άνθρωποι δεν επέστρεψαν στα σπίτια τους, γιατί επρόκειτο για διαφορετικού είδους επιχείρηση. Αντίθετα διατάχθηκαν να προχωρήσουν προς την Ανατολή μέσα από τους λεηλατημένους δρόμους της πόλης και τα λεηλατημένα μαγαζιά. Έκανε ολοένα και περισσότερη ζέστη, και η δίψα και ο φόβος μεγάλωναν. Περπατούσαμε προς την ανατολή, περικυκλωμένοι από Εβραίους Σιωνιστές που μας έβριζαν και μας ταπείνωναν. Δεν αντιλαμβανόμασταν ότι αυτή ήταν μόνο η αρχή του ταξιδιού μας.
Η ζωή στην Παλαιστίνη υπό την Βρετανική Διοίκηση σημαδεύτηκε από μπελάδες και αναστάτωση. Συνεχώς γίνονταν εξεγέρσεις και εθνική κατακραυγή απέναντι στο σχέδιο των Βρετανών - Σιωνιστών να καταλάβουν την χώρα. Παρόλα αυτά, η Παλαιστίνη στην μνήμη μου είναι σαν μια λαμπρή άνοιξη, γεμάτη χρώμα, αφθονία, χάρη και ευτυχία.
Ιστορία…
Γεννήθηκα στην πόλη Lydda το 1930. Έμενα σε μια περιοχή περικυκλωμένη από περιβόλια με λεμονιές και πορτοκαλιές, και πράσινους αμπελόκηπους. Οι τριγύρω πεδιάδες είναι εκτενείς και ανοικτές, στολισμένες με όμορφα λουλούδια διαφόρων μορφών και χρωμάτων, όπως νάρκισσους, μαργαρίτες και ανεμώνες, πάνω σε μια βάση διαβαθμίσεων του πράσινου.
Οι εποχές εμπλέκουν το εορταστικό και το παραδοσιακό, και ο χειμώνας έχει ημι-ιερές τελετές. Το βράδυ συνηθίζαμε να φέρνουμε καυτό κάρβουνο για να γεμίσουμε το μαγκάλι. Μετά την βραδινή προσευχή - εμείς τα παιδιά- μαζευόμασταν γύρω από το μαγκάλι περιμένοντας τον παππού ή την γιαγιά μας, να ψήσει κάστανα ή γλυκοπατάτες. Στο μεταξύ ακούγαμε μια παλιά ιστορία … «Μια φορά και έναν καιρό»…
Το ημερολόγιο των περιοχών της Jaffa, της Lydda και της Ramleh ήταν γεμάτο με γλέντια και θρησκευτικά και λαϊκά φεστιβάλ που γίνονταν συγκεκριμένη μέρα κάθε χρόνο. Αυτά τα γεγονότα ήταν πηγή μεγάλης ευτυχίας για εμάς, όπου υπήρχε ρυθμός, κίνηση και χρώμα. Τα περισσότερο υποσχόμενα ανάμεσα σε αυτά τα γεγονότα ήταν το φεστιβάλ “Rubin” στα νότια της Jaffa, εκείνο του «Προφήτη Saleh» στην Ramleh, εκείνο του «Προφήτη Job» στην ακτή της Jaffa, τα φεστιβάλ του «Προφήτη Μωυσή» ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και την Ιεριχώ, και τέλος το γλέντι στην . Παρομοίως, υπήρχαν εποχές για εορτασμό την άνοιξη και το καλοκαίρι, όταν οι οικογένειες, μικροί και μεγάλοι, έβγαιναν έξω για να περάσουν μια μέρα στην κοιλάδα ή στα χωράφια που αλώνιζαν το σιτάρι ή κάτω από την σκιά των ελαιόδεντρων - τρώγοντας και πίνοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας, παίζοντας και διασκεδάζοντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου